του Διονύση Χιόνη,
Δικηγόρου – Εγκληματολόγου
Τον Ηλία τον εντοπίσαμε μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού και συναντηθήκαμε μαζί του στα τέλη Μαϊου του 1999 σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο στον κήπο του αρχιφυλακείου, χωρίς την παρουσία φύλακα. Αρκετά συμπαθητική φυσιογνωμία, με λεπτά χαρακτηριστικά και ανήσυχο βλέμμα, μας αντιμετώπισε επιφυλακτικά στην αρχή, αλλά χωρίς να είναι διστακτικός ή ντροπαλός. Μόλις μια μέρα πριν είχαμε συναντήσει στο Ειδικό Κέντρο Κράτησης Νέων στον Αυλώνα το μικρότερο αδερφό του, από τον οποίο του μεταφέραμε νέα και χαιρετισμούς, κάτι που τον έκανε να είναι θετικά διακείμενος απέναντί μας από την αρχή κιόλας της γνωριμίας μας. Το δυσκολότερο κομμάτι της συνέντευξης, η προσέγγιση, δηλαδή, του συνεντευξιαζόμενου, είχε περάσει. Η αμηχανία του ξεπεράστηκε κι η συζήτηση ξεκίνησε με ποδόσφαιρο, αφού το πρώτο που ζήτησε από μας ήταν να μάθει τα τελευταία νέα της ομάδας του. Γελούσε για τα κατορθώματά της κι η σύμπτωση των συλλογικών μας προτιμήσεών τον έκαναν να ανοιχτεί ακόμα περισσότερο. Το γέλιο του κόπηκε απότομα, όταν σκέφτηκε φωναχτά πόσο καιρό έχει να πάει στο γήπεδο και κάπου εκεί ξεκίνησε να αφηγείται την ιστορία του με παραστατικό τρόπο, με χειρονομίες κι έντονες εκφράσεις.
Ο Ηλίας ήταν τότε νεαρός, σχεδόν 22 ετών, αλλά στο χώρο της φυλακής ήταν βετεράνος. Φαινόταν από την πρώτη ματιά που θα έριχνε κανείς στο φάκελό του, αλλά κι από την εξοικείωσή του με το περιβάλλον, με τους ανθρώπους, (σωφρονιστικό προσωπικό και κρατούμενους), φαινόταν καθαρά ακόμα κι από τα λόγια του για το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ότι είχε διανύσει ήδη μακρά πορεία στο χώρο των φυλακών.
Προέρχεται από πολύτεκνη φτωχή οικογένεια μιας συνοικίας στο Αιγάλεω, ο πατέρας του εκτίει πολυετή ποινή κάθειρξης από όταν ο Ηλίας ήταν μικρός, ο μεγάλος του αδερφός ακολούθησε από νωρίς τον πατρικό δρόμο κι έτσι εκείνος μεγάλωσε με τη μητέρα του, την αδερφή του και το μικρότερο αδερφό του. Το μορφωτικό του επίπεδο ήταν εξαιρετικά χαμηλό, ήξερε να διαβάζει και να γράφει, αλλά τίποτα περισσότερο. Η μητέρα δούλευε σχεδόν όλη μέρα για να συντηρήσει την οικογένεια κι ως εκ τούτου η επιμέλεια, η ανατροφή κι η επιτήρηση του Ηλία ήταν από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη.
Στα επόμενα χρόνια δεν άργησε να μιμηθεί το παράδειγμα των δικών του κι εγκλείστηκε για κλοπές σε μικρή ηλικία στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων για χρονικό διάστημα 3 ετών, που έφτανε και περίσσευε, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, για να σπουδάσει την παραβατικότητα στο κατάλληλο πανεπιστήμιο. Και μπορεί το πρότυπο του σωφρονισμού που ακολουθεί η πολιτεία να μην του προσέφερε τα στοιχειώδη και ουσιώδη, όμως οι συναναστροφές με τους μεγαλύτερους συγκρατούμενους τού προσέφεραν απλόχερα τεχνογνωσία ως προς την εγκληματική πρακτική. Στο μαυροπίνακα του σχολείου των φυλακών ανηλίκων, οι μεγαλύτεροι κι εμπειρότεροι κρατούμενοι παρέδιδαν μαθήματα με σχεδιαγράμματα για τον ακριβή τρόπο ένωσης των καλωδίων της μίζας του αυτοκινήτου, προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία η μηχανή δίχως κλειδιά.
Κι όταν έπειτα από καιρό αποφυλακίστηκε κι επέστρεψε στην κοινωνία, έστω κι αν συνέχιζε να συγχρωτίζεται παλιούς του γνώριμους από τη φυλακή, εκτός από το στιγματισμό είχε να αντιμετωπίσει και τον πειρασμό να δοκιμάσει τις ικανότητές του στα όσα διδάχτηκε και δεν άργησε να το κάνει, «για πλάκα», όπως είπε σηκώνοντας τους ώμους του, αφού δεν είχε διαλέξει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, προς την οποία θα έπρεπε να προσανατολιστεί. Συνήθιζε, λοιπόν, να κλέβει αυτοκίνητα συγκεκριμένης ιαπωνικής μάρκας (ΤΟΥΟΤΑ COROLLA) και να πηγαίνει βόλτα, μόνος ή με παρέα, μέχρι που τελείωνε η βενζίνη κι έπειτα τα εγκατέλειπε επί τόπου. Αυτό ήταν το χόμπι του. Εργασία σταθερή, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε, ούτε και ήθελε να έχει, αφού έκανε κατά καιρούς μεροκάματα σε διάφορες δουλειές και σε συνδυασμό με μικροκλοπές ποριζόταν τα προς το ζην. Η συνεισφορά στην οικογένειά του δεν τον ένοιαζε πραγματικά και δεν το έκρυβε. Η αφανής εγκληματική του δράση ήταν πλούσια, με ροπή στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και κατά του σώματος και της υγείας.
Μερικούς μήνες αργότερα βαρέθηκε τα αυτοκίνητα και γοητεύτηκε από τις μοτοσυκλέτες μεγάλου κυβισμού, μόνο που δεν μπορούσε να αγοράσει, λόγω της αεργίας του, αλλά ούτε και να κλέψει, λόγω της μεγαλύτερης κι αποτελεσματικότερης προστασίας, της οποίας τυγχάνουν από τους ιδιοκτήτες τους. Κι έτσι αποφάσισε να καταφύγει σε ληστείες για να μαζέψει τα αναγκαία χρήματα, ώστε να αγοράσει μία δική του. Έπειτα από πολυήμερο σχεδιασμό με ένα συνεργό και φίλο του, ξεκίνησε τις ληστείες σε πρατήρια βενζίνης στην Εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν συνελήφθη, ύστερα από ταυτοποίηση των αποτυπωμάτων, που άφησε σε μια αντλία. Ήταν ήδη σεσημασμένος και στιγματισμένος, και μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που οι αρχές τον αναζητούσαν και τον ανέκριναν για εγκλήματα στα οποία δεν είχε καμία ανάμιξη, αφού πλέον έφερε την ετικέτα του συνήθους υπόπτου.
Από όταν συνελήφθη μέχρι και τη συνάντησή μας δεν είχε βγει από τη φυλακή. Είχε μεταχθεί σε πολλές φυλακές ανά την Ελλάδα, ήξερε πάρα πολλούς κρατούμενους προσωπικά, μας έδωσε ακόμα και πληροφορίες για άτομα που αναζητούσαμε στην έρευνά μας και δεν μπορούσαμε να τα εντοπίσουμε. Η ιδρυματοποίησή του ύστερα από τόσα χρόνια ήταν φανερή. Ανησυχούσε στη σκέψη ότι κάποια μέρα θα απολυθεί και θα κληθεί να επανενταχθεί στην κοινωνία, επειδή πια δεν γνώριζε κανέναν εκτός φυλακής, πλην της οικογένειάς του, επειδή δεν ήξερε να κάνει κάποια συγκεκριμένη δουλειά, επειδή δεν είχε υπηρετήσει ακόμα τη στρατιωτική του θητεία, με λίγα λόγια επειδή φοβόταν την κοινωνία, όπως έλεγε. Ενώ αντιθέτως στο περιβάλλον της φυλακής είχε προσαρμοστεί πλήρως, όλοι τον γνώριζαν, με όλους τα είχε καλά, ήταν κι από τους πιο παλιούς, ακόμα και με τους φύλακες και τον αρχιφύλακα είχε οικεία σχέση. Το παράπονό του ήταν ότι δεν είχε πάρει ακόμα πενθήμερη άδεια, όλες οι αιτήσεις που είχε καταθέσει απορρίφθηκαν. Λίγο αργότερα τυχαία εμφανίστηκε ο αρχιφύλακας και τον ρωτήσαμε γιατί απορρίπτονται οι αιτήσεις τού Ηλία. «Επειδή είναι μεγάλη φίρμα!», μας είπε, «πρώτο πλάνο ήταν στην τηλεόραση με τις τελευταίες εξεγέρσεις, είχε ανέβει στην ταράτσα και ανέμιζε μια φλεγόμενη κουβέρτα ο Λιάκος! ». Εκείνος γέλασε πονηρά. «Δεν ήμουνα εγώ, μου έμοιαζε» απάντησε. Από πειθαρχικά παραπτώματα ήταν πλούσιος ο φάκελός του. Ως παλιός έπρεπε να δείχνει την αξία του, όποτε χρειαζόταν και σίγουρα δεν δίσταζε να το κάνει, προκειμένου να υπερασπιστεί το ρόλο του.
Τα προβλήματά του μέσα στη φυλακή είχαν να κάνουν κυρίως με τις συνθήκες κράτησης και τον υπερπληθυσμό που παρατηρείται, ειδικά στον Κορυδαλλό. Κοιμόταν στο ίδιο κελί με άλλα τέσσερα άτομα κι ας μην αρκούσαν τα κρεβάτια, για συνθήκες υγιεινής δεν μπορεί να γίνει λόγος κι η επαφή με τον έξω κόσμο ήταν δύσκολη και περιορισμένη. Ακόμα και για τον προαυλισμό είχε παράπονα, του φαινόταν εξαιρετικά μικρός ο χρόνος που έβγαιναν απ’ το κελί. Για αυτό κι όταν πληροφορήθηκε ότι η έρευνα θα συνεχιζόταν και την επόμενη ημέρα, μας παρακαλούσε να τον ξανακαλέσουμε για να βγει και πάλι στην αυλή. Ανησυχούσε ιδιαίτερα για την οικογένειά του, κάτι που παραδέχτηκε ότι δεν έκανε νεότερος κι ειδικά για τον μικρότερο αδερφό του, που βρισκόταν στον Αυλώνα και του είχε μεγάλη αδυναμία. Περίμενε την ποινική ενηλικίωσή του, μήπως και μεταχθεί στον Κορυδαλλό, όπου θα μπορούσαν να τον προσέχουν τόσο ο ίδιος όσο κι ο μεγαλύτερος αδερφός τους, που κρατείτο στην ίδια φυλακή.
Συμπερασματικά, ο Ηλίας φαίνεται ότι δεν κατάφερε μέχρι τώρα να αποκλίνει από την προδιαγεγραμμένη έως ένα βαθμό πορεία του και να ξεφύγει από τα γρανάζια του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Κι από τη στιγμή που δεν απέφυγε την εμπλοκή του, για τις προϋποθέσεις της οποίας είχαν φροντίσει από πολύ νωρίς οι άνθρωποι τού οικογενειακού του περιβάλλοντος, δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς την μετέπειτα πορεία του. Τα πορίσματα της έρευνας, άλλωστε, καταδεικνύουν τη συνήθη εξέλιξη της υποτροπής, αλλά και της πολυ-υποτροπής.
Ίσως για αυτό και να ανησυχεί τόσο πολύ για τον αδερφό του. Επειδή γνωρίζει καλύτερα από πολλούς ότι είναι συνηθέστερο κι ευκολότερο να ακολουθούμε το δρόμο που το περιβάλλον μας έχει ανοίξει, από το να ανοίγουμε ένα δικό μας.