του Πάνου Παναγιωτόπουλου,
φοιτητή Νομικής Αθηνών
Η Ελληνική Εταιρεία Εγκληματολογίας και το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών διοργάνωσαν την Πέμπτη 30 Μαρτίου 2006 στην αίθουσα Δρακοπούλου (Παλαιό Αμφιθέατρο Ιατρικής) του Πανεπιστημίου Αθηνών επιστημονική εκδήλωση με θέμα «(Αν)ασφάλεια, Αντεγκληματική Πολιτική και Δικαιώματα του Ανθρώπου».
Η συντονίστρια της συζήτησης ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου στην εισαγωγική της ομιλία για την εκδήλωση αναφέρθηκε στο φαινόμενο της τρομοκρατίας και τη δυσχερή αποτελεσματική αντιμετώπισή του στο μεταίχμιο της ασφάλειας με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ιδίως έθεσε τον προβληματισμό για τα μέτρα που υιοθετούνται στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής και για τον κίνδυνο που ελλοχεύει μήπως τα ανθρώπινα δικαιώματα υποχωρήσουν κάτω από τα ανεκτά όρια, με βάση τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, μπροστά στην πραγματική ή προσχηματική ανάγκη ασφάλειας.
Ο καθηγητής Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νέστωρ Κουράκης έλαβε πρώτος τον λόγο. Στην εισήγησή του με θέμα « Το δικαίωμα του πολίτη στην ασφάλειά του» ανέλυσε αρχικά το ζήτημα του εάν υπάρχει συνταγματικό ή έστω ουσιαστικό δικαίωμα στην ασφάλεια και ανέτρεξε στις ιστορικές του «καταβολές». Ειδικότερα αναφέρθηκε στη γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1789), όπου το δικαίωμα στην ασφάλεια συνδεόταν με το δικαίωμα ελευθερίας και αντίστασης στην τυραννία, στο σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα, όπου το δικαίωμα ασφάλειας συνδεόταν με την έννοια της «σιγουρότητας» και ακόμη, στις τάσεις που επικράτησαν κατά τη δεκαετία του ’80, όποτε το κράτος θεώρησε βαθμιαίως υποχρέωσή του να εξασφαλίζει κατάλληλες συνθήκες για την ασφάλεια των πολιτών και αναγνώρισε, έτσι, μέσω των δικαστηρίων αγώγιμη υποχρέωση των πολιτών για αποζημίωση όταν οι υποχρεώσεις αυτές δεν τηρούνται. Στη συνέχεια, αναφερόμενος στα μέτρα ασφαλείας που ελήφθησαν, στις περισσότερες χώρες, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και της 7ης και 21ης Ιουλίου 2005 στο Λονδίνο, τόνισε την έως τώρα αναποτελεσματικότητα τους και το άτοπο της έως τώρα εφαρμοσθείσας αμιγώς κατασταλτικής πολιτικής έναντι αυτού του φαινομένου, χωρίς ταυτόχρονα να αναζητηθούν και να αντιμετωπισθούν τα βαθύτερα αίτια γέννησης του φαινομένου.
Στη συνέχεια έλαβε το λόγο η αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ.Χριστίνα Ζαραφωνίτου, η οποία στο πλαίσιο της εισήγησής της με θέμα «Όψεις και διαστάσεις του κοινωνικού φαινομένου της ανασφάλειας», ανέπτυξε τους σημαντικότερους παράγοντες δημιουργίας ή/και έντασης του φόβου του εγκλήματος, καθώς και τις σοβαρές συνέπειές του τόσο σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο όσο και στην αντεγκληματική πολιτική. Μέσα από την αναφορά στα πορίσματα της πρόσφατης ευρωπαϊκής έρευνας θυματοποίησης καθώς στην εμπειρική διερεύνηση της σχετικής με το έγκλημα ανασφάλειας στους κατοίκους της ελληνικής πρωτεύουσας, επισημάνθηκε από την εισηγήτρια, η σημαντική διάκριση μεταξύ της πρόσληψης του εγκλήματος ως ατομικής και κοινωνικής απειλής, η οποία εξηγεί την αναντιστοιχία μεταξύ δεικτών εγκληματικότητας και φόβου του εγκλήματος, καθώς και εκείνην μεταξύ της μικρής θυματοποίησης ορισμένων κατηγοριών ατόμων και του μεγάλου φόβου τους για το έγκλημα. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον προσδιοριστικό ρόλο ορισμένων υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων στην εκδήλωση ανασφάλειας, όπως είναι η έννοια του ‘ευάλωτου’, η προηγούμενη εμπειρία θυματοποίησης, τα ΜΜΕ, η ποιότητα ζωής και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο θεσμό της ποινικής δικαιοσύνης και στην αστυνομία. Οι συνέπειες των διαστάσεων που έχει προσλάβει το φαινόμενο της ανασφάλειας είναι ορατές μέσα από τους αυτοπεριορισμούς στους οποίους υποβάλλονται οι πολίτες στην καθημερινή ζωή τους, την όξυνση των κοινωνικών σχέσεων λόγω της διάδοσης ρατσιστικών και ξενοφοβικών στερεοτύπων αλλά και μέσα από την ενίσχυση των τιμωρητικών στάσεων, οι οποίες δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή πολιτικών κατασταλτικού χαρακτήρα. Οι συνέπειες αυτές έχουν άμεσο αντίκτυπο στη σφαίρα των ατομικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία απειλούνται και περιστέλλονται στο πλαίσιο εφαρμογής πολιτικών ‘ασφάλειας’ και ‘μηδενικής ανοχής’.
Ακολούθησε η εισήγηση του αναπληρωτή καθηγητή Αντεγκληματικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κ. Θεόδωρου Παπαθεοδώρου, με θέμα «Κυβερνητική της ασφάλειας και αντεγκληματική πολιτική: Η ποινική διαχείριση των δικαιωμάτων» σημείωσε ότι η κυβερνητική της ασφάλειας εκφράζεται μέσα από την αναγωγή του «δικαιώματος στην ασφάλεια», ως αυτόνομου και δυνητικά ανταγωνιστικού θεμελιώδους δικαιώματος, που παρέχει τη δυνατότητα στον εθνικό και υπερεθνικό νομοθέτη για δραστικές επεμβάσεις στη σφαίρα των ατομικών ελευθεριών. Η πρόληψη και η καταστολή χάνουν σταδιακά τη διακριτότητά τους ως συστατικά μέρη της αντεγκληματικής πολιτικής και αφομοιώνεται από ολοκληρωμένες πολιτικές ασφάλειας. Στο μετανεωτερικό κόσμο, το αίτημα για ασφάλεια εξισορροπείται ή όχι με το αίτημα για προστασία των δικαιωμάτων, ανάλογα με την αντίληψη που διαπνέει την πολιτική για την προάσπιση του κράτους δικαίου. Η κυβερνητική της κοινωνικής αντίδρασης κατά του εγκλήματος προβάλλει σήμερα στο ποινικό και κοινωνικό πεδίο ένα είδος ασφάλειας προσαρμοσμένης στην επαύξηση των μηχανισμών διαρκούς επιτήρησης, οι οποίοι είναι διάχυτοι και νομιμοποιημένοι μέσα στην κοινωνία, ώστε να αισθάνεται ο πολίτης ότι ελέγχεται διαρκώς. Αυτή η κυβερνητική της ασφάλειας τείνει όλο και περισσότερο να μετατρέπεται σε αποτέλεσμα της ίδιας της διαδικασίας της, ανταλλάσσοντας το δίπολο ανασφάλεια - εγκληματικότητα με αυτό της πειθαρχίας - επιτήρησης σε κοινωνίες που συμμετέχουν όλο και λιγότερο στις δράσεις της διακυβέρνησης. Κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μία υποχώρηση όχι μόνο των δικαιωμάτων, αλλά και των ίδιων των δημοκρατικών κατακτήσεων.
Την εκδήλωση έκλεισε η ομιλία του επίκουρου καθηγητή Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γ.Π.Νικολόπουλου, με τίτλο «“Eλευθερία, ασφάλεια, δικαιοσύνη”: όψεις και αντινομίες του ευρωπαϊκού κοινωνικού ελέγχου», που προσέγγισε το γενικότερο θέμα της εκδήλωσης μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σ’ αυτή την προοπτική, το πρόταγμα της ασφάλειας είχε συσχετισθεί εξαρχής με το πρόταγμα της ελεύθερης μετακίνησης των προσώπων, προκειμένου να εξυπηρετήσουν και τα δύο, από κοινού, το στόχο της δημιουργίας μιας «μεγάλης ευρωπαϊκής αγοράς χωρίς σύνορα». Εντούτοις, στο ζήτημα της κινητικότητας των προσώπων δεν ακολουθήθηκε μια φιλελευθεροποίηση αντίστοιχη με εκείνη για τη διακίνηση των κεφαλαίων, των προϊόντων και των υπηρεσιών, εφόσον η άρση των «εσωτερικών» συνοριακών ελέγχων θεωρήθηκε, ταυτόχρονα, ως πηγή διακινδύνευσης, εξαιτίας των φόβων αύξησης της διασυνοριακής εγκληματικότητας, για την αντιμετώπιση της οποίας υιοθετήθηκαν πολιτικές αστυνόμευσης («policing»). Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών υπήρξε η δημιουργία ενός «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης», στο πλαίσιο του οποίου, όμως, η ασφάλεια αναδείχθηκε σε κέντρο βάρους της συνολικής ισορροπίας του: τόση ελευθερία ώστε να μη θίγεται η ασφάλεια, τόση δικαιοσύνη ώστε να εξυπηρετείται πρωτίστως η ασφάλεια. Εντούτοις, οι εξελίξεις αυτές δεν συναρμόστηκαν χωρίς τριβές με τις εθνικές δικαιοταξίες των κρατών μελών, οι οποίες εκδήλωσαν συχνά τις αντιστάσεις τους στη μονόπλευρη αντεγκληματική λειτουργία και στα δικαιοπολιτικά ελλείμματα του «χώρου» - όπως συνέβη, πρόσφατα, με τις διαδικασίες μεταφοράς και εφαρμογής στις έννομες τάξεις των κρατών μελών της απόφασης - πλαισίου του Συμβουλίου για το «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης». Συμπερασματικά, ο εισηγητής διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι σκοπιμότητες της αντεγκληματικής πολιτικής υπερβαίνουν, συχνά, τα δικαιοπολιτικά επιβεβλημένα όρια που τίθενται τόσο από τον εγγυητικό-φιλελεύθερο ρόλο του ποινικού δικαίου όσο και από το σύνολο των προταγμάτων που ονομάζουμε «ανθρώπινα δικαιώματα».
Μετά το τέλος των ομιλιών επακολούθησε συζήτηση στην οποία μεταξύ άλλων παρενέβησαν ο καθηγητής Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Ιάκωβος Φαρσεδάκης, η καθηγήτρια Εγκληματολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Καλλιόπη Σπινέλλη και η πρώην Διευθύντρια του Εγκληματολογικού Τμήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης Ομότιμη Καθηγήτρια του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών κ Αγλαία Τσήτσουρα.