της Ρόδης Καγκελλάρη,
εγκληματολόγου
Η Συνθήκη της Εξάρτησης
Το εξαρτημένο σε κάποια ναρκωτική ουσία άτομο είναι αυτό του οποίου ο οργανισμός και ψυχισμός χρειάζονται μία συγκεκριμένη -αυξανόμενη- ποσότητα της ουσίας ανά συγκεκριμένο αριθμό ωρών και η έλλειψή της καταλήγει σε σοβαρές σωματικές και ψυχικές εκδηλώσεις, το λεγόμενο «σύνδρομο στέρησης». Η εύρεση και κατανάλωση της ουσίας προγραμματίζει και ελέγχει ολόκληρη τη ζωή του ατόμου. Η λειτουργικότητά του συνολικά (σωματικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά, πνευματικά, πρακτικά, και κοινωνικά) έχει σοβαρά περιοριστεί και το άτομο είναι ανίκανο να νιώσει, να συμπεριφερθεί, να αναπτυχθεί και να καταπιαστεί με δραστηριότητες αναμενόμενες για την ηλικία και το φύλο του. Ακριβώς επειδή η έννοια της ουσίας συμπίπτει για το άτομο με την έννοια της ζωής και του εαυτού, λέμε ότι κάποιος πέθανε από ναρκωτικά και όχι ότι σκοτώθηκε.
Αυτό το άτομο, επομένως, δεν είναι σε θέση να προγραμματίσει, να κρίνει, και να επιδιώξει τους στόχους του κατά τρόπο ανάλογο-νόμιμο προς εκείνον ενός ατόμου με ισορροπημένη προσωπική και κοινωνική ζωή. Αντίθετα, η κρίση και η αντίληψή του δεν χαρακτηρίζονται από λογική και ανεξαρτησία σκέψης. Δεν έχει, έτσι, την ικανότητα να είναι υπεύθυνος όλων των πράξεών του, νόμιμων και μη, διότι και αν ακόμη οι κινήσεις του πηγάζουν από προσωπική επιλογή, αυτή η επιλογή καθοδηγείται από την εξάρτηση.
Λόγω της ανεπάρκειας των θεραπευτικών κοινοτήτων και κάποιων ιδιαίτερα αυστηρών διατάξεων του Νόμου περί Ναρκωτικών, τέσσερις στους δέκα (4/10) κρατούμενους του συνολικού έγκλειστου πληθυσμού στα καταστήματα κράτησης όλης της χώρας κρατείται για παραβάσεις σχετικές με ναρκωτικά (Π. Μπουγάνης: «Στενή, όνομα και πράμα», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία: 22/1/2006, ΚΕ.Θ.Ε.Α.: 2003).
Το Νομικό Πλαίσιο στη Θεωρία και στην Πράξη
Παραβάσεις περί ναρκωτικών στην Ελλάδα συνιστούν η κατοχή, προμήθεια, διακίνηση, αγορά, πώληση, μεταφορά και διάδοση όλων των ειδών ναρκωτικών ουσιών, καθώς και η έμμεση συμμετοχή, αποσιώπηση και διευκόλυνση των πράξεων αυτών, που τιμωρούνται από το νόμο (1729/87). Οι εξαρτημένοι και μη εξαρτημένοι παραβάτες διακρίνονται και τυγχάνουν διαφορετικής αντιμετώπισης από το δικαστήριο.
Η εξάρτηση θεωρείται ελαφρυντικός παράγοντας ακόμη και για φαινομενικά άσχετες παραβάσεις (π.χ. κλοπή), που διαπράχθηκαν, όμως, για την εξασφάλιση της ουσίας, εφόσον αυτό θεωρείται ότι οδηγεί σε μια κατάσταση μειωμένης ευθύνης και περιορισμένης δυνατότητας κρίσης. Η εξέταση, όμως, της διαπίστωσης ως προς το εάν υπάρχει εξάρτηση στον παραβάτη συχνά αγνοείται ή καθυστερεί σημαντικά. Συχνό αποτέλεσμα είναι η απαγγελία κατηγοριών και καταδίκη ατόμων σοβαρά εξαρτημένων ως απλώς εμπόρων, σε πολύ μακρά διαστήματα εγκλεισμού, κατά τα οποία ουσιαστικά δεν προσφέρεται θεραπεία, αλλά μόνο τιμωρία.
Προβληματισμό προκαλεί, επίσης, η αντιμετώπιση της κατοχής ουσιών, αφού ο χρήστης θα έχει αναπόφευκτα στην κατοχή του κάποια ποσότητα προς ιδία χρήση, το ανώτατο όριο της οποίας, όμως, δεν προβλέπεται ξεκάθαρα από το νόμο, αλλά η κατοχή οποιασδήποτε ποσότητας τιμωρείται αυθαίρετα. Οι εξαρτημένοι χρήστες που κατέχουν ναρκωτικά για προσωπική χρήση έχουν την ευκαιρία να διαλέξουν την εισαγωγή σε κάποιο Πρόγραμμα Απεξάρτησης, η συστηματική συμμετοχή ή ολοκλήρωση του οποίου μπορεί να οδηγήσει σε αποχή από την ποινική δίωξη.
Αντίστοιχα, η συμμετοχή σε Πρόγραμμα Απεξάρτησης μέσα στη φυλακή (στη Θεραπευτική Κοινότητα Εν Δράσει του ΚΕ.Θ.Ε.Α. στη Γυναικεία Φυλακή Κορυδαλλού και στο Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων Ελαιώνα Θηβών), μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή της ποινής, με τον όρο της συνέχισης σε κάποιο αναγνωρισμένο Θεραπευτικό Πρόγραμμα εκτός φυλακής (νόμος 2331/95, άρθρο 21). Για τους υπόλοιπους εξαρτημένους κρατούμενους, μία πιο ευνοϊκή μεταχείριση στο δικαστήριο μπορεί να επιτευχθεί με την προσκόμιση γραπτής βεβαίωσης συμμετοχής τους στις Ομάδες Αυτοβοήθειας του ΚΕ.Θ.Ε.Α. ή του 18 ΑΝΩ, μέσα στη φυλακή.
Το μεγάλο εμπόδιο για τους εξαρτημένους κρατούμενους είναι η αυξανόμενη, τελευταία, άρνηση του δικαστηρίου να δεχτεί τις βεβαιώσεις συμμετοχής σε Πρόγραμμα ή Ομάδα Αυτοβοήθειας μέσα στη φυλακή. Τέλος, ένα ερώτημα ουσιαστικής δικαιοσύνης και παραβίασης των δικαιωμάτων του δράστη τίθεται όταν παρότι το άτομο παρακολουθεί ή έχει ήδη ολοκληρώσει κάποιο Θεραπευτικό Πρόγραμμα και είναι καθαρό, καταδικάζεται για παράβαση η οποία είχε διαπραχθεί κάτω από την κατάσταση της εξάρτησης και εκκρεμούσε η εκδίκασή της.
Εν κατακλείδι
Οι τοξικομανείς αποτελούν μία από τις πιο αποκλεισμένες κοινωνικά ομάδες και είναι προφανές, ότι ο ποινικός τους εγκλεισμός τους αποδίδει άλλη μία αρνητική ταυτότητα, η οποία διπλασιάζει τη συνείδηση του περιθωριοποιημένου και ωθεί περαιτέρω στη διατήρηση ενός φαύλου κύκλου στίγματος-αποκλεισμού-παραβατικότητας. Μη εφαρμόζοντας τις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου, το κράτος στη πραγματικότητα τιμωρεί την εξάρτηση καθεαυτή και όχι τις παραβάσεις που διαπράττονται μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Στην πραγματικότητα, η φυλάκιση και η παράλληλη ελλιπής παροχή ευκαιριών για απεξάρτηση και επανένταξη, εγκαθιδρύει μία ποινική και όχι μία θεραπευτική σχέση ανάμεσα στον εξαρτημένο παραβάτη και το κράτος, καθώς και μία άλλη, η οποία καταπατά τα δικαιώματα του πρώτου, εφόσον η απεξάρτηση είναι η μόνη του ευκαιρία και όπλο για κοινωνική ένταξη.
Παρά την ανάγκη εφαρμογής των ευνοϊκών αυτών διατάξεων, υπάρχει, επίσης, και ένα ζήτημα διαφοροποίησης ανάμεσα στη θεραπεία και την τιμωρία, ουσιαστικά δηλαδή, ότι η εξάρτηση δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτή ούτε και να αντιμετωπίζεται ως ποινική παράβαση. Πρέπει να προσφέρεται στους τοξικομανείς παραβάτες η ευκαιρία να αποστασιοποιηθούν από περαιτέρω εμπλοκή τους με το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης, και η δυνατότητα να ζήσουν νόμιμα και με αξιοπρέπεια. Οι τοξικομανείς που κρατούνται για παραβάσεις μη σχετιζόμενες με ναρκωτικά πρέπει να μπορούν να συμμετάσχουν, ωστόσο, σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα απεξάρτησης όπου θα μπορούν να ζουν σε εικοσιτετράωρη βάση. Τελικά το κράτος πρέπει να προσφέρει σε όλους του κρατούμενους, εξαρτημένους και μη, την ευκαιρία επανα-συμμετοχής στην κοινωνία, με ευκαιρίες για εργασία, στέγη, ψυχολογική και συναισθηματική υποστήριξη. Πρέπει, βασικά, να προσφέρει σεβασμό και αναγνώριση σε εκείνους, αλλά και να αναδεικνύεται το ίδιο ως μία οργανωμένη κοινωνία η οποία μπορεί, θέλει, και ξέρει να συγχωρεί, καθώς μπορεί να προσέχει όχι τις δράσεις αλλά τους δράστες, και να τους συμπαραστέκεται για την ικανότητά τους να δρουν, και άρα να δρουν με εναλλακτικούς τρόπους απέναντι σε διαφορετικές ευκαιρίες.