του Απόστολου Γιαννακούλια,
φοιτητή Νομικής Αθηνών
Η δεκαετία του 1960 είναι μια περίοδος έντονων πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων για την Ιταλία. Ο αριστερός συγγραφέας Λεονάρντο Σάσα (19821-1989) είναι από τους λίγους διανοούμενους που, μέσα σε αυτό τον αναβρασμό ιδεών αλλά και της προκλητικής σιωπής και συνενοχής, θα αναδείξει το καυτό πρόβλημα της μαφίας και τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος και θα προβλέψει τη βία που θα ξεσπούσε αργότερα από τους ακροαριστερούς και τη νέο-φασιστική δεξιά. Ξεκινώντας από θέματα που αφορούν την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σικελία, αναδεικνύει τα προβλήματα με τα οποία θα κληθεί σιγά σιγά να αναμετρηθεί όλη η Ιταλία.
|
|
Ο Λεονάρντο Σάσα είναι ο συγγραφέας της ‘ιταλικής συνείδησης’, της sicilitudine (σικελικότητα). Γεννήθηκε το 1921 στη Σικελία και πέθανε στο Παλέρμο το 1989. Μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος – το οποίο εκπροσώπησε στο δημοτικό συμβούλιο του Παλέρμο· εκλέχτηκε δυο φορές βουλευτής, με το ΚΚΙ και με το Ριζοσπαστικό Κόμμα. Εκφράζει ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, αφού ήταν από τους πρώτους που κατέγραψε και ανέλυσε την πολιτική διαφθορά, τις σχέσεις των πολιτικών με τη μαφία και το παρακράτος. |
|
Το 1961 έγραψε την πρώτη ιδιότυπη ‘αστυνομική’ του νουβέλα με τίτλο ‘Η μέρα της κουκουβάγιας’ (Il giorno della civetta). Όντας το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που καταπιάστηκε με το θέμα της μαφίας, όταν κυκλοφόρησε προκάλεσε μεγάλο σάλο στην Ιταλία.
Το βιβλίο διαδραματίζεται τη δεκαετία του 60 σε μία μικρή πόλη της Σικελίας, και έχει ως πρωταγωνιστή τον αστυνομικό επιθεωρητή λοχαγό Μπελόντι. Ο συγκεκριμένος ξεκινά μια έρευνα διαλεύκανσης ενός φόνου ο οποίος πραγματοποιείται ένα πρωί στην κεντρική πλατεία της πόλης, την πλατεία Γκαριμπάλντι. Το θύμα είναι ο εργολάβος Σαλβατόρε Κολασμπέρνα, ένας από τους ιδιοκτήτες του οικοδομικού συνεταιρισμού «Σάντα Φάρα». Προς έκπληξη όμως του αστυνόμου, μια και εκείνη την ώρα η πλατεία σφύζει κανονικά από ζωή, κανείς δεν είναι αυτόπτης μάρτυρας στη σκηνή αφού κανείς δεν πρόσεξε κάτι συγκεκριμένο. Προσπαθώντας λοιπόν ο αστυνόμος να βγάλει άκρη σε αυτήν την ιστορία, διαπιστώνει ότι το θύμα είχε στο παρελθόν δεχτεί απειλητικά μηνύματα, αλλά δεν είχε πειθαρχήσει στο καθεστώς της περιοχής. Συμπεραίνει σταδιακά ότι η περιοχή κυριαρχείται από μία οργάνωση για την οποία κανείς δεν είναι διατεθειμένος να μιλήσει. Μόνος του λοιπόν ο λοχαγός Μπελόντι θα έρθει αντιμέτωπος με την οργάνωση αυτή και με τα υψηλώς ιστάμενα πρόσωπα με τα οποία συνεργάζεται. Η έρευνα που διεξάγουν οι καραμπινιέροι τελικά καταρρέει με την παροχή άλλοθι στους κατηγορούμενους μαφιόζους και το θέμα κλείνει.
Ο λογαγός των καραμπινιέρων Μπελόντι είναι ο άνθρωπος που πιστεύει στις αξίες μιας δημοκρατικής και μοντέρνας κοινωνίας και στο νόμο της Δημοκρατίας, αλλά σύντομα βρίσκεται ενώπιον ενός τείχους σιωπής των φοβισμένων πολιτών και ακλόνητων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.
Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι για τον απλό Σικελό ο νόμος και το κράτος, που ενσάρκωναν οι καραμπινιέροι, είναι κάτι ξένο προς αυτόν μη απορρέοντας από τη λογική αλλά από αυτόν που έχει απλώς τη δύναμη. Αυτό συνεπάγεται – με εξαίρεση την περίοδο του φασισμού στη Σικελία όπου η μαφία καταδιώχτηκε ανηλεώς – ο νόμος να είναι διαφορετικός για τους πλούσιους και τους φτωχούς, τους οποίους διαχωρίζουν με ένα συρματόπλεγμα, ένα τοίχο που φυλάσσουν οι άνθρωποι του νόμου. Ο φτωχός, ο αγράμματος ψάχνει πάντα για ένα ρήγμα και αφού το βρει και περάσει από την άλλη πλευρά, ο νόμος δε θα μπορεί πλέον να τον φοβίσει.
|
|
Η Μαφία ή Cosa Nostra (‘Το δικό μας πράγμα’) είναι μια μυστική εγκληματική οργάνωση, με ένα ιδιαίτερο κώδικα τιμής ανάμεσα στα μέλη της (mafiosi), που αναπτύχθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη Σικελία.
Η Σικελική Μαφία γεννήθηκε στο Παλέρμο, εμπορικό και πολιτικό κέντρο της Σικελίας. Αρχικά ασχολήθηκε με την προστασία και τον εκβιασμό σε μεγάλα κτήματα λεμονιών και πορτοκαλιών και σταδιακά μέσω εκβιασμών και δωροδοκιών επεκτάθηκε στην τοπική διακυβέρνηση, αποκτώντας ερείσματα σε κύκλους γαιοκτημόνων και πολιτικών.
Ένα παρακλάδι της μαφίας εμφανίστηκε στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αι. εξαιτίας της Ιταλικής μετανάστευσης. |
|
Η Μαφία ή Cosa Nostra (‘Το δικό μας πράγμα’) είναι μια μυστική εγκληματική οργάνωση, με ένα ιδιαίτερο κώδικα τιμής ανάμεσα στα μέλη της (mafiosi), που αναπτύχθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και ενδυναμώθηκε μετά τον Β’ Π.Π. στη Σικελία. Ένα παρακλάδι της εμφανίστηκε στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ από τα τέλη του 19ου αι. κ.ε. εξαιτίας της Ιταλικής μετανάστευσης.
Η Σικελική Μαφία γεννήθηκε στο Παλέρμο, εμπορικό και πολιτικό κέντρο της Σικελίας. Αρχικά ασχολήθηκε με την προστασία και τον εκβιασμό σε μεγάλα κτήματα λεμονιών και πορτοκαλιών, κατόπιν με λαθρεμπόριο τσιγάρων και ναρκωτικών αλλά και δημόσιων έργων, ώστε σταδιακά μέσω εκβιασμών και δωροδοκιών να επεκταθεί στην τοπική διακυβέρνηση, αποκτώντας ερείσματα σε κύκλους γαιοκτημόνων και πολιτικών. Ο νόμος της σιωπής (omertá), το άλλοθι των εγκλημάτων πάθους και η εικόνα του καλού οικογενειάρχη και πιστού χριστιανού είναι τα στοιχεία που βοηθούν τα μέλη της μαφίας κάθε φορά να ‘τη βγάζουν καθαρή’.
Οι δικαστές Giovanni Falcone και Paolo Borsellino ξεκίνησαν πριν μερικά χρόνια την επιχείρηση ‘Καθαρά Χέρια’ και αποκάλυψαν τους δεσμούς της Μαφίας με οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, πριν δολοφονηθούν. Ο αντίκτυπος της προσπάθειας εκρίζωσης αυτής της μάστιγας φτάνει ακόμα ως τις μέρες μας, με κατηγορίες που άγγιξαν ως και τους Ιταλούς πρωθυπουργούς Αντρεότι και Μπερλουσκόνι.
Η μαφία είναι έντονα συνδεδεμένη με τον τόπο όπου εμφανίστηκε. Στη Σικελία υπήρχε έντονη δυσπιστία προς την κεντρική εξουσία και την ανάδειξη τοπικών αρχόντων. Η αναζήτηση του δικαίου γινόταν σε τοπικό επίπεδο, όχι με θεσμικούς παράγοντες αλλά χάρη σε ισχυρές οικογένειες ή ενώσεις προσώπων.
Οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές αλλαγές, οι οποίες συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια κυρίως στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλκανικής, εκτός των άλλων, ευνόησαν την ανάπτυξη δράσης των εγκληματικών οργανώσεων (αλλοδαπών και ελληνικών) και στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την υπάρχουσα διαφθορά στο ελληνικό πολιτικό και οικονομικό τοπίο μας αναδεικνύει την επικαιρότητα που έχει το έργο του Λεονάρντο Σάσα στις μέρες μας και στη χώρα μας.
Οι εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται κυρίως στην παράνομη μετανάστευση, τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, την εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, το λαθρεμπόριο, την παραχάραξη, τις απάτες και τις πλαστογραφίες.
Το οργανωμένο έγκλημα απειλεί άμεσα την εθνική και διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα, συνιστώντας κίνδυνο για την ίδια τη Δημοκρατία. Η ανάγκη καταπολέμησης της νέας αυτής μορφής εγκληματικής δραστηριότητας τονίσθηκε ιδιαίτερα με τη Σύμβαση κατά του Υπερεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος των Ηνωμένων Εθνών («Σύμβαση του Παλέρμο»), όπου και προσδιορίστηκαν τα χαρακτηριστικά του. Σε κάθε περίπτωση, το οργανωμένο έγκλημα – χωρίς να ταυτίζεται με την τρομοκρατία – περιλαμβάνει μεγάλο εύρος εγκληματικών δραστηριοτήτων με σκοπό πάντα το κέρδος.
Συγκρίνοντας το Ν. 2928/2001 με τη Σύμβαση του Παλέρμο, διαπιστώνουμε ότι απουσιάζει το οικονομικό κριτήριο, δηλ. ο σκοπός προσπορισμού αθέμιτου οικονομικού οφέλους. Η παράλειψη ενσωμάτωσης αυτού του βασικού κριτηρίου απομακρύνει τον Έλληνα νομοθέτη από τη σύγχρονη θεώρηση του οργανωμένου εγκλήματος ως οικονομικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται κερδοσκοπικά στην παράνομη αγορά (enterprise theory). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη θέσπιση ειδικών ανακριτικών μεθόδων (253Α ΚπολΔ), απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή από τον εκάστοτε εφαρμοστή του δικαίου, προκειμένου η δικαιολογημένη ανάγκη για αποτελεσματική αντιμετώπιση των σύγχρονων μορφών εγκληματικότητας να μην οδηγήσει σε ανατροπή των κεκτημένων μιας ευνομούμενης πολιτείας.