του Νέστορα Ε. Κουράκη*,
Καθηγητή Νομικής Σχολής Αθηνών, Διευθυντή Ε.Π.Ε.Ε.
Είναι αδιαμφισβήτητα επίκαιρη και επιτακτική η συζήτηση σχετικά με έναν Κώδικα Δεοντολογίας των εγκληματολόγων, και μάλιστα σε συσχετισμό με αντίστοιχους Κώδικες των ψυχολόγων, των κοινωνιολόγων και των κοινωνικών λειτουργών. Ήδη όμως το ερωτηματικό στον τίτλο της εκδήλωσης: "Κώδικας Δεοντολογίας για τους εγκληματολόγους – Πρόταγμα του 21ου αιώνα ; ", μας δίνει μία πρόγευση για το πόσο ρευστά και αμφιλεγόμενα είναι τα υπό εξέταση ζητήματα σε αυτόν τον χώρο. Τίθενται έτσι ερωτήματα που δύσκολα μπορούν να απαντηθούν με μονολεκτικό και σίγουρο τρόπο: Εν πρώτοις, χρειάζεται άραγε όντως ένας τέτοιος Κώδικας Δεοντολογίας, όταν τα περισσότερα από αυτά που θα εμπεριέχει αποτελούν ήδη θεσπισμένες νομικές ρυθμίσεις (π.χ. προστασία προσωπικών δεδομένων) ή αυτονόητες κοινοτοπίες, όπως π.χ. ότι ο επιστήμονας εγκληματολόγος οφείλει να έχει ως σκοπό της δραστηριότητάς του την αναζήτηση της αλήθειας και την ελεύθερη αξιολόγηση των ευρημάτων αυτής της αναζήτησης (Max Weber). Εφόσον, δε, δεχθούμε τη χρησιμότητα αυτού του Κώδικα, γιατί δεν θα ήταν χρησιμότερο να διατυπωθεί ένας γενικός Κώδικας Δεοντολογίας για όλους τους κοινωνικούς επιστήμονες (ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κ.λπ.), ώστε να είναι ενιαίοι και ολοκληρωμένοι οι κανόνες που πρέπει να διέπουν, για παράδειγμα, τη διεξαγωγή μιας επιστημονικής έρευνας ή την εχεμύθεια σε σχέση με επαγγελματικά μυστικά; Και ακόμη, ένα τρίτο ερώτημα: Σ΄ ένα τέτοιο Κώδικα Δεοντολογίας ποιοι πρέπει να θεωρούνται εγκληματολόγοι και πόσο πολύ υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι επαγγελματίες στην Ελλάδα, ώστε να χρειάζεται σήμερα η σύνταξη αυτού του Κώδικα γι΄ αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία κοινωνικών επιστημόνων;
Τα ανωτέρω ερωτήματα αφήνουν ίσως μια πικρή υπόνοια ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας για Εγκληματολόγους είναι μάλλον πρόωρο ακόμη και να συζητείται σήμερα. Ωστόσο η εντύπωση αυτή δεν φαίνεται να ευσταθεί. Αρχίζοντας από το τελευταίο ερώτημα, θεωρούμε ότι οι επιστήμονες που αποφοιτούν τα τελευταία χρόνια από τους μεταπτυχιακούς κύκλους σπουδών με κατεύθυνση Εγκληματολογίας (Πανεπιστήμια Αθηνών, Παντείου, Θεσσαλονίκης, Θράκης, Πελοποννήσου, Αιγαίου κ.λπ.) είναι ήδη αρκετοί σε αριθμό και αξιόλογοι σε ποιότητα, ενώ ανάλογα μπορούν να λεχθούν και για Έλληνες μεταπτυχιακούς φοιτητές που εξειδικεύονται στην Εγκληματολογία στο εξωτερικό. Όλοι αυτοί οι επιστήμονες, έστω κι αν συνήθως δεν βρίσκουν εργασία στο αντικείμενό τους, αποτελούν επιστήμονες που διεξάγουν έρευνες και δημοσιεύουν μελέτες. Θα πρέπει λοιπόν να έχουν ένα Κώδικα Δεοντολογίας μέσω του οποίου να προκύπτει με σαφήνεια ποια είναι τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις τους ως ερευνητών. Βεβαίως σ΄ ένα τέτοιο Κώδικα, και απαντούμε εδώ στο πρώτο ερώτημα, θα υπάρχουν νομικές ρυθμίσεις/οδηγίες και αυτονόητες "αρχές" που αφορούν το επιστημονικό τους ήθος τόσο σε σχέση με τους συναδέλφους, τις Αρχές και την ευρύτερη κοινωνία, όσο και σε σχέση με τη διεξαγωγή μιας επιστημονικής έρευνας. Ωστόσο οι αρχές αυτές δεν είναι καθόλου άσκοπο να καταγραφούν με ξεκάθαρο, εξειδικευμένο και κωδικοποιημένο τρόπο. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα βοηθήσει σε μια ολοκληρωμένη καταγραφή τους, αλλά και θα λειτουργήσει επίσης ως υπόμνηση και για ορισμένες όχι τόσο αυτονόητες αρχές, ως προς τις οποίες οι επιστήμονες (εγκληματολόγοι) θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, όπως π.χ. να επιδεικνύουν σεβασμό και αναγνώριση –μέσω παραπομπών- στην πατρότητα μιας ιδέας που διατυπώθηκε από άλλους επιστήμονες, καθώς και να αποφεύγουν την αξιολόγηση παλαιότερων καταστάσεων και γεγονότων με αξιολογικά κριτήρια της σημερινής εποχής (π.χ. να μην "καταδικάζουν" a priori τις σωματικές ή άλλες σκληρές ποινές του παρελθόντος με σύγχρονα δημοκρατικά και ανθρωπιστικά κριτήρια, αλλά να τις κρίνουν τοποθετώντας τες μέσα στο ιστορικό κοινωνικό τους πλαίσιο). Άλλωστε, πέρα από αυτές τις λίγο ή πολύ "αυτονόητες" αρχές υπάρχουν και ορισμένες άλλες πλευρές, που "σηκώνουν" πολλή συζήτηση και οι οποίες, παρά ταύτα, αξίζει να διευκρινισθούν σ΄ ένα Κώδικα Δεοντολογίας, όπως π.χ. για το πόσο αξιολογικά ουδέτερος και αντικειμενικός οφείλει να είναι ένας επιστήμονας (εγκληματολόγος) ή μήπως, αντίθετα, έργο του πρέπει να είναι να προασπίζεται, μέσω των ερευνών του, τις "στρατευμένες" ιδέες του (πρόκειται για το γνωστό πρόβλημα που συμπυκνώνεται στη φράση "το μετέωρο βήμα του εγκληματολόγου"...).
Κρίσιμο είναι, περαιτέρω, και το ενδιάμεσο ερώτημα που θέσαμε και που υπαινίσσεται την ανάγκη ενιαίου Κώδικα Δεοντολογίας για όλους τους κοινωνικούς επιστήμονες. Βεβαίως καταρχήν είναι ορθό να θεσπισθούν ενιαίοι κανόνες για όλα τα ζητήματα που αφορούν τις δράσεις των κοινωνικών επιστημόνων είτε σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, είτε και ως επαγγελματιών. Μάλιστα για τη δεύτερη αυτή περίπτωση έχει ήδη τύχει επεξεργασίας ένα συναφές σημαντικό κείμενο με τον τίτλο "Ευρωπαϊκή Χάρτα του Ερευνητή και Κώδικας Δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών" (2005/251/ΕΚ), δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 22.3.2005, L 75/67-77 και στον δικτυακό της τόπο:
http://eur-lex.europa.eu/LexUriserv/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2005:075:0067:0077:EL:PDF
Θα πρέπει βέβαια εδώ να επισημανθεί ότι το έργο του εγκληματολόγου εμφανίζει μία σημαντική ιδιαιτερότητα και διαφοροποίηση σε σχέση με εκείνο των άλλων κοινωνικών επιστημόνων: Ότι δηλαδή ο εγκληματολόγος ασχολείται με εγκληματίες, φυλακισμένους, παραβατικούς και κοινωνικά αποκλίνοντες ή/και αποκλεισμένους, δηλαδή με ανθρώπους που είναι, ως εκ της θέσεώς τους, αδύναμοι και δεν μπορούν να λειτουργήσουν "επί ίσοις όροις" με έναν επιστήμονα απέναντί τους. Έστω δηλ. και αν οι γενικές κατευθυντήριες αρχές δεοντολογίας είναι κατά βάση οι ίδιες για όλους τους κοινωνικούς επιστήμονες (σεβασμός της αξιοπρέπειας των εμπλεκομένων μερών, υπευθυνότητα, αίσθημα αυξημένης ευθύνης, αμεροληψία κ.λπ.), όμως στην περίπτωση του εγκληματολόγου οι αρχές αυτές πρέπει να εφαρμόζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητα, και με συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπό κρίση περίπτωσης, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή υποψία για εκμετάλλευση εκ μέρους του της αδυναμίας όσων εντάσσονται στο ερευνητικό του πεδίο.
Ανακύπτει, τέλος, το ερώτημα ως προς τον φορέα που θα θεσπίσει ένα τέτοιο Κώδικα Δεοντολογίας στη χώρα μας και που ενδεχομένως θα επιβάλλει τις αναγκαίες κυρώσεις για "ανάρμοστη συμπεριφορά" σε αυτούς που τον παραβιάζουν. Γνώμη μου είναι ότι η Ελληνική Εταιρία Εγκληματολογίας σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών μπορούν πράγματι να εισηγηθούν ένα τέτοιο Κώδικα, ο οποίος πάντως θα λειτουργήσει, επί του παρόντος, χωρίς επιβολή κυρώσεων και με μόνη φιλοδοξία την αυτοδέσμευση εκείνων στους οποίους ο Κώδικας αυτός απευθύνεται (κάτι ανάλογο έγινε με επιτυχία από την British Society of Criminology:
http://www.britsoccrim.org/ethical.htm). Μπορεί το βήμα αυτό να είναι μικρό σε σχέση με τους κυρωτικούς Κώδικες Δεοντολογίας άλλων επαγγελματικών κλάδων, όπως π.χ. των ιατρών και των δικηγόρων, είναι όμως ένα πρώτο βήμα προς μία σωστή κατεύθυνση...
* Συμπεράσματα και προσωπική τοποθέτηση στην εκδήλωση που διοργανώθηκε με αυτό το θέμα στο Αμφιθέατρο Δρακοπούλου (Πανεπιστήμιο Αθηνών) την 18.3.2008