“Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι δε θ’ ασχοληθώ με την Εγκληματολογία”
του Πάνου Παναγιωτόπουλου,
φοιτητή Νομικής Αθηνών
και του Διονύση Χιόνη,
δικηγόρου - εγκληματολόγου
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στη Νομική Αθηνών αποφάσισε ότι το επάγγελμα του δικηγόρου δεν ήταν ακριβώς αυτό που της ταίριαζε. Η Εγκληματολογία είχε ήδη κερδίσει ως μάθημα επιλογής με καθηγήτρια την κα Σπινέλλη το ενδιαφέρον της και ο δρόμος προς την Γαλλία και το Πανεπιστήμιο Paris II για μεταπτυχιακές σπουδές την «έπεισε» πως δεν θα μπορούσε να διανοηθεί τον εαυτό της χωρίς ν’ ασχολείται με την Εγκληματολογία.
Σήμερα, η Χριστίνα Ζαραφωνίτου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Την συναντήσαμε λίγο πριν την έναρξη του μαθήματός της και μας μίλησε για την Εγκληματολογία στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τον φόβο του Έλληνα για το έγκλημα και τον ρόλο των Μ.Μ.Ε., τον θεσμό των τοπικών συμβουλίων πρόληψης εγκληματικότητας, τη συμμετοχή των πολιτών στη χάραξη της αντεγκληματικής πολιτικής αλλά και για το Πάντειο Πανεπιστημιο και τα μελλοντικά της σχέδια.
- Τί σας οδήγησε στην απόφαση να ασχοληθείτε με την Εγκληματολογία;
Τελείωσα τη Νομική Αθηνών κάνοντας περισσότερο το χατίρι του πατέρα μου, μιας και ήταν κι ο ίδιος απόφοιτος Νομικής και δικηγόρος. Δεν ήξερα λοιπόν αν έβρισκα προσωπικό ενδιαφέρον σ’ αυτό που είχα κάνει, παρ’ ότι η Νομική είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστήμη και δίνει τεράστιες προοπτικές ν’ασχοληθεί κανείς με διάφορα επαγγελματικά αντικείμενα. Ίσως το επάγγελμα του δικηγόρου δεν ήταν ακριβώς αυτό που μου ταίριαζε. Η Εγκληματολογία, ως μάθημα επιλογής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με καθηγήτρια την κα Σπινέλλη, ήταν το μόνο μάθημα που ξεχώριζα. Αποφάσισα λοιπόν να συνεχίσω και πήγα στο Παρίσι, για μεταπτυχιακές σπουδές, στο πανεπιστήμιο Paris ΙΙ. Ήταν η τελευταία χρονιά που είχε τη διεύθυνση του μεταπτυχιακού ο αείμνηστος καθηγητής Leauté και ήμουν πολύ τυχερή γι’ αυτό. Λειτουργούσε και το Ινστιτούτο Εγκληματολογίας. Πραγματικά ήταν μια εποχή στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με μεγάλη επιστημονική κίνηση, πολλές εκδηλώσεις, επιστημονικές συζητήσεις, νέες τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής. Έμεινα τόσο ικανοποιημένη που μετά δε μπορούσα να διανοηθώ, παρ’ ότι άσκησα και δικηγορία ενδιάμεσα, ότι δεν θα ασχοληθώ με την Εγκληματολογία. Στάθηκα και τυχερή γιατί ο Τομέας της Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου με επέλεξε ως μέλος του και οι συγκυρίες και το προσωπικό μου ενδιαφέρον με οδήγησαν εδώ που είμαι σήμερα.
WHO IS WHO |
|
Ονομα: Χριστίνα
Επώνυμο : Ζαραφωνίτου
Τόπος γέννησης: Αθήνα
Επάγγελμα–ιδιότητα: Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ερευνητικά Ενδιαφέροντα: Γεωγραφική ανάλυση της εγκληματικότητας σε μάκρο, μέσο και μικρο-επίπεδο, με έμφαση στην ενδοαστεακή κατανομή της εγκληματικότητας – Φόβος του εγκλήματος – Τοπικές πολιτικές πρόληψης της εγκληματικότητας – Μεθοδολογία της εγκληματολογικής έρευνας – Κοινωνικές αναπαραστάσεις αναφορικά με το σύστημα απονομής του Ποινικού Δικαίου
Αγαπημένες ταινίες:
Dogville, Match Point.
Αγαπημένο βιβλίο : Όλα τα βιβλία του Μίλαν Κούντερα
Είδος μουσικής που προτιμά: Αρκετά είδη μουσικής. Κυρίως κλασσική, τζαζ αλλά και σύγχρονη
Αν δεν ήταν εγκληματολόγος-δικηγόρος θα ήταν: Θα ήθελε ακόμα και τώρα να είναι γιατρός
Στον ελεύθερο χρόνο της διασκεδάζει με : κινηματογράφο αλλά και κολύμβηση (ίσως και λόγω καταγωγής από την Ύδρα) |
- Σε ποια κατάσταση βρίσκεται η Εγκληματολογία στην Ελλάδα συγκριτικά με το εξωτερικό;
Μέσα από την έως τώρα διαδρομή μου στο χώρο, νομίζω πως έχω τη δυνατότητα να σχηματίσω μια άποψη. Όταν έφυγα για το Παρίσι, οι Εγκληματολόγοι δεν ήταν πολλοί στην Ελλάδα. Βέβαια, όταν λέγαμε ότι κάνουμε Εγκληματολογία, η επωδός ήταν: «Και τί θα κάνεις μετά; Θα δουλέψεις στην Αστυνομία;» Αυτό το άκουγα διαρκώς. Δεν αποκλείεται να συμβαίνει και σήμερα, πάντως θυμάμαι ότι απορούσα μ’ αυτήν την ερώτηση. Δεν ήταν εύκολο να εξηγήσεις το τι κάνει ένας Εγκληματολόγος, σ’ έναν άνθρωπο που δεν έχει γνώση Εγκληματολογίας, ακόμα κι αν είναι μορφωμένος. Νομίζω ότι από τότε μέχρι τώρα, παρ’ ότι ίσως υπάρχει αυτό το στερεότυπο, έχουμε προχωρήσει πολύ. Έχουμε μεταπτυχιακά στην Εγκληματολογία ενώ τότε δεν είχαμε και το εξωτερικό ήταν μονόδρομος. Γίνεται πολύ καλή δουλειά στα Ελληνικά Πανεπιστήμια: ανταλλαγές με πανεπιστήμια του εξωτερικού, διδακτορικά, διεθνή συνέδρια, δημοσιεύσεις σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά κλπ. Όλα αυτά έχουν δώσει μια ώθηση στην Εγληματολογία και κυρίως έχουν αρχίσει ν’ απασχολούνται κάποιοι επαγγελματικά ως Εγκληματολόγοι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό βήμα που σιγά σιγά «ανοίγει» και νέες επαγγελματικές προοπτικές, εφόσον σε υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης αλλά και διαφόρων φορέων απασχολούνται Εγκληματολόγοι. Κάτι που πριν λίγα χρόνια ήταν ανέφικτο. Βασική προϋπόθεση για να προωθηθεί, ωστόσο η επιστήμη της Εγκληματολογίας είναι και η έρευνα. Δεν αρκεί να παίρνουμε την επιστημονική εμπειρία άλλων. Πρέπει να έχουμε και δική μας. Ο τομέας της έρευνας, στη χώρα μας, νομίζω πως υστερεί περισσότερο από όλους στην Εγκληματολογία. Δεν έχουμε χρηματοδότηση για να δημιουργήσουμε πραγματικές προϋποθέσεις έρευνας. Δεν αρκεί το προσωπικό ενδιαφέρον. Χρειάζεται και οργάνωση για να έχουμε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Η έρευνα, εκτός από καλή θέληση και καλή γνώση, θέλει χρόνο και χρήμα.
- Ο Έλληνας πολίτης των αστικών κέντρων φοβάται το έγκλημα στις μέρες μας;
Βάσει και των δικών μας ερευνών, αλλά και διεθνών, ο Έλληνας πολίτης φοβάται το έγκλημα. Αναφέρομαι τόσο στο Ευρωβαρόμετρο, για το οποίο βέβαια έχω πολλές ενστάσεις μεθοδολογικής φύσεως, όσο και στην τελευταία, ίσως και μοναδική μέχρι σήμερα, έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανασφάλεια και την εγκληματικότητα, (την EU International Crime Survey) που πραγματοποιήθηκε στις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πριν τη διεύρυνση. Επειδή είχα την ευκαιρία και την τιμή να συμμετέχω στο πρώτo workshop που έγινε στις Βρυξέλλες τον Νοέμβριο και να πληροφορηθώ τα πρώτα αποτελέσματα, τα οποία ακόμα δεν έχουν δημοσιευθεί επίσημα, μπορώ να σας πω ότι η χώρα μας καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά ανασφάλειας. Φαίνεται ότι οι Έλληνες φοβούνται πολύ το έγκλημα. Οι ενστάσεις μου εντοπίζονται στο τί εννοούν οι συμπολίτες μας όταν αναφέρονται στο φόβο και τι στο έγκλημα. Πρόκειται, πράγματι, για μεγάλη συζήτηση. Το σίγουρο είναι πάντως ότι μέσα από τον φόβο του εγκλήματος αντανακλώνται οι γενικότερες ανασφάλειες και κοινωνικές ανησυχίες των πολιτών.
- Ακόμα και συγκριτικά με χώρες με μεγαλύτερο δείκτη εγκληματικότητας από την Ελλάδα;
Αυτή είναι μια καίρια ερώτηση στη μελέτη του φόβου του εγκλήματος. Η μεγάλη συζήτηση που γίνεται από το ’70 και μετά είναι αν αυτός ο φόβος αποτελεί άμεση συνάρτηση του εγκλήματος ή είναι σχετικά ή εντελώς ανεξάρτητος από αυτόν μια και τα αποτελέσματα είναι αντιφατικά. Κατ’ αρχήν, ποσοτικά, οι διαστάσεις του φόβου είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι η πιθανότητα θυματοποίησης. Κατά δεύτερο λόγο, αυτός ο φόβος δεν είναι πάντοτε συγκεκριμένος και δεν αντανακλά την εικόνα της εγκληματικότητας έτσι όπως καταγράφεται τουλάχιστον. Οπότε έγινε έγκαιρα η εξής διάκριση: Στην περίπτωση που ο ερωτώμενος απαντά ότι φοβάται για τη δική του ασφάλεια και την ασφάλεια των δικών του ανθρώπων, φοβάται δηλαδή κάτι πολύ συγκεκριμένο που απειλεί να τον θυματοποιήσει, προκύπτει μια κάποια συσχέτιση με τα ποσοστά εγκληματικότητας και θυματοποίησης της περιοχής, έτσι όπως απορρέουν από τις σχετικές έρευνες. Όταν όμως αναφέρεται γενικότερα στην ανασφάλεια που του προξενεί το εγκληματικό φαινόμενο, τότε προσλαμβάνει το έγκλημα σαν κοινωνική κι όχι σαν ατομική απειλή. Γίνεται, λοιπόν, η διάκριση μεταξύ πρόσληψης του εγκλήματος ως ατομικής απειλής και ως κοινωνικής απειλής. Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι στην πρώτη περίπτωση η κατάσταση δεν είναι τόσο αντικειμενική όσο φαίνεται. Καθένας φοβάται ανάλογα με το πόσο ευάλωτος αισθάνεται. Και ευάλωτος δεν αισθάνεται μόνο κάποιος, όταν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, λόγω ηλικίας ή κάποιας άλλης αδυναμίας, αλλά και κοινωνικά προβλήματα. Οι έρευνες δείχνουν, για παράδειγμα, ότι η κακή οικονομική κατάσταση αποτελεί έναν παράγοντα έντασης της ανασφάλειας.
- Και ο ρόλος των Μ.Μ.Ε. σ’ αυτό;
Τεράστιος. Γιατί οι περισσότεροι συμπολίτες μας δεν έχουν πληροφόρηση για το έγκλημα από άλλες πηγές.Ευτυχώς, η άμεση εμπειρία θυματοποίησης είναι σπάνια- άρα και η άμεση γνώση του εγκληματικού φαινομένου είναι σπάνια επίσης. Έτσι η γνώση της για τις εγκληματικές θυματοποιήσεις προέρχεται κύρια, από τα Μ.Μ.Ε.. Βέβαια, ο λόγος που εξηγεί την εμπλοκή των Μ.Μ.Ε. στην αύξηση του φόβου του εγκλήματος και της ανασφάλειας, σχετίζεται με τον τρόπο που προβάλλουν το εγκληματικό φαινόμενο. Κατ’ αρχήν επιλεκτικά, αφού τα προβαλλόμενα θέματα θα πρέπει να να προκαλούν συγκίνηση, άρα επιλέγονται κυρίως εγκλήματα βίας. Κατα δεύτερο λόγο επιφανειακά. Δε μπορεί, δηλαδή, και προφανώς δεν επιθυμεί ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης να εμβαθύνει σε παραμέτρους περισσότερο επιστημονικές και ουσιαστικές. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω, η συγκίνηση που θα δημιουργήσει. Και πράγματι όλα αυτά φαίνεται ότι βρίσκουν ανταπόκριση σε μεγάλη μερίδα του κοινού, και θα μου επιτρέψετε τον όρο, «πουλάνε». Έτσι εξηγείται η συχνή αναφορά στα πολύ λίγα εγκλήματα βίας (δεν ξεπερνούν το 10% διεθνώς) και βάσει αυτής της εικόνας δημιουργούνται οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για το έγκλημα . Αυτά τα εγκλήματα όμως προβάλλονται και δημιουργούν εντυπώσεις.
- Ο φόβος του εγκλήματος χρησιμοποιείται θεσμικά ως δικαιολογία για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται ως δικαιολογία, αλλά σίγουρα πολλές φορές καταλήγει σ’ αυτό, δηλ. σε πολιτικές που θέτουν σε μεγάλη αμφισβήτηση και απειλή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έχω παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια, επειδή ασχολούμαι πολύ μ’ αυτό το θέμα, ότι υπάρχει μια «παγκοσμιοποίηση» της ανασφάλειας. Χρησιμοποιούμε διεθνώς τον όρο «ανασφάλεια» λες και εννοούμε όλοι το ίδιο πράγμα. Tην ίδια ανασφάλεια αισθάνεται ο Αμερικανός με τον Έλληνα; Ο Γάλλος με τον Άγγλο; Η πρώτη καταχρηστική χρήση του όρου συνοδεύεται και από μια ευρύτατη πολιτική εκμετάλλευση, στο πλαίσιο της οποίας προωθούνται πολιτικές που στηρίζονται στην επέκταση της καταστολής ως άμεση απάντηση στους φόβους και στις ανασφάλειες των πολιτών. Όπως γνωρίζουμε όλοι, όμως, πολύ καλά, το εγκληματικό φαινόμενο είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί μέσα από «άμεσες λύσεις και απαντήσεις». Με το να μαζέψουμε τα σκουπίδια και τα σπασμένα τζάμια από τους δρόμους, για να αναφερθώ στην διάσημη πλέον προσέγγιση των “broken windows” που αποτελεί το έρεισμα για τις πολιτικές της μηδενικής ανοχής δεν λύνουμε το εγκληματικό πρόβλημα. Με την ενοχοποίηση κάποιων ομάδων νέων, χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων ή μεταναστών οι οποίοι «περιφέρονται άσκοπα στους δρόμους», για να αναφερθώ σε νόμους όπως ο νόμος Σαρκοζύ στη Γαλλία ή ο νόμος «Έγκλημα και Αταξία» του 1998 της Μ.Βρετανίας- όχι μόνο δεν λύνουμε τα προβλήματα, αλλά θέτουμε σε μεγάλη αμφισβήτηση και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
- Πώς έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα ο θεσμός των τοπικών συμβουλίων πρόληψης εγκληματικότητας και ποιές οι προοπτικές εξέλιξής του;
Tα τοπικά συμβούλια πρόληψης εγκληματικότητας είναι ένας θεσμός που μας αφορά ως πολίτες στη σύγχρονη καθημερινότητά μας. Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε στην Ελλάδα το 1999 και ενεργοποιήθηκε κυρίως μετά το 2002. Με τον πρόσφατο νόμο του 2005 δημιουργήθηκε κι ένα Κεντρικό Συμβούλιο στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης το οποίο αντικατέστησε την προηγούμενη Ομάδα Διοίκησης Έργου, με αντικείμενο τον συντονισμό της δράσης των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης της Παραβατικότητας, όπως ονομάζονται πλέον. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής πολιτικών πρόληψης σε τοπικό επίπεδο. Ο χαρακτήρας τους είναι καθαρά συμβουλευτικός και γνωμοδοτικός. Ιστορικά, ο θεσμός προέρχεται, κυρίως, από τη Γαλλία όπου άρχισε να εφαρμόζεται από το 1983 και όπου έχουν ιδρυθεί ίσως και περισσότερα από 700 τοπικά συμβούλια πρόληψης εγκληματικότητας. Βέβαια ο χαρακτήρας τους διαφοροποιήθηκε εξελικτκά και η κοινωνική πρόληψη συρρικνώθηκε εις βάρος των πολιτικών ασφάλειας κυρίως μετά το 1997, οπότε ο θεσμός άλλαξε μορφή με τη θέσπιση των τοπικών συμβάσεων ασφάλειας. Παρ’ όλα αυτά οι πολιτικές κοινωνικής πρόληψης συνεχίζουν να προωθούνται στη χώρα αυτή, μέσα από τα τοπικά συμβούλια πρόληψης και τις λεγόμενες ˝πολιτικές πόλης˝. Οι πρωτοβουλίες που προωθούνται , στο πλαίσιο των συμβουλίων αυτών, στην Ελλάδα πρέπει να έχουν χαρακτήρα κοινωνικής πρόληψης. Μέσα από τη διεταιρικότητα προωθούνται συνεργασίες με σχολεία, συλλόγους γονέων και πολλούς φορείς που αποσκοπούν στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος, πολιτικές κατά του κοινωνικού αποκλεισμού, σε πολιτικές που αμβλύνουν τα κοινωνικά προβλήματα και κατ’ επέκταση το έγκλημα. Καλό είναι, πάντως, να διευκρινιστεί το πλαίσιο και η λειτουργία των φορέων και υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο των πολιτικών πρόληψης σε τοπικό επίπεδο, ώστε να αποφευχθεί η ασάφεια και η αναποτελεσματικότητά τους.
- Πώς συμμετέχουν οι πολίτες στη χάραξη της αντεγκληματικής πολιτικής;
Το κοινό συμμετέχει με διάφορους τρόπους στην αντεγκληματική πολιτική. Στον τομέα της πρόληψης ειδικότερα, συμμετέχει μέσα από ενεργές δράσεις, όπως είναι τα προαναφερθέντα συμβούλια πρόληψης, ή με άλλες μορφές κοινωνικής παρέμβασης. Καλό θα ήταν να οριοθετηθούν, ωστόσο τα όρια που πρέπει να υπάρχουν σ’ αυτή τη συμμετοχή, γιατί η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι το άγχος για περισσότερη ασφάλεια μπορεί να οδηγήσει σε συμπεριφορές που απειλούν τα ατομικά μας δικαιώματα και αναφέρομαι κυρίως στο παράδειγμα των «επιτηρήσεων της γειτονιάς», που προέρχεται από τον αγγλοσαξωνικό χώρο, αλλά βρίσκει μιμητές και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αντίστοιχος σκεπτικισμός απορρέει και από την επέκταση της ηλεκτρονικής επιτήρησης.
- Είναι επαρκής η εγκληματολογική εκπαίδευση των αστυνομικών σήμερα;
Έχει βελτιωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερα μάλιστα από τότε που οι αστυνομικές σχολές εντάχθηκαν στο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στη σχολή αξιωματικών έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν αρκετά εγκληματολογικά μαθήματα σε κάθε έτος. Δεν νομίζω ότι χρειάζονται περισσότερα. Εξάλλου δεν έχει σημασία η ποσότητα, αλλά η ποιότητα. Άρα το θέμα είναι αν τα μαθήματα που έχουν επιλεγεί είναι τα κατάλληλα και αν διδάσκονται με τον κατάλληλο τρόπο. Σε γενικές γραμμές νομίζω ότι το επίπεδο παροχής εγκληματολογικών γνώσεων στην αστυνομία έχει βελτιωθεί και αυτό αρχίζει να φαίνεται και στην πράξη. Βελτιώνει και τις σχέσεις του κοινού με την αστυνομία.
- Τα μελλοντικά σχεδια αναφορικά με το επιστημονικό σας έργο;
Να έχουμε επαρκώς οργανωμένη πανεπιστημιακή έρευνα. Είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ. Να λειτουργήσουν τα ερευνητικά μας κέντρα και να έχουμε νέους επιστήμονες ικανούς να εξελίξουν την Εγκληματολογία τόσο μέσα από τη θεωρία της όσο και μέσα από την έρευνα.
- Σχετικά με το Πάντειο Πανεπιστήμιο;
Ελπίζω ότι η εγκληματολογία θα συνεχίσει να παίζει ενεργό ρόλο. Το νέο μεταπτυχιακό μας πρόγραμμα, που αποτελεί συνέχεια του μεταπτυχιακού μας σεμιναρίου πάει πάρα πολύ καλά. Το επίπεδο των φοιτητών μας είναι πολύ υψηλό και εκτός από τα προβλεπόμενα στο πρόγραμμα μαθήματα, πραγματοποιούνται πολλές πειστημονικές δραστηριότητες, εκπαιδευτικού και ερευνητικού χαρακτήρα.
- Ποια εγκληματολογικά ερευνητικά προγράμματα «τρέχουν» σήμερα στο Πάντειο Πανεπιστημίο;
"...Δεν αρκεί να παίρνουμε την επιστημονική εμπειρία άλλων. Πρέπει να έχουμε και δική μας. Ο τομέας της έρευνας στη χώρα μας,νομίζω πως υστερεί περισσότερο από όλους στην Εγκληματολογία. ..." |
Ό,τι κάνουμε το κάνουμε άτυπα. Προσωπικά δουλεύω πολύ με τους μεταπτυχιακούς φοιτητές μου. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκαν και οι πρόσφατες έρευνές μου για το φόβο του εγκλήματος. Ελπίζω ότι στο άμεσο μέλλον θα έχω την ευκαιρία να πραγματοποιήσω και άλλες. Επίκειται, μάλιστα, και μια συνεργασία στο πλαίσιο αυτό, με τον Καθηγητή Εγκληματολογίας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ν. Κουράκης, ο οποίος εποπτεύει, αντίστοιχα, μια ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών του τμήματός του.
- Πότε θα δημιουργηθεί η υποδομή που απαιτείται για τη συνεργασία όλων των εγκληματολόγων στην Ελλάδα, όλων των πανεπιστημίων;
Νομίζω ότι αυτοί οι διαχωρισμοί δεν υφίστανται. Προσωπικά, τουλάχιστον, δεν τους έχω αισθανθεί γιατί η σχέση μου με όλους τους συναδέλφους είναι πάρα πολύ καλή. Τα βήματα που γίνονται μέσα από συνεργασίες των πανεπιστημίων ή στο πλαίσιο επιστημονικών εκδηλώσεων και βέβαια, μέσα από την Ελληνική Εταιρία Εγκληματολογίας, δείχνουν τις καλές προθέσεις όλων προς αυτή την κατεύθυνση. Η εγκληματολογία μπορεί να υπάρχει και στη Νομική και στην Κοινωνιολογία, γιατί σαν επιστήμη διατηρεί την αυτονομία της μέσα από την οποία θα επιτευχθεί η σύνθεση.
- Είναι απαραίτητη μια Σχολή Εγκληματολογίας;
Ναι, είναι απαραίτητη και κάνουμε μεγάλες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι καιρός να δημιουργηθούν και στη χώρα μας οι προϋποθέσεις για τη βαθύτερη επιστημονική διερεύνηση του σύνθετου κοινωνικού φαινομένου του εγκλήματος και τις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων. Υπάρχει, άλλωστε, μια μακρόχρονη διεθνής εμπειρία στο επίπεδο αυτό, που μας διαβεβαιώνει για τη χρησιμότητα αλλά και την αναγκαιότητα ίδρυσης πανεπιστημιακού Τμήματος Εγκληματολογίας.