του Διονύση Χιόνη,
δικηγόρου - υπ. διδ. Νομικής
O Andrei Chikatilo γεννιέται στις 16 Οκτωβρίου 1936 στο ουκρανικό χωριό Yablochnoye της Σοβιετικής Ένωσης, κοντά στην πόλη Rostov, 965 χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα. Την εποχή που μεγαλώνει στην αγροτική Ουκρανία κυριαρχεί η φτώχεια κι η ανέχεια, αφού το πολιτικό καθεστώς καταργεί τις ιδιωτικές καλλιέργειες κι η περιοχή δεν αργεί να παραδοθεί στο λιμό με θύματα κοντά στα 6.000.000 άτομα! Οι κάτοικοι πάνω στην απόγνωσή τους προκειμένου να επιβιώσουν επιδίδονται ακόμα και σε πράξεις κανιβαλισμού.
Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, ο Chikatilo βιώνει εξαιρετικά δύσκολα παιδικά χρόνια και προϊόντος του χρόνου αντιμετωπίζει σοβαρή δυσκολία στη δημιουργία φιλικών δεσμών με άλλα παιδιά της ηλικίας του, ειδικά από τη στιγμή που ο πατέρας του συλλαμβάνεται επί Stalin για πολιτικούς λόγους. Οι συνομίληκοί του, κι όχι μόνο, τον χλευάζουν επί μονίμου βάσεως για το γεγονός αυτό και τον ωθούν να απομονωθεί, αλλά και να καλλιεργήσει σταδιακά μίσος για εκείνους.
Είναι ευφυέστατος και αρκετά καλός μαθητής, όσο μεγαλώνει σημειώνει αξιοπρόσεκτες επιδόσεις στα μαθήματά του, αλλά οι σχέσεις του με τους άλλους, ειδικά με το «ωραίο» φύλο, παραμένουν από προβληματικές έως ανύπαρκτες. Κατά την εφηβεία του ταλανίζεται από σοβαρά προβλήματα υγείας, καθώς υποφέρει από μια μορφή υδροκεφαλίας, πάσχει από πάθηση των γεννητικών οργάνων και παρουσιάζει αδυναμία στύσης.
Κρίσιμο για τη μετέπειτα εξέλιξή του στάθηκε ένα περιστατικό που συνέβη κατά την ώριμη εφηβεία του, όταν παίζοντας στην αυλή του σχολείου πάλευε για ώρα σώμα με σώμα με ένα κορίτσι και προς έκπληξη όλων εκσπερμάτισε ακούσια ενώπιον των συμμαθητών του. Ο χλευασμός που εισέπραξε κι ο στιγματισμός που ακολούθησε φαίνεται ότι τον κατέτρεχε για όλη του τη ζωή και πέρα από αυτά, είναι πιθανόν, σύμφωνα με τη γνώμη των ειδικών, εκείνη ακριβώς τη στιγμή να συνδέθηκε στο υποσυνείδητό του το σεξ με τη βία.
Όταν ολοκληρώνει τη φοίτησή του στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πετυχαίνει την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο του Rostov και μερικά χρόνια αργότερα αποφοιτά από τη σχολή Ρωσικής Φιλολογίας με εξαιρετικούς βαθμούς. Το 1966 με πρωτοβουλία της αδελφής του, γνωρίζει μια κοπέλα με σκοπό το γάμο, η σχέση τους εξελίσσεται, τελικά την παντρεύεται κι εντός τριών ετών αποκτά και δυο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη. Ποτέ όμως δεν βρίσκει οικογενειακή θαλπωρή και γαλήνη, ούτε δένεται συναισθηματικά με την οικογένειά του. Ο χαρακτήρας που είχε διαμορφώσει τα προηγούμενα χρόνια τον καθιστούσε πρόσωπο μοναχικό, μισάνθρωπο και ιδιαίτερα σκληρό.
Όσον αφορά στην επαγγελματική του αποκατάσταση αρχικά εργάζεται ως γενικός γραμματέας ενός αθλητικού συλλόγου κι αργότερα, το 1971 διορίζεται σε ένα δημόσιο σχολείο ως καθηγητής φιλολογίας. Το κλίμα που επικρατεί στο σχολείο επαναφέρει στη μνήμη και εντάσσει στην καθημερινότητά του τις αισθήσεις και τις εντυπώσεις από τα δυσάρεστα παιδικά και σχολικά του χρόνια και η διαρκής συναναστροφή του με παιδιά που κάνουν φιλίες, παίζουν και συμβιώνουν αρμονικά με τους συνομηλίκους τους επηρεάζουν σταδιακά και βαθιά τον Chikatilo στο μέγιστο αρνητικό βαθμό.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1978 ένα εννιάχρονο κοριτσάκι γίνεται το πρώτο θύμα του. Το πλησιάζει, του πιάνει κουβέντα και έπειτα από λίγη ώρα καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και το παρασύρει σε ένα παλιό σπίτι που είχε αγοράσει κρυφά. Εκεί αποπειράται να το βιάσει, όταν το παιδί αρχίζει να στριγγλίζει, εκείνος του φέρει πολλαπλά τραύματα με μαχαίρι και την ώρα που το κοριτσάκι ξεψυχούσε ο Chikatilo έφτανε σε σεξουαλική ολοκλήρωση. Από τότε υιοθέτησε αυτή τη μέθοδο, προκειμένου να ικανοποιείται σεξουαλικά και αφού την εξέλιξε και την τροποποίησε κατά τις ορέξεις του, την επανέλαβε αρκετές φορές. Το πρώτο αυτό περιστατικό εγκληματικής δράσης φάνηκε να είναι μεμονωμένο και δεν υποτροπίασε κατά τα αμέσως επόμενα έτη.
Μια δεκαετία αργότερα, εντός του 1981 δεν ανανεώνεται η σύμβασή του με το σχολείο, δεν βρίσκει αλλού δουλειά ως εκπαιδευτικός κι αναγκάζεται να εργαστεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος ενός εργοστασίου πρώτων υλών, ταξιδεύοντας σε διάφορες πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης για τα επόμενα εννέα χρόνια.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1981 μια δεκαεπτάχρονη κοπέλα γίνεται το δεύτερο θύμα του και με αυτή ο Chikatilo αρχίζει πλέον συνειδητά να διαμορφώνει το modus operandi που αργότερα θα πάρει σταθερή μορφή και θα επαναλαμβάνεται τακτικά: πλησιάζει τα θύματά του στο δρόμο για ή από το σχολείο, τους πιάνει ευγενικά την κουβέντα, συχνά τους προσφέρει και κάτι φαγώσιμο. Οι εξαιρετικοί του τρόποι κι η φανερή ανώτερη μόρφωσή του εξουδετερώνουν τους ανασταλτικούς μηχανισμούς των θυμάτων, τα οποία δέχονται να περπατήσουν μαζί του ή να πάνε ακόμα και σπίτι του. Μόλις ο Chikatilo καταφέρει να τα απομονώσει, ξεσπάει και απελευθερώνεται η μανία του και κακοποιεί σεξουαλικά τα θύματά του (ασχέτως φύλου) με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο. Αφού ικανοποιηθεί, αρχικά κόβει τη γλώσσα των θυμάτων και κατόπιν τους καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα με μαχαίρι, συνήθως ανάμεσα στα μάτια, προκαλώντας τον ακαριαίο θάνατό τους. Η δράση του όμως δεν σταματά σε αυτό το σημείο. Στη συνέχεια αφαιρεί τα γεννητικά όργανα και τους βολβούς των ματιών των νεκρών και τις περισσότερες φορές ολοκληρώνει το «τελετουργικό» για εκείνον modus operandi επιδιδόμενος σε κανιβαλισμό.
Ο ψυχολόγος Dr Alexandro Bukanowsky που μελέτησε την περίπτωσή του και την ανέλυσε σε βάθος για μήνες πριν ακόμα συλληφθεί, υποστήριξε ότι ο Chikatilo αφαιρούσε τα μάτια των θυμάτων του, επειδή πίστευε ότι εκεί καθρεφτιζόταν όλη η σκηνή του εγκλήματος κι ήθελε έτσι να κρατάει ένα είδος αναμνηστικού των πράξεών του.
Όσο τα θύματα αυξάνονται αρχίζει να εξαπλώνεται στη χώρα η φήμη για τη δράση ενός κατά συρροή δολοφόνου, όμως η αστυνομία δημοσίως το αρνείται κατηγορηματικά και κρύβει πολλά από τα υπάρχοντα στοιχεία. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι ο κύκλος του αίματος να μεγαλώνει θεαματικά. Κατά το έτος 1984 τα θύματα του Chikatilo φτάνουν τα δεκαπέντε και φαίνεται να δρα σχεδόν ανενόχλητος και ανεξέλεγκτος. Στους κόλπους της αστυνομίας επικρατεί πλέον πανικός και ο αριθμός των υποτιθέμενων υπόπτων που εξετάζονται τα επόμενα χρόνια αγγίζει τα 200.000 άτομα, χωρίς αποτέλεσμα.
Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ο Chikatilo συλλαμβάνεται σχεδόν τυχαία από την αστυνομία, καθώς η συμπεριφορά του στο σταθμό των λεωφορείων του Rostov θεωρείται ύποπτη από έναν αστυνομικό, αλλά δεν προκύπτουν περαιτέρω στοιχεία που να τον συνδέουν με τις ανθρωποκτονίες που συνταράσσουν την περιοχή. Υπάρχουν όμως παλαιότερες κατηγορίες σε βάρος του από έναν πρώην εργοδότη του για μικροκλοπές και φυλακίζεται για 3 μήνες, μετά το πέρας των οποίων κυκλοφορεί και πάλι ελεύθερος.
Από την αποφυλάκισή του και μετά ο Chikatilo φροντίζει να κρατά χαμηλό προφίλ και απέχει από τη διάπραξη νέων εγκλημάτων για μερικούς μήνες, προφανώς γνωρίζοντας πως παρακολουθείται από την αστυνομία.
Τον Αύγουστο του 1985 βρίσκει νέα θέση εργασίας στο Novocherkassk κι εκεί σκοτώνει δύο γυναίκες σε δύο διαφορετικά περιστατικά έκλυσης της εγκληματικής του ορμής. Η δράση του αναστέλλεται εκ νέου μέχρι τον Μάη του 1987, όταν σκοτώνει ένα αγόρι και επαναλαμβάνει το ίδιο έγκλημα τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο. Το 1988 συνεχίζει να αφαιρεί ζωές: τα θύματά του αμφότερων των φύλων ανέρχονται μόνο για το έτος αυτό σε εννέα και άλλα τόσα αντιστοιχούν στο επόμενο έτος με περιοχή δράσης του τις κοντινές πόλεις έξω από το Rostov.
Η αστυνομία οργανώνει διαδοχικές πολυάνθρωπες επιχειρήσεις προκειμένου να τον εντοπίσει, αυξάνει τις περιπολίες και τη φύλαξη σταθμών λεωφορείων, τρένων, αλλά και πολλών δημοσίων χώρων και καλεί ειδικούς επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων να συνδράμουν το έργο της. Όσο, όμως, ο εξακολουθητικός ανθρωποκτόνος δεν συλλαμβάνεται οι πολίτες κυριεύονται από εγκληματοφοβία άνευ προηγουμένου κι οι επικεφαλής της αστυνομίας δέχονται εντονότατες πιέσεις από τους κυβερνώντες αλλά και τους κατοίκους των γύρω από το Rostov περιοχών, εκεί που κατά κανόνα δρούσε ο Chikatilo.
Στις 6 Νοεμβρίου 1988 ένας αστυνομικός πεζής περιπολίας παρατηρεί στο μάγουλο ενός περαστικού μια σταγόνα αίμα. Τον σταματά, ζητά εξηγήσεις, κρατάει τα στοιχεία του και τον αφήνει να φύγει. Παρόλα αυτά το περιστατικό δεν περνάει απαρατήρητο, αφού αργότερα μια κοπέλα βρίσκεται νεκρή σε ένα δάσος εκεί κοντά, ο αστυνομικός το αναφέρει στους ανωτέρους του κι ο πολίτης – που δεν είναι άλλος από τον Andrei Chikatilo – τίθεται υπό καθεστώς παρακολούθησης σε συνδυασμό με αντιπαραβολή με τα στοιχεία του άγνωστου δράστη των πρόσφατων διαδοχικών ανθρωποκτονιών.
Στις 20 Νοεμβρίου εντοπίζεται να κυκλοφορεί στο δρόμο με ένα μπουκάλι μπύρα και να προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με περαστικούς, κατά κύριο λόγο παιδιά. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στο τμήμα, όπου ανακρίνεται για πολλές ώρες. Κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας οι αστυνομικοί παρατηρούν σε ένα από τα δάχτυλα του χεριού του ένα σχετικά πρόσφατο τραύμα και καλούν γιατρό, ο οποίος μετά την εξέταση αποφαίνεται ότι προκλήθηκε από δαγκωνιά ανθρώπου! Συνδέεται με τον τρόπο αυτό ο Chikatilo με την ανθρωποκτονία ενός 16χρονου ιδιαίτερα αθλητικού αγοριού, στο σώμα του οποίου εξακριβώθηκαν έντονα ίχνη πάλης με το δολοφόνο.
Για πρώτη φορά στα ανακριτικά χρονικά της χώρας καλείται ψυχίατρος να συνδράμει το έργο των διωκτικών αρχών, ο οποίος κατά την εξέταση δείχνει συμπάθεια στον ύποπτο, κερδίζει την εμπιστοσύνη του και επιμένει να του επισημαίνει συμβουλευτικά πως στην περίπτωσή του πρέπει απαραιτήτως να ακολουθηθεί ψυχιατρική αγωγή. Ο Chikatilo που, όπως είναι φυσικό, βρίσκεται υπό αφόρητη ψυχολογική πίεση κι υπό το φόβο της αποκάλυψης των πράξεών του, θεωρεί ότι αν ομολογήσει θα νοσηλευτεί σε ψυχιατρείο και δεν θα φυλακιστεί λόγω της ιδιαιτερότητας της ψυχικής κατάστασής του.
Τελικά, έπειτα από ώρες συνεχόμενων ανακρίσεων «σπάει», τα ομολογεί όλα και παρέχει λεπτομερείς περιγραφές 56 ανθρωποκτονιών, που πραγματικά σοκάρουν τους αστυνομικούς, όχι μόνο λόγω της αγριότητας που επιστράτευε και του φρικιαστικού τρόπου με τον οποίο επενεργούσε στα θύματά του, αλλά κι επειδή οι καταγεγραμμένες ανθρωποκτονίες στα αρχεία τους ήταν μόλις 36!
Τελικά, όταν ολοκληρώθηκαν οι έρευνες βρέθηκαν 53 πτώματα σε συγκεκριμένα σημεία που υπέδειξε ο Chikatilo και απαγγέλθηκαν εναντίον του οι ανάλογες κατηγορίες. Τα θύματά του, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ήταν ως επί το πλείστον νεαρές πόρνες, αλκοολικοί, παιδιά και των δύο φύλων που το είχαν σκάσει από το σπίτι και σε γενικές γραμμές το κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν πως επρόκειτο για ανθρώπους που αντιμετώπιζαν πολλά προσωπικά προβλήματα.
Φυλακίζεται ως υπόδικος σε ξεχωριστό κελί από τον υπόλοιπό πληθυσμό του σωφρονιστικού καταστήματος και παρακολουθείται νυχθημερόν, προκειμένου να μην τον σκοτώσουν κατά το χρόνο κοινής συνύπαρξης τους οι άλλοι έγκλειστοι. Ο φόβος αυτός εδράζεται στην υποκουλτούρα της φυλακής, οι κανόνες της οποίας συχνά επιβάλουν οι δράστες εγκλημάτων κατά παιδιών να βρίσκουν τραγικό τέλος από τους συγκρατούμενούς τους κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους, ακόμα και πριν την έκδοση οριστικής απόφασης. Οι υπεύθυνοι της φυλακής γνώριζαν καλά αυτή την ιδιαιτερότητα του κόσμου των εγκλείστων κι αποφάσισαν να τον προστατεύσουν και να αποφύγουν τη διασάλευση της τάξης του καταστήματος.
Ο Chikatilo οδηγείται στο δικαστήριο κακουργημάτων στις 14 Απριλίου 1992, θεωρείται πρόσωπο ικανό προς καταλογισμό και κατά την ακροαματική διαδικασία βρίσκεται έγκλειστος σε ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί στη μέση της αίθουσας, προκειμένου να προστατευθεί από την οργή των συγγενών των θυμάτων που απειλούν να τον σκοτώσουν και απαιτούν από τις αρχές να τους τον παραδώσουν για να τον λιντσάρουν! Η άκρως επεισοδιακή δίκη ολοκληρώνεται τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, όταν ο Chikatilo καταδικάζεται σε θάνατο ως ένοχος των 52 εκ των 53 ανθρωποκτονιών που του αποδίδονταν κατά το κατηγορητήριο.
Όταν, έπειτα από την ανάγνωση της ποινής και πριν την τυπική ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, του ζητήθηκε να μιλήσει εκφώνησε ένα λόγο κατά πάντων κι αφού κατηγόρησε το πολιτικό καθεστώς, τους πολιτικούς και το οικονομικό σύστημα της χώρας, απέδωσε ολοκληρωτικά τις πράξεις του στις εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας και στο λιμό που μάστιζε για χρόνια την περιοχή που μεγάλωσε. Η ακροτελεύτια δημόσια τοποθέτησή του ήταν η εξής: «τελικά, έχω κάνει χάρη στην κοινωνία, επειδή την απάλλαξα από τόσους άχρηστους ανθρώπους»!
Η ζωή του Andrei Chikatilo τερματίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1994 όταν και εκτελέστηκε με μια βολή στο πίσω μέρος της κεφαλής, αφού λίγες ημέρες νωρίτερα ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας Boris Yeltsin απέρριψε την αίτηση χάριτος. Από τότε το όνομά του περιλαμβάνεται σε κάθε αναφορά σε περιπτωσιολογία διαδοχικών ανθρωποκτόνων και ο αριθμός των θυμάτων του, το modus operandi που ακολουθούσε, η μακροχρόνια δράση του, παρά τις απεγνωσμένες επιχειρήσεις της αστυνομίας, η ικανότητά του προς καταλογισμό, ακόμα κι η ανώτερη μόρφωση που είχε λάβει τον καθιστούν πέρα από κάθε αμφιβολία μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις εγκληματιών αυτού του τύπου.