Της Θάλειας Σιούρδα,
Κοινωνιολόγου
Εισαγωγή
Στην δυτικές κοινωνίες φαίνεται πως
υπάρχει μια ολοένα αυξανόμενη ανησυχία για την έλλειψη κατάλληλων προτύπων για
το ρόλο των ανδρών, παράλληλα με την δημόσια συζήτηση-όπως αυτή αναπαράγεται
και στα ΜΜΕ- για το τι συνιστά αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ‘’ανδρισμό’’(masculinity). Σε οποιαδήποτε
κοινωνία, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε τι ‘’ιστορίες’’ λέγονται σε
ένα αγόρι για το ότι γίνεται άνδρας-ή αλλιώς για να γίνει άνδρας. Οι ιστορίες
αυτές, δεν είναι παρά μια διμερής διαδικασία όπου στο πρώτο μέρος το παιδί
κατανοεί αν είναι αγόρι ή κορίτσι ενώ στο δεύτερο μαθαίνει τι σημαίνει να είναι
αγόρι ή κορίτσι με όρους ανδρισμού και θηλυκότητας˙ μια διαδικασία στην οποία
αναφέρονται οι 3 βασικές θεωρίες (ψυχαναλυτική θεωρία, γνωστική-αναπτυξιακή θεωρία,
θεωρίες της μάθησης που εξετάζουν την εξέλιξη των εννοιών της θηλυκότητας και
του ανδρισμού(Stets and Burke,2000:997).
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, πως το αν θα γεννηθεί αγόρι ή κορίτσι είναι ιδιαίτερα
σημαντικό για τους ρόλους που θα κλιθεί να ‘’παίξει’’, καθώς το (κοινωνικό)
φύλο παραμένει ο πυρήνας της ταυτότητας του ατόμου επηρεάζοντας όλες τις πτυχές
της ζωής του, ατομικά αλλά ταυτόχρονα και κοινωνικά.
Τα τελευταία χρόνια η σχέση ανάμεσα
στους άνδρες, τον ανδρισμό και το έγκλημα έχει αναδυθεί σε ένα κυρίαρχο ζήτημα
τόσο στο ακαδημαϊκό-επιστημονικό πεδίο της εγκληματολογίας όσο και σε μια σειρά
από δημόσιες συζητήσεις για το έγκλημα, την εγκληματικότητα και την κοινωνική
αναταραχή(Collier,1998:21).
Σύμφωνα με τον Collier,
την δεκαετία του 1990, παρατηρείται στην εγκληματολογία η λεγόμενη –masculinity turn-(επηρεασμένη
από την φεμινιστική προσέγγιση στο φύλο και την εξουσία) όπου το ενδιαφέρον
πλέον επικεντρώνεται στο ‘’πρόβλημα των ανδρών’’, "στον ανδρισμό του
εγκλήματος’’ ή με τα λόγια της Heidensohn «πρέπει να θέσουμε ένα διαφορετικό
ερώτημα-όχι τι κάνει τα ποσοστά της γυναικείας εγκληματικότητας να είναι τόσο
χαμηλά αλλά γιατί είναι των ανδρών τόσο υψηλά»(Hayslett-Mccall και Bernard,2002:5-6).
Μέσα από την θεώρηση του ανδρισμού, σαν
μια ολοκλήρωση μέσω της συμμετοχής τους στο έγκλημα, οι άνδρες θεωρούν πως στην
πραγματικότητα επιβεβαιώνουν το κοινωνικό τους φύλο(‘’doing gender),
τον ανδρισμό τους, με το να συμμετέχουν σε διάφορα εγκλήματα όπως διάρρηξη,
βιασμός, σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, χουλιγκανισμό στα γήπεδα, παραβάσεις
στην οδήγηση, βία προς άλλους άνδρες κ.α. (Collier,1998:22). Σε αυτές τις περιπτώσεις,
σύμφωνα με τον Jefferson
το έγκλημα αντιμετωπίζεται ως μια πηγή ολοκλήρωσης των επιταγών του φύλου, σαν
μια δομημένη ενέργεια, ένας τρόπος για την επίτευξη του κοινωνικού φύλου, η
οποία ταυτόχρονα επιτυγχάνει την φυλή και την κοινωνική τάξη (doing race/class). Έτσι, ο ίδιος υποστηρίζει πως «καθώς
οι θέσεις των ανδρών στις διάφορες ιεραρχίες ποικίλουν, διαφοροποιούνται και οι
πηγές τους για την επίτευξη του ανδρισμού που με την σειρά τους επηρεάζουν την προβολή
συγκεκριμένων εγκλημάτων σαν πηγές ανδρισμού-ολοκλήρωσης. Όπου η κατηγορία και
οι φυλετικές σχέσεις συνδυάζονται για να μειώσουν τις συμβατικές ευκαιρίες για την ολοκλήρωση του ηγεμονικού ανδρισμού, το έγκλημα προσφέρει συχνά ένα έτοιμο υποκατάστατο»(Jefferson:1996:340). Υπάρχει όμως και ένα άλλο
είδος ανδρισμού το οποίο θα εξετάσουμε εδώ, ο ‘’ηγεμονικός ανδρισμός’’, ο
οποίος με γενικούς όρους ορίζεται από τον Connell(1987) ως «… μια κοινωνική
υπεροχή πραγματοποιημένη σε ένα παιχνίδι των κοινωνικών δυνάμεων που
επεκτείνεται πέρα από τους διαγωνισμούς της ζωώδους δύναμης, στην οργάνωση της
ιδιωτική ζωής και των πολιτιστικών διαδικασιών»(Kersten,1996:382). Στην σύνδεση της έννοιας με
το έγκλημα και τη βία η ‘’ηγεμονία’’ δεν αναφέρεται στην υπεροχή βασισμένη στη δύναμη,
αλλά δεν είναι και ασυμβίβαστη με την χρήση της βίας, όπως παρατηρεί ο Kersten(1996:382).
Εδώ, μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε πως
μέσα από την διαδικασία της επίτευξης του κοινωνικού φύλου, ολοκλήρωσης του
ανδρισμού, αγόρια και άνδρες καταλήγουν να ορίζουν τον ανδρισμό τους μέσα σε
ένα πλαίσιο βίας και εγκλήματος. Έτσι θα εξετάσουμε την θεωρία του ‘’doing gender’’
και την συμβολή της στην κατανόηση της έννοιας του ανδρισμού αλλά ταυτόχρονα
και στην χρήση του εγκλήματος ως μέσο διασφάλισης του ανδρισμού. Θα εξετάσουμε
δηλαδή αυτήν καθεαυτή την έννοια και τα χαρακτηριστικά της, την έννοια του
‘’ηγεμονικού ανδρισμού’’ ενώ εκεί όπου έγκλημα και ανδρισμός συναντώνται και
αλληλεπιδρούν θα δούμε την έννοια του ‘’street culture’’ του ‘’code of the street’’
καθώς και τις αναπαραστάσεις της βίας και του ανδρισμού σε στίχους rap μουσικής.
‘’doing gender/doing masculinity’’
Γενικά οι μελέτες για το βιολογικό(sex) και κοινωνικό(gender) φύλο προσπαθούν να εξηγήσουν τις
διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών με όρους των κοινωνικών ρόλων, των
ενεργειών και των συμπεριφορών. Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι αν και
υπάρχουν βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, μερικές από αυτές είναι
κοινωνικές στην πραγματικότητα. Στο τέλος όμως, είναι δύσκολο να
κατηγοριοποιήσουμε τις διαφορές τους καθώς φαίνεται πως υπάρχει μια
αλληλεπίδραση μεταξύ των βιολογικών και κοινωνικών παραγόντων(Martini,1990:100).
Πώς ορίζεται όμως το βιολογικό και πώς
το κοινωνικό φύλο; Σύμφωνα με την Ann Oakley(1972), ο όρος ‘’sex’’ αναφέρεται στον βιολογικό διαχωρισμό
σε άντρα και γυναίκα ενώ ο όρος ‘’gender’’
στον αντίστοιχο και κοινωνικά άνισο διαχωρισμό στην θηλυκότητα και στον
ανδρισμό και επικεντρώνεται στις κοινωνικά κατασκευασμένες πτυχές των διαφορών
μεταξύ των γυναικών και των ανδρών. O
όρος ‘’gender’’όμως,
έχει επεκταθεί έτσι ώστε να αναφέρεται όχι μόνο στην ατομική ταυτότητα και στην
προσωπικότητα αλλά σε συμβολικό επίπεδο στα πολιτιστικά ιδανικά και στα
στερεότυπα της θηλυκότητας και του ανδρισμού (feminity-masculinity)
και σε δομικό επίπεδο στον καταμερισμό της εργασίας σε θεσμούς και οργανισμούς
(Scott και Marshall, 2009:276).Συνοπτικά, ο όρος ‘’sex’’ αναφέρεται στα βιολογικά χαρακτηριστικά
και στο αναπαραγωγικό σύστημα ενός ατόμου και χρησιμοποιείται για να τον χαρακτηρίσει
ως άνδρα ή γυναίκα ενώ ο όρος ‘’gender’’
σχετίζεται με τις ταυτότητες, τους κοινωνικούς ρόλους, και τις στερεοτυπικές
προσδοκίες που προκύπτουν από το ρόλο αυτό ˙ η κοινωνική ερμηνεία του να είσαι
άνδρας ή γυναίκα[1].
Την δεκαετία του ’80 οι προκλήσεις στην
φεμινιστική θεωρία είχαν ως αποτέλεσμα την επαναπροσέγγιση του βιολογικού και
κοινωνικού φύλου (sex/gender) από φεμινίστριες στις κοινωνικές
επιστήμες και ιδιαίτερα στην κοινωνιολογία με δύο τρόπους: από την μια με το ‘’τάξη-φυλή-φύλο’’(class-race-gender) και από την άλλη ‘’κάνοντας το
(κοινωνικό) φύλο’’ (doing gender), το οποίο και θα εξετάσουμε εδώ (Daly,1997:33). Η Candace West
και ο Don H. Zimmerman κατασκεύασαν την φράση ‘’doing gender’’
προκειμένου να περιγράψουν το (κοινωνικό) φύλο σαν μια εγκατεστημένη ολοκλήρωση:
‘’το κοινωνικό φύλο δεν είναι ιδιότητα των ατόμων παρά ένα αναδυόμενο στοιχείο
των κοινωνικών καταστάσεων:... μια έκβαση και μια τεκμηρίωση…για κοινωνικές
ρυθμίσεις… τα μέσα νομιμοποίησης μια θεμελιώδους διαίρεσης… της κοινωνίας. (Το
κοινωνικό φύλο) είναι μια προγραμματισμένη,
συστηματική, επαναλαμβανόμενη εκπλήρωση…όχι ένα σύνολο γνωρισμάτων, ούτε
μια μεταβλητή, ούτε ένας ρόλος αλλά συγκροτημένο από μόνο του μέσω της
αλληλεπίδρασης’’(1987:126,129).
Σύμφωνα με την Walklate αυτό το επιχείρημα προσδιορίζει τον
τρόπο με τον οποίο η έκφραση του ανδρισμού συνδέεται απευθείας με την χρήση της
βίας ενώ ο Coleman υποστηρίζει πως η θεωρία του ‘’doing gender’’ δεν βλέπει
τον ανδρισμό ως κάτι που συμβαίνει στους άνδρες αλλά αντίθετα ως κάτι που οι
άνδρες κάνουν(Krienert,2003). Συγκεκριμένα πρότυπα μαθαίνονται μέσω της διαδικασίας
κοινωνικοποίησης που αναπαριστά κατάλληλα τον ανδρισμό. Ο ανδρισμός πρέπει να
εκπληρώνεται και να είναι παρών σε κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση στην οποία
εμπλέκεται ο άνδρας ενώ η τρέχουσα επαναδημιουργία –που συντελείται στην
οικογένεια, στο σχολείο, στην εργασία και σε άλλα κοινωνικά περιβάλλοντα- είναι
καθοριστικό στοιχείο του ανδρισμού (Krienert,2003). Για την Miedzian ο ελλοχεύων στόχος αυτής της συμπεριφοράς είναι
η διεκδίκηση δύναμης και κυριαρχίας ενώ ο Archer σημειώνει πως δεν είναι
δύσκολο να μεταπηδήσει κανείς στην βίαια δραστηριότητα καθώς οι άνδρες
χρησιμοποιούν την βία προκειμένου να διατηρήσουν το γόητρο τους σε μια ομάδα
ανδρών αλλά και να παγιοποιήσουν την ανδρική ταυτότητά τους(Krienert,2003).
Σύμφωνα με
τον Krienert (2003) όταν κάποιος ‘’κάνει φύλο’’ (‘’doing gender’’) υπάρχουν
παραδοσιακοί αλλά και εναλλακτικοί μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιήσει προκειμένου
να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Υπάρχουν έτσι ορισμένες ιδιότητες, –που οι
κοινωνικοί επιστήμονες χαρακτηρίζουν αρρενωπές και ανδροπρεπείς- οι οποίες
επιτυγχάνουν να εκπληρώσουν το κύρος του ανδρισμού. Αυτές οι ιδιότητες και τα
χαρακτηριστικά φαίνεται πως έχουν αναδιατυπωθεί κατά την διάρκεια της ιστορίας
˙ παρόλα αυτά οι επιστήμονες απαριθμούν παρόμοιες έννοιες που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν προκειμένου να καταδείξουν τον ανδρισμό. Έτσι οι Gilmore,
Meidzian, Messerschmidt, Gutmann, προτείνουν:[2]
τον γάμο, το να έχει προστατευόμενους, να προσφέρει στην οικογένεια, να έχει
σωματική- διανοητική δύναμη και κυριαρχία, ως αποδεκτά από την κοινωνία
χαρακτηριστικά που επιτρέπουν σε έναν άνδρα να προβάλλει το φύλο του(Krienert,2003). Επιπλέον, σύμφωνα με τον Polk, η κατάλληλη παρουσίαση της αρρενωπής επίδειξης
βασίζεται στην κοινή κατανόηση (εκ μέρους του πρωταγωνιστή αλλά και του
κοινού)του ιδανικού αρσενικού φύλου ενώ σε κάθε περίπτωση προκειμένου να
παρουσιάσει ένας άνδρας μια θετική αρσενική εικόνα βασίζεται στους μαθημένους
πολιτιστικά ορισμούς του ανδρισμού. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, χρήση της
ανδρικής εγκληματικής εκπλήρωσης είναι πιο πιθανό να γίνει όταν ο ανδρισμός
ενός άνδρα τίθεται υπό αμφισβήτηση ή απειλείται(Krienert,2003). Για τους Tedeschi και Felson, η πλειοψηφία των ερευνών δείχνει πως
οι άνδρες συνηθίζουν να εκδηλώνουν περισσότερο από τις γυναίκες μια συμπεριφορά
διακύβευσης(risk-taking), η οποία
και αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανδρισμού.
Ο Messerschmidt εφάρμοσε το ‘’doing gender’’ στην ανάλυσή του για το έγκλημα ως ‘’μια πηγή για να κάνουν ανδρισμό(doing masculinity) σε
συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες…’’: ‘’Το έγκλημα ίσως επικαλείται, ως μια
πρακτική μέσω της οποίας οι ανδρισμοί(και οι άνδρες και οι γυναίκες)
διαφοροποιούνται ο ένας από τον άλλο…μια πηγή η οποία ίσως επιστρατεύεται όταν
οι άνδρες στερούνται άλλων πηγών για να εκπληρώσουν το φύλο’’(Daly,1997:37). Έτσι όταν παραδοσιακοί, μη εγκληματικοί
πόροι δεν είναι διαθέσιμοι θα χρησιμοποιηθούν εναλλακτικοί- εγκληματικοί πόροι
προκειμένου να εκπληρώσουν το ανδρικό φύλο(masculine gender).
Ιδιαίτερα
σημαντικό είναι πως ενώ οι West και Candace επικεντρώθηκαν στο πως το ‘’doing gender’’ δημιουργεί
διαφορές μεταξύ γυναικών και ανδρών που πραγματώνονται σαν πρωταρχικές
σεξουαλικές φύσεις ενώ ο Messerschmidt υποστήριξε
πως το ‘’doing gender’’ παράγει
πολλαπλούς τύπους ανδρισμού και έγκλημα(Daly,1997:37).
‘’ Ηγεμονικός Ανδρισμός’’
Η έννοια του ‘’ηγεμονικού ανδρισμού’’ (hegemonic masculinity)
διατυπώθηκε πριν δύο δεκαετίες και επηρέασε την σκέψη για τους άνδρες, το φύλο
και την κοινωνική ιεραρχία ενώ συνδέει τα υπό ανάπτυξη ερευνητικά πεδία των
μελετών για τους άνδρες, τον ανδρισμό, τις κριτικές μελέτες για τους άνδρες, δημοφιλείς ανησυχίες για τους άνδρες και τα
αγόρια, φεμινιστικές προσεγγίσεις της πατριαρχίας και κοινωνιολογικά μοντέλα
για το φύλο και έχει χρήση στα εφαρμοσμένα πεδία από την εκπαίδευση και των
εργασιών κατά της βίας έως την υγεία(Connell και συν.,2005:829).
Σύμφωνα με τον Kessler
(1982), Ο όρος ‘’hegemonic masculinity’’
προτάθηκε αρχικά σε αναφορές στο πεδίο της κοινωνικής ανισότητας σε λύκεια στην
Αυστραλία σε μια σχετική συζήτηση για την δημιουργία ανδρισμών και την εμπειρία
των ανδρικών σωμάτων. Το project για τα λύκεια στην Αυστραλία παρείχε εμπειρικές αποδείξεις για πολλαπλές ιεραρχίες με όρους φύλου και
τάξης συνυφασμένες με ενεργά project κατασκευής του κοινωνικού φύλου. Αυτά συστηματοποιήθηκαν στο άρθρο «Προς
μια Νέα Κοινωνιολογία της Αρρενωπότητας», το οποίο ασκούσε κριτική στην βιβλιογραφία για το ρόλο του αρσενικού
φύλου και πρότεινε ένα μοντέλο πολλαπλών ανδρισμών και σχέσεων δύναμης ενώ το
μοντέλο ενσωματώθηκε σε μια συστηματική κοινωνιολογική θεωρία του φύλου(Connell και συν.,2005:830).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το
ενδιαφέρον επικεντρώθηκε σε μια κυρίαρχη ομάδα και ο ‘’ηγεμονικός ανδρισμός’’
κατανοήθηκε ως πρότυπο πρακτικής[3]
που επιτρέπει την κυριαρχία των ανδρών επάνω στις γυναίκες να συνεχιστεί. Ο
‘’ηγεμονικός ανδρισμός’’ είναι διαχωρισμένος από άλλα είδη ανδρισμού και
ιδιαίτερα κατώτερα ενώ δεν θεωρείται φυσιολογικός με την έννοια πως μόνο μια
μειοψηφία ανδρών μπορεί να τον αναπαραστήσει. Είναι όμως σίγουρα πρότυπος καθώς
περιλαμβάνει τον πιο τιμητικό τρόπο να είσαι άνδρας, απαιτεί όλοι οι άλλοι
άνδρες να θέσουν τον εαυτό τους σε σχέση
με αυτό ενώ ιδεολογικά νομιμοποιεί την υποταγή των γυναικών στους άνδρες(Connell και συν.,2005:832).
Επιπλέον σύμφωνα με τους Connell και Messerschmidt ‘’ηγεμονία’’ δεν σημαίνει βία αν και θα
μπορούσε να υποστηριχθεί με την επιβολή ˙
σημαίνει ισχύς-κυριαρχία μέσω της κουλτούρα, των θεσμών και της
ιδεολογίας.
Σύμφωνα με τον Connell « Η ηγεμονία αφορά την
πολιτιστική κυριαρχία στην κοινωνία συνολικά. Μέσα σε εκείνο το γενικό πλαίσιο υπάρχουν συγκεκριμένες σχέσεις φύλου,
της κυριαρχίας και της υπαγωγής μεταξύ ομάδων ανδρών. Η σημαντικότερη περίπτωση
στην σύγχρονη Ευρωπαϊκή /Αμερικανική
κοινωνία είναι η κυριαρχία των ετεροφυλόφιλων ανδρών και η υποταγή των
ομοφυλόφιλων ανδρών…. Η καταδυνάστευση τοποθετεί τους ομοφυλοφιλικούς ανδροπρέπειες στο κατώτατο σημείο μιας ιεραρχίας
φύλου μεταξύ των ανδρών» (Schippers:2006:87).
Η συσχέτιση του φύλου σε μια μεγάλη κλίμακα
είναι επικεντρωμένη σε ένα απλό δομικό γεγονός ˙ την παγκόσμια κυριαρχία των
ανδρών επάνω στις γυναίκες και παρέχει την βάση για σχέσεις ανάμεσα σε άνδρες
που ορίζουν ένα ‘’ηγεμονικό τύπο ανδρισμού’’ σε όλη την κοινωνία. Ο ηγεμονικός
ανδρισμός είναι κατασκευασμένος σε σχέση με άλλους κατώτερους ανδρισμούς καθώς
και σε συνάρτηση με τις γυναίκες. Μια πατριαρχική κοινωνική ιεράρχηση είναι
βασισμένη στην αλληλεπίδραση αυτών των διαφορετικών ανδρισμών. Ο Connell ορίζει τον ‘’ηγεμονικό ανδρισμό’’ σαν «μια
κοινωνική υπεροχή πραγματοποιημένη σε ένα παιχνίδι των κοινωνικών δυνάμεων που
επεκτείνεται πέρα από τους διαγωνισμούς της ζωώδους δύναμης, στην οργάνωση της
ιδιωτική ζωής και των πολιτιστικών διαδικασιών» (Kersten,1996:382). Ο ‘’ηγεμονικός ανδρισμός’’
δεν είναι για το- τι άνδρες που είναι ισχυροί είναι, αλλά για το τι στηρίζει
την δύναμή τους και τι υποστηρίζουν, καθώς πολλοί άνδρες επωφελούνται από την
υποταγή των γυναικών. Ο ‘’ηγεμονικός ανδρισμός’’ περιέχει μια μείξη στρατηγικών
όπως: ‘άνοιγμα προς τον οικογενειακό βίο’’, ως προς την βία, προς τον
μισογυνισμό και προς την ετεροφυλική έλξη ενώ σύμφωνα με τον Cheng (1999) είναι Ευρωπαίος,
λευκός άνδρας, καλογυμνασμένος, ετεροφυλόφιλος, χριστιανός ή εβραίος, από τον
πρώτο κόσμο με την ηλικία του να κυμαίνεται από 20-40 ετών.
Τέλος, σύμφωνα με τους Connell και Messerschmidt αν και υπάρχει ένα
συμβολικό συστατικό στον ανδρισμό δεν πρέπει αυτός να μειωθεί σε ένα
πολιτιστικό κανόνα. Έτσι υποστηρίζουν ότι oι
ασυνάρτητες απεικονίσεις υπογραμμίζουν την συμβολική διάσταση ενώ η έννοια του
ηγεμονικού ανδρισμού διατυπώθηκε μέσα σε μια πολυδιάστατη κατανόηση του φύλου.
Αν και οποιαδήποτε προδιαγραφή του ‘’ηγεμονικού ανδρισμού’’ περιλαμβάνει την
διατύπωση πολιτιστικών ιδανικών, δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως ένας
πολιτιστικός κανόνας. Οι σχέσεις φύλου συγκροτούνται μέσω μη-ασυνάρτητων
πρακτικών συμπεριλαμβανόμενης της αμειβόμενης ς, της βίας, της σεξουαλικότητας,της φροντίδας
των παιδιών καθώς επίσης και μέσω απερίσκεπτων προγραμματισμένων ενεργειών(Schippers, 2007:93).
‘’Ανδρισμός’’
Το ζήτημα της σύνδεσης του ανδρισμού με την
εγκληματική συμπεριφορά των ανδρών έχει διατυπωθεί σε διάφορες συζητήσεις της
εγκληματολογικής σκέψης και κατά το παρελθόν αλλά και πρόσφατα. Ο πρώτος που
επιχείρησε σύνδεση του ανδρισμού με την εγκληματική συμπεριφορά ήταν ο Parsons που ισχυρίστηκε ότι ο
ανδρισμός ήταν εσωτερικοποιημένος κατά την διάρκεια της εφηβείας και οδηγούσε
τα αγόρια να συμμετέχουν σε πιο εγκληματική συμπεριφορά από τα κορίτσια ενώ ο Sunderland εξετάζοντας τα στοιχεία
του ανδρισμού υποστήριξε ότι τα αγόρια μαθαίνουν να είναι ‘’τραχείς και
σκληροί’’ καθιστώντας τους έτσι πιθανότερους εγκληματίες(Krienert, 2003). Σύμφωνα με τους Messerschmidt, Bowker,
κ.α. o ανδρισμός αποτελεί ένα σημαντικό κατασκεύασμα
για την κατανόηση του εγκλήματος και της βίας. Η σκληρότητα, η κυριαρχία και η
επιθυμία για προσφυγή στην βία για την επίλυση προσωπικών συγκρούσεων είναι
κεντρικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας του ανδρισμού(masculinity identity)
(Krienert, 2003).
Ο
Toby υποστήριξε ότι οι άνδρες
που δεν έχουν δύναμη που να προέρχεται από το οικογενειακό υπόβαθρο, το
εκπαιδευτικό επίτευγμα, το εισόδημα, τις κοινωνικές και πολιτικές διασυνδέσεις,
ή τα υλικά αγαθά θα ήταν πιθανότερο να ασκήσουν έναν ‘’ψυχαναγκαστικό’’
ανδρισμό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε βίαιη συμπεριφορά (Krienert,2003). Στην ανάλυση του για τον
ανδρισμό και την σύνδεσή του με την βία και το έγκλημα ο Messerschmidt υποθέτει πως η
εγκληματική συμπεριφορά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή-όταν άλλες νόμιμες δεν
είναι διαθέσιμες- για να εκπληρώσει
κανείς τον ανδρισμό(Krienert,
2003). Έτσι, εάν κάποιο άτομο δεν έχει μια σταθερή-αξιόπιστη εργασία, μια
ισορροπημένη οικογενειακή ζωή ή άλλους παραδοσιακούς παράγοντες επιτυχημένου
ανδρισμού , η βίαιη συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτός τρόπος για να
μεταβιβαστεί η ‘’σκληρότητα’’ που συνδέεται με τα αρσενικά γνωρίσματα. Σύμφωνα
με τον Archer ως
παραδοσιακά επιτυχημένα μέσα εκπλήρωσης του ανδρισμού θεωρούνται και η επιτυχία
στο σχολείο καθώς και μια καλοπληρωμένη δουλειά ενώ για τον Messerschmidt μπορεί να εκπληρώσει τον
ρόλο του ανδρισμού με το να είναι ‘’καλός κουβαλητής’’ για την οικογένεια του,
και έτσι αν κάποιος δεν τα πάει καλά στο σχολείο, ή στην δουλειά του ή στην
οικογενειακή του ζωή αναζητά εναλλακτικούς τρόπους για να ‘’κάνει ανδρισμό’’(doing gender/doing masculinity)
(Krienert, 2003).
Ο
Messerschmidt υποστηρίζει πως η
βίαια και εγκληματική συμπεριφορά προβάλλεται ως ένας εναλλακτικός και
αποδεκτός τρόπος για να εκπληρώσουν οι άνδρες τον ‘’ανδρισμό’’ τους ενώ
άνθρωποι που χρησιμοποίησαν την βία στον παρελθόν σαν τρόπο επιβεβαίωσης του
ανδρισμού τους καταλήγουν να αποδέχονται την βία ως μια αποδεκτή διαδρομή για
να επιδείξουν τον ανδρισμό τους.
Σύμφωνα
με τον Connell (1995), το φύλο μπορεί να οριστεί ως «οι τρόποι με τους οποίους η ‘’αναπαραγωγική αρένα’’
που περιλαμβάνει τις ‘’σωματικές δομές και τις διαδικασίες της ανθρώπινης
αναπαραγωγής’’, οργανώνει πρακτικές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης,
από τις ταυτότητες, τα συμβολικά τελετουργικά σε μεγάλη κλίμακα θεσμών»(Schippers, 2007:86).Σαν κεντρικό χαρακτηριστικό
γνώρισμα των σχέσεων φύλου, ο Connell
καθορίζει τον ανδρισμό σαν«… ταυτόχρονα μια
θέση στις
σχέσεις φύλου, πρακτικές
μέσω των
οποίων άνδρες και γυναίκες καταλαμβάνουν αυτή τη θέση στο φύλο, και τα αποτελέσματα
αυτών των πρακτικών
στη σωματική
εμπειρία, την προσωπικότητα
και τον πολιτισμό» (2007:86).
Από τα παραπάνω μπορούμε να συνοψίσουμε τρία χαρακτηριστικά
του ‘’ανδρισμού’’: Κατ΄ αρχάς, είναι
κοινωνική θέση
όπου τα άτομα, ανεξάρτητα
από το φύλο,
μπορούν να
κινηθούν. Δεύτερον, είναι
ένα σύνολο
πρακτικών και
χαρακτηριστικών
κατανοητά ως
‘’ανδρικά’’. Τρίτον, όταν αυτές οι πρακτικές ενσωματώνονται από τους άνδρες
αλλά και από τις γυναίκες έχουν εκτεταμένα πολιτιστικά και κοινωνικά
αποτελέσματα.
Επιπλέον,
σύμφωνα με τον Connell υπάρχουν ατομικές-μεμονωμένες επιδράσεις που καταλαμβάνουν την θέση του
ανδρισμού παρουσιάζοντας τις επιπτώσεις στον τρόπο με τον τα άτομα βιώνουν τα
σώματά τους, την αίσθηση του εαυτού τους, καθώς και στο πως προβάλλουν τον
εαυτό τους στους άλλους. Παρά τις όποιες ατομικές επιδράσεις ο Connell επισημαίνει πως ο
ανδρισμός δεν είναι αναγώγιμος ως μεμονωμένη έκφραση ή εμπειρία ενώ επισημαίνει
πως δεν είναι κάτι το οποίο έχουν τα άτομα αλλά αντίθετα κάτι που παράγουν μέσω
της εμπλοκής τους σε ‘’ανδρικές’’ πρακτικές (Schippers, 2007:86).
Υποκουλτούρα-‘’street culture’’-‘’code
of the street’’ rap μουσική και ανδρισμός
Στο βιβλίο
του ‘’Delinquent Boys: The culture of the Gang’’ o Cohen παρατηρεί πως στην πλειοψηφία της
η εγκληματικότητα δεν είναι για την απόκτηση των υλικών αγαθών, στην
πραγματικότητα είναι «μη-χρηστική, κακόβουλη και πεσιμιστική» (Ferrell και συν.,
2008:35) και περιγράφει μια κατάσταση όπου αυτά τα αγόρια κλέβουν, σπάζουν,
τρομοκρατούν τα καλά παιδιά και προκαλούν το δάσκαλό τους ˙ με άλλες λέξεις μια
αντικοινωνική επιθετική συμπεριφορά.Σύμφωνα με τον ίδιο ο λόγος για αυτήν
την προβληματική συμπεριφορά αυτών των παιδιών είναι ότι κρίθηκαν από τις αξίες
των μεσαίων τάξεων στις οποίες τα παιδιά αυτών των εργατικών τάξεων δεν πληρούν
τις προϋποθέσεις για να ενταχθούν ˙ ένα πρόβλημα στέρησης γοήτρου και ταπείνωσης.
Επιπλέον, ο Willis στο βιβλίο του: ‘’Learning to Labour’’ (1977) υπογράμμισε ένα παρόμοιο πρόβλημα για τα
παιδιά της εργατικής τάξης, τα οποία καλούνται να αντεπεξέλθουν στα πρότυπα της
μεσαίας τάξης (για τα οποία δεν έχουν προετοιμαστεί) προκειμένου να αποκτήσουν τα
προσόντα που χρειάζονται για τις δουλειές τους (Ferrell και συν., 2008:35). Ο
Willis υποστηρίζει ότι η λύση για αυτά τα παιδιά ήταν να απορρίψουν το δάσκαλό
τους και να παίζουν στην τάξη ενώ αναπτύσσουν μια υποκουλτούρα στην οποία η ‘’ανδροπρέπεια’
’και η ‘’φυσική σκληρότητα’’ συνδέονται και ανταμείβονται με υψηλό γόητρο για
αυτά τα νεαρά αρσενικά. Υποστηρίζει ότι τα αγόρια των εργατικών τάξεων,
συνειδητοποιούν ότι το σχολείο τους προσφέρει περιορισμένες ευκαιρίες για
κινητικότητα και επιτυχία και κατά συνέπεια δημιουργούν μια υποκουλτούρα στην
οποία τα αρρενωπό δεσπόζει και τους προετοιμάζει για ‘’χειρωνακτική και σκληρή εργασία’’
(Ferrell και συν.,2008:52).
Παρακάτω
εξετάζεται η έννοια του ‘’street culture’’- ένα σύνολο αξιών, πρακτικών και εμφάνισης- που σχετίζεται με τους
μειονεκτικούς αστικούς πληθυσμούς και πως αυτή συνδέεται με το έγκλημα και την
εγκληματική συμπεριφορά των νεαρών αγοριών καθώς και με την έννοια του
ανδρισμού. Ο Gunter ορίζει την έννοια του’’road culture’’ «ως ένα συνεχές, όπου αυτοί που καταλαμβάνουν το
κεντρικό έδαφος είναι η μεγάλη πλειοψηφία των μη-εξεχουσών νέων, με μια μικρή
μειονότητα των νεαρών αρσενικών ή των ‘’αγενών αγοριών’’ -που βυθίζεται στον
κόσμο της αχρειότητας-κακίας (badness)»(2008:352) -ως
κακία καθορίζεται ένας κοινωνικός κόσμος όπου υπάρχουν θεαματικοί επιθετικοί
και αρρενωποί τρόποι συμπεριφοράς αυτών των νεαρών, καθώς επίσης απάτη και
χαμηλά επίπεδα διακίνησης ναρκωτικών. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κακία των ‘’αγενών
αγοριών’’ είναι μια επιλογή τρόπου ζωής που περιλαμβάνει μια αλληλεπίδραση «δύναμης,
ελέγχου, γλώσσας, μουσικής, ένδυσης και μιας νεανικής αμέλειας για τις αξίες
και τους θεσμούς της επικρατούσας ενήλικης κοινωνίας»(Gunter,2008:362). Επιπλέον, ο Gunter δεν φαίνεται να βλέπει αυτά τα νεαρά αγόρια που ‘’παίζουν’’ με
την κακία(badness) σαν εγκληματίες καριέρας αλλά αντιθέτως σαν
φυσιολογικούς έφηβους που προσπαθούν να ανακαλύψουν ποιοι πραγματικά είναι ˙
‘’επαναστάτες’’ ενάντια σε μια κοινωνία ενηλίκων.
Στο βιβλίο
του ‘’Code of the street’’, ο Anderson μελετά την
νεολαία στο εσωτερικό των πόλεων και υποστηρίζει πως για αυτούς τους νεαρούς-
μαύρους άνδρες, η κουλτούρα του δρόμου(street culture) εμπλέκεται με τον ‘’κώδικα του δρόμου’’(code of the street)-ένα σύνολο άτυπων κανόνων που ελέγχει την δημόσια συμπεριφορά και την
χρήση της βίας(1999:33). Η νεολαία σε αυτές τις μειονεκτικές γειτονιές έχει
δημιουργήσει το δικό της κοινωνικό καθεστώς με τον δικό του κώδικα που
χαρακτηρίζει τις δημόσιες σχέσεις μεταξύ των κατοίκων. Ο κώδικας αυτός
δημιουργήθηκε σαν αποτέλεσμα της αποξένωσης από την επικρατούσα κοινωνία, που
αντιμετωπίζει η νεολαία εξαιτίας της ανεργίας, της κοινωνικής ανισότητας και
του ρατσισμού. Ο Anderson σημειώνει πως η βία και η ανταπόδοση
βρίσκεται στην καρδιά του κώδικα και είναι ένας τρόπος ώστε αυτοί οι νεαροί
άνδρες να κερδίσουν το σεβασμό και να δημιουργήσουν μια φήμη ότι είναι
βίαιοι(1999:72). Προκειμένου κάποιος να διατηρήσει τον σεβασμό αλλά και να
αποφύγει να θυματοποιηθεί ο ίδιος, πρέπει να δείξει στους συνομηλίκους του και
στους άλλους, ότι είναι έτοιμος να ‘’πατήσει την σκανδάλη’’ και ότι δεν φοβάται
να πεθάνει. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Wilkinson, στην κορυφή της ιεραρχίας αυτής της ‘’κουλτούρας
του δρόμου’’ βρίσκεται ο ‘’τρελός’’, ‘’άγριος’’, ‘’δολοφόνος’’(Kubrin,2005:363).
Παραπάνω
εξετάσαμε την ‘’κουλτούρα του δρόμου’’, η οποία επηρεάζει την ταυτότητα και
συμπεριφορά των κατοίκων αυτών των μειονεκτικών περιοχών. Ο ‘’κώδικας’’, τους
παρέχει συναρπαστικά στοιχεία της τοπικής κουλτούρας, μιας ‘’κουλτούρας των
δρόμων’’ στην οποία η βία είναι εξηγήσιμη ακόμη και κανονιστική. Στην μελέτη
της Κubrin, η ραπ μουσική αποτελεί ένα συμπληρωματικό μέσο για
την μελέτη των παραπάνω ζητημάτων[4],
καθώς είναι ένα είδος που εστιάζει στον ανδρισμό, το έγκλημα και την βία. Η ραπ
μουσική αναδύθηκε το 1970 από τους δρόμους σαν μια αντανάκλαση των ανησυχιών
και των φιλοδοξιών της αστικής μαύρης νεολαίας(2005:360). Σύμφωνα με τους Keyes και Kitwana, σήμερα η γκάνγκστερ ραπ μουσική προσφέρει μια
εσωτερική ματιά στην μαύρη αστική ζωή του δρόμου μέσω του εγκλήματος και της
βίας(Kubrin,2005:361). Όπως υποστηρίζει η Kubrin, οι στίχοι του ραπ λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο ως
επαληθεύσιμες αναφορές της ζωής στους δρόμους και της βίας σε αυτές τις φτωχές
αστικές γειτονιές (2005:365). Οι στίχοι δείχνουν πως η σκληρότητα και η
προθυμία για την χρήση βίας αρθρώνονται ως κεντρικά στοιχεία της αρρενωπής
ταυτότητας και της φήμης ενώ προσφέρουν μια συνταγή δημιουργίας μια βίαιης
ταυτότητας του δρόμου (2005:372).
Για τον Anderson, αυτή η υποκουλτούρα διαμορφώνει και κατασκευάζει
την συμπεριφορά των κατοίκων αυτών των μειονεκτικών περιοχών, ο ‘’κώδικας’’ θεωρείται
μια πηγή κινήτρων που οδηγούν σε βίαιη συμπεριφορά ενώ οι ραπ στίχοι αποτελούν
το κατασκευασμένο περιβάλλον όπου είναι αποδεκτή και κατάλληλη (Kubrin,2005:365). Η χιπ χοπ μουσική, συνδέει την μεταβιομηχανική
αστική εμπειρία της αποξένωσης, της ανεργίας, και απομόνωσης, της αστυνομικής παρενόχλησης,
της κοινωνικής και οικονομικής απομόνωσης, με τη συγκεκριμένη εμπειρία τους
μέσω της γλώσσας της μουσικής, του στυλ και της νοοτροπίας. Ο ‘’κώδικας
του δρόμου’’ και οι ραπ στίχοι δεν προτρέπουν κάποιον να ενεργήσει με τη βία
αλλά παρέχουν τη δομή προκειμένου να καταλάβουν όσοι ακούν την μουσική τους και
να δεχτούν τη βίαια ταυτότητα που αντιπροσωπεύουν ˙ αυτοί παρέχουν πραγματικά τα
‘’λεξιλόγια και την γραμματική των κινήτρων’’(Kubrin,2005:366).
Οι ραπ στίχοι
προωθούν μια εικόνα σκληρότητας και ανδρισμού σε αυτές τις στερημένες περιοχές
της μαύρης νεολαίας -όπου το να ‘’χτίσεις ένα όνομα’’ σημαίνει πολλά- ενώ
λειτουργούν ως συνταγή αλλά και ως δικαιολογία για βίαιες ταυτότητες του δρόμου.
Τέλος , σύμφωνα με την Kubrin η σκληρότητα και η
βίαιη προσωπικότητα είναι κεντρικά στοιχεία της αρρενωπής ταυτότητας σε παρά
πολλά Αμερικάνικα κοινωνικά πλαίσια της ευρύτερης κοινωνίας και όχι μόνο της
κουλτούρας της μαύρης νεολαίας ˙ οι στίχοι είναι ένα μανιφέστο της κουλτούρας
της βίας που διαποτίζει την Αμερική ολόκληρη ενώ κάθε νεαρός άνδρας καταλήγει
να αναγνωρίζει τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε ανδρισμό-δύναμη-επιθετικότητα-βία ως
μέρος της δικής του αναπτυσσόμενης αρρενωπής ταυτότητας(2005:376).
Συμπεράσματα
Στη μελέτη αυτή εξετάσαμε την έννοια του ‘’doing gender’’
η οποία έχει την προέλευση της στις φεμινιστικές θεωρίες ενώ στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκε
και εφαρμόστηκε από τον Messerschmidt,
από τον Connell και από άλλους, για την διατύπωση, διαμόρφωση και κατανόηση των εννοιών
του ανδρισμού και του ηγεμονικού ανδρισμού ως μια προσπάθεια να εκπληρώσει ένας
άνδρας το φύλο, τον ανδρισμό του, να εμπλακεί δηλαδή σε ανδρικές πρακτικές.
Ο ‘’ανδρισμός’’ εμφανίζεται ως κάτι το οποίο κάνουν οι άνδρες μέσω
καθημερινών διαδικασιών και πρακτικών στις καθημερινές τους αλληλεπιδράσεις και
όχι ως κάτι το οποίο έχουν. Ως κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ανδρικής ταυτότητας
προβάλλεται η ‘’σκληρότητα’’, η ‘’επιθετικότητα’’ και η κυριαρχία. Αντίστοιχα,
ο ‘’ηγεμονικός ανδρισμός’’ είναι ο κυρίαρχος τύπος ανδρισμού σε ένα
συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο, ο οποίος αντλεί την δύναμη του μέσω της επιβολής
του σε κατώτερους τύπους ανδρισμών καθώς και μέσα από την παγκόσμια κυριαρχία
των ανδρών στις γυναίκες. Η επιβολή του ηγεμονικού ανδρισμού δεν βασίζεται στην
χρήση της βίας αλλά δεν είναι και ανεξάρτητη από αυτήν.
Η εγκληματολογική σκέψη έχει δείξει πως υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στον
‘’ανδρισμό’’ και την βία καθώς και την εγκληματική συμπεριφορά των ανδρών. Σε
αυτό το πλαίσιο η βία προβάλλεται ως κατάλληλη και εναλλακτική πηγή εκπλήρωσης
μιας ταυτότητας ανδρισμού όταν άλλες πηγές-όπως σταθερή δουλειά και ισορροπημένη
οικογενειακή ζωή-αδυνατούν να εκπληρώσουν αυτόν τον ρόλο.
Στην συνέχεια εξετάστηκε η εφαρμογή της έννοιας του ‘’ανδρισμού’’ σε ένα
πλαίσιο ‘’κουλτούρας του δρόμου’’, ‘’κώδικα του δρόμου’’ καθώς και σε στίχους
ραπ μουσικής στο εσωτερικό στερημένων κοινοτήτων όπου η μαύρη νεολαία,
κοινωνικά και οικονομικά αποξενωμένη από την επικρατούσα κοινωνία και βιώνοντας
τον ρατσισμό αναζητά και καταφεύγει στην βία και την εγκληματική συμπεριφορά ως
μια προσπάθεια αναζήτησης της δικής της ταυτότητας αλλά και εκπλήρωσης του
ανδρισμού.
Συμπερασματικά όμως, αυτά που ξέρουμε για τις πολιτιστικές,
υπο-πολιτιστικές, και διαπολιτισμικές διαφορές που είναι συνδεδεμένες με τις
έννοιες του ‘’ανδρισμού’’ και της ‘’θηλυκότητας’’ είναι ελάχιστα. Τα περισσότερα
από αυτά που γνωρίζουμε σχετίζονται με την δυτική κουλτούρα χωρίς όμως αυτά τα
πρότυπα να είναι παγκόσμια. Πρέπει να επανεξετάσουμε και να αναδιατυπώσουμε τις
έννοιες του ανδρισμού και της θηλυκότητας μέσα σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο
εξελίξεων και αλλαγών. Αυτό θα μας βοηθήσει να απαντήσουμε καλύτερα στο
‘’ερώτημα των ανδρών’’, και πως τίθεται αυτό σε ένα πλαίσιο κουλτούρας, εξουσίας
και αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα δύο φύλα.
Βιβλιογραφία
Anderson, E. (1999), Code of the
Street: Decency, Violence, and the Moral Life of the Inner City, New York:
Norton & Co.
Cheng, C. 1999. "Marginalized Masculinities and Hegemonic Masculinity: An Introduction". The Journal of Men΄s Studies 7
Collier, R.,
Walgrave, L. 1998. “Masculinities and crime” Criminal Justice Matters 34(1):21-24.
Connell, R.W. and Messerschmidt, J.W. 2005. “Hegemonic
masculinity: Rethinking the concept.” Gender
and Society 19(6):829-859.
Daly, K. 1997. ‘’Different Ways
of Conceptualizing Sex/Gender in Feminist Theory and their Implications for
Criminology’’ Theoretical Criminology 1(1):25-51
Ferrell J., Hayward K., Young J., (2008) CULTURAL CRIMINOLOGY, Sage publications
Gunter, A. 2008, ‘Growing up Bad: Black youth “road”
culture and badness in an East London neighborhood’, Crime Media Culture, 4:349-366
Hayslett-Mccall, Karen L., Bernard, Thomas J. 2002
‘’Attachment, masculinity, and self-control: A theory of male crime rates’’ Theoretical Criminology 6(1):5-33
Hood-Williams,
J.2001 ‘’Gender, Masculinities and Crime: From Structures to Psyches’’ Theoretical Criminology 5(1):37-60
Jefferson, T. 1996.
‘’Introduction’’. The British Journal of
Criminology 36(3):337-347
Krienert, J. L.
2003. “Masculinity and Crime: A quantitative exploration of Messerschmidt’s
hypothesis.”Electronic Journal of
Sociology 7(2). Διαθέσιμο στο http://www.sociology.org/content/vol7.2/01_krienert.html Ημερομηνία πρόσβασης 5/10/2010.
Kubrin, C. 2005. ‘Gangstas, Thugs and Hustlas:
Identity and the Code of the Street in Rap Music’, Social Problems, 52 (3):360-378
Scott, J., Marshall, G., (2009) Oxford DICTIONARY OF Sociology, Oxford university press, 3rd revised
edition
Schippers, M., 2007. ‘’Recovering
the feminine other: masculinity, femininity,
and gender hegemony’’, Theoretical Sociology, 36:85-102
Stets, Jan E., Burke Peter J., in Edgar F. Borgatta and Rhonda J. V. Montgomery (Eds.) (2000), Encyclopedia of Sociology, Revised
Edition. New York: Macmillan.
West, C., Zimmerman, Don H. 1987. ‘’Doing Gender’’ Gender and Society 1(2):125-151
[1]
(http://www.minddisorders.com/Flu-Inv/Gender-issues-in-mental-health.html)
[2]
Τα χαρακτηριστικά προβολής του ανδρισμού δεν περιορίζονται στα αναφερθέντα
παραπάνω.
[3]
Τα πράγματα δηλαδή που κάνει κανείς και όχι απλά ένα σύνολο προσδοκιών ρόλου ή
μια ταυτότητα
[4]
την μελέτη δηλαδή της ταυτότητας, της ‘’κουλτούρας του δρόμου’’, του ‘’κώδικα
του δρόμου’’ και της βίας στις κοινότητες των μαύρων στο εσωτερικό των πόλεων