του Βασίλη Καραγιαννόπουλου,
φοιτητή Νομικής Αθηνών
Χάκερς… Μερικοί από εμάς τους έχουν γνωρίσει από ταινίες, άλλοι έχουν ακούσει φευγαλέα γι’ αυτούς στις ειδήσεις και ίσως λιγότεροι ακόμη έχουν βιώσει κάποια εισβολή στο σύστημα του υπολογιστή τους. Είτε η εμπειρία είναι αρνητική είτε θετική - καθώς αναντίρρητα υπάρχουν και οι δύο πλευρές - γεγονός παραμένει ότι οι χάκερς είναι ένα νέο κοινωνικό μόρφωμα. Και μοιραία ως τέτοιο, λογικό είναι να διαθέτουν το μερίδιό τους στο σύγχρονο εγκληματικό προσκήνιο.
Ο όρος όμως για τους περισσότερους σήμερα είναι λίγο θολός. Επιχειρώντας να καθορίσουμε κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, θα λέγαμε οτι χάκερς είναι τα άτομα που επιχειρούν να ανακαλύψουν μυστικές λειτουργίες και διόδους σε προγράμματα, να εντοπίσουν υπολογιστικά λάθη και ρήγματα ασφαλείας σε υπολογιστικά συστήματα και να απελευθερώσουν την κάθε πληροφορία για χρήση από το κοινό. Είναι άνθρωποι που μοιράζονται τη γνώση, επαναστατούν κατά των μονοπωλιακών συμφερόντων γαλούχησης της γνώσης και της πληροφόρησης, είναι οι εικονικοί ακτιβιστές μιας ηλεκτρονικής πραγματικότητας.
Οι ικανότητές τους τούς προσδίδουν ένα ευρύ πλαίσιο δυνατοτήτων και φυσικά με την ισχύ συχνά επέρχεται και διαφθορά. Έτσι δημιουργείται και η διασημότερη κάστα των χάκερς, οι κράκερς, οι οποίοι αν και λιγότεροι ίσως σε αριθμό, αποτελούν τη σκοτεινή πλευρά του χάκινγκ, αυτή που απολαμβάνει όμως δημοσιότητα και βεβαίως αυτή που ενδιαφέρει εγκληματολογικά. Τα άτομα αυτά παραβιάζουν κακόβουλα τα υπολογιστικά συστήματα με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, τη διαστρέβλωση και καταστροφή δεδομένων απλώς και μόνο ως πράξη ισχύος και γενικώς την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της εισβολής τους.
Φυσικά και η επελθούσα εγκληματοποίηση της χάκερ κοινότητας είναι όχι μόνο απόρροια των αναντίρρητα αξιοποίνων πράξεων που κάποια μέλη της τελούν, αλλά και συνάρτηση ποικίλων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων. Οι χάκερς αποτελούν απειλή για τους διαχειριστές της πληροφορίας στο σύγχρονο κόσμο, προβάλλοντας εμπόδια στους στόχους μετατροπής της πληροφορίας σε εμπορεύσιμο αγαθό, καθώς εφευρίσκουν συχνά τρόπους να παρακάμπτουν τις ασφαλιστικές δικλείδες των κυβερνήσεων και των πολυεθνικών. Γεγονός το οποίο αναπόφευκτα θίγει και τις εταιρίες συστημάτων ασφαλείας, οι οποίες αναγκάζονται να ξοδεύουν αρκετούς πόρους και εργατοώρες για να διατηρούν έστω μια υποτυπώδη δυνατότητα παραγωγής ασφαλών προγραμμάτων.
Αλλά και η κοινωνία ως σύνολο είναι ανέτοιμη ακόμη στην πλειονότητά της να κατανοήσει τις δυναμικές του μοντέρνου αυτού φαινομένου. Η έλλειψη κατάρτισης των φορέων παιδείας, γονείς – καθηγητές – σχολείο, δημιουργεί ένα κενό στη δημιουργία ενός ήθους ως προς τη χρήση υπολογιστών και φυσικά η νέα γενιά δεν διαπαιδαγωγείται με τις απαραίτητες αξίες για μια ορθή χρήση του μέσου αυτού. Εάν σε αυτό προσθέσουμε τόσο τη δικαιολογημένη επιφυλακτικότητα που κάθε ριζοσπαστικό φαινόμενο αντιμετωπίζει από την κοινωνία όσο και την επίδραση των ΜΜΕ στον ευρύ πληθυσμό με τις συχνά υπερβολικές και ασαφείς εξιστορήσεις περιστατικών χάκινγκ, δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε γιατί η λέξη χάκερ ηχεί σχεδόν πάντα αρνητικά στ’ αυτιά μας. Εισερχόμαστε λοιπόν σε ένα φαύλο κύκλο, όπου οι κακοπροαίρετοι χάκερς βρίσκουν δικαιολογία για τις πράξεις τους στην αρνητικά προδιατεθειμένη κοινωνία, η οποία με τη σειρά της δαιμονοποιεί κάθε μέλος αυτής της κοινότητας ανεξαρτήτως κινήτρων, οδηγώντας συχνά ακόμη και τους πιο υγιείς ηθικά χάκερς στην υιοθέτηση ενός περιθωριακού έστω προτύπου συμπεριφοράς.
Εάν όμως η κοινωνία δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στην ομαλή αντιμετώπιση του χάκινγκ, η νομική επιστήμη και ειδικά η ποινική καταστολή, βρίσκεται εγκλωβισμένη μέσα σε έναν κυκεώνα διαρκών εξελίξεων που ξεπερνούν σε ρυθμούς, όχι σπάνια, τη δυνατότητα που διαθέτουν οι μηχανισμοί της δικαιοσύνης σε όλα τα επίπεδα, να παραμένουν ενημερωμένοι και αποτελεσματικοί.
Θα μπορούσε κανείς ως πιο απλό να αναφέρει το πρόβλημα της ελλιπούς καταρτίσεως των αστυνομικών οργάνων, όπου ακόμη και ο απλός χειρισμός Η/Υ για αρκετούς αποτελεί γολγοθά. Πόσο μάλλον η σήμανση και ο εντοπισμός ηλεκτρονικών εγκληματιών, οι οποίοι συχνά χρησιμοποιούν και μέσα πολύ πιο σύγχρονα και ισχυρά τόσο σε επίπεδο λογισμικού (software) όσο και υλικής υποδομής (hardware).
Τα ζητήματα όμως τα οποία έχουν τη μεγαλύτερη προβληματική και ίσως τη μεγαλύτερη γοητεία για την ποινική και γενικά τη νομική επιστήμη είναι τα ζητήματα της δικαιοδοσίας (ζήτημα forum) και το κατά πόσο η εισβολή αυτή καθεαυτή αποτελεί ποινικά κολάσιμη πράξη, εφόσον δεν ακολουθείται από οποιαδήποτε ζημία. Ο διεθνής χαρακτήρας του διαδικτύου προσφέρει τη δυνατότητα σε κάποιο χάκερ να τελεί κάποια αξιόποινη πράξη όντας ο ίδιος στη χώρα του, ενώ το θύμα βρίσκεται σε μια άλλη χώρα και πιθανώς, ενώ ο φορέας του διαδικτυακού τόπου, όπου μπορεί επί παραδείγματι να πραγματοποιείται η συκοφαντική δυσφήμηση, να βρίσκεται σε μια τρίτη χώρα. Το ποιό νομικό καθεστώς θα εφαρμοστεί, ποιές Αρχές θα ασκήσουν δίωξη, ποιό δικαστήριο ποιάς χώρας θα δικάσει και τα λοιπά προκύπτοντα, αποτελούν ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και ακόμη άλυτα θέματα της σύγχρονης νομικής.
Το δεύτερο ζήτημα αποτελεί και ένα κύριο τομέα σύγκρουσης των χάκερς με τους αντιπάλους τους καθώς πραγματικά η προβληματική προσφέρει άφθονο έδαφος για συζήτηση. Στοιχειοθετείται άραγε κάποιο αδίκημα όταν απλώς κάποιος εισχωρεί σε ένα σύστημα υπολογιστή, δίχως να καταστρέψει ούτε να έρθει σε επαφή με οποιοδήποτε αρχείο του νόμιμου χρήστη; Νοείται κάποια έστω αντιστοιχία μεταξύ διατάραξης οικιακής ειρήνης και απλής εισβολής σε έναν υπολογιστή; Οι ισορροπίες ως προς το τί μπορεί πλέον να θεωρηθεί ηθικό ή και επιλήψιμο στο νέο αυτό σύμπαν του διαδικτύου είναι διαφορετικές. Και αυτό δημιουργεί έναν ακόμη έντονο προβληματισμό για το κατά πόσο το διαδίκτυο είναι τελικά ως κοινωνικό μόρφωμα δεκτικό έξωθεν παρεμβολής και επιβολής από φορείς της κοινωνίας καθεαυτήν ή εάν αποτελεί τελικά μια παράλληλη κοινωνική πραγματικότητα η οποία έχει μεν προεκτάσεις στην κανονική ζωή, αλλά οι κοινωνοί της αποδέχονται και υποτάσσονται μόνο στις νόρμες που διαμορφώνονται μέσα στην εικονική καθημερινότητά της..
Ο διχασμός αυτός που διέπει σχεδόν όλη την επιστημονική-νομική θεώρηση περί διαδικτύου επηρεάζει, καθώς αποτελεί φυσικό επακόλουθο όλων αυτών, και την ποινική αντιμετώπιση των χάκερς.Οι πολεμικές για την επικινδυνότητα των χάκερς λοιπόν συγκρούονται με μετριοπαθέστερες αντιλήψεις. Η αυστηρή τιμώρηση κάθε είδους εισβολέα είναι μία άποψη η οποία δε σχετίζεται τόσο τελικά με την πραγματική ζημία που επιφέρουν οι χάκερς (χωρίς να αρνούμαστε πραγματικά σοβαρές βλάβες σε κάποιες περιπτώσεις) αλλά κυρίως με τη δυνητική ζημία που θα μπορούσαν ανα πάσα στιγμή να επιφέρουν τα άτομα αυτά, εφόσον αποκτήσουν πλέον την πρόσβαση σε απροστάτευτα συστήματα. Η αυστηρότητα, όμως, δεν είναι λύση. Δε γίνεται να περιοριστεί το φαινόμενο με τη σύλληψη και τη βαρύτατη τιμωρία μεμονωμένων περιπτώσεων. Κάτι τέτοιο, λένε οι υποστηρικτές της μετριοπαθούς άποψης, θα δημιουργήσει ισχυρότερο πυρήνα κοινωνικής αντίστασης, θα διασπείρει την επικίνδυνη γνώση των χάκερς και σε άλλους φυλακισμένους και κυρίως θα μειώσει το κύρος του νομικού πλαισίου στα μάτια μιας ήδη πολύ φιλελεύθερης και φιλοαναρχικής κοινωνίας.
Η Ελλάδα έχει διαμορφώσει εδώ και αρκετά χρόνια ένα νομικό πλαίσιο για να αντιμετωπίζει τέτοιες περιπτώσεις παραβίασης κυρίως με το νόμο 1805/1988, ο οποίος τροποποίησε ή συμπλήρωσε τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 13γ, 370Β, 370Γ, 386Α). Με ένα νόμο βέβαια σχεδόν 20 ετών και ελάχιστες τροποποιητικές ρυθμίσεις έκτοτε είναι φυσικό να έχει κανείς αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών. Όπως φαίνεται βέβαια από τις σχετικές διατυπώσεις, τα άρθρα αυτά προστατεύουν κυρίως το ιδιωτικό απόρρητο και δεν έχουν ως σκοπό την προστασία και την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Η έννοια του χάκερ δεν υφίσταται στην ελληνική νομοθεσία, αλλά εξάγεται με μια διασταλτική ερμηνεία των σχετικών άρθρων που είναι ούτως ή άλλως ευρέως διατυπωμένα. Υπάρχουν και άλλα νομοθετικά κείμενα, όπως ο νόμος 2246/1994. Εκεί το άρθρο 4 αναφέρεται συμπληρωματικά σε παραβάσεις σχετικές με την άσκηση τηλεπικοινωνιακών δραστηριοτήτων. Επίσης, στο νόμο για τη σύσταση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών το άρθρο 10 προβλέπει κάποιες ποινικές κυρώσεις, πάλι όμως με προσανατολισμό την προστασία του απορρήτου. Επιπλέον, το ζήτημα έχει εξεταστεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουν εκδοθεί δύο σχετικές με το θέμα συστάσεις: Η Σύσταση No R (89) 9 σχετική με το έγκλημα που διαπράττεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή (Recommendation No R (89) 9 on Computer related crime και β)Η Σύσταση No R (95) 13 για τα ποινικά δικονομικά προβλήματα που συνδέονται με την τεχνολογία των πληροφοριών (Recommendation No R (95) 13 Problems of criminal procedural Law connected with information technology). Η σπουδαιότητα της σύστασης αυτής είναι πολύ μεγάλη, διότι καθιερώνονται για πρώτη φορά σε διεθνές νομικό κείμενο, οι γενικές δικονομικές αρχές που πρέπει να ισχύουν κατά την έρευνα των ηλεκτρονικών εγκλημάτων. Στη συνέχεια καταρτίσθηκε Διεθνής Σύμβαση (Ν. 185, Βουδαπέστη, 23.11.2001) για την αντιμετώπιση του διαδικτυακού εγκλήματος. Στις συζητήσεις της Σύμβασης αυτής έλαβε μέρος και η Ελλάδα.
Όπως γίνεται αντιληπτό το θέμα των χάκερς, ειδικά σε χώρες με χαμηλή διαδικτυακή εξοικείωση όπως η Ελλάδα, είναι ακόμη στα σπάργανα. Αλλά και διεθνώς οι προβληματικές φαίνεται να πολλαπλασιάζονται με κάθε νέα τεχνολογική εξέλιξη, οι οποίες συμβαίνουν ραγδαίως πλέον. Όταν ο απομονωτισμός και η ανάσχεση λοιπόν φαντάζουν ανέφικτα και η καταπίεση ατελέσφορη, το μόνο που απομένει είναι η σύλληψη πρωτοποριακών λύσεων....
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΟΙΝΙΚΩΝ & ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
(Διευθυντής: Καθηγητής Νέστωρ Κουράκης)
Η ΓΝΩΜΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΧΑΚΕΡΣ»
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
Επεξεργασία και ανάλυση δεδομένων:
Μαρία Γαλανού
Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής
Ασπασία Λαπιώτη
Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής
Ναταλία Παπανικολάου
Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής
I. Το φαινόμενο των χάκερς
Η χωρίς δικαίωμα είσοδος σε συστήματα υπολογιστών πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στις ΗΠΑ. Οι δράστες είχαν τότε ως στόχο κυρίως την περιπλάνηση σε απαγορευμένες ζώνες πληροφοριών, ώστε να αποδείξουν την αδυναμία των συστημάτων ασφαλείας και αντίστοιχα τη δική τους δυνατότητα διείσδυσης, χωρίς όμως και να έχουν απώτερα οικονομικά συμφέροντα . Επιπλέον τότε, αλλά ακόμη και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις, οι «πειρατές» αυτοί του λογισμικού αρκούνταν να επεμβαίνουν στα ξένα συστήματα χάριν παιδιάς ή /και διαφήμισης, απλώς για να έχουν τη χαρά ότι βρήκαν λύση σε ένα πρόβλημα-πρόκληση, όπως είναι το σπάσιμο ενός κωδικού . Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η παράνομη είσοδος σε συστήματα του Κυβερνοχώρου ή το «hacking», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, έχει προσλάβει σοβαρότερη μορφή, έχοντας ενίοτε ωφελιμιστικό χαρακτήρα, με συνέπειες σε περιουσιακά έννομα αγαθά ή δεδομένα ατόμων ή συλλογικών φορέων του ιδιωτικού ή του κρατικού τομέα .
Οι δραστηριότητες των hackers έρχονται πλέον αντιμέτωπες με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, προστασίας ανηλίκων, προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, προστασίας της ιδιωτικής ζωής, φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, προστασίας της καλής φήμης και της υπόληψης, πνευματικής ιδιοκτησίας, βιομηχανικής κατασκοπίας, ηλεκτρονικής κλοπής πιστωτικών καρτών, κλπ . Πέραν, ωστόσο, της αρνητικής εικόνας που οι δραστηριότητες των «εισβολέων» του Κυβερνοχώρου δημιουργούν στον μέσο κοινωνό, υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι οι hackers συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην ενίσχυση του δικαιώματος για ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση και τη γνώση.
Στο πλαίσιο διερεύνησης της εικόνας που έχουν οι νέοι άνθρωποι για τους hackers σχεδιάστηκε η ακόλουθη έρευνα με δείγμα από τον φοιτητικό πληθυσμό της Νομικής Σχολής Αθηνών.
II. Ταυτότητα και πορίσματα της έρευνας
Η έρευνα σχετικά με τη γνώμη των Ελλήνων φοιτητών για το φαινόμενο των χάκερς πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών, υπό τη Διεύθυνση του Καθηγητή Νέστορα Κουράκη, εξ αφορμής των γραπτών εξετάσεων της περιόδου Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2005 στο μάθημα της Εγκληματολογίας. Πρόκειται για ένα μάθημα υποχρεωτικής επιλογής του Τομέα Ποινικών Επιστημών, που σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών της Αθήνας εντάσσεται στο τρίτο εξάμηνο της χειμερινής περιόδου. Οι εξετάσεις διεξήχθησαν την 21 Ιανουαρίου 2005 και ώρα 8:00-10:30 στη Νομική Σχολή Αθηνών. Οι φοιτητές έπρεπε να απαντήσουν σε τρία από τα τέσσερα υπό εξέταση θέματα, μεταξύ των οποίων ένα αφορούσε το φαινόμενο της παράνομης διείσδυσης σε δεδομένα (hacking). Το θέμα αυτό είχε την ακόλουθη διατύπωση: «Πώς γίνεται κανείς χάκερ, τι είδους δραστηριότητες αναπτύσσει συνήθως και ποια η γνώμη σας γι’ αυτόν». Οι φοιτητές έπρεπε να απαντήσουν στο ερώτημα με βάση (αλλά όχι, βεβαίως αποκλειστικά) τα διανεμόμενα συγγράμματα «Εγκληματολογικοί Ορίζοντες» (τόμος α’, έκδοση δεύτερη, 2005) του Καθηγητή Νέστορα Κουράκη και να αναπτύξουν τις απόψεις τους με κριτική σκέψη. Τους τονίστηκε ιδιαίτερα ότι οποιαδήποτε θέση τους στο πρόβλημα, θετική ή αρνητική, δεν θα μπορούσε από μόνη της να επηρεάσει τη βαθμολογία τους και ότι, επομένως, μπορούσαν να εκφραστούν εντελώς ελεύθερα.
Στις εξετάσεις του μαθήματος συμμετείχαν 450 φοιτητές (δείγμα αρκετά μεγάλο, αλλά όχι και γενικότερα αντιπροσωπευτικό ) και απάντησαν στο συγκεκριμένο ερώτημα οι 377 (ποσοστό 83,77%). Από αυτούς εξέφρασαν πλήρως θετική κρίση για τους χάκερ μόλις 19 άτομα (5,04%), πλήρως αρνητική οι 156 (41,38%), ενώ 10 άλλοι (δηλ. ποσοστό 2,65%) παρέμειναν ουδέτεροι χωρίς να εκφράζουν κάποια άποψη. Τέλος, η συντριπτική πλειονότητα των ερωτωμένων (192/377, δηλαδή ποσοστό 50,93%) έλαβε απέναντι στο φαινόμενο ισόρροπη στάση, δηλ. αξιολόγησε καταρχήν θετικά τις ικανότητες των χάκερς, αλλά έλαβε αρνητική στάση για την περίπτωση που η δραστηριότητά τους γίνεται παράνομη.
Οι θετικά διακείμενοι στους χάκερς (5,04%) αναγνωρίζουν σε αυτούς υψηλές νοητικές ικανότητες, ευφυία, οξυδέρκεια και αντίληψη, καθώς, όπως σχολιάζει κάποιος φοιτητής, «Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι χάκερς είναι και πρόσωπα πανέξυπνα, διότι φανταστείτε πόσο κόπο και οξύνοια πνεύματος απαιτείται για να σπάσεις κωδικούς ασφαλείας» σημειώνει κάποιος ερωτώμενος, ενώ κάποιος άλλος «Σε κάθε περίπτωση, οι χάκερς είναι άτομα προικισμένα με ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευστροφία και κλίση στην υψηλή τεχνολογία, χαρίσματα τα οποία δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και να καταπιέζονται στα πλαίσια της ρουτίνας του σχολικού προγράμματος, αλλά να εντοπίζονται εγκαίρως και να δρομολογούνται σε κατάλληλους δρόμους, ώστε να εξελιχθούν υγιώς και ομαλά και να μην χρησιμοποιηθούν με λάθος τρόπο». Δεν είναι, μάλιστα, λίγοι εκείνοι που τους θαυμάζουν καθώς, όπως σημειώνει κάποιος από τους φοιτητές που απάντησαν στη σχετική ερώτηση, «Ο χάκερ δεν είναι τρομοκράτης∙ οι χάκερς ξεκίνησαν να ασχολούνται με το χάκινγκ αντιμετωπίζοντάς το σαν πρόκληση», ενώ κάποιος άλλος επισημαίνει «Προσωπικά θαυμάζω τους χάκερ για την ευφυία τους αφού επιδίδονται σε ένα δύσκολο νοητικά εγχείρημα, αλλά και την υπομονή τους αφού χρειάζεται χρόνος να αποδώσουν «καρπούς» τέτοιου είδους προσπάθειες».
Η πλειονότητα των ερωτωμένων, που υποστηρίζει τους χάκερς, διάκειται υπέρ της ελεύθερης διακίνησης των πληροφοριών στο χώρο του Διαδικτύου, διότι όπως καταγράφεται χαρακτηριστικά «Η πληροφορία είναι κτήμα όλης της ανθρωπότητας και οι χάκερς αποδεικνύουν ότι η πληροφορία είναι ελεύθερη και δεν πρέπει να υφίσταται κανενός είδους λογοκρισία». Αρκετοί δε φοιτητές θεωρούν ότι οι χάκερς θα έπρεπε να αξιοποιηθούν σε ευαίσθητες θέσεις κρατικών υπηρεσιών ή πολυεθνικών ομίλων προκειμένου να συνδράμουν με τις γνώσεις τους στην προαγωγή των σκοπών και των συμφερόντων αυτών των φορέων, όπως φανερώνει σχετική απάντηση φοιτητή: «Όπως προκύπτει από την καθημερινή πρακτική η τεχνολογία εξελίσσεται ραγδαία και συνεπώς το γεγονός αυτό προκαλεί αυτούς τους ανθρώπους, τους χάκερς, να επιτείνουν τις δεξιοτεχνίες και να επιλύσουν τα νέα προβλήματα που προκύπτουν όσον αφορά τα προγράμματα. Συνεπώς, οι γνώσεις τους είναι χρήσιμες ώστε να αποφευχθούν όλες αυτές οι παραβιάσεις, διότι μόνη η συνδρομή της αστυνομίας (Webpolice) δεν αρκεί» - ή να συνεργαστούν με τις αστυνομικές και διωκτικές αρχές ταυτόχρονα δε να ωθηθούν οι ίδιοι στη σύννομη δραστηριοποίηση σύμφωνα με όσα απάντησε σχετικά έτερος φοιτητής: «Κατά τη γνώμη μου μπορούν να αποβούν ωφέλιμοι εφόσον χρησιμοποιούν το ταλέντο τους και τις γνώσεις τους σε συνεργασία με τις αστυνομικές και διωκτικές αρχές».
Ως προς εκείνους που έλαβαν ιδιαίτερα θετική στάση απέναντι στους «χάκερς» αξιοσημείωτος παραμένει σε ελάχιστες των απαντήσεων ένας άκρατος θαυμασμός προς τους χάκερς μέχρι σημείου ειδωλοποίησής τους, όπως αφήνουν σχετικές απαντήσεις να διαφανεί: «Προσωπικά και όσον αφορά τον χάκερ της πρώτης ομάδας (Μίτνικ) θα έλεγα πως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και ως πρότυπο για άλλους νέους, με ίδια χαρακτηριστικά» ή «Αναμφίβολα, και γι’ αυτό ίσως θα τολμούσα να πω ότι χαίρουν και του θαυμασμού μου, είναι ιδιαίτερα ευφυή άτομα με φοβερές γνώσεις και νοημοσύνη πάνω από το κανονικό». Παρόμοια και η άποψη φοιτητή ότι «οι χάκερς είναι παρεξηγημένοι, δημιουργούν την αντίληψη ότι είναι εγκληματίες αλλά δεν μπορεί να τους κατατάξει κανείς στην κατηγορία των εγκληματιών, όπως τους βιαστές ή τους τελούντες ανθρωποκτονίες, γιατί το έγκλημα που τελούν δεν προκαλεί κοινωνική αποστροφή. Εγώ θεωρώ, ότι έχουν υψηλό δείκτη ευφυίας, τους θαυμάζω και κάλλιστα θα τους προσέδιδα τον τίτλο του προτύπου στο χώρο του Διαδικτύου». Από τις απαντήσεις αυτές δημιουργείται η εντύπωση ότι οι χάκερς θεωρούνται ίσως ακόμη και πρότυπα για κάποιους νέους.
Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι η δράση των χάκερς είναι κατά κάποιον τρόπο επωφελής επειδή βοηθούν στην ανανέωση και στην τελειοποίηση του κυβερνοχώρου, σύμφωνα δε και με σχετικές απαντήσεις: «Οι χάκερς υποδεικνύουν τα τρωτά σημεία του συστήματος και συμβάλλουν στην κυκλοφορία της πληροφόρησης», καθώς επίσης: «Οι γνώσεις τους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία αποτελεσματικότερων συστημάτων ασφαλείας».
Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετοί είναι κι εκείνοι που βλέπουν τους χάκερς με συμπάθεια και κατανόηση λόγω του ότι οι νεαροί αυτοί δεν προέρχονται, κατά την άποψη αυτή, από συγκροτημένες οικογένειες, με αποτέλεσμα να βιώνουν αισθήματα μοναξιάς και αποξένωσης, τα οποία εν τέλει «εκτονώνουν» μέσα από την παράνομη διείσδυση σε διαδικτυακά δεδομένα τρίτων προσώπων. Ειδικότερα, σε απάντηση ερωτωμένου σημειώνεται: «Θα έλεγε κανείς, ότι οι χάκερς είναι παιδιά μη ικανοποιημένα από το οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό τους περιβάλλον. Άτομα που ψάχνουν διεξόδους, που προσπαθούν να επικοινωνήσουν, εκ του ασφαλούς όμως και μπροστά από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ώστε να νιώσουν σημαντικοί μέσα από αυτό».
Τέλος, ορισμένοι άλλοι από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι μικρής ηλικίας δραστηριοποιούμενοι ως χάκερς ενεργούν έτσι χάριν παιδιάς, χωρίς απώτερο παραβατικό σκοπό, καθώς καταγράφεται πολύ συχνά ως απάντηση ότι «Εφόσον είναι άτομα μικρής ηλικίας και το κάνουν για πλάκα δεν μπορεί να τους καταλογιστεί εγκληματική πράξη». Άξια επισήμανσης είναι και η ακόλουθη πολιτικής υφής άποψη ενός φοιτητή: « Σε μια εποχή αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας η ύπαρξη χάκερς δεν αποτελεί από μόνη της μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Αντίθετα, η χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών κατ’ αυτόν τον τρόπο για ανιδιοτελείς σκοπούς αποτελεί μια μορφή έκφρασης της διαμαρτυρίας του πολίτη απέναντι στην άρχουσα τάξη, όπως έχει διαμορφωθεί. Δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί εξάλλου το γεγονός ότι διάσημοι και ικανοί χάκερς χρησιμοποιούνται πλέον από κρατικές υπηρεσίες και εταιρείες για την πάταξη του ηλεκτρονικού εγκλήματος».
Εξάλλου, όσοι από τους ερωτώμενους έλαβαν καθαρά αρνητική στάση απέναντι στους χάκερς (41,38%), τους έκριναν πολύ αυστηρά. Οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούν, ότι ακόμη και σε έναν χώρο ελεύθερης διακίνησης της πληροφορίας και πρόσβασης σε αυτήν, όπως είναι ο Κυβερνοχώρος, θα πρέπει να υπάρχουν όρια και κανόνες προστασίας των δεδομένων για πρόσωπα, δικαιώματα και συμφέροντα, οικονομικής υφής και μη. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση φοιτητή ότι «Η συμπεριφορά τους είναι παράνομη, στοιχειοθετεί το ηλεκτρονικό έγκλημα και κινδυνεύει η ιδιωτική ζωή να πέσει στα χέρια επιτήδειων, καθ’ ότι τα προσωπικά δεδομένα είναι απαραβίαστα». Άλλωστε κάποιοι φοιτητές διαβλέπουν τους κινδύνους που ελλοχεύει η δραστηριότητά τους για την παγκόσμια οικονομία ή την εθνική ασφάλεια, καθώς σχολιάζουν με έμφαση ότι «Με τη δράση τους μπορεί να καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία ή η εθνική ασφάλεια» ή ότι «Η δραστηριότητα των χάκερς είναι επικίνδυνη και επιβλαβής για την οικονομία». Ελάχιστοι φτάνουν μέχρι του ακραίου σημείου να τους χαρακτηρίσουν «τρομοκράτες» λέγοντας ότι «Ίσως στην εξέλιξη των ετών να μιλάμε όντως για «τρομοκράτες», ενώ κάποιοι άλλοι κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, σημειώνοντας ότι «Κατά κάποιον τρόπο ο χάκερ ασκεί ένα είδος τρομοκρατίας. Πρέπει ως εκ τούτου να υπάρξει νομοθετική πρόβλεψη που να λαμβάνει υπόψιν και την ανάγκη λύσης του προβλήματος και την ελευθερία του Διαδικτύου».
Εκφράστηκε, ωστόσο, και μια αντίθετη άποψη, ορθά τεκμηριωμένη, περί μη-αναγκαίου αξιοποίνου της συμπεριφοράς των χάκερς, η οποία σημειώνει ότι «Δεν θα έπρεπε να θεωρείται αξιόποινη όταν κίνητρό της είναι: 1.) Η κατάδειξη-υπόδειξη ατελειών διαφόρων συστημάτων, με σκοπό τη βελτίωσή τους χάριν του κοινού συμφέροντος, διότι έτσι δε θίγονται αλλά εν τέλει προασπίζονται τα έννομα αγαθά, 2.) Η έστω «ρομαντική» επισήμανση του οικουμενικού χαρακτήρα των πνευματικών έργων και των προϊόντων του πολιτισμού (όχι, όμως, όταν θίγονται κατάφωρα μεγάλης οικονομικής αξίας πνευματικά δικαιώματα)».
Οι περισσότεροι, βέβαια, εντοπίζουν πίσω από τη δραστηριοποίηση των χάκερς παράνομους σκοπούς και ωφελιμιστικά κίνητρα: «Τίθεται και το θέμα της εθνικής μας ασφάλειας, εφόσον όπως ήδη προαναφέραμε οι χάκερ έχουν τη δυνατότητα να μπαίνουν στα απόρρητα αρχεία και να γίνονται κατάσκοποι απορρήτων πληροφοριών, κάτι ιδιαίτερα επικίνδυνο, εφόσον μπορεί να τις χρησιμοποιήσουν για ωφελιμιστικούς σκοπούς» και σε άλλο σημείο: «Οι χάκερς που αποσκοπούν στο παράνομο περιουσιακό όφελος, διαπράττουν τα εγκλήματα της απάτης και της κλοπής και δεν είναι τίποτε άλλο παρά κοινοί εγκληματίες σ’ έναν ηλεκτρονικό κόσμο, όπου βρίσκονται αποθηκευμένα όλα τα πραγματικά δεδομένα της ζωής μας». Επίσης κάποιοι φοιτητές εντοπίζουν και οικονομικές βλέψεις, καθώς σημειώνουν ότι «Υπάρχουν κίνδυνοι που ελλοχεύουν από τη δραστηριότητά τους, αποβλέπουν σε επιδίωξη οικονομικών οφελών, η δραστηριότητά τους παρουσιάζει πιο βλαπτική συμπεριφορά από ό,τι νομίζει κανείς».
Μεμονωμένοι ερωτώμενοι αποδοκιμάζουν τη συμπεριφορά των παραβιαστών του Διαδικτύου ως αλαζονική, λέγοντας ότι «έχουν αίσθηση υπεροχής, διακρίνονται από ματαιοδοξία και αυτοδιαφημίζουν τις ικανότητές τους». Επίσης ορισμένοι διακρίνουν έναν ιδιαίτερο κίνδυνο για την κοινωνία, όταν σχολιάζουν ότι «Κάποιοι τους αποκαλούν τρομοκράτες, αλλά μάλλον με θετική έννοια. Προβλήματα δημιουργούνται όταν η δράση των χάκερ έχει εγκληματικό προσανατολισμό. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τους εφιαλτικούς κινδύνους που δημιουργούνται όταν οι δεξιότητες αυτές αποκτώνται από άτομα παρανοϊκά, που μπορούν να ανατινάξουν σε μια στιγμή την παγκόσμια ειρήνη. Όταν η δραστηριότητα των χάκερ δεν είναι εγκληματική, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με κάποια ανεκτικότητα, καθώς κοινωνικό και οικονομικό κόστος είναι σχετικά χαμηλό». Γενικότερα, οι ερωτώμενοι εκδηλώνουν την απαρέσκειά τους (τους θεωρούν ως άτομα εξαρτημένα από τον Η/Υ, δηλώνοντας με ακραίες εκφράσεις ότι, «Κατά τα φαινόμενα, πλέον ο χάκερ θεωρείται άρρωστος καθώς νέα μορφή εξάρτησης θεωρείται η εξάρτηση από τον Η/Υ και είναι πλέον εξίσου σοβαρή, όπως οι παραδοσιακές εξαρτήσεις». Εκφράζουν μάλιστα την άποψη ότι οι χάκερς «διαβιούν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου καθώς δεν προσφέρουν τίποτα, αντιθέτως αποτελούν σοβαρότατη απειλή για την κοινωνία, αν ληφθεί υπόψιν ότι πολλοί από αυτούς δύνανται να εισχωρήσουν μέχρι και σε άκρως απόρρητα αρχεία που τηρούνται από τις υπηρεσίες του κράτους».
Τέλος, εκείνοι οι φοιτητές που υιοθέτησαν μια μικτή «ισόρροπη» στάση στις απαντήσεις τους (50,93%) τοποθετήθηκαν καταρχήν θετικά απέναντι στις ενέργειες των χάκερς λέγοντας με υπερασπιστικό ύφος «Ομολογώ πως όσο οι δραστηριότητες των χάκερς παραμένουν εντός του ορίου του «παιχνιδιού» χωρίς να θίγουν απλούς πολίτες, δεν τους θεωρώ απαράδεκτους εγκληματίες. Μάλιστα ακόμη και στην περίπτωση που θίγονται μεγάλα οικονομικά συμφέροντα δε θεωρώ πως η δραστηριότητά τους είναι απολύτως κατακριτέα»∙ στη συνέχεια, όμως, καταδίκασαν τον παράνομο χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους λόγω της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων που αυτή η δράση συνεπάγεται, σημειώνοντας ότι «Οι απόψεις των χάκερς για απόλυτη ελευθερία στην διάδοση των πληροφοριών σίγουρα έχουν αξία. Ωστόσο, ο χώρος του Διαδικτύου δεν είναι ένας χώρος ελεύθερος δικαίου. Υπάρχουν νόμοι και όρια, τα οποία εφαρμόζονται».
Κάποιοι ερωτώμενοι, εντούτοις, προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και προτείνουν λύσεις πέραν των νομοθετικών επιλογών, θεωρώντας ότι, «το φαινόμενο των χάκερς πρέπει να αντιμετωπιστεί με σωστή παιδεία και διαπαιδαγώγηση ως προς τη χρήση και τη χρησιμότητα του υπολογιστή ώστε να μην αποξενωθεί το άτομο από το κοινωνικό περιβάλλον του και να το ωθεί σε τέτοιου είδους δραστηριότητες».
Σε γενικές γραμμές, οι περισσότερες απαντήσεις των φοιτητών συγκεντρώνονται σε μια μετριοπαθή μεταχείριση των χάκερς, η οποία ουσιαστικά στηρίζεται σε στάθμιση ανάμεσα στα έννομα αγαθά που συγκρούονται ενόψει της δραστηριότητας των χάκερς: αφενός της ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση και αφετέρου στην πληροφορία και την προστασία των δεδομένων. «Δεν κρύβω ότι η ιδέα του χάκιγκ με γοητεύει. Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι επικροτώ ακραίες μορφές...» γράφει στην απάντησή του κάποιος ερωτηθείς, ενώ κάποιος άλλος δηλώνει ότι «Δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ούτε σαν ήρωες ούτε σαν κάτι κακό. Είναι άνθρωποι με «ιδιαίτερες ικανότητες» στους Η/Υ αρκεί τα κράτη να τους χρησιμοποιούσουν προς όφελος δικό τους και της κοινωνίας».
Εκείνο, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ενλόγω έρευνα είναι το γεγονός ότι τα άτομα που κλήθηκαν να απαντήσουν είναι φοιτητές Νομικής και μελλοντικοί λειτουργοί της Δικαιοσύνης, από όποια θέση κι αν αυτοί θελήσουν να την υπηρετήσουν. Μια θετική ή έστω επιεικής άποψη των ατόμων αυτών (που είναι λογικό να παρουσιάζουν μια αυξημένη ευαισθησία σε παραβατικές συμπεριφορές) ίσως παρέχει μια γενικότερη εικόνα του τρόπου με τον οποίο η αυριανή μας κοινωνία ενδέχεται να αντιμετωπίσει τους χάκερς, τουλάχιστον σε επίπεδο ατόμων με κατά τεκμήριο ανώτερη μόρφωση.