του Φώτη Σπυρόπουλου,
Δικηγόρου-οικονομολόγου,
υπ. Διδάκτορα Ποινικού Δικαίου & Εγκληματολογίας
τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρώ τα σκαλοπάτια
που παν’ στη λευτεριά
Ευαγόρας Παλληκαρίδης (1938 - 1957)
«Να πας να δεις τα φυλακισμένα μνήματα». Αυτή ήταν η «προσταγή» όλων όσων έχουν επισκεφθεί τη Λευκωσία. Επιτακτικά. Με σοβαρότητα. Χωρίς περιγραφές. Χωρίς λεπτομέρειες.
Κι όμως κανείς δεν είπε ότι το «αξιοθέατο» αυτό, με το οξύμωρο όνομα, το οποίο δημιουργεί από μόνο του απορία, βρίσκεται μέσα στη φυλακή της Λευκωσίας. Οι απορίες μας επιτείνονται όταν στην είσοδο πια των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας καλούμαστε να παραδώσουμε στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους τα κινητά μας τηλέφωνα. Ένας ιστορικός χώρος μέσα σε μια φυλακή που λειτουργεί;!
Προχωράμε στο δρόμο και ακριβώς πριν την είσοδο του κεντρικού κτιρίου της φυλακής, σύμφωνα και με τις οδηγίες του σωφρονιστικού υπαλλήλου, στρίβουμε αριστερά. Εκεί βλέπουμε έναν κύριο γύρω στα εβδομήντα
πέντε να μας κάνει νόημα από μακριά. Έχει ειδοποιηθεί φαίνεται ότι έχουν έρθει επισκέπτες.
Είναι ο κύριος Δήμος Βρυωνίδης. «Η είσοδος αυτή φτιάχτηκε αργότερα», μας λέει και από μια μικρή πόρτα μας βάζει σε ένα προαύλιο που το περιτριγυρίζουν ψηλοί πέτρινοι τοίχοι με καρφωμένα τζάμια και αγκαθωτά σύρματα στην κορυφή.
Τον ακολουθούμε και μπαίνουμε μέσα σε χώρο φυλακής, σε ένα διάδρομο με κελιά. Εκεί αρχίζει η «ξενάγηση». Είναι ενδεικτικά ένας από τους χώρους που φυλακίστηκαν οι αγωνιστές της «Εθνικής Οργάνωσεως Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ)», η οποία έδρασε την περίοδο 1955-1959 με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο κ. Βρυωνίδης μας αναλύει τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης και τον
ηρωισμό των κρατουμένων, οι οποίοι διώκονταν λόγω του αγώνα τους για ελευθερία. Τραβάμε τη βαριά σιδερένια πόρτα και μπαίνουμε μέσα σε κελί. Χώρος στενός, μια τάβλα για κρεβάτι και ένα ψηλό παράθυρο.
- «Σε ένα τέτοιο κελί κρατήθηκα κι εγώ», μας λέει ο κ. Βρυωνίδης.
- «Σε ποιο;»
- «Όχι σ’ αυτήν την πλευρά. Οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ κρατήθηκαν και σ’ άλλα κελιά μέσα στη φυλακή. Απλώς αυτά έχουν παραχωρηθεί για να εκτίθενται στο κοινό».
- «Πότε κρατηθήκατε;»
- «Μετά την απόδρασή μου»
- «Πότε αποδράσατε;»
- «Αφήστε με εμένα, αν ήμουν καλός θα ήμουν εκεί μέσα» - και δείχνει προς το προαύλιο... «Ελάτε να σας πω για την τιμωρία “ψωμί-νερό”»....
...η ζωντανή επαφή με την ιστορία δημιουργεί ανατριχίλα...
«Η πειθαρχική ποινή για τον κρατούμενο ήταν η απομόνωση για κάποιες μερες μαζί με “bread and water”». Μετά από απόφαση του διευθυντή ο κρατούμενος που είχε δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα σύμφωνα με τη διοίκηση της φυλακής τρεφόταν για έναν αριθμό ημερών μόνο με ένα κομμάτι ψωμί και νερό.
Ο κ. Βρυωνίδης μας δείχνει το κελί όπου κρατήθηκε ο πιο γνωστός αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Ο μικρότερος απ’ όλους τους εκτελεσθέντες, ο μαθητής, ο ποιητής, ο στιχουργός που ύμνησε την αγάπη για την Ελλάδα και τραγουδιέται ακόμη και σήμερα, ο αγωνιστής για τον οποίο ζήτησαν χάρη επιφανείς προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο αλλά δυστυχώς η αγγλική διπλωματία «περί άλλα ετυρβάζετο»... Ο Βαγορής, βέβαια, μάλλον δε θα δεχόταν κανέναν οίκτο από τους κατακτητές...
Δίπλα σε αυτή τη σειρά των κελιών υπάρχει μια άλλη ακτίνα κελιών, πιο κοντά στο προαύλιο... Είναι τα κελιά καταδικασθέντων σε θάνατο. Από αυτά τα κελιά πέρασαν περίπου 30 μελλοθάνατοι, συμπεριλαμβανομένων των 9 απαγχονισθέντων. Στον τοίχο αναγράφονται τα ονόματα των καταδικασθέντων σε θάνατο. Μεταξύ αυτών και ο Νίκος Σαμψών, ο τουλάχιστον αμφιλεγόμενος Πρόεδρος της Κύπρου μετά το πραξικόπημα του 1974.
Βγαίνουμε από τα κελιά στο προάυλιο και ξαναρωτάμε τον κ. Βρυωνίδη: «Εσείς πώς αποδράσατε;». Η απάντηση στο ίδιο πνεύμα με πριν: «Ακούστε τα σημαντικά, θα πούμε και τα ασήμαντα!»...
Μας οδηγεί σε ένα άλλο μικρό κτίριο στην αυλή. Είναι τα κελιά αυτών που θα οδηγούνταν για εκτέλεση. Δύο κελιά το ένα δίπλα στο άλλο. Εδώ τα πράγματα αλλάζουν σε σχέση με πριν. Οι πόρτες των κελιών δεν έχουν απλώς κάγκελα αλλά πλεκτό σύρμα που επιτρέπει στο φρουρό να βλέπει μέσα στο κελί αλλά στον κρατούμενο δημιουργείται σκοτωδύνη όταν προσπαθεί να δει απ’ έξω. Το κελί είναι αρκετά ψηλό και κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε αν ο κρατούμενος φωνάζει η φωνή του να αντηχεί μέσα στο κελί και να σταματήσει
γιατί δε θα μπορεί και ο ίδιος να αντέξει το θόρυβο. Στην πόρτα κάθε κελιού υπάρχει μια πάρα πολύ μικρή τρύπα μέσα από την οποία χωράει να περάσει τσιγάρο για τον κρατούμενο. Δίπλα από τα δύο κελιά υπήρχε μια πρόχειρη τουαλέτα με παράθυρο ανοιχτό στην πόρτα προκειμένου ο φύλακας να μπορεί να παρακολουθεί ακόμη και τότε τον κρατούμενο. «
Οι άγγλοι φοβούνταν ότι ο παπάς θα μπορούσε να ρίξει κάτι στον άρτο και το κρασί που τους μεταλάβαινε ή ότι οι συγγενείς από την μικρή τρύπα της πόρτας θα μπορούσαν να δώσουν κάποιο χάπι στον κρατούμενο – γι’ αυτό ανέλυαν τα κόπρανα των κρατουμένων για να δουν μήπως αυτοί έχουν πάρει τίποτε προκειμένου να μη νιώσουν τον πόνο του απαγχονισμού.»
Στον τοίχο απέναντι από τις πόρτες των κελιών το παράγγελμα προς κάθε επισκέπτη μεταφερμένο από τις Θερμοπύλες στην πραγματικότητα της Κύπρου:
«Ω ξειν’, αγγέλειν Κυπρίοις ότι τηδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»
Βγαίνουμε έξω από τα δύο κελιά και μπαίνουμε στο διπλανό κτίριο. Μυρίζει
θάνατος. Ψηλά ένα μεγάλο ξύλινο δοκάρι όπου κρέμεται μια αγχόνη από ένα χοντρό σχοινί. Οι άλλες δυο αγχόνες δε βρίσκονται πια εκεί: τη μια την πήρε μαζί του ο άγγλος δήμιος, η δεύτερη βρίσκεται στο μουσείο του αγώνα στη Λευκωσία. Μια τριπλή κρεμάλα κι από κάτω δυο ξύλινες πόρτες και μια καταπακτή. Οι εκτελεστές υπολόγιζαν ακριβώς το μήκος που έπρεπε να έχει το σχοινί σε συνάρτηση με το ύψος και το βάρος του μελλοθάνατου.
Μεσάνυχτα. H καταπακτή ανοίγει... σπάσιμο του αυχένα... φτερούγισμα «πυρακτωμένων» ψυχών...
«Σιανεμιά, (δ)εν άκουες δεντρούδιν να ταράξει
μήτε του σιύλλου λάξιμον με πετεινόν να κράξει.»
Βασ. Μιχαηλίδης
Εκεί απαγχονίστηκαν εννέα αγωνιστές, όλοι τους νέοι, ηλικίας 19-24 ετών:
- στις 10 Μαΐου 1956 ο Μιχαήλ Καραολής (23 ετών), κρατικός υπάλληλος από το Παλαιοχώρι, και ο Ανδρέας Δημητρίου (22 ετών), ιδιωτικός υπάλληλος από τον Άγιο Μάμα,
- στις 9 Αυγούστου 1956 ο Ανδρέας Ζάκος (24 ετών), σχεδιαστης από τη Λινού, ο Ιάκωβος Πατάτσος (22 ετών) από τη Λευκωσία και ο Χαρίλαος Μιχαήλ (21 ετών) από τη Γαληνή, υπάλληλος στην Κυπριακή Μεταλευτική Εταιρία
- στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 ο Μιχαήλ Κουτσόφτας (22 ετών), εργάτης από το Παλαιομέτοχο, ο Στέλιος Μαυρομάτης (23 ετών) από το Λάρνακα της Λαπήθου, υπάλληλος στο βρετανικό αεροδρόμιο της Λευκωσίας και ο Ανδρέας Παναγίδης (23 ετών), εργάτης από το Παλιομετοχο, παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών και
-
στις 14 Μαρτίου 1957 ο
Ευαγόρας Παλληκαρίδης (19 ετών) με καταγωγή από
την Τσάδα, μαθητής του Γυμνασίου Πάφου, μαζί με κάποιον ποινικό κατάδικο.
Στους τοίχους γύρω από την αγχόνη υπάρχουν οι φωτογραφίες τους και στη γωνία «εκτίθεται» κυριολεκτικά και μεταφορικά η κουκούλα του δημίου...
Ο κ. Βρυωνίδης ακούραστος εξηγεί: «Οι άγγλοι φοβούνταν ότι αν έδιναν τα σώματα των εκτελεσθέντων στους συγγενείς, οι κηδείες τους θα μετατρέπονταν σε μαζικά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις. Γι’ αυτό έβγαζαν τα σώματα από την καταπακτή και έκαναν μια μικρή ακολουθία για κηδεία με μόνο παρευρισκόμενο τον παπά και τους φύλακες στο προαύλιο. Μετά τους έθαβαν εδώ...», και μας δείχνει μια άλλη μικρή πόρτα μέσα στο προαύλιο.
Αυτά είναι τα «φυλακισμένα μνήματα».
Οι τάφοι αυτών των παληκαριών. Το μικρό περιτοιχισμένο κοιμητήριο που έφτιαξαν οι άγγλοι μέσα στη φυλακή για να θάβουν όσους αγωνιστές εκτελούσαν.
Εκεί, ανάμεσα στα λουλούδια και τη σιωπή και περιτριγυρισμένοι από αγκαθωτά συρματοπλέγματα, αναπάυονται εν ειρηνη οι εννιά εκτελεσθέντες στην αγχόνη αγωνιστές της ΕΟΚΑ και τέσσερις αγωνιστές της ΕΟΚΑ που σκοτώθηκαν σε μάχες με τους βρετανούς - τα νεκρά σώματά τους δε δόθηκαν στις οικογένειές τους αλλά μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν από τους βρετανούς μέσα στη φυλακή, και πάλι λόγω του φόβου των λαϊκών εξεγέρσεων.
Είναι ο Μάρκος Δράκος, ένας από τους ηρωικότερους αγωνιστές. Σκοτώθηκε σε μάχη στο Τρόοδος, στις 18 Ιανουαρίου 1957.
Είναι ο Γρηγόρης Αυξεντίου, έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και υπαρχηγός της ΕΟΚΑ. Έγινε ολοκαύτωμα στις 3 Μαρτίου 1957, στο κρησφύγετό του στον Μαχαιρά, μετά από δεκάωρη μάχη με Άγγλους.
Είναι ο Στυλιανός Λένας. Πληγώθηκε σε μάχη κοντά στο Πελέντρι και πέθανε σε στρατιωτικό νοσοκομείο στις 28 Μαρτίου 1957.
Είναι ο Κυριάκος Μάτσης. Κυκλώθηκε, ύστερα από προδοσία, στο κρησφύγετό του στο Δίκωμο και προτίμησε να πεθάνει παρά να παραδοθεί στις 19 Νοεμβρίου 1958.
Ο χώρος αυτός όπου σήμερα βρίσκονται τα «φυλακισμενα μνήματα» διαμορφώθηκε μετά την αποχώρηση των Άγγλων. Ο τελευταίος βρετανός
διοικητής των Φυλακών Λευκωσίας παρέδωσε ένα σχεδιάγραμμα, στο οποίο σημειωνόταν πού είχε ταφεί κάθε αγωνιστής. Τέσσερις από τους τάφους «φιλοξενούν» από δύο αγωνιστές, για εξοικονόμηση χώρου, ευελπιστώντας ίσως πως οι δήμιοι θα συνεχίσουν τη λεία τους, η οποία έπρεπε να χωρέσει σε αυτό το μικρό "αλώνι της ντροπής". Στον ίδιο τάφο βρίσκονται ανά δύο οι Ανδρέας Δημητρίου και Στυλιανός Λένας, Ανδρέας Ζάκος και Κυριάκος Μάτσης, Ανδρέας Παναγίδης και Μιχαήλ Κουτσόφτας, και οι Γρηγόρης Αυξεντίου και Ευαγόρας Παλληκαρίδης.
Στα «φυλακισμενα μνήματα» με μεγάλα μπλε γράμματα γράφεται πάνω στον τοίχο της φυλακής: «Τ’ αντρειωμένου ο θάνατος θάνατος δε λογιέται». Ο κ. Βρυωνίδης συμπληρώνει: «Όταν βρήκαμε τα μνήματα αφού έφυγαν οι Άγγλοι αποφασίστηκε να αφήσουμε τους ήρωες εδώ που είναι θαμμένοι... Κατά το “ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος”, ξέρετε...»
- Εσείς, θα μας πείτε την ιστορία σας;
Μας δείχνει να τον ακολουθήσουμε στο μικρό βιβλιοπωλείο απέναντι από την είσοδο του μνημείου, όπου πωλούνται βιβλία για τον αγώνα της Κύπρου. Με μουσικό χαλί «τραγούδια του αγώνα» από τη φωνή του Νταλάρα, ο κ. Δήμος μας φέρνει ένα παιδικό βιβλίο με ζωγραφιές που διηγείται τον αγώνα της ΕΟΚΑ για την ένωση με την Ελλάδα σαν σε παραμύθι. Το ανοίγει σε μια σελίδα και φεύγει...
Εκεί διαβαζουμε για την πιο γνωστή απόδραση μαχητών της ΕΟΚΑ: είναι η απόδραση 16 κρατουμένων από το κάστρο της Κερύνειας, η οποία έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 1955. Οι αγωνιστές άρχισαν να ανασκάπτουν σιγά - σιγά τις βάσεις του κιγκλιδώματος του κελιού προς τη μεριά της θάλασσας, ενώ οι υπόλοιποι τραγουδούσαν έτσι ώστε να μην ακουστεί θόρυβος. Τράβηξαν τα κάγκελα του παραθύρου. Στη συνέχεια, έδεσαν σεντόνια, κατέβηκαν κρεμασμένοι σε αυτά και πήραν το δρόμο για τα «σκαλοπάτια της λευτεριάς». Στην επιχείρηση πήραν μέρος οι αγωνιστές
Μάρκος Δράκος (που είναι σήμερα θαμμένος στα «φυλακισμένα
μνήματα»), Λάμπρος Καυκαλίδης, Λεύκιος Ροδοσθένους, Πέτρος Στυλιανού, Κωνσταντίνος Λοΐζου, Πέτρος Παπαϊωάννου, Μιχαλάκης Ρωσσίδης, Ευάγγελος Ευαγγελάκης, Χριστάκης Ελευθερίου, Στέλιος Σιάμισης, Χαρίλαος Ξενοφώντος, Παύλος Νικήτας, Ανδρέας Πολυβίου, Παναγιώτης Παπαναστασίου, Μίκης Φυρίλλας
και Δήμος Βρυωνίδης (!) ...
Ο κ. Δήμος - που όπως ισχυρίζεται τάχα «δεν είναι καλός γιατί δεν είναι εκεί μέσα»! - μας δίνει ως ενθύμιο από μια ελληνική και μια κυπριακή σημαία. Για να θυμόμαστε το σημερινό μάθημα ιστορίας... ιστορίας ανθρώπων που πέθαναν για την ελευθερία... μάθημα που έλαβε χώρα εκεί που άνθρωποι στερούνται ακόμη και σήμερα την ελευθερία τους, μέσα σε μια φυλακή. Εκεί που η ίδια η ιστορία ενός εθνούς περιτριγυρίζεται από φύλακες και συρματοπλέγματα...
Το ίδιο βράδυ πλησιάζουμε στην πράσινη γραμμή (κι όμως, λέγεται έτσι γιατί βρετανός στρατιωτικός τη χάραξε στο χάρτη της Κύπρου με πράσινο μελάνι!!! – εξάλλου, οι ιμπεριαλιστές είναι «ειδικοί» στο να «τραβούν γραμμές») και την κλειστή εδώ και 37 χρόνια οδό Ερμού στο κέντρο της Λευκωσίας. Εκεί συναντάμε εγκαταλελειμένα κτίρια ήδη από τη δεκαετία του ‘70. Ακριβώς
μπροστά από το σωρό από βαρέλια που σου κλείνουν το δρόμο «φυλάει σκοπιά» ο ελληνοκύπριος φαντάρος. Ακολουθεί μια νεκρή ζώνη είκοσι περίπου μέτρων στην οποία υπάρχουν γκρεμισμένα από βόμβες κτίρια με κολλημένα πάνω τους σήματα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ! Είκοσι μέτρα απέναντι: τούρκικη σημαία, σημαία του ψευδοκράτους και ο τούρκος φαντάρος που «φυλάει σκοπιά». Πίσω, φωτάκια αναβοσβήνουν και σχηματίζουν την τεράστια σημαία του ψευδοκράτους, «πληγώνοντας» ρυθμικά τη ράχη του Πενταδάκτυλου. Δίπλα μας ένα αιωνόβιο δένδρο δείχνει ειρωνικά ότι «η ζωή συνεχίζεται»...
Οι σκέψεις πολλές, διαφορετικές για τον καθένα...
Κοινός τόπος, πάντως, ότι τα δεκατρία παληκάρια πήραν την ανηφοριά και ανέβηκαν τα σκαλοπάτια που οδηγούν στην ΑΘΑΝΑΣΙΑ.