του Αλέξανδρου Τσιβίκη,
Αρ/κα ΕΛ.ΑΣ., μετ. φοιτ.
ΠΜΣ «Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία», κατεύθυνση Διεθνής Ασφάλεια, του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει διεθνώς συστηματικές έρευνες για την εφαρμογή βασικών αρχών της γεωφυσικής επιστήμης στην εγκληματολογία. Στις έρευνες αυτές οδήγησε κυρίως η ανάγκη συλλογής και εξέτασης στοιχείων για το δύσκολο έργο της εξιχνίασης δολοφονιών. Στις αρχές του 20ου αιώνα η γεωλογία βρήκε μία νέα εφαρμογή και μία καινούργια επιστήμη γεννήθηκε, η Δικαστική Γεωλογία, η οποία διερευνά εγκλήματα και προετοιμάζει νομικά και δικαστικά επιχειρήματα. Η μέθοδος που εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο στην έρευνα είναι τα Γεωραντάρ (GPR). Η γεωφυσική διασκόπηση αποτελεί μια τεχνική διερεύνησης που χαρακτηρίζεται ως μη καταστροφική, με δυνατότητα εφαρμογής σε μεγάλη πλειονότητα προβλημάτων. Είναι µία μέθοδος ή οποία χρησιμοποιείται εκτός άλλων για την εκτίμηση των εδαφικών στρώσεων. Η χρήση του Γεωραντάρ παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα καθώς αποτελεί ένα οικονομικό και γρήγορο τρόπο ελέγχου μεγάλων περιοχών χωρίς εκσκαφή, καταστροφή ή εκτεταμένη διακοπή λειτουργίας τους. Με το Γεωραντάρ αποκτούμε εκτίμηση του βάθους των εντοπιζόμενων υλικών. Το Γεωραντάρ δεν έχει περιορισμό στο υλικό κατασκευής του αγωγού που αναζητά.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πρόσφατες επιστημονικές αναφορές σε όλο τον κόσμο ή περιοδικά όπως το Forensic Science International ή Journal of Forensic Science αποδεικνύουν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ιατροδικαστική γεωεπιστήμη, ενώ αποτελεί ήδη μάθημα διδασκαλίας (Chamakura, 2001) σε περισσότερα από διακόσια πανεπιστημιακά μαθήματα. Το ενδιαφέρον για την επιστήμη και την ιατροδικαστική έρευνα γίνεται καλύτερα κατανοητό από την ραγδαία εξέλιξη της χρήσης των εφαρμογών της στις εγχώριες και διεθνείς μορφές εγκλημάτων. Η Δικαστική Γεωλογία είναι μια σχετικά νέα επιστήμη η οποία διερευνά τα εγκλήματα και προετοιμάζει τα επιχειρήματα και τα νομικο-δικαστικά στοιχεία για την διαλεύκανση πολύπλοκων εγκλημάτων και αδικημάτων. Δικαστική Γεωλογία ονομάζεται η επιστήμη όπου με τη εφαρμογή της γεωλογίας διερευνά εγκλήματα ή παράνομες ενέργειες και προετοιμάζει νομικά και δικαστικά στοιχεία και επιχειρήματα. Η Δικαστική Γεωλογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά στη διελεύκανση και επίλυση πολύπλοκων εγκλημάτων. Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο όρος οι Pye και Croft (2004) ορίζουν την ιατροδικαστική γεωλογία ως «την εφαρμογή τεχνικών της επιστήμης της γεωλογίας και της ευρύτερα επιστήμης του περιβάλλοντος στις έρευνες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσφύγουν ενώπιον δικαστηρίου». Ως εκ τούτου, περιλαμβάνει μια σειρά από υποκατηγορίες, όπως η ιατροδικαστική γεωλογία, ιατροδικαστική γεωφυσική, η εγκληματολογική εδαφολογική επιστήμη, η ιατροδικαστική χαρτογράφηση και η τηλεπισκόπηση. Υπάρχει επίσης μια επικάλυψη με συναφείς επιστημονικούς κλάδους, όπως η ιατροδικαστική αρχαιολογία, η ιατροδικαστική μηχανική και η ιατροδικαστική βοτανική (Ruffell και McKinley, 2008), γεγονός που έχει οδηγήσει σε πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με τον καθορισμό και την αποσαφήνιση αυτών των ποικίλλων επιστημονικών όρων (Ruffell, 2010). Παρά την πρόσφατη εμφάνισή της στο προσκήνιο της επιστημονικής έρευνας για την εξιχνίαση εγκλημάτων, ήδη στα τέλη του 20ουαι, επιστήμονες όπως ο Locard, ανέπτυξαν θεωρίες βασιζόμενοι στην ιατροδικαστική γεωεπιστήμη (Chisum and Turvey, 2000), ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν τα πρώτα θεσμικά όργανα για την επιστημονική ανάλυση της εγκληματικότητας. Η σύγχρονη δικαστική γεωλογία όμως έχει εξελιχτεί σε κάτι πιο πολύπλοκο από την μελέτη των ορυκτών, σκόνης και του εδάφους. Από το 1986 στις ΗΠΑ χρησιμοποιούνται οι γεωλογικές και γεωφυσικές έρευνες στην διερεύνηση των εγκλημάτων. Με ραντάρ διείσδυσης και μαγνητόμετρα μπορούν να εντοπιστούν πτώματα θαμμένα σε μικρό βάθος. Οι διάφορες εξεταστικές μέθοδοι της γεωλογίας χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο από το νόμο ως εργαλείο αναζήτησης, όπως αποδεικνύονται από την πρόσφατη δημοσίευση διάφορων περιπτωσιολογικών μελετών (Fiedler και λοιποί, 2009a Ruffell και λοιποί, 2009a Missiaen και λοιποί, 2010 Pringle και Jervis, 2010 Novo και λοιποί, 2011), ερευνητικών άρθρων (Dekeirsschieter και λοιποί, 2009 Jervis και λοιποί, 2009 Arosio, 2010 Hädrich και λοιποί, 2010 Dionne και λοιποί, 2011 Schultz και Martin, 2011) εγχειρίδιων (Killam, 2004 Pye 2004, 2007 Chainey και Ratcliffe, 2008 Ruffell και McKinley, 2008), αλλά και την οργάνωση διάφορων διεθνών συνεδριάσεων «της δικαστικής γεωλογίας» (π.χ. Ritz και λοιποί, 2009).
Η δικαστική γεωλογία θεωρείται αυτήν την περίοδο όχι μόνο μια αναδυόμενη ανάγκη που μπορεί να φέρει σημαντικά οφέλη στην αστυνόμευση, αλλά και απαραίτητη εφαρμογή των που μπορεί να παρέχει σημαντικά αποτελέσματα σε περιβαλλοντικές, ανθρωπιστικές και στρατιωτικές έρευνες.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ
Ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα για την καθιέρωση του όρου και της έννοιας της δικαστικής γεωλογίας ήταν ο Sir Arthour Connan Doyle, που ήταν και δημιουργός του Sherlock Holmes, ένας ιδιαίτερα ευφυής και πρωτοποριακός αστυνομικός, ο οποίος ερευνούσε υποθέσεις χρησιμοποιώντας πληροφορίες από διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Οι συναρπαστικές και δημοφιλείς στη συνέχεια ιστορίες του συγγραφέα Doyle αποτέλεσαν σταθμό στην αστυνομική μεθοδολογική έρευνα και άνοιξαν το δρόμο για πολλές από τις ιδέες και τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από επιστήμονες, καθώς οι τελευταίοι προσπαθούσαν να συνεισφέρουν με πληροφορίες από διάφορους κλάδους της επιστήμης στη διαλεύκανση εγκλημάτων.
Το 1893, ένας άλλος συγγραφέας, ερευνητής και εγκληματολόγος που ήταν καθηγητής εγκληματολογίας, εξέδωσε ένα πρακτικό βιβλίο στο οποίο παρουσιάζονταν ιδέες για την επιστημονική έρευνα του εγκλήματος. O Hans Gross, πρότεινε πολλές πιθανές εφαρμογές της επιστήμης στην εγκληματολογική έρευνα στο βιβλίο που εξέδωσε Examinating Magistrates (Εγχειρίδιόν για Ανακριτές). Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη και τη χρήση της επιστήμης στην έρευνα της εγκληματολογίας. Και αυτό καθώς υπέδειξε τη συνεισφορά του γεωλόγου στην εγκληματολογία.
Το 1900 αναπτύχθηκαν νέες μέθοδοι στην εγκληματολογία που περιλάμβαναν και μικροσκοπικές τεχνικές. Τον Οκτώβριο του 1904, ο δόκτωρ Popp ανέλαβε την εξιχνίαση μιας υπόθεσης δολοφονίας. Μέχρι τότε ο χημικός Popp, διατηρούσε εργαστήριο, το οποίο παρείχε χημικές και μικροσκοπικές υπηρεσίες στο πεδίο μελέτης τροφίμων και στη βακτηριολογία. Ένας ερευνητής από την Φρανκφούρτη ζήτησε από τον Popp να εξετάσει τις αποδείξεις για υπόθεση εγκλήματος, όπου μία ράφτρα, η Eva Disch είχε στραγγαλιστεί με το ίδιο της το κασκόλ. Ο Popp εξιχνίασε το έγκλημα ανακαλύπτοντας κάρβουνο και κόκκους ορυκτών στα νύχια του υπόπτου, και ένα υπόστρωμα από ορυκτά στο παντελόνι του, στοιχεία τα οποία συγκρινόμενα με ένα δείγμα από το σώμα της Disch ήταν τα ίδια. Η εξέταση των ορυκτών αποκάλυψε ορυκτά ορισμένου μεγέθους σωματιδίων, ιδιαίτερα λεπτούς κόκκους μαρμαρυγίας, τους οποίους ο Popp καθόρισε ότι ήταν συγκρίσιμοι με δείγματα εδάφους που συνελέγησαν από το μέρος ανάμεσα στο τόπο του εγκλήματος και το σπίτι του υπόπτου. Όταν του παρουσίασαν τα αποδεικτικά στοιχεία από τις αναλύσεις εδάφους ο ύποπτος αποδείχτηκε ότι έκανε το έγκλημα και επιβεβαιώθηκαν οι γεωλογικές αποδείξεις που χρησιμοποίησε ο Popp.
Η υπόθεση που καθιέρωσε την αξία και τη συμβολή των γεωλογικών πληροφοριών στην εγκληματολογία ήταν αυτή που συνέβη το 1908, όταν η Margaret Filmbert δολοφονήθηκε σε μία πόλη της Βαυαρίας και ο εισαγγελέας, ο οποίος είχε ακούσει για τον Popp του ζήτησε να εξιχνιάσει το έγκλημα. Ο Popp άρχισε λεπτομερή εξέταση του υλικού που είχε στη διάθεσή του και μάζεψε δείγματα εδάφους από τη γύρω περιοχή. Παρατηρώντας καλά το έδαφος συνέκρινε τα δείγματα ορυκτών στα παπούτσια του υπόπτου με αυτά που υπήρχαν στη τοποθεσία του εγκλήματος και αποδείχτηκε η ενοχή του. Η υπόθεση της Margaret Filmbert καθιέρωσε τον τομέα της δικαστικής γεωλογίας και έθεσε τα θεμέλια για μελλοντικές συγκριτικές μελέτες εδαφών.
Το 1910 στη Γαλλία, ο Endmond Loscard με τεράστιο ενδιαφέρον για την εγκληματολογία, ίδρυσε ένα μικρό εργαστήριο με βοηθούς δύο αστυνομικούς. Στο εργαστήριο αυτό έκανε αξιόλογη εργασία στον προσδιορισμό σωματιδίων και δημιούργησε τη φήμη ότι είναι ικανός να δώσει χρήσιμες πληροφορίες στις έρευνες.
Το 1925 ο Edward Oscar Heinrich, ένας από τους καλύτερους εγκληματολόγους των Η.Π.Α. έφερε εις πέρας μία μυστηριώδη εξαφάνιση χρησιμοποιώντας τις γεωλογικές του γνώσεις.
Το εργαστήριο του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών ήταν από τα πρώτα εργαστήρια στην Αμερική που χρησιμοποίησε ευρύτατα τη γεωλογία, τη μελέτη εδαφών και την ανάλυση ορυκτών σε εγκληματολογικές υποθέσεις. Ήδη από το 1935 τα εργαστήρια του FBI εργάζονται με πετρώματα. Στα τέλη του 1936 χρησιμοποιείτε πλέον ευρέως οι εδαφολογικές μελέτες των ομοσπονδιακών ερευνητών.
Όμως η σύγχρονη δικαστική γεωλογία έχει εξελιχθεί περισσότερο από απλές αναλύσεις εδάφους και ορυκτών. Η έρευνα των εγκλημάτων χρειάζεται πλέον τους γεωεπιστήμονες και τις πολύτιμες γνώσεις τους. Η διερεύνηση ενός εγκλήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση όταν έχουμε ένα πτώμα. Και αυτό καθώς προκύπτουν πολλά ζητήματα και η ανεύρεσή του πτώματος απαιτεί επίμονες έρευνες και καλείται η δικαστική γεωλογία να δώσει λύσεις στα πολύπλοκα αινίγματα που γεννιόνται από την ανθρώπινη εγκληματικότητα.
Από το 1986 στις Η.Π.Α χρησιμοποιούνται οι εφαρμογές γεωλογικών και γεωφυσικών μεθόδων και τηλανίχνευσης, καθώς και τεχνικών στη διερεύνηση του τόπου του εγκλήματος. Στόχος των ερευνών που γίνονται πάνω σ αυτές τις εφαρμογές είναι ο εντοπισμός θαμμένου σε μικρό βάθος πτώματος. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται κυρίως είναι τα μαγνητόμετρα και τα ραντάρ εδαφικής διείσδυσης (Ground-Penetrating-Radar-GPR)
Τα γεωραντάρ (GPR) χρησιμοποιούνται ευρέως ήδη από τη δεκαετία του ‘90 ως εργαλεία ερευνών στις αρχαιολογικές και γεωφυσικές εφαρμογές (De Terra, 1947 Kenyon, 1977 Gracia και λοιποί, 2000 Leckebusch, 2003), συμβάλλοντας στην ανίχνευση θαμμένων οργανισμών (Mellett, 1992) με σημερινή τους συμμετοχή σε ιατροδικαστικές έρευνες, όπως παραδείγματος χάριν τον εντοπισμό ανεξερεύνητων τάφων ή πιθανών πειστηρίων εγκλήματος που θάβονται (Nobes, 2000 Ruffell, 2005 Schultz, 2007).
Το γεωραντάρ (Ground Penetrating Radar) αποτελεί όργανο γεωφυσικών διασκοπήσεων που και εδώ και μερικά χρόνια χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό υπεδάφιων ανωμαλιών χωρίς να προκαλεί καταστροφή των εδαφών. Η μέθοδος του γεωραντάρ ανήκει στις ηλεκτρομαγνητικές γεωφυσικές μεθόδους.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΑΝΤΑΡ
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 το γεωραντάρ (Ground Penetrating Radar GPR) έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στις κοινότητες των γεωφυσικών, των γεωλόγων και των αρχαιολόγων. Εν τούτοις χρησιμοποιείται σε γεωλογικές εφαρμογές από το 1960 σχετικά με την ανάπτυξη της ραδιοανίχνευσης σε παγετώνες. Η μελέτη παγετώνων με τη χρήση του ραντάρ έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό σήμερα.
Το 1910 στη Γερμανία ήταν πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκαν ηλεκτρομαγνητικά (ΕΜ) σήματα για τον προσδιορισμό της θέσης θαμμένων αντικειμένων. Η πρώτη φορά που εκδόθηκε η περιγραφή μιας τέτοιας έρευνας ήταν το 1904. Στις έρευνες τότε χρησιμοποιούσαν συνεχή κύματα (CW). Η διάδοση παροδικών κυμάτων εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1926 από τον Hulsenbeck με σκοπό να μελετήσει την φύση των θαμμένων αντικειμένων.
Η τεχνική της διάδοσης κυμάτων σε παλμούς εξελίχθηκε σημαντικά τις επόμενες πέντε δεκαετίες. Έτσι τις δεκαετίες 1960-1970 έγιναν εκτεταμένες μελέτες σε παγετώνες από πολλούς επιστήμονες, ενώ αργότερα το ενδιαφέρον στράφηκε στη μελέτη κατασκευών όπως σήραγγες, δρόμοι κτλ. Οι γεωλογικές εφαρμογές άρχισαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες με σκοπό τον καθορισμό της στρωματογραφίας, την έρευνα κοιτασμάτων και τη χαρτογράφηση σπηλαίων. Το γεωραντάρ χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα σε αρχαιολογικές ανασκαφές για τον ακριβή προσδιορισμό της θέσης των θαμμένων ερειπίων.
Πολλές χρήσεις του γεωραντάρ έχουν περιγραφή στην βιβλιογραφία. Αυτές περιλαμβάνουν τον προσδιορισμό του πάχους στρωμάτων πάγου, την ανίχνευση ρωγμών σε κοιτάσματα αλατιού και τη μελέτη κρυσταλλικών πετρωμάτων. Επίσης χρησιμοποιήθηκε από την αστυνομία για τον εντοπισμό θαμμένων πτωμάτων και αργότερα για τον εντοπισμό πτωμάτων κρυμμένων μέσα σε τσιμεντένιες κατασκευές.
Περαιτέρω εξελίχθηκε από τον Αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ με σκοπό τον εντοπισμό του λαβύρινθου από σήραγγες που χρησιμοποιούσαν οι Βιετκόνγκ. Μετά το τέλος του πολέμου αναπτύχθηκαν μέθοδοι για αστικούς σκοπούς από την GSSI (Geophysical Survey Systems Inc) η οποία είναι ακόμα η μεγαλύτερη κατασκευάστρια συστημάτων γεωραντάρ διεθνώς. Τη δεκαετία του 1970 άρχισαν να εμφανίζονται και νέες εταιρίες συστημάτων γεωραντάρ όπως η Sensors and Software Ltd. Άλλες εταιρίες ασχολούνται με την εξέλιξη νέων συστημάτων (ERA Technologies Ltd) και κεραιών για την εφαρμογή τους στα ήδη υπάρχοντα συστήματα (Radarteam AB, Sweden).
Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ GPR
Τα Γεωραντάρ (Ground Penetrating Radar- GRP), που όπως θα δούμε παρακάτω αναλυτικά είναι μια ευρέως χρησιμοποιούμενη γεωφυσική τεχνική για την ανίχνευση αχαρακτήριστων ταφικών περιοχών, λαθραίων ταφικών μνημείων και διάφορων άλλων θαμμένων υλικών. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι γρήγορη ενώ δεν αναδεύονται τα ταφικά ευρήματα.
Τα GPR αποτελούν μία μέθοδο χαρτογράφησης του εδάφους σε βάθη που ξεκινούν από μερικά δεκατόμετρα και φτάνουν έως και τα 5 μέτρα (Conyers και Cameron, 1998).
Η μέθοδος του γεωραντάρ εφαρμόζεται με επιτυχία στην έρευνα δομών μικρού βάθους και χρησιμοποιεί ραδιοκύματα εύρους συχνότητας από 1 έως 2000 MHz. Ένα τυπικό σύστημα γεωραντάρ αποτελείται από μία κονσόλα ή μονάδα ελέγχου, τον υπολογιστή, τις κεραίες διαφόρων συχνοτήτων και την μπαταρία. Η λειτουργία του στηρίζεται στην ανάκλαση των ραδιοκυμάτων. Η κεραία πομπός εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικό παλμό διάρκειας μερικών νανοδευτερολέπτων. Ο παλμός θα ταξιδεύσει στο έδαφος μέχρι να συναντήσει επιφάνεια με διαφορετικές ηλεκτρικές ιδιότητες. Τότε ένα μέρος της ενέργειας του παλμού θα διαδοθεί στο δεύτερο στρώμα και ένα μέρος θα ανακλαστεί στην επιφάνεια και θα επιστρέψει στην κεραία του δέκτη. Το σήμα που φτάνει στην κεραία δέκτη προωθείται στην μονάδα ελέγχου όπου και καταγράφεται ο χρόνος διαδρομής και το πλάτος του ηλεκτρομαγνητικού παλμού. Ο χρόνος που χρειάζεται το ηλεκτρομαγνητικό κύμα για να διαδοθεί από τον πομπό στο δέκτη, ονομάζεται χρόνος διαδρομής. Βασική μονάδα μέτρησης του χρόνου διαδρομής είναι το νανο-δευτερόλεπτο. Δυο κατηγορίες κυμάτων καταγράφονται από το δέκτη. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κύματα που ταξιδεύουν απ’ ευθείας από τον πομπό στον δέκτη μέσω του αέρα. Αυτά τα κύματα, αφενός μεν φτάνουν πρώτα, επειδή η ταχύτητα διάδοσης στον αέρα είναι μεγαλύτερη απ’ ότι σε οποιοδήποτε υλικό, αφετέρου δε έχουν μεγάλο πλάτος, αφού δεν υφίστανται εξασθένιση. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα κύματα που διαδίδονται στο υπέδαφος. Η καταγραφή του πλάτους των κυμάτων σε σχέση με το χρόνο διαδρομής ονομάζεται ίχνος. Όταν το κύμα συναντήσει υλικό με διαφορετική ηλεκτρική διαπερατότητα αλλάζει κατεύθυνση, δηλαδή διαθλάται ή ανακλάται. Περίθλαση συμβαίνει όταν το κύμα συναντήσει πολύ μικρού μεγέθους εμπόδια, τα οποία το αναγκάζουν να διαδίδεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Αντήχηση συμβαίνει, όταν το κύμα “παγιδευτεί” σε κάποιο γεωλογικό στρώμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις το κύμα ανακλάται πολλές φορές με συνέπεια τη δημιουργία πολλαπλών ανακλάσεων (Σπανουδάκης 2007).
Σχήμα : Αρχή λειτουργίας του γεωραντάρ (Πουλιούδης,1999, Σπανουδάκης, 2001)
Χρήση Γεωραντάρ.
Όπως αναφέρθηκε το Γεωραντάρ εκπέμπει προς το έδαφος ραδιοκύματα και λαμβάνει τις ανακλάσεις αυτών. Προκειμένου να επισκοπηθεί μια περιοχή είναι αναγκαία η σάρωση της με τέτοια πορεία ώστε το Γεωραντάρ να βρεθεί σχεδόν κάθετα στην πιθανή πορεία ενός αγωγού.
Όταν το Γεωραντάρ περάσει πάνω από κάποιον θαμμένο αγωγό εντός του βάθους που το έδαφος στο συγκεκριμένο σημείο του επιτρέπει να «δει», τότε στην οθόνη του αρχίζει να δημιουργείται μια υπερβολή, όπως φαίνεται στο σχέδιο παρακάτω και στην φωτογραφία που ακολουθεί. Από την απεικόνιση στην οθόνη μπορεί να γίνει και εκτίμηση του βάθους του ανιχνευόμενου αγωγού.
Τα GPR μπορούν να βοηθήσουν σε εγκληματολογικές έρευνες καθώς εντοπίζουν εύκολα θαμμένα αντικείμενα, όπλα, ναρκωτικά ακόμα και πτώματα.
Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται η έρευνα που έγινε στην αυλή ενός σπιτιού και έδειξε σημάδια σκαψίματος στο αριστερό άκρο, ενώ στην δεξιά πλευρά φαίνεται καθαρά ένα θαμμένο μεταλλικό αντικείμενο.
Η Δικαστική Γεωλογία δεν εφαρμόζεται μόνο για τη διελεύκανση δολοφονιών. Έχει εξίσου και εντυπωσιακά αποτελέσματα και σε διάφορες περιπτώσεις άλλων εγκλημάτων. Σε περίπτωση κλοπής για παράδειγμα, όπως η περίπτωση σύλληψης υπόπτου για παραβίαση χρηματοκιβωτίου. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ύποπτος είχε προφανώς πρόβλημα πιτυρίδας, καθώς τα μαλλιά του ήταν γεμάτα από μικρούς άσπρους κόκκους. Με προσεκτική όμως εξέταση των κόκκων αυτών με ένα ισχυρό μικροσκόπιο αποκάλυψε ότι επρόκειτο περί διατομών. Στο δείγμα που συγκεντρώθηκε από τα μαλλιά του υπόπτου αναγνωρίστηκαν δεκατρία διαφορετικά είδη διατομών. Τα ίδια αυτά είδη αποτελούσαν και τη γη διατομών που είχε χρησιμοποιηθεί ως μόνωση στο χρηματοκιβώτιο που παραβιάστηκε. Τα στοιχεία της έρευνας οδήγησαν στη σύλληψη και τη καταδίκη του υπόπτου.
Βέβαια η χρήση της Γεωλογίας, εφαρμόζεται και δίνει λύσεις και σε πιο παράξενες μορφές αδικημάτων. Όπως σε μία περίπτωση επίθεσης σε μία νεαρή κυρία από ένα νεαρό που την κλώτσησε στο πρόσωπο. Το συγκεκριμένο αδίκημα εξιχνιάστηκε από την αναγνώριση της πούδρας της κυρίας στη μύτη του παπουτσιού του. Διότι οι πούδρες που κυκλοφορούν στο εμπόριο έχουν μία κοινή ορυκτή βάση. Τα συγκεκριμένα ορυκτά όμως αλλάζουν από το ένα προϊόν στο άλλο και οι παρασκευαστές τείνουν να μεταβάλλουν κάθε φορά τη σύνθεση. Το γεγονός αυτό δίνει τη δυνατότητα συγκριτικής μελέτης με αυτά τα υλικά στη δικαστική Γεωλογία.
Η Αστυνομική Ακαδημία του Κολοράντο έθαβε χοίρους για πειράματα δικαστικής γεωλογίας με τη χρήση του ραντάρ εδαφικής διείσδυσης GPR. Η καταγραφή του ραντάρ για τον τάφο παρουσιάζει μία πολύ εμφανή ανωμαλία. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Ακαδημίας περιλαμβάνει μαθήματα δικαστικής γεωλογίας και γεωφυσικής με χρήση αεροφωτογραφιών μεθόδων.
Σχήμα: Εικόνες από έξι ελεγχόμενους τάφους με τα σφάγια χοίρων πριν από την επαναπλήρωση των τάφων.
Η μέθοδος GPR έχει μια εξαιρετικά ευρεία περιοχή εφαρμογής από εξερεύνηση μεγάλων υπόγειων δομών μέχρι ανίχνευση μικρών αντικειμένων κάτω ακριβώς από την επιφάνεια.
Όπως κάθε τεχνολογία έτσι και το Γεωραντάρ έχει κάποιους περιορισμούς στην έκταση των εφαρμογών του. Αν και είναι μια πολύ αποδοτική μέθοδος, είναι πιθανόν κάποιες φορές να μην εμφανίζονται έγκυρα αποτελέσματα. Και αυτό διότι τα αποτελέσματα που λαμβάνονται σε μια περιοχή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αντιπροσωπεύσουν την κατάσταση μέσα μια άλλη περιοχή λόγω του διαφορετικού είδους χώματος, της βλάστησης και των κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν ανά περιοχή. (Conyers και Cameron, 1998 Nobes, 2007 Schultz, 2007). Επιπλέον, τα γεωφυσικά στοιχεία που ανακτώνται από ένα συγκεκριμένο τύμβο είναι πολύ πιθανόν να επηρεαστούν από τη φύση του ενταφιασμού (Nobes, 1999). Παραδείγματος χάριν, στους παράγοντες που επηρεάζουν στοιχεία μπορούν να συμπεριληφθούν η ύπαρξη φέρετρου, το βάθος του τάφου (Hammon και λοιποί, 2000 Watters), ο τρόπος με τον οποίο το σώμα αποσυντίθεται και απελευθερώνει τις χημικές ουσίες, καθώς επίσης και η διάρκεια του υπολειπόμενου χρόνου (Powell, 2004). Εάν μια έρευνα των GPR οδηγήσει σε ανακριβείς προσδιορισμούς, τότε λαμβάνονται ανακριβή συμπεράσματα και αυτό εμποδίζει τις έρευνες για την εξιχνίαση ενός εγκλήματος (Mellett, 1996) και περιπλέκει τους ενταφιασμούς σε σημεία που δεν υπάρχουν πληροφορίες για προηγούμενη ύπαρξη τάφων. Ένα σημαντικό θέμα είναι ότι οι φυσικές ιδιότητες των περιοχών που θεωρούνται ότι περιέχουν τους τάφους ή πτώματα δεν είναι συνήθως γνωστές λεπτομερώς. Συνεπώς, τα στοιχεία των GPR πρέπει να λαμβάνονται και να υποβάλλονται σε επεξεργασία με τρόπους που επιτρέπουν την εξαγωγή πιο έγκυρων πληροφοριών, όπως γεωλογικών ή εδαφολογικών χαρακτηριστικών γνωρίσματων (Hammon και λοιποί, 2000). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ελεγχόμενες μελέτες των GPR που παρέχουν πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι τοπικές εδαφικές συνθήκες και περιβάλλοντα έχουν επιπτώσεις στην απόδοση των GPR (Schultz, 2007). Πειράματα που γίνονται σε ελεγχόμενες περιοχές (τοποθετώντας σε ρηχά εδάφη-θαμμένα καγκουρό και χοίρους) χρησιμοποιούνται συχνά για να βελτιωθεί το ποσοστό αποκατάστασης ανίχνευσης θαμμένων αντικειμένων (Powell, 2004 Schultz και λοιποί, 2006). Εντούτοις, υπάρχουν πολύ λίγες μελέτες που εξετάζουν την ταυτοποίηση των πτωμάτων με την χρήση των GPR και τις εδαφικές ιδιότητες της περιοχής όπου διεξάγεται έρευνα (Schultz και λοιποί, 2006).
Τα Γεωραντάρ θα παρουσιάσουν ευδιάκριτο αποτέλεσμα εφόσον τα χαρακτηριστικά των υλικών του εδάφους που επισκοπεί διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Άλλο στοιχείο το οποίο επηρεάζει τη λειτουργία των Γεωραντάρ είναι η ηλεκτρική αγωγιμότητα του εδάφους που επιδρά στην ηλεκτρομαγνητική διαπερατότητα. Εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα μετάλλων ή αργίλου δεν αποτελούν καλούς υποψήφιους χώρους για επισκόπηση.
Τα χαρακτηριστικά του εδάφους περιορίζουν το ενεργό ανιχνεύσιμο βάθος των Γεωραντάρ. Υλικά που κατασκευάζει ο άνθρωπος όπως π.χ. τσιμέντο, χαρακτηρίζονται από χαμηλή διαπερατότητα ραδιοκυμάτων, γι’ αυτό όταν οδηγούμε σε μια σήραγγα ή σε ένα υπόγειο χώρο στάθμευσης το κινητό τηλέφωνο χάνει το σήμα του. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται κάποια συγκριτικά δυνητικά βάθη ανίχνευσης των Γεωραντάρ σε συνάρτηση με το υλικό του εδάφους.
Τα σύγχρονα νεκροταφεία είναι άριστες περιοχές για την αξιολόγηση της ακρίβειας των ερευνών των GPR για την ανίχνευση των τάφων. Πρόσφατες μελέτες στοχεύουν στο να μελετήσουν την πιθανότητα της ταυτοποίησης τάφων μετά από έναν συγκεκριμένο χρόνο 25 ετών και να ανιχνεύσουν το ενδεχόμενο παραμένον σώμα χρησιμοποιώντας τα GPR. Αυτή η έρευνα είναι σημαντική για ζητήματα της εγκληματολογίας, καθώς επίσης και για την αναδημιουργία των νεκροταφείων όπου η εκτενή παρουσία της αδιποκίνης δημιουργεί πρόβλημα.
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις έρευνες υψηλής ευκρίνειας των GPR, προσφέροντας ένα μεγάλο όγκο δεδομένων εξαιτίας του βελτιωμένου σχεδιασμού του. Αυτό ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο σε αρχαιολογικές έρευνες, όπου η οριζόντια απεικόνιση των GPR αποτελεί συνήθως το κυριότερο στοιχείο για τη φύση του ευρήματος. Οι βασικοί παράγοντες για την ταυτοποίηση χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που προκύπτουν από την απεικόνιση των GPR είναι τα μήκη κύματος που εκπέμπονται από το ραντάρ και η συχνότητα με την οποία συλλέγεται το δείγμα της έρευνας, τόσο κατά μήκος της γραμμής της εκπομπής του ραντάρ, όσο και μεταξύ των διαδοχικών τομέων της έρευνας. Αν και είναι σαφώς πλεονεκτική η χρήση της όσο το δυνατόν μικρότερης εμβέλειας μήκους κύματος, παρόλαυτά περιορίζεται το πιθανό βάθος της έρευνας ενώ απαιτείται να χρησιμοποιηθούν περισσότεροι πόροι, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η δυνατή απεικόνιση.
Η δικαστική Γεωλογία παρέχει πολύτιμες γνώσεις και μπορεί να χαρακτηριστεί σημαντικός αρωγός της δικαιοσύνης, μόνο όμως εάν ο ερευνητής έχει πλήρη γνώση της επιστήμης και των μεθόδων της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΞΕΝΗΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Alastair Ruffell*, Jennifer McKinley Forensic geoscience: applica-tions of geology, geomorphology and geophysics to criminal investi-gations
School of Geography, Queen’s University, Belfast, BT7 1NN, N. Ireland
• Chainey, S., Ratcliffe, J., 2008. GIS and CrimeMapping. JohnWiley and Sons Ltd., Chichester, UK. 428pp.
• Chamakura, R.P., 2001. http://www.forensicpage.com/new05.htm (accessed 30/6/2014).
• Chisum, W., Turvey, B., 2000. Evidence dynamics: locard’s exchange principle and crime reconstruction. Journal of Behavioral Profiling 1, 1 – 15.
• Conyers, L.B., 2006. Ground penetrating radar techniques to discover and map historic graves. Historical Archaeology 40, 64–73.
• Fiedler, S., Berger, J., Stahr, K., Graw, M., 2009b. Localisation of a mass grave from the Nazi era—a case study. In: Ritz, K., Dawson, L., Miller, D. (Eds.), Springer Publishing, pp. 303–314.
• Fiedler, S., Illich, B., Berger, J., Graw, M., 2009a. The effectiveness of ground-penetrating radar surveys in the location of unmarked burial sites in modern cemeteries. Journal of Applied Geophysics 68, 380 385.
• Geotimes – July 1990.13-15: «Geoscientists and law enforcement professionals work together in Colorado»
• Hammon III, W.S., McMechan, G.A., Zeng, X., 2000. Forensic GPR: finite-difference simulations of responses from buried human remains. Journal of Applied Geophysics 115, 191–204.
• Hedrich, C., Ortman, C., Reisch, R., Leibing, G., Ahlers, H., Mall, G., 2010. An electronic body tracking dog? International Journal of Legal Medicine 124, 43–47.
• J.K. Pringle a,⁎, A. Ruffell b, J.R. Jervis a, L. Donnelly c, J. McKin-ley b, J. Hansen a, R. Morgan d, D. Pirrie e, M. Harrison f,g The use of geoscience methods for terrestrial forensic searches
• Jervis, J.R., Pringle, J.K., Tuckwell, G.W., 2009. Time-lapse resistivity surveys over simulated clandestine graves. Forensic Science International 192, 7–13.
• Kenyon, J.L., 1977. Ground-penetrating radar and its application to a historical archaeological site. Historical Archaeology 11, 48–55.
• Killam, E.W., 2004. The Detection of Human Remains. Charles C Thomas Publishers, Springfield, Illinois, USA. 268pp.
• McKinley, J.M., Ruffell, A., Harrison, M., Meier-Augenstein, W., Kemp, H., Graham, C., Barry, L., 2008. Spatial thinking in search methodology: a case study of the ‘nobody’ murder enquiry, West of Ireland. In: Ritz, K., Dawson, L., Miller, D. (Eds.), Criminal and Environmental Soil Forensics. Springer Publishing, pp.285–302.
• Mellet, J.S., 1992. Location of human remains with ground penetrating radar. In: Hanninen, P., Autio, S. (Eds.), Proceedings of the Fourth International Conference on Ground Penetrating Radar, June 8–13; Rovaniemi: Geological Survey of Finland Special Paper, 16, pp. 359–365.
• Missiaen, T., Sφderstrφm, M., Popescu, I., Vanninen, P., 2010. Evaluation of a chemical munition dumpsite in the Baltic Sea based on geophysical and chemical investigations. Science of the Total Environment 408, 3536–3553.
• Nobes, D.C., 1999. Geophysical surveys of burial sites: a case study of the Oaro Urupa site. Geophysics 64, 357–367.
• Nobes, D.C., 2000. The search for “Yvonne”: a case example of the delineation of a grave using near-surface geophysical methods. Journal of Forensic Sciences 45, 715–721.
• Nobes, D.C., 2007. Effect of soil grain size on the geophysical response of graves: clay vs siltvs sand. Proceedings of the International Crime Science Conference (ISCS), pp. 16–17.
• Powell, K., 2004. Detecting human remains using near-surface geophysical instruments. Exploration Geophysics 35, 88–92.
• Pye, K., Croft, D. (Eds.), 2004. Forensic Geoscience: Principles,
Techniques and Applications, Special Publication Geological Socie-ty of London. 232, 313 pp.
• Ruffell, A., McKinley, J., 2005. Forensic geoscience: applications of geology, geomorphology and geophysical to criminal investigations. Earth-Science Reviews 69, 235–247.
• Ruffell, A., Wiltshire, P., 2004. Conjunctive use of quantitative and qualitative X-ray diffraction analysis of soils and rocks for forensic analysis. Journal of Forensic Sciences 49 (in press).
• Schultz, J.J., Collins, M.E., Falsetti, A.B., 2006. Sequential monitoring of burials containing large pig cadavers using ground-penetrating radar. Journal of Forensic Sciences 51, 607–616.
• Watters, M., Hunter, J.R., 2004. Geophysics and burials: field experience and software development. In: Pye, K., Crofts, D.J. (Eds.), Forensic Geoscience: Principles, Techniques and Applications: Geological Society of London Special Publication, 232, pp. 21–31.
ΕΛΛΗΝΙΚΗΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Δερμιτζάκης, ΜιχαήλΔ. Γεωλογικέςδιαδρομές = Geological Itineraries: Short Essays : Μικράμελετήματα / ΜιχαήλΔ. Δερμιτζάκης. - 1ηέκδ. - Αθήνα : ΙδιωτικήΈκδοση, 2002.