Οι "κατά παρέκκλιση" διαδικασίες και η αποκαταστατική-συμφιλιωτική δικαιοσύνη
Ιστορική και δογματική προσέγγιση
του Φώτη Χ. Σπυρόπουλου
α. Δικηγόρου, ΩΜΦ Ποινικών Επιστημών Νομικής Αθηνών
«Από το νέμω, το οποίον σημαίνει, μοιράζω, παράγεται ο Νόμος˙
διότι πρώτον μεν μοιράζει εις όλους τους πολίτας δικαίως τα εκ της πολιτικής κοινωνίας ωφελείας, έπειτα τους εμποδίζει να βλάπτωσιν εις τον άλλον, αναγκάζων τον αδικήσαντα να πληρώση την ζημίαν προς τον αδικηθέντα».
Αδ. Κοραής
Σημειώσεις από τη μετάφραση
του έργου του C. Beccaria «Περί αδικημάτων και ποινών»
Ιστορική επισκόπηση
Ιστορικά, η ειρηνική επίλυση των διαφορών είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα άμεσα αναγνωρίσιμη η οποία ανευρίσκεται σε όλες τις κουλτούρες και σε όλες τις ιστορικές εποχές1 2.
Χαρακτηριστικά, η ρίζα των εναλλακτικών διαδικασιών θα πρέπει να αναζητηθεί στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο3˙ συγκεκριμένα, στην λεγόμενη «ηρωική» εποχή και στα ομηρικά έπη -στα οποία αυτή χαρακτηριστικά απεικονίζεται- ίσως να έχουμε και μια πρώτη μορφή διαμεσολάβησης σε κοινωνικό επίπεδο (βλ. παρακάτω για τις μορφές της διαμεσολάβησης ανάλογα με την προέλευση του συμφιλιωτή) ακόμη και σε εγκλήματα στα οποία δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα υποχωρούσε η ποινική αξίωση της πολιτείας στις σύγχρονες δικαιικές τάξεις χάριν της διαμεσολάβησης– π.χ. η ανθρωποκτονία. Κατά την πρακτική αυτή οι συγγενείς, οι γείτονες ή οι πολιτικοί εταίροι (φίλοι) του θύματος αλλά και το ίδιο το θύμα μπορούν να επιδιώξουν να συνδιαλλαγούν με τον δράστη και να ρυθμίσουν ένα ποσό ως χρηματικό αντάλλαγμα έναντι της «ποινής». Με την απόδοση του χρηματικού αυτού ανταλλάγματος επέρχεται «αιδεσις» (συγχώρηση) ακόμα και του φονέα από τους συγγενείς (όπως αναφέρεται και στην Ιλιάδα του Ομήρου)4.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε και άρχισε να διαμορφώνεται με τη σημερινή του μορφή το ποινικό δίκαιο, τα δικαστικά συστήματα για την εφαρμογή του έχουν εκφράσει τους στόχους τους σχεδόν αποκλειστικά με όρους σχέσεων μεταξύ του κράτους και του δράστη και την ενδεχόμενη επιβολή ποινής από το κράτος σε αυτόν. Το σύστημα αυτό οδήγησε πολύ συχνά στην αύξηση και όχι στη μείωση των προβλημάτων που επηρεάζουν το θύμα, τον δράστη και το κοινωνικό σύνολο5 6.
Στη δεκαετία, λοιπόν, του ’60, ως απάντηση και στο γεγονός ότι το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες του θύματος για μια ενεργή προσωπική συμμετοχή στην ποινική διαδικασία, δημιουργήθηκε μια σε θεωρητικό επίπεδο συζήτηση για το πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν και να επιλυθούν οι συνέπειες των αδικημάτων με τη συμμετοχή των δραστών και των θυμάτων7.
Συγκεκριμένα, η διαμεσολάβηση, επομένως, ως συνέπεια αυτών των θεωρητικών προσεγγίσεων, ξεκίνησε να εφαρμόζεται στην πράξη ως κίνημα (mediation movement) στις αρχές του 1970, όταν ένας σημαντικός αριθμός αμερικανών πολιτών προσέφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στα κατά τόπο κέντρα διαμεσολάβησης (σε κοινότητες και γειτονιές) καθότι ήταν δυσαρεστημένοι και από ένα νομικό σύστημα που δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες ατόμων των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, με χαμηλά εισοδήματα και διαφορετικής εθνικής προέλευσης8. Από την δεκαετία του ’80, η διαμεσολάβηση στις ποινικές υποθέσεις μεταξύ του θύματος και του φερόμενου ως δράστη άρχισε να αποτελεί και de facto μια από τις κυριότερες εκφάνσεις της αποκαταστατικής δικαιοσύνης με τέτοιο, μάλιστα, ρυθμό ώστε το 1998 είχαν αναπτυχθεί στην Ευρώπη περισσότερα από 900 προγράμματα διαμεσολάβησης.
Μέχρι και τον Οκτώβριο του 20029, διαμεσολάβηση μεταξύ του φερόμενου ως δράστη και του θύματος πραγματοποιείται στη Νορβηγία, τη Φιλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Σε χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Ιταλία εφαρμόζονται διάφορα σημαντικά περιοδικά προγράμματα και διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη εγκρίνει την αντίστοιχη νομοθεσία που ρυθμίζει την διαμεσολάβηση.
Οι «κατά παρέκκλιση» διαδικασίες – Θεωρητική προσέγγιση
i. Η συμμετοχική δικαιοσύνη10
Τα δικαστήρια, ως χώρος ρύθμισης και επίλυσης των διαφορών, φαίνεται ότι πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων καθότι υποχρεώνουν τα μέρη σε παρακολούθηση πολυδάπανων και μακροχρόνιων –άρα και ψυχοφθόρων- δικαστικών αγώνων. Επίσης, «νομικοποιούν» τις διαφορές κρατώντας ουσιαστικά απόσταση από το κοινωνικό γίγνεσθαι στο οποίο ενδεχομένως εντοπίζεται και η πεμπτουσία του τετελεσθέντος αδικήματος.
Με τον όρο συμμετοχική δικαιοσύνη εννοούμε την πρακτική την οποία στοχεύει στο να συμμετέχουν στη λύση του προβλήματος όλα τα άτομα που θίγονται από μια διαφορά και να τους επιτραπεί να επιλύσουν τη διαφορά τους σε ένα πλαίσιο μη κατηγορητικό.
Κατά την συμμετοχική δικαιοσύνη, κάθε διαφορά είναι μοναδική λαμβανομένων υπόψιν των περιστάσεων, των εμπλεκομένων μερών συγκεκριμένα και των συνεπειών για τον καθένα. Εξάλλου, η δικαιοσύνη της συμμετοχής προϋποθέτει την δυνατότητα όλων των μερών να συμμμετέχουν πλήρως και με τη θέλησή τους στον επιγενόμενο διάλογο. Επίσης, απορρίπτεται στο καθεστώς της συμμετοχικής δικαιοσύνης η ιδέα ότι για να είναι δίκαιη μια λύση πρέπει να είναι σύμφωνη με κανόνες που προϋπάρχουν – αντίθετα, βασικό της χαρακτηριστικό είναι ότι επιδιώκει να αλλάξει και να ρυθμίσει τις ανθρώπινες σχέσεις βασιζόμενη στην εθελούσια συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων στη διαφορά.
Και ο ρόλος του κράτους στα πλαίσια συμμετοχικής δικαιοσύνης συνίσταται στο να προσφέρει τις κατάλληλες υπηρεσίες και τους εξειδικευμένους λειτουργούς με στόχο την ευρύτερη διάδοση της διαδικασίας, στο να συντονίζει στο επίπεδο της χρηματοδότησης, της έρευνας και της αποτίμησης και στο να ελέγχει την απονομή της δικαιοσύνης υπό το καθεστώς των μερών με στόχο την προστασία του κοινού από τη λειτουργία των προγραμμάτων συμμετοχικής δικαιοσύνης.
Η βασική αρχή της συμμετοχικής δικαιοσύνης συνίσταται στη θεώρηση ότι η βλάβη προκλήθηκε κατ’ αρχάς σε ένα άτομο και θεωρείται δευτερευόντως, ως μία πράξη που θα έχει περιπτώσεις για το σύνολο της κοινότητας.
Επομένως, στη συμμετοχική – συναινετική δικαιοσύνη οι συμμετέχοντες επεξεργάζονται από κοινού τον σχεδιασμό μια διαδικασίας που μεγιστοποιεί τις πιθανότητες επίλυσης της διαφοράς τους έστω και αν δεν συμφωνούν σε όλα τα επιμέρους σημεία. Ως στόχος, δηλαδή, είναι να βρεθεί ένα κοινό πεδίο για την υιοθέτηση μιας αποδεκτής λύσης η οποία δεν είναι απαραίτητο ότι πάντα μπορεί να χαρακτηριστεί η «μέση λύση». Τέλος, η λύση που θα εξευρεθεί δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα επιβολής.
ii. Εννοιολογική και λειτουργική προσέγγιση11
α. Συνδιαλλαγή
Η συνδιαλλαγή ή συμφιλίωση αποτελεί μια κατά παρέκκλιση διαδικασία (diversion) που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή τριών μερών και ειδικότερα δύο μερών μεταξύ των οποίων υφίσταται διαφορά και ενός τρίτου που παρεμβαίνει με σκοπό την υποβοήθηση σε εξεύρεση λύσης από αυτά12.
Στον θεσμό της συνδιαλλαγής έτσι όπως τείνει να διαμορφωθεί στο ελληνικό δίκαιο13 ο εισαγγελέας, εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας, δεν έχει ενεργό ρόλο αλλά απλά σε συγκεκριμένα αδικήματα καλεί πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης τον φερόμενο ως δράστη και το θύμα προκειμένου να τους δώσει μια αφορμή να «τα βρούνε»(!) και έπειτα να του δηλώσουν αυτόν τους το συμβιβασμό. Ο εισαγγελέας, δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση δεν καθορίζει ούτε το ύψος της αποζημίωσης προς το θύμα ούτε και επιβάλλει κάποια εναλλακτική μορφή ποινής προς τον (φερόμενο ως) δράστη.
β. Διαμεσολάβηση
Ως διαμεσολάβηση θα μπορούσε να ορισθεί η διαδικασία εκείνη που επιτρέπει στο θύμα και τον δράστη να συμμετέχουν ενεργά, εάν συμφωνούν ελεύθερα, στην επίλυση των προβλημάτων και των δυσκολιών που προκλήθηκαν από το αδίκημα, με τη βοήθεια ενός τρίτου, ανεξάρτητου προσώπου (του διαμεσολαβητή)14. Η διαδικασία αυτή εκκινείτε πριν την άσκηση της ποινικής διώξεως. Η διαμεσολάβηση στο ελληνικό δίκαιο, όπως ισχύει πλέον σε μια πρώτη μορφή στον ν. 3500/2006, αποδίδει στον εισαγγελέα πιο ενεργό ρόλο σε σχέση με την συνδιαλλαγή όπως παραπάνω προβλέπεται και, δη, εξουσίες κατά τις οποίες μπορεί να επιβάλλει στον δράστη (εφόσον αυτός έχει ήδη παραδεχτεί την ενοχή του) την παρακολούθηση ειδικού συμβουλευτικού προγράμματος, να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης που θα αποδοθεί στο θύμα κ.λπ.15
Ανάλογα με την προέλευση του διαμεσολαβητή η συμφιλιωτή υπάρχουν δύο είδη διαμεσολάβησης ή συνδιαλλαγής: αφ’ ενός η δικαστική συνδιαλλαγή ή διαμεσολάβηση και αφ’ ετέρου η κοινωνική συνδιαλλαγή ή διαμεσολάβηση. Στην πρώτη περίπτωση το τρίτο αυτό επιφορτισμένο με την συνδιαλλαγή ή τη μεσολάβηση πρόσωπο είναι διορισμένο από τον υπεύθυνο να ασκήσει την ποινική δίωξη εισαγγελέα ή ο ίδιος ο εισαγγελέας. Στη δεύτερη ως άνω περίπτωση, η συνδιαλλαγή ή διαμεσολάβηση εξελίσσεται στο πλαίσιο κοινωνικών ομάδων (γειτονιά κ.λπ.16)17 .
γ. Διαπραγματεύσεις
Στον χώρο των διαπραγματεύσεων, οι οποίες αποτελούν σύνηθες φαινόμενο στο αμερικανικό δίκαιο (plea bargaining), συμβάλλονται αφενός ο κατηγορούμενος και / ή ο συνήγορός του και αφετέρου κάποιος από τους κρατικούς φορείς της ποινικής δίκης. Έτσι, ενδέχεται να είναι συμβαλλόμενος και ο εισαγγελέας ο οποίος συμφωνεί με τον κατηγορούμενο να μην ασκήσει ποινική δίωξη κατ’ αυτού αν ο τελευταίος ικανοποιήσει τον παθόντα ή να ασκήσει την ποινική δίωξη μόνο για ορισμένες από τις πράξεις που του αποδίδονται αν ομολογήσει κάποιες απ’ αυτές. Ενδέχεται, ακόμη, να συμβάλλεται με τον κατηγορούμενο το ίδιο το δικαστήριο συμφωνώντας μ’ αυτόν υπό παρόμοιους με τους παραπάνω όρους (ομολογία, αποζημίωση κ.λπ.) να τον καταδικάσει για ορισμένες μόνο από τις επίδικες πράξεις ή να του επιβάλει μικρότερη ποινή κ.λπ.18 Χαρακτηριστικό αυτών των συμφωνιών είναι το ότι αναθέτουν στον φορέα της κρατικής εξουσίας την απόφαση αν θα καταλήξει σε συμφωνία και ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτής.
iii. Η φύση της ποινικής διαμεσολάβησης ως έκφανσης των «κατά παρέκκλιση» διαδικασιών
Η ποινική διαμεσολάβηση υπήρξε μέχρι σήμερα η πιο συνήθης μορφή εκδήλωσης της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, στηρίζεται στο πρότυπο της συμβιβαστικής δικαιοσύνης (justice négociée), ενεργοποιεί τους θεσμούς της δικαιοσύνης της εγγύτητας (justice de proximité)19, αποτελεί βασική έκφανση της συμφιλιωτικής δικαιοσύνης που κατατείνει στη συνδιαλλαγή δράστη και θύματος και λειτουργεί ως μια εναλλακτική προς τη διεξαγωγή της ποινικής δίκης διαδικασία για την αποφυγή της κατασταλτικής παρέμβασης του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Η διαμεσολάβηση, δηλαδή, ανάμεσα στο θύμα και το δράστη και τα προγράμματα συμφιλίωσης, ως εκφράσεις της επανορθωτικής μορφής της συμμετοχικής δικαιοσύνης, αποτελούν συμπλήρωμα του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης20.
Επιγραμματικά, ο θεσμός αυτός αποτελεί μια ευέλικτη προσέγγιση της ποινικής δικαιοσύνης με σκοπό την εξώδικη επίλυση συγκεκριμένων διαφορών που έχουν προκύψει από την τέλεση αξιόποινων πράξεων (résolution de conflits), χαρακτηρίζεται από ταχύτητα (célérité de procédure) και μειωμένο κόστος στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης21. Επίσης, τα αντιμαχόμενα μέρη συμμετέχουν άμεσα και ενεργά στην διαμόρφωση της συμφωνίας, συμμετοχή που μπορεί να αποδειχθεί ουσιαστική αφού οι ίδιοι έχουν για την υπόθεση την καλύτερη από κάθε δικαστή πληροφόρηση22. Τέλος, καθότι οι κατά παρέκκλιση αυτές διαδικασίες αυτές λειτουργούν συμπληρωματικά προς το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, συμβάλλουν στην πρόληψη της υποτροπής και στην αποδραματοποίηση των συνεπειών από την τέλεση του ποινικού αδικήματος.
iv. Γενικές αρχές και βασικοί άξονες
Οι γενικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν την ποινική διαμεσολάβηση (μα και εν γένει τη συνδιαλλαγή) είναι η ελεύθερη συγκατάθεση των μερών (ούτε ο δράστης ούτε το θύμα θα πρέπει να παρακινούνται με αθέμιτα μέσα να αποδεχθούν τη διαμεσολάβηση), το απόρρητο των συζητήσεων (εμπιστευτικότητα), η χρησιμοποίησή της στις ποινικές υποθέσεις και σε όλες τις φάσεις της ποινικής δικαιοσύνης καθώς επίσης η εξασφάλιση της επαρκούς αυτονομίας των υπηρεσιών διαμεσολάβησης στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Η απόφαση για παραπομπή μια ποινικής υπόθεσης σε διαμεσολάβηση, καθώς και η έγκριση του αποτελέσματος αυτής της διαδικασίας θα πρέπει να επιφυλάσσονται για τις δικαστικές αρχές23 24. Επιπρόσθετα, στην περίπτωση δικαστικής μεσολάβησης πρέπει οπωσδήποτε να τηρούνται οι αρχές που διέπουν μεν την ποινική διαδικασία, είναι όμως αναγκαίες για τη διαφύλαξη θεμελιωδών δικαιωμάτων των μερών όπως το τεκμήριο αθωότητας του (φερομένου ως) δράστη, η δημοσιότητα, η υπεράσπιση από συνήγορο, η αρχή ne bis in idem, η αρχή της αναλογικότητας κ.λπ.25
Κατά τον Παπαθεοδώρου, η ποινική διαμεσολάβηση στηρίζεται σε τρεις βασικούς άξονες:
Ο πρώτος αφορά στην δυνατότητα θεσμοθέτησης ενός δικονομικού πλαισίου που επιτρέπει την εναλλακτική ποινική διαχείριση ορισμένων υποθέσεων και την παράλληλη παράκαμψη του κλασσικού συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και, συνακόλουθα, την αποφυγή της ποινικής δίκης και την επιβολή της ποινικής κύρωσης.
Ο δεύτερος άξονας αφορά στην προστασία των δικαιωμάτων του θύματος θέτοντας ως προτεραιότητα τα συμφέροντά του, αναγνωρίζοντας τον καίριο ρόλο του στην όλη διαδικασία και λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του απέναντι στον δράστη. Η στροφή της νομικής σκέψης προς το συμφέρον και τα δικαιώματα του θύματος –το οποίο δεν έπαιζε σημαίνοντα ρόλο στις διαδικασίες έως πολύ πρόσφατα με την ανάπτυξη της θυματολογίας- οδηγεί την επιστήμη στο να λάβει υπόψη της πως η καταφυγή στις πρακτικές αυτές είναι ενίοτε για τα θύματα μικρής βαρύτητας ποινικών αδικημάτων ελκυστικότερη από την ενεργοποίηση του ποινικού συστήματος, ενόψει ιδίως της αμεσότητας και της ταχύτητας των διαδικασιών αυτών, σε αντίθεση με την βραδύτητα και τον φορμαλισμό της ποινικής δίκης26. Τοιουτοτρόπως, ανάγεται το θύμα σε βασικό πρωταγωνιστή αυτής της δικονομικής διαδικασίας (σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στους κόλπους της ποινικής δίκης) και ο λόγος αυτού αναγνωρίζεται ως κυρίαρχος εφόσον η διαδικασία εξαρτάται και από τη συναίνεσή του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις δυνατότητες που καθιερώνονται στα ευρωπαϊκά δικονομικά συστήματα σχετικά με τις “κατά παρέκκλιση” διαδικασίες μα και με τις απόψεις που διατυπώνονται στην σύγχρονη ποινική δογματική, η αποκατάσταση του θύματος ενέχει ποινικόν χαρακτήρα και επομένως δεν ευσταθεί πλέον η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ των ποινικών και αστικών συνεπειών της τελέσεως ενός εγκλήματος27.
Ο τρίτος άξονας αφορά τον δράστη και την βούλησή του να αποκαταστήσει κατά βάσιν τις συνέπειες της πράξεώς του, να εκφράσει συγγνώμη προς το θύμα κ.λπ. έχοντας αποδεχθεί την από μέρους ευθύνη ως προς τη διάπραξη του αδικήματος. Και σ’ αυτόν τον άξονα εδράζονται οι πρακτικές συμφιλίωσης (βλ. παραπάνω) και η ανάπτυξη εναλλακτικών ποινικών κυρώσεων28.
v. Γιατί «κατά παρέκκλιση» διαδικασίες;! - πλεονεκτήματα
Σε κάθε περίπτωση, στα πλεονεκτήματα του θεσμού της συνδιαλλαγής και γενικά των κατά παρέκκλιση διαδικασιών συμπεριλαμβάνονται, πέρα από την ικανοποίηση του θύματος, η δημιουργία κλίματος συναίνεσης μεταξύ θύματος και δράστη τα οποίο με τη σειρά του συμβάλλει στην αποκατάσταση της δικαστικής και κοινωνικής ειρήνης – η διαδικασία αυτή θεωρείται ότι συμβάλλει στην εξάλειψη της απόστασης και της αποξένωσης μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, μέσω της καταβολής αποζημίωσης από τον δράστη αποφεύγεται ο στιγματισμός του29 και εντάσσεται αυτός σε μια διαδικασία μάθησης και επικοινωνίας που υπόσχονται την κοινωνική επανένταξή του. Επίσης, το θύμα επιτυγχάνει αποτελεσματικότερη ικανοποίηση των δικαιωμάτων του. Τέλος, ως προς τη γενική πρόληψη –υπό τη μορφή κυρίως της θετικής γενικής πρόληψης- συμβάλλουν οι διαδικασίες αυτές στην παγίωση της γενικής εντύπωσης για την ισχύ και αποτελεσματικότητα των κανόνων δικαίου˙ η εντύπωση αυτή ενισχύεται όταν ο δράστης με την καταβολή της αποζημίωσης εκδηλώνει τη βούλησή του να αποστεί από την πράξη του και να άρει τις συνέπειές της30.
Μια από τις βασικότερες ανάγκες που καλείται ο θεσμός αυτός να εξυπηρετήσει και ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματά του είναι η αποσυμφόρηση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης – η διαπίστωση σχετικά με την συνεχή διόγκωση του ποινικού συστήματος (inflation pénale) και την τεράστια αύξηση των εισροών στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης -οι οποίες οφείλονται κυρίως στην ποινικοποίηση συμπεριφορών ελάσσονος κοινωνικής απαξίας-, απαιτεί την καταφυγή σε διαδικασίες αποποινικοποίησης de jure ή de facto31˙ μορφή de facto αποποινικοποίησης συνιστά και η «αποδικαστικοποίηση», η κάμψη δηλαδή της αρμοδιότητας των οργάνων του ποινικού συστήματος ως προς τη διευθέτηση των συνεπειών που προκύπτουν από την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης υπέρ μιας άλλης απλούστερης διαδικασίας 32 (εν προκειμένω η διαμεσολάβηση). Χαρακτηριστική η αναφορά του Τριανταφύλλου κατά την οποία η πρώτη απόπειρα που έγινε στη χώρα μας για την εισαγωγή της συνδιαλλαγής στο δίκαιό μας με το ά. 71 του Σχεδίου Ποινικής Δικονομίας της επιτροπής Μανωλεδάκη είχε μάλλον ως βασική προτεραιότητά της την ελάφρυνση των δικαστηρίων33!
Και είναι απολύτως λογικό η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, υπό το πρίσμα και της απλούστευσης του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης34 (για την οποία υπάρχει και η σχετική Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης35) να έχει και παράπλευρο θετικό αντίκτυπο36. Συγκεκριμένα, όταν εισάγονται στα δικαστήρια λιγότερες υποθέσεις (μειωθούν οι εισροές στο εν λόγων υποσύστημα – σύμφωνα με τη συστημική προσέγγιση) είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι η δικαιοσύνη θα αποδίδεται με μεγαλύτερη ταχύτητα άρα και με μεγαλύτερη ποιότητα. Και οι δύο αυτές έννοιες είναι ουσιαστικές: τα δικαστήρια θα έχουν περισσότερο χρόνο να εισχωρήσουν σε βάθος στην φύση και ουσία κάθε υπόθεσης που θα εισάγεται σε αυτά και θα αποφαίνονται σε εύλογο χρονικό διάστημα (σύμφωνα και με το ά. 6 §1 Ε.Σ.Δ.Α.). Αδιαμφισβήτητα, επομένως, θεσμοί όπως αυτοί της συνδιαλλαγής, των διαπραγματεύσεων και της διαμεσολάβησης συμβάλλουν στον εξορθολογισμό και στην αύξηση της λειτουργικότητας του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων, η αποφυγή της ποινικής διαδικασίας και η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης από τα ίδια τα μέρη καθιστά τη διαδικασία της συνδιαλλαγής ελκυστική και για τους οπαδούς του καταργητισμού (Abolitionismus) του ποινικού δικαίου που συνηγορούν υπέρ της διασφάλισης ενός δικαιώματος του θύματος να χειριστεί τη σύγκρουσή του με τον δράστη37.
Επίλογος
Αδιαμφισβήτητα, το γεγονός ότι και στην ελληνική έννομη τάξη ξεκίνησαν ήδη να προβλέπονται "κατά παρέκκλιση" διαδικασίες (ιδίως στο ά. 45Α του ΚΠΔ καθώς και στο ά. 12 του ν. 3500/06 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας) αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την εξέλιξη του δικαιικού μας συστήματος και την εναρμόνισή του με τα δικαιικά συστήματα και άλλων σε νομικό επίπεδο εξελιγμένων κρατών.
Κι όλα αυτά γιατί αξίζει σε μια πεπολιτισμένη έννομη τάξη να έχει την νομοθετική "ευαισθησία" προκειμένου να είναι αυτή η οποία θα παίρνει την πρωτοβουλία του συμβιβασμού των μερών.
Υποσημειώσεις
1. Ασπασία Τσαούση, Η Θεωρία και Τεχνική της Διαμεσολάβησης, εισήγηση σε εκδήλωση του Ελληνικού Κέντρού Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας που έλαβε χώρα στην Αίθουσα Τελετών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης στις 9/3/2007 (αδημοσίευτη μελέτη).
2. «Δείξε την συμφιλιωτικήν σου διάθεσιν προς τον αντιδικόν σου, εφόσον είσαι μαζί του εις τον δρόμον προς το δικαστήριον…» (Ματθ. ε’ 25).
3. Στ. Χούρσογλου, Ο ποινικός συμβιβασμός στη γαλλική έννομη τάξη, ΠοινΧρ Ν/2000, σελ. 299 επ. και Ασπ. Τσαούση, όπ.π.
4. βλ. Ν. Κουράκη, Ποινική Καταστολή, 4η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 32, όπου και σχετικές παραπομπές.
5. Από την Αιτιολογική Έκθεση της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου με σκοπό την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου εθνικών σημείων επαφής για την αποκαταστατική δικαιοσύνη στις 24.03.2003.
6. Κατά τον Eberhard Schmidt «Αν εξαιρέσουμε τις πολεμικές συγκρούσεις, τίποτε άλλο δεν προξένησε τόσες συμφορές, βάσανα και δάκρυα στην ανθρωπότητα όσο η κρατική δύναμη που εκδηλώνεται με τη μορφή της ποινικής λειτουργίας». (Νικ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994).
7. Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 24.03.2003, όπ. π.
8. Ασπασία Τσαούση, όπ. π.
9. 08.10.2002, οπότε και συντάχθηκε η εν λόγω Αιτιολογική Έκθεση για την Έκθεση του Ε.Κ. , όπ.π.
10. Α. Μαγγανάς, Εναλλακτικές μορφές απονομής δικαιοσύνης, ΠοινΔικ 3/2006, σελ. 298
11. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα της εξεύρεσης ενός κοινά αποδεκτού ορισμού των εναλλακτικών διαδικασιών παραμένει επιστημονικά ανοικτό (Στ. Χούρσογλου, όπ. π.).
12. Γ. Τριανταφύλλου, Η συνδιαλλαγή: Προβλήματα από τη ρύθμιση ενός νέου θεσμού, ΠοινΧρ ΜΕ’, σελ. 1049 επ
13. Βλ. το άρθρο το οποίο έχει ήδη εγκριθεί προκειμένου να συμπεριληφθεί στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από την επιτροπή αναθεώρησής του (συνταχθέν από το μέλος της επιτροπής Λέκτορα της Νομικής Σχολής ΕΚΠA Αρ. Τζαννεττή):
1. Στα εξ αμελείας εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας και στα εγκλήματα, στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 379 ΠΚ ο Εισαγγελέας, εφόσον κρίνει ότι η μήνυση ή η έγκληση στηρίζεται στο νόμο ή δεν είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καλεί αυτεπαγγέλτως τον παθόντα και τον υπαίτιο να εμφανιστούν ενώπιόν του ορισμένη ημέρα και ώρα για συνδιαλλαγή. Αν ο παθών δηλώσει ότι έχουν αποκατασταθεί πλήρως οι συνέπειες του εγκλήματος, ο Εισαγγελέας αρχειοθετεί τη μήνυση ή την έγκληση. Σε περιπτώσεις απόπειρας ή όταν η εκ του εγκλήματος ζημία δεν είναι περιουσιακή, η δήλωση του προηγουμένου εδαφίου αναφέρεται στην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Αν αποτύχει η διαδικασία της συνδιαλλαγής, ο Εισαγγελέας ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 43 ΚΠΔ. Οι διάδικοι μπορούν να εκπροσωπηθούν κατά τη διαδικασία της συνδιαλλαγής από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τους όρους του άρθρου 42 παρ. 2 ΚΠΔ.
2. Ο Εισαγγελέας αρχειοθετεί τη μήνυση ή την έγκληση και όταν ο παθών δηλώσει κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης ότι έχουν αποκατασταθεί πλήρως οι συνέπειες του εγκλήματος.
3. Αν ο υπαίτιος δηλώσει κατά τη διαδικασία της συνδιαλλαγής ότι είναι πρόθυμος να αποκαταστήσει τις συνέπειες του εγκλήματος, ο Εισαγγελέας δικαιούται να τάξει προθεσμία όχι ανώτερη του έτους για την εντελή ικανοποίηση του παθόντος. Αν ο υπαίτιος συμμορφωθεί, ο Εισαγγελέας κατόπιν σχετικής δηλώσεως του παθόντος αρχειοθετεί τη μήνυση ή την έγκληση, άλλως ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 43 ΚΠΔ. Κατά τη διάρκεια της ταχθείσας προθεσμίας αναστέλλεται η παραγραφή του εγκλήματος.
Ουσιαστικά, η φιλοσοφία της διάταξης αυτής μπορεί ίσως να συνοψιστεί στο εξής: η αρχή της νομιμότητας κάμπτεται σ’ αυτό το σημείο όταν ο παθών δηλώσει ότι «τα βρήκε» με τον φερόμενο ως δράστη!
14. Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 24.03.2003, όπ. π.
15. Βλ. παρακάτω ειδικότερα για την διαμεσολάβηση στον ν. 3500/2006.
16. Βλ. και ιστορική επισκόπηση των κατά παρέκκλιση διαδικασιών όπως και σχετικές αναφορές Ασπ. Τσαούση, όπ.π.
17. Δ. Σακκαλή, Διευθετήσεις: Μια προσέγγιση στα θέματα συμφιλίωσης και αποζημίωσης από αξιόποινες πράξεις, Ποινικά υπ’αρ. 42, Αντεγκληματική Πολιτική, εκδ. επιμέλεια Ν. Κουράκης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 200, σελ. 206 επ. και Γ. Τριανταφύλλου, όπ.π.
18. Γ. Τριανταφύλλου, όπ.π.
19. Θ. Παπαθεοδώρου, Ενδοοικογενειακή βία, ΠοινΔικ 1/2007, σελ. 71 επ. και Κ. Σπινέλλη, Έγκλημα χωρίς τιμωρία, ΠοινΧρ ΝΒ’/2002, 589 επ.
20. Α. Μαγγανάς, όπ. π.
21. Θ. Παπαθεοδώρου, όπ. π.
22. Ασπ. Τσαούση, όπ. π.
23. … όπως αναφέρονται και στο Παράρτημα της Σύστασης Νο (99) 19 «Διαμεσολάβηση σε Ποινικές Υποθέσεις» (Χ. Δημόπουλος, Το σχέδιο νόμου για την ενδοοικογενειακή βία, ΠοινΔικ 8-9/2006, σελ. 1040 επ. και από την Αιτιολογική Έκθεση της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου με σκοπό την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου εθνικών σημείων επαφής για την αποκαταστατική δικαιοσύνη στις 24.03.2003).
24. Βλ. ό,τι ισχύει στη Γαλλία στο πόνημα του Στ. Χούρσογλου, όπ.π.
25. Δ. Σακκαλή, όπ.π.
26. Στ. Χούρσογλου, όπ.π.
27. Νικ. Λίβος, Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρι εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως, ΠοινΧρ Ν/2000, σελ. 289.
28. Θ. Παπαθεοδώρου, όπ.π.
29. Δ. Σακκαλή, όπ.π.
30. Γ. Τριανταφύλλου, όπ.π.
31. Council of Europe, The simplification of criminal justice, Rec No R (87) 18, Strassbourg, 1988 όπου η περιγράφεται η απλούστευση της ποινικής δικαιοσύνης σε τρεις βασικούς άξονες: της δίωξης κατά διακριτική ευχέρεια, τις συνοπτικές, απλουστευμένες ή εξω-δικαστικές διαδικασίες και την απλούστευση της τακτικής διαδικασίας (Κ. Δ. Σπινέλλη, Διερεύνηση του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης, 2η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, 2007).
32. Στ. Χούρσογλου, όπ.π.
33. Γ. Τριανταφύλλου, Η συνδιαλλαγή: Προβλήματα από τη ρύθμιση ενός νέου θεσμού, ΠοινΧρ ΜΕ’, σελ. 1049 επ.
34. Κ.Δ. Σπινέλλη, Διερεύνηση του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης, 2η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σελ. 25.
35. Council of Europe, The simplification of criminal justice, Rec No R (87) 18, Strassbourg, 1988. Μετάφραση στα ελληνικά εις: Στ. Αλεξιάδη, Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική, 4η εκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005.
36. Αποσυμφόρηση επέρχεται υπό το καθεστώς αυτών των διαδικασιών εφόσον αποφεύγεται ολοσδιόλου η επ’ ακροατηρίω διαδικασία μα και μεγάλο κομμάτι της προδικασίας.
37Γ. Τριανταφύλλου, όπ.π.
Η συνδιαλλαγή μεταξύ δράστη και θύματος
της Ασπασίας Λαπιώτη
Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορα Εγκληματολογίας
Οι μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενοι μηχανισμοί απονομής της δικαιοσύνης, όπως αποδεικνύεται από τη πραγματικότητα και τη δικαστηριακή πρακτική των τελευταίων δεκαετιών, έχουν οδηγήσει σε αποτελέσματα, τα οποία αποκλίνουν από τη σωφρονιστική και αντεγκληματική δεοντολογία του νόμου.
Στη βάση αυτής της προβληματικής αναζητήθηκαν στην Ευρώπη ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 εναλλακτικές μορφές δικαιοσύνης, προσαρμοσμένες σε νέα κοινωνικά πρότυπα, με πρωταρχικό σκοπό τόσο την εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης, όσο και την αποκατάσταση των άμεσα εμπλεκομένων μερών σε εγκληματική πράξη ή παραβατική συμπεριφορά που συνιστά προσβολή εννόμου αγαθού.
Κατά τη δεκαετία του ’80 εισάγεται η έννοια της «αποκαταστατικής δικαιοσύνης» με κύρια συνιστώσα της τη «διαμεσολάβηση- συνδιαλλαγή » μεταξύ δράστη και θύματος. Έκτοτε η ιδέα αυτή άρχισε να αξιοποιείται πρακτικά, ώστε περίπου στο τέλος της δεκαετίας του ‘90 περισσότερα από 900 προγράμματα διαμεσολάβησης αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη και δη στη Νορβηγία, τη Φιλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Σε χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, εφαρμόζονται διάφορα «περιοδικά» προγράμματα διαμεσολάβησης, τα οποία κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος και επεκτείνονται με επιτυχία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη με διακρινόμενες πρωτοβουλίες αυτές της Δημοκρατίας της Τσεχίας, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας1.
Από τότε μέχρι σήμερα επιδεικνύεται με σαφήνεια μια αδιάκοπη και αυξανόμενη προσπάθεια εφαρμογής της αποκαταστατικής δικαιοσύνης ειδικά από τα κράτη μέλη της Ευρώπης.
Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη Πρωτοβουλία του Βελγίου, που παρουσίασε και πρότεινε στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικτύου εθνικών σημείων επαφής ως ένα στοιχείο ενίσχυσης για όλα τα κράτη μέλη που επιθυμούν να εισάγουν και να εγκρίνουν τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να προωθηθεί η διαμεσολάβηση στις ποινικές υποθέσεις, όπως προβλέπει το άρθρο 17 της οδηγίας πλαίσιο του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2001 σχετικά με το καθεστώς του θύματος στην ποινική διαδικασία.
Η πρωτοβουλία αυτή εκφράζει τη γενικότερη ανησυχία πολλών κρατών μελών τα οποία αντιλήφθηκαν το αδιέξοδο που είχε οδηγήσει η διαχείριση του έως τώρα συστήματος και συνέτειναν στο ότι η αποκαταστατική δικαιοσύνη παρέχει μια ριζική, νέα και συνολική θεώρηση της διαδικασίας της ποινικής δικαιοσύνης και επιχειρεί να συνδυάσει το ποινικό δίκαιο με τις μέχρι σήμερα ανεφάρμοστες στην πράξη αρχές της θυματολογίας.
Και αυτό διότι η αποκαταστατική δικαιοσύνη τοποθετεί τις ανάγκες του θύματος στην πρώτη θέση και τονίζει με θετικό τρόπο την ευθύνη του δράστη, προσφέροντάς του συγκεκριμένες δυνατότητες επανόρθωσης.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι δυνατότητες αυτές, αντλούμενες από τη φιλοσοφία της εγκληματολογίας και της θυματολογίας, δεν συγκρούονται με στόχους του ποινικού δικαίου και της ποινικής διαδικασίας, όπως είναι για παράδειγμα η ενίσχυση των κοινωνικών προτύπων και η επανένταξη του δράστη, αλλά αντίθετα, βοηθούν στην επίτευξή τους και διευκολύνουν την ενδεχόμενη «συμφιλίωση» μεταξύ του θύματος και του δράστη. Με άλλα λόγια, οι δυνατότητες επανόρθωσης που προσφέρονται στο δράστη, επιτρέπουν μια ενεργό προσωπική συμμετοχή τόσο του θύματος, όσο και του δράστη στην απονομή της δικαιοσύνης και ως εκ τούτου συμβάλλουν στην επιτυχία πολύ πιο εποικοδομητικών και λιγότερο κατασταλτικών μέτρων.
Γίνεται λοιπόν λόγος για συμμετοχική δικαιοσύνη2, η οποία αν και φαντάζει ξένη προς τη φύση και τη δομή του κλασσικού ποινικού δικαίου, ωστόσο φαίνεται να βρίσκει επαρκή δικαιολογητική βάση στην ιδέα ότι η προσβολή εννόμου αγαθού αποτελεί μια σύγκρουση, η οποία πρωτίστως αφορά και ενδιαφέρει τα δύο άμεσα εμπλεκόμενα μέρη, ενώ το κράτος ή η πολιτεία αποτελεί τον τρίτο που θα έπρεπε να έχει ελάχιστη ή μηδενική παρέμβαση στη σύγκρουση.
Περαιτέρω και από τη σκοπιά του κλασσικού ποινικού δικαίου φαίνεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις συγκρούσεων η ποινή ως ανταπόδοση και ειδική πρόληψη κρίνεται άσκοπη στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο δράστης επιθυμεί να προβεί σε οικειοθελή αποκατάσταση του διαταραγμένου από το έγκλημα status του εννόμου αγαθού.
Στην ελληνική έννομη τάξη το εν λόγω θέμα έχει προβληματίσει τους θεωρητικούς της εγκληματολογίας, οι οποίοι έχουν εκφράσει ξεκάθαρη θέση για τη σημασία της συνδιαλλαγής και την ανάγκη της εφαρμογής της.
Σύμφωνο με την τοποθέτηση αυτή στάθηκε και το σχέδιο της λεγόμενης «επιτροπής Μανωλεδάκη» το οποίο αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα για την προώθηση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης 3. Ωστόσο δέχθηκε κριτική από θεωρητικούς του ποινικού δικαίου4 κυρίως διότι : πρωτίστως ο θεσμός, κατά την άποψη των θεωρητικών θα ικανοποιούσε πρακτικότερους σκοπούς πέρα της αποκατάστασης των ειρηνικών σχέσεων, όπως είναι η αποσυμφόρηση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, πρακτική όμως που κατά τους θεωρητικούς δεν επιτρέπεται να αναχθεί σε αυτοσκοπό5 και δευτερευόντως διότι η προσπάθεια προσέγγισης των μερών χαρακτηρίζεται άτολμη, με μη ικανοποιητικό «δέλεαρ» ενόψει του ότι ο δράστης σε ένα τόσο προκαταρκτικό στάδιο δεν έχει συνείδηση των συνεπειών της ενδεχόμενης καταδίκης του.
Με δεδομένη την ως άνω κριτική και τη μη σύγκλιση απόψεων ο θεσμός της συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο, με ένα τρόπο συγκρατημένο και αρκετά διστακτικό, όπου δεν άφησε πολλά περιθώρια για την εμπέδωσή του.
Και ενώ βρήκε εφαρμογή στις παρ.2 των άρθρων 3796 και 3937 του ΠΚ, ωστόσο δεν κατέστη αποτελεσματικός και δραστικός διότι προέκυψε ο εξής προβληματισμός. Τέθηκε το ζήτημα αν οι παράγραφοι 2 των προαναφερθέντων άρθρων εισάγουν απλώς ένα είδος διευρυμένης8 ή ιδιόρρυθμης9 έμπρακτης μετάνοιας ή αν πρόκειται ουσιαστικά για ένα νέο θεσμό ξένο προς τη λογική της έμπρακτης μετάνοιας, ο οποίος αντικατροπτίζει χαρακτηριστικά της ποινικής συνδιαλλαγής δράστη – θύματος και εκφράζει πρωτοποριακές αντιλήψεις της επιστήμης της εγκληματολογίας.
Όποια και να είναι πάντως η ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, η ουσία έγκειται στο γεγονός ότι ο θεσμός δεν λειτούργησε, όσο θα περίμενε κανείς να λειτουργήσει, αναλογιζόμενος τη σημασία αυτού για τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη μέχρι σήμερα πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων όπως αποτυπώνεται στη νομολογία. Πολλοί δικαστικοί λειτουργοί επισημαίνουν ότι η συνδιαλλαγή δεν λειτούργησε στην Ελλάδα αμιγώς ως θεσμός αποκαταστατικής δικαιοσύνης, αλλά χρησιμοποιήθηκε άλλοτε ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, άλλοτε ως λόγος εξάλειψης της ποινής και άλλοτε ως ένα κατασκεύασμα για την απαλλαγή του κατηγορουμένου με την προσχηματική επίκληση έλλειψης δόλου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι παρ’ όλο που οι εισαγγελείς και οι δικαστές θεωρητικά τάσσονται υπέρ της εφαρμογής της συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος, ωστόσο αποφεύγουν την υιοθέτησή της και την αξιοποίησή της με την αιτιολογία ότι συναντούν δυσκολία για μια επαρκή και εμπεριστατωμένη σύνταξη του σκεπτικού των διατάξεων ή των αποφάσεων.
Η αιτιολογία αυτή καταδεικνύει ότι οι εισαγγελείς και δικαστές δεν έχουν ακόμη εξοικειωθεί με τη νέα αυτή πρακτική και δεν έχουν κατασταλάξει στη σύνταξη βασικών σκέψεων, ώστε να διαμορφώσουν μια νέα τάση.
Στην ίδια λογική εντάσσονται και οι δικηγόροι που ως λειτουργοί προσκολλημένοι αφενός στα παραδοσιακά πρότυπα άσκησης δικηγορίας που δεν έχουν συμφιλιωθεί ακόμη με εξωδικαστικούς τρόπους επίλυσης διαφορών αφετέρου δε, θεωρούν, ως ένα βαθμό τον εν λόγω θεσμό σαν ένα μέσο απειλής κατά του δικού τους λειτουργήματος.
Αλλά και τα ίδια τα θύματα, από τα οποία εξαρτάται κατά κύριο λόγο το μέλλον του θεσμού, αντιδρούν στην εφαρμογή του, διότι από τη μια έχουν συνδέσει την τέλεση της πράξης με την ποινικοκατασταλτική διαδικασία. και απ’ την άλλη, θεωρούν ότι με τον εν λόγω θεσμό η συνδιαλλαγή με το δράστη εξισώνεται στην πράξη με απαλλαγή του από την ποινή.
Η αντίληψη δηλαδή που επικρατεί σήμερα, είναι ότι εφόσον στην απονομή της δικαιοσύνης δεν εμπεριέχονται λέξεις όπως τιμωρία, ποινή, φυλάκιση, τότε το ίδιο το θύμα απ’ το οποίο ξεκινάει και επιστρέφει ο όλος θεσμός δεν επιθυμεί να συντελέσει στην υποβοήθηση αυτού, επειδή θεωρεί ότι δεν πρόκειται για ένα σύστημα εμπέδωσης της κοινωνικής ειρήνης, αλλά για ένα «πλεονέκτημα» που δίδεται στο δράστη στα πλαίσια της μεταξύ τους σύγκρουσης.
Δημιουργείται περαιτέρω η εντύπωση ότι η δυνατότητα συμφιλίωσης – συμβιβασμού που παρέχει ο θεσμός στα μέρη, στην ουσία αποποινικοποιεί την πράξη, αφού τονίζει την ανάγκη αποζημίωσης του θύματος, στην περίπτωση που αυτό έχει υποστεί υλική ή ηθική ζημία από μια εγκληματική πράξη ή έχουν προσβληθεί θεμελιώδη δικαιώματά του.
Κρίνεται για αυτό σκόπιμο σε ένα ποινικό σύστημα που θέλει να λειτουργήσει ο θεσμός της συνδιαλλαγής να μην θέτονται προεκτάσεις που θυμίζουν πρακτικές αστικού δικαίου, ώστε να μη δημιουργείται η πεποίθηση ότι ο δράστης «πληρώνει και απαλλάσσεται », αλλά να αποκτηθεί διευρυμένη συνείδηση για το τι μπορεί να σημαίνει αποκαταστατική δικαιοσύνη – συμφιλίωση και ποια μπορεί να είναι η συμβολή αυτής στη λειτουργία του ποινικού συστήματος και τις σχέσεις των δύο μερών.
Τελικά η μη εφαρμογή του θεσμού ενδεχομένως συντηρείται από το ίδιο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στο δίκαιό μας. Σε ένα ποινικό σύστημα με συγκεκριμένες κατευθύνσεις και δομές και με δεδομένους τους μέχρι σήμερα παραδοσιακούς τρόπους αντιμετώπισης συγκεκριμένων εγκλημάτων, η χρησιμότητα και η αποτελεσματικότητα του θεσμού στην πράξη παρουσιάζεται προβληματική, και ανεπαρκής.
Άλλωστε η ύπαρξη και άλλων θεσμών που η εφαρμογή τους εντάσσεται περίπου στο ίδιο πνεύμα με αυτό της συνδιαλλαγής, όπως η αναστολή και η μετατροπή της ποινής και οι οποίες αν αναντίρρητα έχουν συμβάλει τα μέγιστα στους σκοπούς του ποινικού δικαίου, ωστόσο φαίνεται στην πράξη να αποδυναμώνουν το θεσμό, επειδή δεν εντάσσονται από κοινού σε ένα πλαίσιο στο οποίο θα συλλειτουργούν και θα αλληλοσυμπληρώνονται, στο μέτρο βέβαια που αυτό θα κριθεί εφικτό.
Το ζήτημα είναι αν στο ισχύον σύστημα απονομής της δικαιοσύνης μπορούν να συνυπάρξουν δημιουργικά όλοι οι ως άνω θεσμοί ή να υποστούν τροποποιήσεις, ώστε να αποκτήσει έκαστος ανάλογα με την περίπτωση τη λειτουργικότητα που του αρμόζει.
Για παράδειγμα σε ορισμένα εγκλήματα ιδίως στα εξ αμελείας τελούμενα, όπως σε σωματικές βλάβες ή σε ανθρωποκτονίες εξ αμελείας (τροχαία), ίσως κρίνεται σκόπιμο να ενεργοποιείται ευθέως ο θεσμός της συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος με την απόπειρα της συμβιβαστικής επίλυσης, ώστε να αποκαθίσταται άμεσα το διαταραγμένο από το έγκλημα status του εννόμου αγαθού, να λειτουργεί αποτελεσματικά η ειδική και η γενική πρόληψη και ταυτόχρονα ως παρεπόμενο αποτέλεσμα να αποσυμφορείται το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.
Επίσης σε όλα τα μέσης βαρύτητας εγκλήματα κατά της περιουσίας αλλά και κατά της ιδιοκτησίας, όπως η απάτη και η κλοπή να υπάρχει η δυνατότητα συνδιαλλαγής, όπου την πρωτοβουλία θα παίρνουν τα αρχικά τα ίδια τα εμπλεκόμενα μέρη, σε συνεργασία με τοπικά συμβούλια στα πλαίσια της κοινότητας και σε ενδεχόμενη αποτυχία οι δικαστικές αρχές.
Για τα μεγάλης βαρύτητας εγκλήματα επειδή αποτελούν τον πυρήνα του ποινικού δικαίου και υπάρχουν στη συνείδηση του πολίτη ως τέτοια, η συνδιαλλαγή δεν βρίσκει όπως γίνεται αντιληπτό πρόσφορο έδαφος εφαρμογής.
Είναι γεγονός, ότι μέχρι σήμερα ο θεσμός της συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος κείται σε ένα πρώιμο και δυστυχώς μη εξελίξιμο στάδιο, το οποίο δεν αφήνει περιθώρια για να εκτιμηθεί και να εξεταστεί η αποδοτικότητά του στην πράξη, ώστε να τροφοδοτηθούν περαιτέρω συζητήσεις. Τα στοιχεία που καλούμαστε να επεξεργαστούμε και να υιοθετήσουμε προέρχονται κατά κύριο λόγο από αλλοδαπές έννομες τάξεις και από πρωτοβουλίες οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης..
Και το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο μπορεί ο εγκληματολόγος να συμβάλει στην προώθηση και την εγκαθίδρυση του θεσμού και να εμπλουτίσει την ιδέα της επιείκειας και της συμφιλίωσης, βοηθώντας δράστη και θύμα να ζήσουν αρμονικά ως υγιή μέλη της κοινωνίας, όταν το ίδιο το σύστημα στο οποίο ανήκει, αρνείται να δεχθεί θεσμούς που εκπολιτίζουν και εξανθρωπίζουν τον μέχρι σήμερα συντηρητικό τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.
Αν δεν γίνει συνείδηση ότι η φιλοσοφία του θεσμού της συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος εισάγει νέα πρότυπα και επαναπροσδιορίζει το σκοπό της ποινικής διαδικασίας, ενεργοποιώντας ένα «θυματολογικό προσανατολισμό» και συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της κοινωνικής ειρήνης10, τότε η ελληνική έννομη τάξη θα αργήσει πολύ να απεμπλακεί από την εμμονή της πολιτείας για παραδοσιακά και χρονοβόρα μέτρα ποινικής καταστολής που η ίδια η εφαρμογή τους έχει προδώσει.
Η απεμπλοκή της ελληνικής έννομης τάξης από τα παραδοσιακά πρότυπα και ο εκσυγχρονισμός της, υπό το πρίσμα της νέας κοινωνικής πραγματικότητας πρέπει να αποτυπωθεί πλέον έμπρακτα. Το δρόμο για το τελικό ζητούμενο αποτυπώνει η φράση του Binding « η ποινή αποβλέπει στην πρόκληση μιας πληγής, ενώ η αποζημίωση αποβλέπει στην ίαση μιας άλλης χωρίς να προκαλεί ταυτόχρονα μια δεύτερη».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κουράκης Νέστωρ, Ποινική Καταστολή, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα - Κομοτηνή 1997
2. Κ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2005
3. Αλεξιάδης Στέργιος, Εγκληματολογία, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη
4. Πανούσης Ι. – Λ. Δημόπουλος – Β. Καρύδης, Θυματολογικά κείμενα, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα –Κομοτηνή 1994
5. Δασκαλάκη Η., Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, (παραδόσεις) εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή
Υποσημειώσεις
1. Από την αιτιολογική έκθεση της 24ης Μαρτίου του 2003 σχετικά με την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου με σκοπό την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου εθνικών σημείων επαφής για την αποκαταστατική δικαιοσύνη Επίσημη Εφημερίδα αριθμ. C 242 της 08/10/2002 σελ. 0020-0023
2. Αντώνης Δ. Μαγγανάς, Ποιν. Δικ 3/2006 (έτος 9ο ) σελ. 298 επ.
3. Από το 1987 το β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο της Επιστημονικής Εταιρίας του ποινικού δικαίου (βλ. πρακτικά Β΄ Πανελληνίου Συνεδρίου ΕΕΠΠ 1987,σελ. 176) ασχολήθηκε με τη θέση του θύματος στο ποινικό σύστημα και με το θεσμό της πολιτικής αγωγής. Στα πορίσματα του Συνεδρίου επισημαίνονται ότι: θα πρέπει να μελετηθεί η δυνατότητα καθιέρωσης οριστικής παύσης της δίωξης πλημμελημάτων εξ αμελείας και πλημμελημάτων αποκλειστικά ή κατά βαρύνοντα λόγο περιουσιακού περιεχομένου όταν πεισθεί το δικαστήριο σε δήλωση του πολιτικώς ενάγοντα ότι έχει ικανοποιηθεί και κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητη η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας και η ενδεχόμενη επιβολή της ποινής
4. Α. Καρράς, Βασικές παρατηρήσεις στο Σχέδιο του ΚΠΔ, Πχρ ΜΕ,σελ.10
5. Γ. Κτιστάκης , Σκέψεις σχετικά με το σχέδιο της νέας Ποινικής Δικονομίας, Πχρ ΜΕ, σελ΄279
6. 379 ΠΚ Απόδοση ιδιοποιημένου πράγματος: 1. Το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμα εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μέρος.2. Ο υπαίτιος της πράξης της υπεξαίρεσης εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα με τη θέλησή του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαριστεί και δηλώσει τούτο ο παθών ή κληρονόμοι του.
7. 393 ΠΚ Γενικές Διατάξεις : 1. Οι διατάξεις του άρθρου 378 στοιχεία α΄ και γ΄ εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις των άρθρων 386 και 387. Οι διατάξεις του άρθρου 379 και για τις πράξεις των άρθρων 386, 387, 389, 390, 391 και 392. 2.Ο υπαίτιος των εγκληματικών πράξεων των άρθρων 386, 386 Α εφόσον δεν τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, 388 και 390 του ΠΚ απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με ελεύθερη θέλησή του ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαριστεί και δηλώσει τούτο ο παθών ή κληρονόμοι του.
8. Α.Παπαδαμάκης Τα Περιουσιακά Εγκλήματα 2000, σελ. 167, 195,207, 233
9. Λ. Μαργαρίτης σε Μαργαρίτη – Παρασκευόπουλο, Ποινολογία, 2000, σελ.186
10. Ν. Κ Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Αθήνα- Κομοτηνή 1994, σελ. 33