,
Αρτεμισία Παππά
Αργυρή Πανεζή,
Σοφία Παναγιωτοπούλου,
Φοιτήτριες Νομικής Σχολής Αθηνών
H Ελληνική Εταιρία Εγκληματολογίας και το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών πραγματοποίησαν εκδήλωση-συζήτηση με θέμα «Κώδικας Δεοντολογίας για τους Εγκληματολόγους – Πρόταγμα του 21ου αιώνα;» την Τρίτη 18 Μαρτίου 2008.
Η εκδήλωση άνοιξε με χαιρετισμό που απηύθυνε η Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Εγκληματολογίας κα Αλίκη Μαραγκοπούλου, της οποίας η στάση ήταν ευνοϊκή ως προς την δημιουργία κωδίκων δεοντολογίας για τους εγκληματολόγους ερευνητές και για τους εγκληματολόγους επαγγελματίες.
Πρώτη έλαβε το λόγο η συντονίστρια της συζήτησης, η Ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Καλλιόπη Σπινέλλη και υποστήριξε ότι Κώδικας Δεοντολογίας είναι το σύνολο κανόνων που θα ρυθμίζει την συμπεριφορά των εγκληματολόγων και τις επιτρεπόμενες μεθόδους κατά την άσκηση των ερευνητικών ή επαγγελματικών τους καθηκόντων. Και η Καθηγήτρια ήταν θετική με την δημιουργία του, αφού κάνοντας και μια ιστορική αναδρομή ανέδειξε την μεγάλη σημασία και την αποτελεσματικότητα που θα είχε ένα τέτοιο εγχείρημα. Έθεσε, τέλος, τον προβληματισμό αναφορικά με το περιεχόμενο που θα έχει ο κώδικας αυτός και σε ποιόν θα ανατεθεί το δύσκολο αυτό έργο.
Ο Θ. Παπαδάκης, Πρόεδρος του συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) που χρονολογείται από το 1963, αναφέρθηκε στην πορεία του αντίστοιχου κώδικα. Το 1978 ψηφίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο Κώδικας Δεοντολογίας Ψυχολόγων, ήταν λογικό λοιπόν, καθώς ούτε σπουδές ψυχολογίας υπήρχαν στην Ελλάδα, ο Κώδικας Δεοντολογίας του ΣΕΨ να επηρεαστεί από το εξωτερικό, κυρίως δε από την Αμερική, όπου το ζήτημα αυτό είχε εξελιχθεί περισσότερο. Ο Κώδικας Δεοντολογίας του ΣΕΨ απευθύνεται στους ψυχολόγους είτε ασκούν κλινική πράξη είτε διεξάγουν έρευνα είτε διδάσκουν είτε συγγράφουν, και τους δεσμεύει σε ηθικές αρχές επηρεασμένες από το λειτούργημα των δημοσιογράφων. Σημαντική ρύθμιση είναι η δυνατότητα κατάθεσης παραπόνων κατά ψυχολόγου, η κρίση αυτών από αρμόδια αρχή και η επιβολή ποινών από το
σύλλογο σε περίπτωση απόκλισης από τις βασικές αρχές του ΣΕΨ. Άξια επισήμανσης είναι η πρωταρχική υποχρέωση του ψυχολόγου προς τον πελάτη για εχεμύθεια. Ως μόνη εξαίρεση είναι η άρση απορρήτου σε περίπτωση κινδύνου πελάτη ή τρίτων, όπου αναφέρονται πληροφορίες σε αρμόδιες αρχές και φορείς. Αναφορά έγινε ακόμη στον Μετά-κώδικα ηθικής E.F.P.A. (European Federation of Psychologists’ Association) του 1995 και στο Καταστατικό Χάρτη Επαγγελματικής Ηθικής για τους ψυχολόγους, όπου θέτει ως θεμελιώδες το σεβασμό δικαιωμάτων, την υπευθυνότητα, την επάρκεια και την ακεραιότητα.
Έπειτα, τον λόγο πήρε η Καθηγήτρια Κοινωνικής Εργασίας και μέλος του Συλλόγου Κοινωνικών Λειτουργών, Μ. Μαρντικιάν-Γαζεριάν, η οποία αναφέρθηκε για τους ήδη υπάρχοντες Κώδικες Δεοντολογίας στο επάγγελμα των κοινωνικών λειτουργών. Επισήμανε ότι για να εισαχθεί ένας τέτοιος κώδικας σε κάποιον επιστημονικό κλάδο, όπως αυτός των εγκληματολόγων, θα πρέπει τα ενδιαφερόμενα άτομα να προετοιμαστούν για αυτό, γιατί πλέον θα δεσμεύεται η δουλεία, έστω και αν γίνεται προς καλυτέρευση της έρευνας και του επαγγέλματος. Πάντως και το ζήτημα, κατά πόσο θα δεσμεύει ένας Κώδικας Δεοντολογίας θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά. Στην συνέχεια, αναφέρθηκε στις αρχές, τις υποδείξεις και τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Κώδικας δεοντολογίας των κοινωνικών λειτουργών, σύμφωνα και με τον σχετικό νόμο του 1992. Τελειώνοντας την εισήγησή της, η καθηγήτρια επισήμανε την προβληματική, αν από τον κώδικα θα δεσμεύονται μόνο τα μέλη του συλλόγου των κοινωνικών λειτουργών ή όλοι όσοι ασκούν το σχετικό επάγγελμα.
Ο Ν. Φακιολάς, διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, Αντιπρόεδρος Συλλόγου Ελλήνων Kοινωνιολόγων, Διευθυντής Ερευνών Ε.Κ.Κ.Ε., αναφέρθηκε στον Κώδικα Δεοντολογίας των Κοινωνιολόγων. Χαρακτηριστικό αυτού του Κώδικα είναι ότι προβλέπει οδηγίες για την άσκηση του επαγγέλματος χωρίς να υπάρχουν διατάξεις για κυρώσεις, διότι υπάρχουν, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, για αυτό το λόγο καταστατικά σωματείων και ειδικοί νόμοι.
Επόμενη εισηγήτρια η Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Έφη Λαμπροπούλου, η οποία εξ αρχής έθεσε τρεις άξονες, την ερευνητική
ηθική, το επιστημονικό ήθος και την ηθική υπευθυνότητα. Δέχθηκε ότι οι επαγγελματίες πρέπει να διακατέχονται και από τα τρία αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μη θεωρώντας όμως αναγκαία την δημιουργία κωδίκων δεοντολογίας που να τα επιβάλλουν με εποπτεία και πειθαρχικό έλεγχο. Παραδέχθηκε την χρησιμότητα τέτοιων κωδίκων, αντέτεινε όμως την εθελοντική συμμετοχή και την εξάρτηση από το αν είσαι μέλος ή όχι του αντίστοιχου συλλόγου και το ότι πρέπει να υπάρχει συνοχή στον επιστημονικό κλάδο και εμπιστοσύνη στις εσωτερικές σχέσεις των μερών για την υπακοή σε έναν Κώδικα Δεοντολογίας, και κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι δεδομένο. Αναρωτήθηκε βέβαια και σε ποιους κανόνες θα είναι υπόλογοι οι έλληνες ερευνητές στο εξωτερικό. Συμπερασματικά, η Καθηγήτρια θεώρησε ότι οι Κώδικες Δεοντολογίας δεν είναι απολύτως αναγκαίοι, προτείνοντας την ύπαρξη αρμόδιας συμβουλευτικής επιτροπής.
Ο Νικόλαος Κουλούρης, εγκληματολόγος της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, επισήμανε κυρίως τις ιδιαιτερότητες του χώρου των φυλακών. Μίλησε συγκεκριμένα για τα προβλήματα του επαγγέλματος και διατύπωσε το σημαντικότατο ερώτημα «Πώς πρέπει να λειτουργεί ένας εγκληματολόγος, ως δημόσιος υπάλληλος ή ως ειδικευμένος σύμβουλος σωφρονιστικών ιδρυμάτων, υπεύθυνος να μεταφέρει τα προβλήματα των φυλακισμένων και να συμβάλλει στην επίλυση αυτών;» Δύσκολη η απάντηση καθώς ο εγκληματολόγος εκ των πραγμάτων αναγκάζεται συχνά να δρα ως όργανο της διοίκησης και έρχεται αντιμέτωπος με αντιτιθέμενα συμφέροντα. Αναρωτήθηκε λοιπόν, μήπως η κωδικοποίηση των βασικών αρχών του λειτουργήματος του εγκληματολόγου θα κατέρριπτε το σκεπτικό ότι «…στη φυλακή επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού…» και θα ανεξαρτητοποιούσε το ρόλο του.
Τελευταία ομιλήτρια της εκδήλωσης, η επίκουρη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κρανιδίωτη Μαρία, η οποία αναφέρθηκε στο περιεχόμενο που θα πρέπει να έχει ένας τέτοιος κώδικας για τους εγκληματολόγους και κυρίως στην αμεροληψία, στο απόρρητο των πληροφοριών, στην αποφυγή πρόκλησης βλάβης στην ψυχική υγεία των υποκειμένων που συμμετέχουν στην έρευνα, στους συνεργαζόμενους φορείς κλπ. Θα πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεώσεις του εγκληματολόγου τόσο σαν επαγγελματία, όσο και σαν ερευνητή. Πρότεινε όμως, τέτοιοι κανόνες να μη έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα, αλλά να λειτουργούν συμβουλευτικά, παράλληλα με την ελληνική νομοθεσία, η οποία υπερισχύει. Τέλος, αναφέρθηκε ειδικά στα επαγγελματικά απόρρητα του άρθρου 212 ΚωδΠοινΔικον., προτείνοντας και την προσθήκη νέων επαγγελμάτων, όπως κοινωνικά, ανθρωπιστικά επαγγέλματα, επαγγέλματα κοινωνικής αρωγής.
Στο τέλος της εκδήλωσης, εξέφρασε και τη γνώμη του μεταξύ άλλων κι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νέστωρ Κουράκης, ο οποίος χαρακτήρισε αναγκαία την σύνταξη Κώδικα Δεοντολογίας για τους εγκληματολόγους, επισημαίνοντας όμως δύσκολα και οριακά ζητήματα που πρέπει εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη, για την επίτευξης της μέγιστης αποτελεσματικότητας της προσπάθειας αυτής.