Μέγεθος γραμμάτων
Karl Ludwig Lorenz Binding (1841 – 1920) του Παναγιώτη Δεριζιώτη, φοιτητή νομικής Αθηνών
-Protective norm theory (Schutznormen)[1]
-Euthanasia & the legal status of
suicide
Η ακαδημαϊκή πορεία του Binding εγκαινιάστηκε το 1860, με την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν (Γοτίγγης), όπου μελέτησε ιστοριογραφία και νομικά, έως και το 1864, οπότε και σηματοδοτήθηκε η ανάρρησή του ως ανεξάρτητου διδάκτορα[5] (“Pro venia legendi” habilitatio) επί του Ποινικού Δικαίου, στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Το διετή κύκλο διαλέξεων με αντικείμενο την ποινική δογματική, ακολούθησε η ανακήρυξη και ο διορισμός του honoraris causa στην καθηγεσία του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δικονομίας στο Πανεπιστήμιο της ελβετικής Βασιλείας.
To
1866 εισέφερε στην ιστορική βιβλιογραφία με τη λαογραφική και γλωσσολογική
μονογραφία του, «Το Βουργουνδικό – Ρωμανικό Βασίλειο» (“Das burgundisch-romanische Königreich”; 1868, Λειψία), ενώ κατάρτισε και
δημοσίευσε την εμβριθή «Κριτική επί των Σχεδίων Ποινικού Κώδικα για τη Βόρεια
Γερμανική Συνομοσπονδία» (“Kritik des
Entwurfs zum Strafgesetzbuch für den Norddeutschen Bund”; ανατυπ. 1870,
Λειψία). Εντούτοις, ανέστειλε την ακαδημαϊκή του δραστηριότητα με την
εθελοντική προσφορά ανθρωπιστικής αρωγής στις υπαίθριες στρατιωτικές
νοσοκομειακές μονάδες του αρτηριακού μετώπου του Φραγκοπρωσικού πολέμου[6],
καίτοι ανίκανος να υπηρετήσει ως έφεδρος. Προϊόντος του χρόνου, επανήλθε στις
ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις, παραδίδοντας διαλέξεις συμπληρωματικά στο
Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου το 1872 και, εφεξής τακτικά, στο Πανεπιστήμιο της
Λειψίας, όπου και εργάστηκε μέχρι να αφυπηρετήσει 40 χρόνια ύστερα, εστεμμένος
πρύτανης (rector) και απόμαχος ομότιμος καθηγητής του
Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Ενδεδυμένος τον δικαστικό μανδύα,
υπηρέτησε ως λειτουργός της δικαιοσύνης στο περιφερειακό δικαστήριο της Λειψίας,
μεταξύ των ετών 1879 – 1900. Εικόνα
1.
Ψηφιοποιημένο απάνθισμα των εσωφύλλων των πρωτοτύπων έργων, όπως αυτά
φυλάσσονται στις μνημειακές βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ ως κοινό
κτήμα της γνωσιακής – επιστημονικής (νομικής) κληρονομιάς. Ο εν λόγω διαπρεπής ποινικολόγος , εργαλειοποιώντας προϋποθετικά την εννοιοκρατική ενάργεια και σαφήνεια που αποθησαυρίζει επιτακτικά η νεωτέρα συνταγματικά[8] διασφαλισμένη δικαιοκρατική αξίωση για συγκεκριμένη διατύπωση των εννόμων προϋποθέσεων, προέκρινε τη δημοκρατική θεμελίωση της αρχής της νομιμότητας (nullum crimen nulla poena sine lege scripta, certa, stricta, praevia – legalitätsprinzip) στο περιγραφικό απάνθισμα των ποινικών υποστάσεων, διά των οποίων και μόνον συστηματοποιείται και στοιχειοθετείται το ποινικό άδικο. Η δε ανωτέρω αξίωση, περιβεβλημένη τη συνταγματική περιωπή και τον ius cogens (αναγκαστικού δικαίου) χαρακτήρα των κανόνων δημοσίας τάξης , διατάσσει απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα πρωτογενώς[9], με τους ποινικούς νόμους (δογματικούς – συστηματικούς, ως προς το γενικό μέρος του ΠΚ, και τις ειδικές υποστάσεις των εγκλημάτων του ειδικού μέρους του ΠΚ) να εισάγονται, κυρώνοντας δευτερευόντως αυτήν[10],[11]. Ωσαύτως, το σύστημα του ΠΔ προσκτά τον χαρακτήρα της «Μάγκνα Κάρτα» του πολίτη, κατά τον F. v. Liszt, δηλ. το οχυρό της προστασίας του απέναντι στην μακροεφαρμογή και άσκηση της ποινικής εξουσίας, η οποία ενασκείται από την πολιτεία μόνον και όχι από τη λαϊκή πρωτοβουλία. Παρά ταύτα, το Ποινικό Δίκαιο, ως σώμα κανόνων, δεν πρέπει να αναλαμβάνει την ηθική κηδεμονία των κοινωνών του δικαίου, μήτε να υποθάλπει τον παρεμβατικό και συγκεντρωτικό κρατισμό ως αυτοσκοπό του κολασμού των κοινωνικών παθογενειών. Τουναντίον, οι ποινικές νόρμες (norms) είναι καρπός φιλελεύθερης δικαιοπολιτικής σκέψης. Άμα τη υπαγωγή και των πάλαι πότε ευγενών και αριστοκρατών (peers and noblemen) στην ποινική εξουσία δυνάμει της καθολικής προστατευτικής – εξασφαλιστικής αποστολής του ΠΔ υπό τη γενική και αφηρημένη, πλην σαφή και κατηγορηματική- ακαδημαϊκά και λογικά in concreto αποδεκτή- διατύπωση της ύλης του ουσιαστικού μέρους του, επετεύχθη μία νέα έκφανση της ισότητας, δημοκρατικά ατομικιστικής. Αποσαθρώθηκε, επομένως, η (αποφατική) έννοια της ελευθερίας ως νομικής και πραγματικής ασυδοσίας, καθ’ ην εξέλειπε η ατομική υποχρέωση των «ελευθέρων» ατόμων (freemen) προς υπακοήν (obedience) σε οιαδήποτε εξουσία, είτε προσώπου, είτε θεσμού, που τα αναγνώριζε ως τέτοια[12]. Στο πνεύμα τούτο ο Binding ιχνηλάτησε τις ρίζες της νεωτέρας ποινικής δογματικής επί τη βάσει του Rechtsgüter (εννόμου αγαθού και των διασφαλιστικών αυτού «νορμών»), με τον ισχυρισμό ότι η εγκληματική πράξη πληροί την ποινική (ειδική) υπόσταση, αλλά δεν την προσβάλλει καθ’ εαυτήν, παρά εξομοιώνεται με τα περιγραφικά της στοιχεία. Κατ’ ουσίαν, η εγκληματική πράξη παρακάμπτει την αναγκαιότητα (αξίωση) που εγείρει ο ποινικός νομοθέτης για προστασία του εκάστοτε εννόμου αγαθού (το οποίο κατά συνεκδοχή υποφώσκει της «νόρμας», που το καθιστά νομικά υπαρκτό), βάλλοντας με την αφροντιστία της αντικοινωνικής πράξης κατά της διασφαλιζόμενης κοινωνικής συνοχής[13].
§2. Μία αμφιλεγόμενη και
παρακινδυνευμένη, εντούτοις, εργασία του Binding
σε σύμπραξη με τον γνωστό ψυχίατρο Alfred Hoche θα συσκοτίσει εκ των υστέρων τα
ίδια τα ελατήρια της εκπόνησής της και μόνον κριτικά μπορεί να εξεταστεί στα
μεταπολεμικά χρόνια. Παρακινημένοι από την ακαδημαϊκή τους ανησυχία να
εξερευνήσουν τα άδυτα της ιατρικής ηθικής υπό το φως του θετικισμού και της
σύγχρονης επιστημονικής προόδου, δημοσίευσαν το 1920 τα πορίσματά τους υπό τον
πηχυαίο τίτλο: “Die
Freigabe der Vernichtung Lebensunwerten Lebens(Allowing the Destruction of
Life Devoid of Living – Νομιμοποιώντας την Αφαίρεση της Ζωής στερουμένης της
Ζωτικότητάς της)”. Τα εν αυτώ
επιχειρήματα νοσφίστηκε το χιτλερικό ναζιστικό καθεστώς, προσβλέποντας στη
στερέωση των ειδεχθών γενετικών πειραμάτων και των φυλετικών γενοκτονικών
εξοντώσεων που προωθούσε μέσω του προγράμματος “Aktion T4Euthanasia”. Στο πλαίσιο αυτό, ο Binding διεξήλθε την διττή προβληματική της αυτοχειρίας de lege poenali lata στη Γερμανία του 1920, σε συνάρτηση με τη νομιμότητα της ευθανασίας[14],
ως ετερόνομου κατά «επηυξημένη» συναίνεση (Einwilligung) του παθόντος
ιατρικού τερματισμού της ζωής του, προκειμένου ο τελευταίος να απαλλαγεί από
τους δυσβάσταχτους πόνους που τον κατατρύχουν, καθώς και η ίδια η πολιτεία από
έναν γενετικά επίφοβο και οικονομικά επαχθή τρόφιμο ανίατο ασθενή[15].
Συνήγαγε, μάλιστα, ότι μεταξύ της αυτοκτονίας κατόπιν συμμετοχής (ηθικής
αυτουργίας, με την παράσταση πεισιθανάτου ρητορικής στον ασθενή, κατά το αρ. 46
§1 του ΕλλΠΚ ή αμέσου ή απλής συνέργειας, με την παροχή υλικής συνδρομής κατά
τον αυτοχειριασμό, των αρ. 46 και 47 του ΕλλΠΚ) και της ανθρωποκτονίας «εξ
οίκτου» κατόπιν εφαρμογής ιατρικής μεθόδου ευθανασίας, το δικαστήριο πρέπει να
κρίνει διαφορετικά, αν αναιρείται μία καθ’ όλα υγιής ζωή ή ενός ανήκεστου
ασθενούς. Στο επιμύθιον, πρέπει καταληκτικά να
τονιστεί πώς οι ανωτέρω θεωρίες έχουν αντικρουσθεί με σθεναρότητα κατά το
δεύτερον ήμισυ του 20ου αι. και ύστερα[16],
μολονότι την πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου είχε διαμορφωθεί ένα ρεύμα μαζικής,
ίσως και παλλαϊκής υποστήριξης της ευγονικής και της ιατρικής υποβοήθησης στην
βιογενετική συγκρότηση «τελειότερων ανθρώπων»[17].
Δικαίως, ωστόσο, τηρείται επιφυλακτική και εφεκτική στάση στις οικείες θεωρίες,
διότι για το ανθρωπιστικό κεκτημένο και τις ανεξάρτητες κοινωνικές δράσεις του
21ου αι. ουδείς εξουσιάζει τα μητρικά και σύμφυτα με την ανθρώπινη
υπόσταση ανθρώπινα δικαιώματα που ανάγονται σε έννομα αγαθά, με εγγυητή ήδη το
κοινωνικό κράτος δικαίου. Εικόνα 2. Το περιώνυμο έργο σε σύγχρονη έκδοση και απόδοση στην αγγλική γλώσσα (Cristina Modak transl.; 2012).
Πηγές (εκτός της ανωτέρω
προσωπικής βιβλιογραφίας του Binding): [1] Βλ. τη θεματοποίηση και στοιχειοθέτηση της θεωρίας, που ανήχθη σε αξίωμα της ποινικής δογματικής στο: Die Normen und ihre Übertretung, Eine Untersuchung über die rechtmäßige Handlung und die Arten des Delikts (2nd edition, 1890; Οι νόρμες και η παραβίασή τους: Μια μελέτη περί της νομοτυπικής πράξης και των μορφών του εγκλήματος). [2] Foundational Texts in Modern Criminal Law, Markus Dirk Dubber (ed.), Oxford Press 2014, σελ. 12-13· Σε απόδοση στη νεοελληνική: Τα έννομα αγαθά (ήτοι οι προστατευόμενες από τις ποινικές – ειδικές- υποστάσεις (διατάξεις) του Ποινικού Δικαίου αξίες) εσωκλείουν «οτιδήποτε ο (ποινικός) νομοθέτης κρίνει πολύτιμο και την απρόσκοπτη διαφύλαξη του οποίου, ωσαύτως, πρέπει να διασφαλίσει μέσω των κανόνων». Ο Binding, άλλωστε, υποστήριξε ότι «η εξουσία προς τιμώρηση δεν είναι παρά το δικαίωμα καθ’ υπακοήν στο νόμο, το οποίο έχει παραμορφωθεί από την μη συμμόρφωση του παραβάτη» και διείδε στον σκοπό του (ποινικού) κολασμού «την υπαγωγή του εγκλείστου στο καθεστώς ισχύος του νόμου χάριν της διατήρησης του (κανονιστικού) κύρους των παραβιασθεισών διατάξεων». [3] “Die Freigabe der Vernichtung Lebensunwerten Lebens(Allowing the Destruction of Life Devoid of Living – Νομιμοποιώντας την Αφαίρεση της Ζωής στερουμένης της Ζωτικότητάς της)”, 1920, σελ. 6 και 26. [4] Συστηματική θεωρία οργάνωσης και λειτουργίας του δικαιοδοτικού μηχανισμού στη βάση ουσιαστικής και δικονομικής ποινικής νομοθετικής και νομολογιακής ύλης, που εμφορείται από το πνεύμα του “ius talionis” (δίκαιο των αντιποίνων) και πραγματώνει τα προτάγματα “Punitur quia peccatum est (Ποινή επιβάλλεται, διότι διεπράχθη αδίκημα)” & “Poena noxae vindicta est (Η ποινή αποτελεί κολασμό ενός εγκλήματος)”. Θεμελιώνεται δε η δικαστική ποινή (poena forensis) στην καντιανή δικαιϊκή λογική ότι «ουδέποτε μπορεί να διαταχθεί ως απλώς ως μέσον για να προαχθεί ένα άλλο αγαθό, για τον ίδιο τον εγκληματία ή για την πολιτική κοινωνία, αλλά πρέπει πάντοτε να επιβάλλεται σε βάρος του μόνον επειδή εγκλημάτησε»· η ποινή απορρέει, συνεπώς από την κατηγορηματική (κατηγορική) προσταγή του ποινικού νόμου (βλ. Ιμμάνουελ Καντ, Η Μεταφυσική των ηθών (μτφρ. Κ. Ανδρουλιδάκης), §49 Ε. 331, σελ. 170). Πρβλ. τον όρο «αποκαταστατική ή επανορθωτική δικαιοσύνη» (restorative justice), ο οποίος προσδένεται στην «ειρηνοποιό εγκληματολογική κατεύθυνση» εν αντιθέσει με την «πολεμοχαρή – αρειμάνιο» εγκληματολογία» και τη θεωρία των «ποινικών ειλώτων» σε Καλ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία – σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, γ’ εκδ., 2014, σελ. 63 επ. [5] Η εναίσιμη διατριβή – επισκόπησή του προσδενόταν στον άξονα του Ρωμαϊκού Ποινικού Δικαίου και είχε εκπονηθεί στη λατινική, με τίτλο “De Natura Inquisitionis Processus Criminalis Romanorum praesertim ex eo tempore quo Ordo Judiciorum Publicorum in usu esse desiit” (σε απόδοση στη νέα ελληνική: «Περί της Φύσεως της Ανάκρισης στην Ποινική Διαδικασία των Ρωμαίων και μάλιστα στην εποχή κατά την οποία η αρχή των δημοσίων δικών έχει παύσει να ισχύει»). [6]Ιούνιος 1870 – Μάιος 1871· μία μνημειώδης ένοπλη σύρραξη, εγγεγραμμένη στην εν γένει αξιοσημείωτη γεωστρατηγική και πολιτικοδιπλωματική επιτυχία του Πρώσου καγκελαρίου Μπίσμαρκ στην ενοποίηση των κατακερματισμένων γερμανικών ομόσπονδων κρατών υπό ενιαίο προσωποπαγές στέμμα. [7] Πεζογραφημένο νομικό κείμενο, του οποίου ο τίτλος (“Sachsenspiegel: κατά κυριολεξία «Καθρέπτης των Σαξόνων» και κατά φορμαλιστική απόδοση «Επισκόπηση του Δικαίου των Σαξόνων») ήδη προαλείφει το παροιμιώδες, αλλά και ad hoc αλληγορικό, λογοτεχνικό κανονιστικό του περιεχόμενο. Επί πέντε έως και έξι αιώνες η πρωσική και γερμανική έννομη τάξη σύγκειτο στο απόσταγμα αυτό της χωροδεσποτικής – φεουδαλιστικής αυτοκρατορικής εξουσίας και στα ψήγματα ακωδικοποίητου εθιμικού δικαίου. Ωστόσο, όχι με παραδείγματα, αλλά με νόμους (ποινικές υποστάσεις και την ποινική διδασκαλία συλλήβδην) πρέπει να δικάζει κανείς (non exemplis sed legibus judicandum est). [8] Στο ελληνικό Σύνταγμα, αρ. 7 § 1 και αρ. 1 ΠΚ· πρβλ. αρ. 1 § 1 του γερμ. ΠΚ και αρ. 103II του γερμ. Συντάγματος (Grundgesetz). [9] Βλ. Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, τ. Α’, επ. Σταμάτη, 1978, σελ. 28: «και εκεί ένθα προϋπάρχει και εκεί ένθα εν τω αυτώ νομοθετικώ κειμένω κεχωρισμένως διατυπούται και εκεί, τέλος, ένθα ουδαμώς εμφανίζεται εξωτερικώς, πάντοτε ο απαγορευτικός ή επιτακτικός κανών δικαίου αποτελεί το λογικώς πρότερον του ποινικού νόμου, όστις κυροί την παράβασίν του (πρωτογενούς)». [10] Obiter dictum εδώ θα συνιστούσε η περιδίνηση στην προβληματική της «απατηλής νομικής τυποποίησης μιας αξιοποίνου συμπεριφοράς», διαλαμβάνοντας καταχρηστικά την περιγραφή της κολάσιμου πράξης με αμιγώς αξιολογικά στοιχεία, τα οποία ad substatiam υποτονθορίζουν την υποκειμενοποίηση του ποινικού κανόνα δικαίου, μετακυλίοντας την ευθύνη καθορισμού της κατεύθυνσής του στην κρίση του δικαστή αποκλειστικά (ζήτημα της αντισυνταγματικής αοριστίας των ποινικών νόμων· βλ. σχετικά Baumann/ Weber/ Mitsch, Strafrecht, Allgemeiner Teil, 2003, σελ. 112-113). [11] Βλ. Karl Binding, Die Normen und ihre Übertretung, Eine Untersuchung über die rechtmäßige Handlung und die Arten des Delikts (2η έκδ., 1890), σελ. 142 επ.) και Grundriß des gemeinen deutschen Strafrechts (Σχέδιο του εν κοινή ισχύι γερμανικού Ποινικού Δικαίου, 6η έκδ., Λειψία, 1902), Lehrbuch des gemeinen Deutschen Strafrechts; Besonderer Teil I-II (Εγχειρίδιο του εν κοινή ισχύι γερμανικού Ποινικού Δικαίου, 2η έκδ., Λειψία, 1902-1905), σελ. 264 επ. και 275 Ι, ενδεικτικά για τη μεθοδολογία επεξεργασίας των αντικειμενικών υποστάσεων των εγκλημάτων του ειδικού μέρους. [12]
Βλ. τη μνημειώδη ακαδημαϊκή διάλεξη-ομιλία του Binding κατόπιν της εκλογής του στον πρυτανικό θώκο
του πανεπιστημίου της Λειψίας “ Die
entstehung der öffentlichen Strafe im germanisch-deutschen recht: Rede, bei
Antritt des Rektorats am 31 Oktober 1908 gehalten (1909, επανέκδ. 2013)”. [13] Βλ. Thomas Vormbaum & Michael Βohlander, A Modern History of German Criminal Law, Springer Science & Business Media, 2013, σελ. 128-129 [14] Πρβλ. την ανθρωποκτονία με συναίνεση («εξ οίκτου»), ώσπερ ποινικοποιείται από τον ΕλλΠΚ στο άρθρ. 300 · εμπεριστατωμένη και κατατοπιστική η ανάλυση του Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον (Ειδικόν), Αντ Ν. Σάκκουλας, 1974, σελ. 55 επ. [15] Βλ. Ιδίως το Κεφ. ΙΙ §5 επ. “Keiner besonderen Freigabe bedarf die reine Bewirkung der Euthanasie in richtiger Begrenzung”. [16] Kaufmann, Arnim: Lebendiges und Totes in Bindings Normentheorie, Schwartz 1954· Klaus-Peter Drechsel, Beurteilt Vermessen Ermordet. Praxis der Euthanasie bis zum Ende des deutschen Faschismus, Duisburg 1993· Ernst Klee, «Euthanasie» im NS-Staat. Die «Vernichtung lebensunwerten Lebens», Fischer Taschenbuch Verlag, Frankfurt a.M. 1985 [17] Μια γενικευμένη δημοσκόπηση Γερμανών γονέων παιδιών με ειδικές ανάγκες το 1925 κατέδειξε ότι ήδη το 74% του δείγματος έκλινε καταλυτικά υπέρ της εφαρμογής μεθόδων ευθανασίας στα τέκνα τους. |