της Μαριάνθης Θεοδωροπούλου,
ασκούμενης δικηγόρου
Ο Κωνσταντίνος Γαρδίκας γεννήθηκε στην Πάτρα το 1896 και πέθανε στην Αθήνα το 1984. Ως γιος του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεωργίου Γαρδίκα, εξελίχθηκε σε έναν άρτιο επιστήμονα με στέρεα κλασική παιδεία.
Σπούδασε νομική στην Αθήνα, για να συνεχίσει στη Ζυρίχη και τη Γενεύη με σπουδές αποκλειστικά επικεντρωμένες στο ποινικό δίκαιο. Μόλις στα είκοσι δύο του χρόνια, αναγορεύθηκε διδάκτωρ και στη συνέχεια υφηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης.
Το 1919 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε από την Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου τον διόρισε στη θέση του Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα Γενικής Διεύθυνσης Μακεδονίας και το 1920 ανέλαβε τη διεύθυνση των σωφρονιστικών υπηρεσιών της Υπάτης Αρμοστείας Σμύρνης, με κύριο στόχο την οργάνωση των φυλακών.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και ανέλαβε την οργάνωση της Διευθύνσεως Αστυνομίας του νεοσύστατου τότε Υπουργείου Εσωτερικών, ενώ αργότερα λαμβάνει μέρος και στις διεθνείς εργασίες για τη δημιουργία της INTERPOL. Ο Κ. Γαρδίκας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της αστυνομίας για τη διαλεύκανση των εγκλημάτων, με την καθιέρωση της επιστημονικής διερεύνησής τους και την κατάργηση των παρωχημένων και μη ασφαλών μεθόδων που ως τότε χρησιμοποιούνταν.
Το 1923, οργάνωσε την Υπηρεσία της Εγκληματολογικής Σημάνσεως, τη μετέπειτα Διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών, στη διεύθυνση της οποίας και παρέμεινε επί 41 χρόνια.
Αργότερα, το 1930 εκλέχθηκε έκτακτος καθηγητής της νεοϊδρυθείσας έδρας της Εγκληματολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για να γίνει Τακτικός Καθηγητής το 1939 και να παραμείνει στη θέση αυτή ως και το 1968.
Συγγραφικό έργο:
Τα πρώτα του συγγραφικά πονήματα είχαν έντονο ιστορικό χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα: Η ανδροφανία παρ’ αρχαίοις Έλλησι διδακτορική διατριβή, 1918), Το παρά τοις αρχαίοις Έλλησι και μάλιστα τοις Αττικοίς ποινικόν και ίδια φονικόν δίκαιον (1919), το έγκλημα της μοιχείας (1923), το έγκλημα της μοιχείας εν τω δικαίω της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1925), Η ιστορία των στερητικών της ελευθερίας ποινών(1953).
Το πιο σημαντικό του όμως έργο, πέρα από τη συμβολή του στην ίδρυση των Ποινικών Χρονικών, είναι η τρίτομη Εγκληματολογία. Με την πρώτη έκδοση το 1934, υπό τον τίτλο Μαθήματα Εγκληματολογίας, αναφέρεται μόνο σε τρεις κύκλους θεμάτων: Οινόπνευμα και ναρκωτικά, επίδραση της εποχής και του κλίματος στην εγκληματικότητα, τυχερά παιχνίδια και εγκληματικότητα, που αριθμούν μόλις 54 σελίδες, για να συμπληρωθούν αργότερα και με άλλα θέματα, όπως Επάγγελμα και εγκληματικότητα, η εγκληματικότητα στην πόλη και στην ύπαιθρο χώρα της Ελλάδας και η εγκληματικότητα στην Ελλάδα με βάση τον τόπο τελέσεως του εγκλήματος. Έτσι, το 1936 που τελικά δημοσιεύεται ολοκληρωμένος ο πρώτος τόμος, αριθμεί 400 σελίδες.
Ο δεύτερος τόμος δημοσιεύθηκε το 1938 και περιλάμβανε τα ατομικά αίτια των εγκλημάτων, δηλαδή τις κατηγορίες των εγκληματιών, τις προσωπικές τους ιδιότητες και την ποινική τους ευθύνη, καθώς και τον τρόπο οργάνωσης της Αστυνομίας προς καταπολέμηση του εγκλήματος.
Τέλος, ο τρίτος τόμος, με περιεχόμενο τη σωφρονιστική μεταχείριση των εγκληματιών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Κ. Γαρδίκας συνέχισε να επεξεργάζεται το έργο του, με αποτέλεσμα έως το 1968 ο πρώτος τόμος της Εγκληματολογίας να έχει σημειώσει έξι αναθεωρημένες ή συμπληρωμένες εκδόσεις, ο δεύτερος τόμος επίσης έξι ο τρίτος τέσσερις.
Τα παραπάνω, μαζί με το γεγονός ότι συνέχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα και τη δημοσίευση έργων του έως τα βαθιά του γεράματα (80 και πλέον ετών) στα Ποινικά Χρονικά, συνηγορούν στο ότι, χωρίς υπερβολή, ο θάνατός του αποτέλεσε μια σημαντική απώλεια για τον ακαδημαϊκό και επιστημονικό κόσμο.