Αναστοχαζόμενοι τον Κώδικα
Δεοντολογίας Εγκληματολόγων
Καλλιόπη Δ. Σπινέλλη
Ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας
Νομική Σχολή ΕΚΠΑ
Επανερχόμαστε (βλ. theartofcrime, τεύχος 10) στη συζήτηση για τον Κώδικα Δεοντολογίας Εγκληματολόγων για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί επιθυμούμε να έχουμε μια διαδραστική, μέσω του the art of crime, επικοινωνία με τους αναγνώστες μας αναφορικά με την αναγκαιότητα ή μη ενός τέτοιου Κώδικα. Και δεύτερον γιατί άλλα επαγγέλματα, περισσότερο ή λιγότερο συναφή με το γνωστικό αντικείμενο της εγκληματολογίας (λ.χ. ιατροί, δικηγόροι, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, θεραπευτές του ΚΕ.Θ.Ε.Α.) έχουν ήδη τους δικούς τους δεοντολογικούς κανόνες.
Θυμίζουμε ότι και οι εγκληματολόγοι, όπως άλλοι επιστήμονες, κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, βρίσκονται ενίοτε αντιμέτωποι με διλήμματα στα οποία δεν είναι πάντα εύκολο να κάνουν μόνοι τους ορθές επιλογές.
Εξάλλου ενδέχεται για τον εγκληματολόγο ένα τέτοιο σύνολο κανόνων, έστω και μη συνοδευόμενων από κυρώσεις στην αρχή της εφαρμογής τους, να έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, από ό,τι για άλλους λειτουργούς, δεδομένου ότι ο εγκληματολόγος για να αποκομίσει τα προς το ζην είναι συχνά αναγκασμένος να ακολουθεί δύο διαφορετικά επαγγέλματα (δικηγόρος που εκπονεί και έρευνες, ακαδημαϊκός δάσκαλος και σύμβουλος σε εταιρεία δημοσκόπησης αλλά και ερευνητής ή να εργάζεται σε ένα κατάστημα κράτησης).. Ας υποθέσουμε μάλιστα ότι στην τελευταία περίπτωση κάποιος κρατούμενος του εμπιστεύεται, σε στιγμή αδυναμίας εμπλοκή σε τελεσθέν σοβαρό έγκλημα για το οποίο δεν διώκεται. Μπορεί ο εγκληματολόγος να αρνηθεί να καταθέσει ως μάρτυρας κατά την προδικασία ή την κυρία διαδικασία σε σχετική υπόθεση; Καλύπτεται ο εγκληματολόγος από το επαγγελματικό απόρρητο του άρθρου 212 ΚΠΔ ή από κάποια ειδική διάταξη, όπως οι κοινωνικοί λειτουργοί (ά. 4 παρ. 4 του β.δ.690/1961), οι ψυχολόγοι (ά. 9 του ν. 991/1979) ή οι επιμελητές ανηλίκων (ά. 5. παρ.2 του ν. 378/1976); Μήπως η δημιουργία ενός Κώδικα θα κατοχύρωνε τον εγκληματολόγο, ιδιαίτερα, αν ο Κώδικας έπαιρνε τη μορφή νόμου; Κι ακόμη έχει άραγε ο εγκληματολόγος εύκολα πρόσβαση σε στατιστικά και άλλα στοιχεία (λ.χ. βουλεύματα, δικογραφίες, εκθέσεις πεπραγμένων κ.λπ.) ; Τηρεί την ανωνυμία των προσώπων που αναφέρονται σε αυτά και σέβεται το απόρρητο των πληροφοριών που του εμπιστεύτηκαν; Γνωρίζει ο εγκληματολόγος τις υποχρεώσεις που έχει έναντι των υποκειμένων της έρευνάς του (να έχει τη συναίνεσή τους, να μην τους εξαπατήσει, να μην τους προκαλέσει ψυχικό πόνο ή στην χειρότερη περίπτωση σωματική βλάβη;). Μήπως ο εγκληματολόγος έχει και υποχρεώσεις έναντι του χρηματοδότη ή εργοδότη του ή ακόμη και έναντι του κοινωνικού συνόλου και δεν το γνωρίζει; Μήπως για να χρησιμοποιεί τον τίτλο «εγκληματολόγος» θα πρέπει να έχει ορισμένα ελάχιστα προσόντα; Και ποια είναι αυτά;
Με άλλα λόγια, αυτό που θα θέλαμε εμείς από τους αναγνώστες μας είναι να αναλογισθούν τις θετικές αλλά και τις τυχόν αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η δέσμευση σε έναν Κώδικα Δεοντολογίας. Π.χ. διευκολύνεται ή δυσχεραίνεται η άσκηση του επαγγέλματος ή της έρευνας; Ο εγκληματολόγος , όταν υπάρχει ένας Κώδικας δεοντολογίας, θα ασχολείται περισσότερο με το τί είναι ηθικό και δεοντολογικά ορθό και λιγότερο με την ανεύρεση της επιστημονικής αλήθειας;
Θα επιθυμούσαμε όμως, από την άλλη πλευρά, να σκεφθούν οι αναγνώστες μας, αν ένας τέτοιος Κώδικας προστατεύει τον εγκληματολόγο. Και κάτι περισσότερο: μήπως ο Κώδικας αυτός μπορεί να συντελέσει στη μεγαλύτερη αναγνώριση και κατοχύρωση του σχετικά νέου αυτού επαγγέλματος;