Γενικότερα τα θέματα συγκριτικού δικαίου θέλουν πάντοτε προσοχή. Ο κύριος λόγος που την επιβάλλει, είναι ότι το περιεχόμενο ομόηχων όρων διαφορετικών εννόμων τάξεων είναι πιθανό να μην ταυτίζεται . Γι’ αυτό κρίνεται σκόπιμο να δοθούν διευκρινίσεις σχετικά με το πως εννοείται το περιεχόμενο ορισμένων όρων στο παρόν άρθρο.
plea bargaining
Ο όρος στην παρούσα αναφέρεται ως μία διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ του εισαγγελέα (prosecutor) και του κατηγορουμένου, όπως αυτή εννοείται στο αμερικάνικο δίκαιο. Αυτή η διαδικασία είναι άτυπη, άγραφη και μυστική. Κανείς άλλος εκτός από τα μέρη (ο συνήγορος υπεράσπισης τις περισσότερες φορές είναι παρών, και υπό την παρουσία του θα υπολαμβάνουμε ότι γίνεται η διαδικασία στην παρούσα) δε λαμβάνει μέρος στη διαπραγμάτευση αυτή.
Είδη δηλώσεων (kinds of pleas)
Τα πιθανά αποτελέσματά της διαπραγμάτευσης είναι κατ’ αρχήν δύο: (1) μη επίτευξη συμφωνίας και (2) επίτευξη συμφωνίας. Σε περίπτωση μη συμφωνίας η υπόθεση οδηγείται σε δίκη ενώπιον των ενόρκων. Σε περίπτωση συμφωνίας των μερών, ο κατηγορούμενος προβαίνει σε μία δήλωση παραδοχής της ενοχής του, ώστε να λάβει ανταλλάγματα από τον εισαγγελέα.
Η δήλωση αυτή μπορεί να λάβει πέντε μορφές. Ο κατηγορούμενος δηλώνει: ένοχος, nolo contendere, αθώος, ότι έχει ήδη κριθεί η υπόθεση με αθωωτική ή καταδικαστική κρίση δικαστηρίου (δεδικασμένο) , αθώος λόγω παράνοιας (insanity).
Αντικείμενο συμφωνίας συνήθως αποτελούν οι δύο πρώτες δηλώσεις του κατηγορουμένου. Ο ισχυρισμός περί αθωότητας προφανώς δεν προσθέτει τίποτε από πλευράς κατηγορουμένου, ώστε να του δοθεί κάτι ως αντάλλαγμα. Ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου, εάν αποδειχθεί αληθινός οδηγεί σε απόρριψη της κατηγορίας ως απαράδεκτης, ενώ η παράνοια είναι ο κλασσικός αμυντικός ισχυρισμός (μετά την αθωότητα) του κατηγορουμένου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δεύτερη μορφή δηλώσεως (nolo contendere ή αλλιώς no contest plea). Με αυτήν ο κατηγορούμενος αποδέχεται την ποινή, χωρίς όμως επισήμως να αποδέχεται ότι είναι ένοχος. Αποτέλεσμα αυτής είναι ότι δεν μπορεί (ούτε η ίδια η δήλωση ούτε η επιβολή ποινής) ποτέ να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο ή τεκμήριο για την κρίση προδικαστικού ζητήματος ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου για τη συγκεκριμένη πράξη σε άλλο δικαστήριο.
4. Η διεθνής διάδοση του θεσμού σήμερα.
Όποια όμως και αν είναι η δικαιολογητική βάση, που προσφέρεται μία είναι η αναντίρητη πραγματικότητα: η εισαγωγή του θεσμού σε «παραδοσιακά ηπειρωτικά δίκαια» όπως αυτά της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας γίνεται όλο και περισσότερο, βασικά δικαιώματα και διαδικαστικές εγγυήσεις ταγμένες στο συμφέρον του κατηγορουμένου παραγκωνίζονται, η αποδεικτική διαδικασία συντέμνεται, και στη θέση της κλασσικής ποινικοδικονομικής δογματικής, στη θέση του «Εφαρμοσμένου Συνταγματικού Δικαίου», υπεισέρχεται πλέον η υπέρτατη λογική της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας στην ποινική δίκη. Τόσο εξαναγκαστική είναι αυτή η τάση επικράτησης του θεσμού, ώστε ακόμα και τα διεθνή δικαστήρια, παρά την πείσμωνα αρχική άρνησή τους να δεχθούν τον θεσμό σε θέματα της αρμοδιότητάς τους, τώρα ακόμα και αυτά τον εφαρμόζουν μαζικά.
Χρήσιμο αλλά και αναγκαίο είναι στην παρούσα φάση να εξετάσουμε εν τάχει την λειτουργία του plea bargaining σε κάποιες χώρες, ώστε να προβούμε στις αναγκαίες συγκριτικές παρατηρήσεις, και να τροφοδοτήσουμε τη συζήτησή μας με τους προβληματισμούς που έχουν αναπτυχθεί στις αλλοδαπές έννομες τάξεις.
II. Αμερική (ΗΠΑ)
1. Γενικά
Στο καθαρά νομικό επίπεδο, αφορμή για έναρξη της έντονης επιστημονικής συζήτησης που άρχισε τη δεκατία του 1970 φαίνεται πως έδωσε μία απόφαση του 1978 του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η Bordenkircher v. Hayes , η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού οποιουδήποτε σχετικού με το θέμα κειμένου και αν διαβάσει κανείς. Τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως εξής:
Ο Paul Lewis Hayes κατηγορείτο για πλαστογράφηση μίας επιταγής ύψους $88,30, για την οποία το πλαίσιο ποινής ήταν δύο έως δέκα χρόνια. Ο εισαγγελέας προσφέρθηκε να προτείνει ποινή 5 ετών αν ο κατηγορούμενος δήλωνε ένοχος και παραιτείτο από το δικαίωμά του να δικασθεί από ενόρκους . Για να τον πιέσει μάλιστα να δεχθεί τη συμφωνία, τον διαβεβαίωσε πως αν δεν δήλωνε ένοχος «ώστε το δικαστήριο να γλύτωνε από την αναστάτωση και τις απαιτήσεις (necessity) μίας δίκης» θα του απευθυνόταν κατηγορία για παραβίαση της “Habitual Criminal Act” της πολιτείας του Kentucky. Υπό τους όρους της τελευταίας, ο κατηγορούμενος θα φυλακιζόταν ισόβια, λόγω του βεβαρημένου ποινικού του μητρώου. Παρά τις πιέσεις, ο Hayes πήγε σε δίκη και καταδικάσθηκε σε ισόβια.
Ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι ο εισαγγελέας παραβίασε τις διατάξεις του Συντάγματος των ΗΠΑ, απειλώντας να τον τιμωρήσει μόνο και μόνο επειδή ήθελε να ασκήσει το δικαίωμά του να δικασθεί. Η κυβέρνηση ομολόγησε ανοιχτά (!) πως ο μόνος λόγος για τη σύνταξη νέου κατηγορητηρίου κατά του Hayes ήταν η αποτροπή του τελευταίου από το να ασκήσει αυτό το δικαίωμα. Το δικαστήριο όμως, με το σκεπτικό ότι η νέα κατηγορία υποστηριζόταν από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, απέρριψε την έφεση, κρίνοντας πως η συμπεριφορά του εισαγγελέα δεν είχε τίποτα το παράνομο. Η υπόθεση τελικά έφθασε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και εκεί, με οριακή πλειοψηφία (5-4) κρίθηκε σύννομη η συμπεριφορά του εισαγγελέα, διατηρουμένης έτσι της αυστηρότατης ισόβιας κάθειρξης του κατηγορουμένου για μία επιταγή 88 δολαρίων (!).
Το δικαστήριο βέβαια, αναγνώρισε ότι θα ήταν «εξ ορισμού αντισυνταγματική» η συμπεριφορά οποιουδήποτε κυβερνητικού υπαλλήλου, «η οποία ως αντικείμενό της θα είχε την ποινικοποίηση την απόλαυση των δικαιωμάτων ενός ανθρώπου». Όμως, το δικαστήριο αρνήθηκε την ανατροπή της καταδίκης του κατηγορουμένου, γιατί στην προκειμένη περίπτωση, ο τελευταίος θα μπορούσε να αποφύγει τον οποιοδήποτε κίνδυνο ισόβιας κάθειρξης αν απλά δήλωνε ένοχος και δεχόταν την πρόταση του εισαγγελέα για πενταετή φυλάκιση. Άρα, η δικαιολογητική βάση είναι ότι εδώ, η οποιαδήποτε ανταπόδοση ή τιμώρηση από μέρους της κυβέρνησης για την άσκηση του δικαιώματος σε δίκη αποκλείεται, λόγω του ότι ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα επιλογής αποδοχής ή μη της συμφωνίας.
2. Οι προβληματισμοί
Το σκεπτικό με το οποίο κάνει δεκτή την ισόβια κάθειρξη του Hayes το Ανώτατο Δικαστήριο είναι εκτεθειμένο σε αντιρρήσεις. Ο Timothy Lynch παραθέτει δύο αποφάσεις της ίδιας χρονιάς (1978), όπου η κρίση του ίδιου δικαστηρίου για το δικαίωμα επιλογής ως πρόκριμα για τη συνταγματικότητα κυβερνητικών πράξεων είναι εντελώς διαφορετική.
Στην Marshall v. Barlow’s Inc, κρίθηκε πως είναι δικαίωμα ενός επιχειρηματία να αρνηθεί τον έλεγχο των εγκαταστάσεών του από κυβερνητικές υπηρεσίες, ενόσω αυτές δεν έχουν προβεί στην έκδοση σχετικού εντάλματος. Ο Υπουργός Εργασίας υποστήριξε πως η απόφαση ασκήσεως επιχειρηματικής δραστηριότητας εμπεριείχε και την ύπαρξη «συναίνεσης» για τέτοιες έρευνες. Παρά το ότι εδώ ο επιχειρηματίας είχε την επιλογή να κλείσει την επιχείρησή του, το Δικαστήριο τον δικαίωσε λέγοντας πως είναι αντισυνταγματικοί οι κανόνες που στερούν τον επιχειρηματία από την προστασία των εγκαταστάσεών του, που του παρέχεται από την 4η τροποποίηση του Συντάγματος.
Στην Nollan v. California Coastal Commission, κρίθηκε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξαρτήσει την άδεια επέκτασης της παράκτιας ιδιοκτησίας ιδιωτών, από την ύπαρξη δικαιώματος δουλείας υπέρ του Δημοσίου. Η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης θεωρήθηκε εδώ καταχρηστική από το δικαστήριο («out-and-out-of-plan extortion»).
Έίναι φανερό, ότι, πέρα από το προφανώς εσφαλμένο του ως άνω σκεπτικού, πολλοί είναι οι προβληματισμοί που εγείρονται από τον τρόπο της διεξαγωγής της διαδικασίας του plea bargaining στις ΗΠΑ εν γένει. Από τη σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία ξεχωρίσαμε μία σειρά βασικών παραμέτρων που αποτελούν πεδίο αμφισβήτησης. Η ιεράρχησή τους έγινε με βάση τη χρησιμότητα που αποκτούν στην προβληματική μας, δηλαδή την πιθανή εισαγωγή του plea bargaining στην ελληνική έννομη τάξη. Έτσι, οι παρατηρήσεις αυτές θα είναι κατανοητές και θα μας φανούν πιο προσιτές όταν καταστούν χρήσιμες παρακάτω. Αυτές οι παράμετροι είναι:
1. Η Υπερβολικά ευρεία διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα
Στα πλαίσια της προβληματικής του plea bargaining η συγκεκριμένη παράμετρος αποτελεί πρόβλημα μόνο όταν ο εισαγγελέας ασκεί τόση πίεση, ώστε ακόμα και ο αθώος κατηγορούμενος να σκέφτεται να δηλώσει την ενοχή του για να γλυτώσει της δυσμενούς μεταχείρισης που του επιφυλάσσει ο εισαγγελέας, ή αν διεξάγεται καταχρηστικά η διαπραγμάτευση από μέρους του εισαγγελέα, όταν πχ δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για την ενοχή του κατηγορουμένου.
Έτσι, η ευρεία διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα υποστηρίζεται κυρίως από τους υπέρμαχους του plea bargaining. Αφού αυτός είναι υπεύθυνος για τη διάθεση των πόρων της κοινότητας ενάντια στο έγκλημα, αυτός θα πρέπει να αποφασίζει πότε μπορεί ή πρέπει να κυνηγά μία υπόθεση . Αντίθετα, οι επικριτές του θεσμού θεωρούν ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα –όπως και κάθε ευρεία μορφή εξουσίας – ανοίγει το δρόμο για καταχρηστικές και αφόρητες πιέσεις στον κατηγορούμενο για επίτευξη συμφωνίας, ακόμα και όταν τα στοιχεία δεν παρέχουν πιθανότητα ευδοκίμησης στα ποινικά δικαστήρια.
2. Η παντελής έλλειψη δικαστικής συμμετοχής ή εποπτείας
Το πρόβλημα της υπερβολικά ευρείας διακριτικής ευχέρειας του εισαγγελέα εντείνεται, τόσο από τον άτυπο και άγραφο χαρακτήρα της διαπραγμάτευσης, όσο και από την έλλειψη δικαστικού ελέγχου. Είναι πρακτικά σχεδόν αδύνατο να εντοπισθεί και να ακυρωθεί μία καταχρηστικώς επιτευχθείσα συμφωνία απο το δικαστήριο, όταν όχι μόνο δεν απαιτείται αιτιολογία, αλλά δεν απαιτείται καν σύνταξη εγγράφου ή πρακτικού που να την αφορά.
Έτσι, ο δικαστής στο σύστημα των ΗΠΑ περιορίζεται απλώς στην επιθεώρηση της ήδη επιτευχθείσας συμφωνίας και δε συμμετέχει στις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα ούτε κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων ούτε και μετά από αυτές. Θεωρείται, ότι αν εμπλακεί σε πρότερο στάδιο θα επηρρεασθεί η αμεροληψία του, ιδιαίτερα αν είναι ο ίδιος δικαστής που αργότερα (σε περίπτωση μη επιτυχούς εκβάσεως των διαπραγματεύσεων) θα εκδικάσει την συγκεκριμένη υπόθεση.
Ένα ακόμα εμπόδιο στην συμμετοχή του δικαστή αποτελεί και η εκεί κρατούσα αντίληψη περί διάκρισης των εξουσιών. Ο εισαγγελέας στις ΗΠΑ θεωρείται (και είναι) υπάλληλος της κυβέρνησης, ενώ στις περισσότερες πολιτείες ο Ανώτατος Εισαγγελέας της Περιφέρειας (District Attorney) εκλέγεται από τους πολίτες. Έτσι, η διακριτική του ευχέρεια εντάσσεται στα πλαίσια της διοικητικής (κυβερνητικής) δράσης. Η οποιαδήποτε ανάμειξη του δικαστηρίου στο στάδιο της προδικασίας θεωρείται λοιπόν ότι θίγει την ανεξαρτησία του εισαγγελέα, ενώ παράλληλα προσβάλλει και την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Αυτή η πρακτική όμως καθιστά τον δικαστή ένα παθητικό παρατηρητή ανήμπορο να επηρεάσει την εξέλιξη των πραγμάτων. Μερικοί μελετητές , ζυγίζοντας σήμερα διαφορετικά τα πράγματα, θεωρούν τα ως άνω ισχύοντα ως μειονεκτήματα, που συνιστούν σαφέστατα πλήγματα στη διαφάνεια της διαδικασίας και επιτείνουν τον κίνδυνο ανακριβών αποφάσεων και άδικων καταδικάσεων, ενώ τα οφέλη που υποτίθεται ότι προσφέρουν δε φαίνεται να έχουν πλέον το ειδικό βάρος που είχαν κάποτε στην αντίληψη των νομικών. Έτσι, προτείνεται και στις ΗΠΑ πλέον η καθιέρωση της συμμετοχής των δικαστών στη διαδικασία διαπραγματεύσεων.
3. Η Παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμα στη μη-αυτοενοχοποίηση
Δεν μπορεί να παραβλέπεται πως με το plea bargaining ζητείται από τον κατηγορούμενο να παραιτηθεί ενός εκ των βασικοτέρων δικαιωμάτων του. Οπουδήποτε στον κόσμο και άν έχει τεθεί θέμα εφαρμογής του συγκεκριμένου θεσμού (και άρα και στις ΗΠΑ), το παρόν είναι ένα από τα βασικά προβλήματα που γίνεται προσπάθεια να παρακαμφθούν.
Ένας τρόπος που συχνά χρησιμοποιείται γι’ αυτό είναι η διαπραγμάτευση της ποινής και όχι της ενοχής. Νομίζουμε όμως ότι τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις μάλλον χάνουν την ουσία και αγνοούν τη φύση των πραγμάτων: καμία συμφωνία δεν μπορεί να γίνει με τον κατηγορούμενο αν δεν προσδιοριστεί πρώτα το θέμα της ποινής. Είτε αυτό γίνει με την μορφή της διαπραγμάτευσης της ενοχής, είτε με την διαπραγμάτευση της ποινής, λίγο επηρεάζει την παρούσα προβληματική κατά τη γνώμη μας: το βασικό πρόβλημα εδώ είναι το κατά πόσον η διαδικασία του plea bargaining δελεάζει (λόγω της μη προβλεψιμότητας της ακροαματηριακής διαδικασίας) ή καταναγκάζει (λόγω της απειλής επιβολής μεγαλύτερων ποινών) ακόμα και τους αθώους να ομολογούν την ενοχή τους για εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξαν.
4. Η Παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμα υποβολής σε δίκη από ενόρκους
Στις ΗΠΑ το δικαίωμα της εκδίκασης της υπόθεσης του κατηγορουμένου προβλέπεται στην έκτη τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος : «σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, ο κατηγορούμενος πρέπει να απολαμβάνει δικαιώματος σε γρήγορη και δημόσια δίκη από αμερόληπτο σώμα ενόρκων…» . Το δικαίωμα αυτό είναι ξεκάθαρο ότι χάνεται σε κάθε plea bargain. Πως όμως δικαιολογείται η άρση ενός συνταγματικού δικαιώματος χάριν μιας «μυστηριώδους αποτελεσματικότητας»;
O Timothy Sandefur, στο άρθρο του ‘In Defense Of Plea Bargaining’ έχει μία εξήγηση, η οποία υποστηρίζεται και από άλλους μελετητές: η αναγνώριση του δικαιώματος από το Σύνταγμα, δε σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να διαθέσει αυτό το δικαίωμα, και άρα, να παραιτηθεί από αυτό ή ακόμα και να το πουλήσει. Θεωρείται δηλαδή η συμφωνία μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου ως μία ακόμα σύμβαση, ένα συμβόλαιο με την Πολιτεία.
Η παραδοχή της συμβατικής φύσης του plea bargaining, όμως, μπορεί αβίαστα να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως μπορούμε να έχουμε όχι μόνο παραίτηση ή πώληση του δικαιώματος αυτού (κάτι που από μόνο του είναι προβληματικό) αλλά μπορούμε να φθάσουμε ακόμα και στη μερική διάθεση του δικαιώματος. Έτσι, ορισμένοι μελετητές φθάνουν να εξετάζουν ακόμα πιο ακραίες προτάσεις: να μπορεί να καθίσταται μέρος της συμφωνίας ακόμα και το δικαίωμα στην εμφάνιση ορισμένων μόνο αποδεικτικών στοιχείων, ή να γίνονται δεκτές ακόμα και συμφωνίες που θα καθορίζουν ότι για την καταδίκη του κατηγορουμένου αρκεί η απλή πιθανολόγηση της πολιτικής δίκης αντί για την πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας απόδειξη , που ισχύει στην ποινική.
Φυσικά με τις ανωτέρω σκέψεις δεν βρίσκεται κανείς μακριά από το να περιορίσει ακόμα και το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην πληροφόρηση σ’ αυτή τη βάση. Έτσι, η παραβίαση αυτού του δικαιώματος μπορεί να σημαίνει κάποια ευθύνη, όμως, σε καμία περίπτωση δεν προκαλεί την ακυρότητα της (συγκεκριμένης) διαδικασίας, όπως θα γινόταν σε κάθε άλλη περίπτωση παραβίασης διαδικαστικών εγγυήσεων, ούτε φυσικά δηλώνει την αντισυνταγματικότητα του θεσμού (!).
Πιο ώριμη σκέψη λοιπόν θα μας οδηγούσε να πούμε πως de lege ferenda σωστότερη είναι η θεώρηση του συγκεκριμένου δικαιώματος ως θεμελιώδους, αναφαίρετου και αναπαλλοτρίωτου.
5. Η Παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμα να εξετάζει τους μάρτυρες (Cross-Examination)
Μία άλλη περίπτωση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του οποίου η αφαίρεση κρίνεται προβληματική είναι αυτή του δικαιώματος του κατηγορουμένου να βρεθεί αντιμέτωπος με τους μάρτυρες κατηγορίας. Το δικαίωμα αυτό θεωρείται ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος αμφισβήτησης των αποδεικτικών μέσων που τείνουν στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Ωστόσο, κατά την προσωπική μας άποψη, είναι το μόνο δικαίωμα που αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία για το οποίο οι ενστάσεις είναι υπερβολικές. Ο κατηγορούμενος, άλλωστε, έχει μόνο δικαίωμα να εξετάζει μάρτυρες και αποδεικτικά μέσα, από το οποίο μάλιστα δεν αμφισβητείται από κανέναν ότι μπορεί να παραιτηθεί .
6. Η Παραβίαση της αρχής της ισότητας σε περιπτώσεις συμμετοχής, όπου ο ένας μεν δέχεται τη συμφωνία, ενώ ο άλλος όχι (Disparate Punishments)
Εδώ προβάλλεται το παγκοσμίως ‘κλασσικό’ θέμα στα πλαίσια της ποινικής δίκης, της άνισης μεταχείρισης ομοίων περιπτώσεων. Μεθοδολογικά όμως υπάρχει ένα λάθος εδώ. Αν υποθέσουμε ότι το plea bargaining εφαρμόζεται με έναν τρόπο που δε θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που έχουν θεσπιστεί υπέρ του, τότε δεν νομίζουμε ότι τίθεται πρόβλημα ίσης μεταχείρισης. Πιο απλά, δεν έχουμε εδώ όμοιες περιπτώσεις, αφού (έστω και υπό τη δαμόκλειο σπάθη της βαρύτερης ποινής ) ο ένας εκ των κατηγορουμένων επέλεξε να συνεργασθεί, ενώ ο άλλος όχι . Αν πάλι δεχθούμε πως θίγουμε θεμελιώδη δικαιώματα, τότε η εξέταση του προβλήματος υπό το πρίσμα της ισότητας είναι πέρα ως πέρα λανθασμένη, αφού δεν πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις νομιμότητας εξαρχής.
7. Η Παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμα έφεσης
Άλλο σημείο προβληματισμού αποτελεί και η παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμα έφεσης. Σε εισαγωγή του θεσμού σε ευρωπαϊκές έννομες τάξεις το πρόβλημα είναι εντονότερο ενόψει του 7ου πρόσθ. Πρωτ. της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει το δικαίωμα στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας για τις ποινικές υποθέσεις, ενώ το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και στο Σύνταγμα των ΗΠΑ.
Ευλόγως φυσικά μπορεί να διατυπωθεί η απορία πώς είναι δυνατό να κάνει κανείς έφεση κατά δικαστικής εκτιμήσεως, όταν αυτή δε θα έχει λάβει χώρα; Η απάντηση όμως είναι ότι έφεση χωρεί και για νομικούς μόνο λόγους, στη δε παρούσα προβληματική θα μπορούσε να στρέφεται (1) κατά της αποφάσεως που επικυρώνει την επιτευχθείσα συμφωνία μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου, για μη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων της συμφωνίας (2) κατά της ίδιας της συμφωνίας.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η παραδοχή της νομικής φύσης της παραίτησης από την ποινική δίκη ως απαλλοτριωτού, ελεύθερα διαθέσιμου δικαιώματος δε σημαίνει αυτομάτως και παραδοχή αντίστοιχου χαρακτήρα για το δικαίωμα της έφεσης. Τα δικαστήρια αποτελούνται από δικαστές, οι οποίοι φυσικό είναι να καμιά φορά σφάλουν. Γι’ αυτό και το δικαίωμα στην έφεση θα πρέπει να διατηρείται σε κάθε περίπτωση, ενώ οποιαδήποτε αντίθετη συμφωνία να έπασχε ως προς αυτό το μέρος ακυρότητα.
8. Ταξικές (ή ρατσιστικές) παράπλευρες συνέπειες του θεσμού (Racial Implications)
Από κανέναν δεν αμφισβητείται ότι η καθιέρωση της πρακτικής του plea bargaining δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση σε ρατσιστικά κίνητρα. Όμως, στη σχετική βιβλιογραφία , υποστηρίζεται ότι η ίδια η φύση της διαδικασίας φέρει πάνω της μία ρατσιστική ‘κηλίδα’, με την έννοια ότι σε κάθε περίπτωση το plea bargaining ευνοεί όχι τους μικρομεσαίους αλλά τους οικονομικά ευκατάστατους . Από τις σχετικές στατιστικές είναι σαφές η ως άνω παρατήρηση επιβεβαιώνεται. Για να ανταπεξέλθει άλλωστε ένας συνήγορος στη νέα «διαδικασία» που δημιουργήθηκε, (που πιο πολύ ομοιάζει με εμπορικές διαπραγματεύσεις παρά με ποινική διαδικασία), πρέπει να είναι καλός, έμπειρος και να εφαρμόζει διάφορες ψυχολογικές τεχνικές ώστε να βελτιώνει τη διαπραγματευτική θέση του πελάτη του . Ένας τέτοιος συνήγορος, όμως, είναι πιθανότατα και ακριβός.
IV. Ελλάδα
Η ‘ποινική συνδιαλλαγή’ του πρόσφατου Σχεδίου Νόμου «για την Επιτάχυνση στην Απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης»
Στις 14/09/2010, τέθηκε προς δημόσια διαβούλευση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων , ένα (ακόμα) νομοσχέδιο που σκοπεί στην ιερή «επιτάχυνση» της ποινικής διαδικασίας. Οι αλλαγές που επιφέρει ο νομοθέτης αγγίζουν αρκετά μεγάλο αριθμό θεμάτων: σύντμηση προθεσμιών, αρμοδιότητες δικαστηρίων, αλλαγές στην προδικασία, τροποποίηση της αξιολόγησης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κ.ά..
Με το άρθρο12 του νομοσχεδίου προστίθεται το άρθρο 308 Β στον ΚΠΔ, με τον οποίο προτείνεται η εισαγωγή του θεσμού της «ποινικής συνδιαλλαγής» . Τα βασικά σημεία της ρύθμισης θα παρουσιάσουμε ευθύς αμέσως:
- Εφαρμογή επί των περιοριστικά αναφερόμενων στο άρθρο κακουργημάτων. Αυτά είναι τα άρθρα 374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 375 (υπεξαίρεση), 386 (απάτη), 386Α (απάτη με υπολογιστή), 390 (Απιστία) και 404 (τοκογλυφία) του Ποινικού Κώδικα
- Η διαδικασία λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά μόνο μετά από την άσκηση ποινικής δίωξης και μόνο μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, που υποβάλλεται μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης
- Δεκαπενθήμερη προθεσμία στους συνηγόρους των διαδίκων για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο βεβαιώνεται η απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση του ζημιωμένου, ενώ σε περίπτωση απόπειρας η βεβαίωση αφορά τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος
- Σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας πριν από την απολογία του κατηγορουμένου, η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν και τους συμμετόχους που το αποδέχονται, ενώ μετά την απολογία του κατηγορουμένου, τα τυχόν επιβληθέντα για το συγκεκριμένο έγκλημα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού αίρονται υποχρεωτικά με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών
- Αν δεν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, η αίτηση θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης
- Αν κάποιος από τους συμμετόχους δεν επιθυμεί την ποινική συνδιαλλαγή, η υπόθεση χωρίζεται και ακολουθείται ως προς αυτόν η τακτική διαδικασία
- Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του σχετικού πρακτικού ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος εισάγει αμέσως την υπόθεση στο τριμελές εφετείο, κλητεύοντας τον κατηγορούμενο
- Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το πρακτικό συνδιαλλαγής, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σε αυτόν , κατ΄άρθρο 79ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται και η απόφαση δεν καταχωρίζεται στο ποινικό μητρώο
- Κατά της απόφασης του δικαστηρίου δεν χωρεί έφεση
Παρατηρήσεις επί της ρυθμίσεως
Μελετώντας την παραπάνω πρόταση για την εισαγωγή της ποινικής συνδιαλλαγής στη έννομη τάξη μας έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Οι ως άνω διατάξεις δεν εισάγουν ποινική συνδιαλλαγή, αλλά οιονεί έμπρακτη μετάνοια . Η συνδιαλλαγή απαιτεί δύο ίσα (τουλάχιστον θεωρητικά) μέρη, τα οποία να διαπραγματεύονται με κοινή πρωτοβουλία. Εδώ όμως, την πρωτοβουλία μπορεί να λάβει μόνο ο κατηγορούμενος, υποχρεώνοντας μάλιστα τον παθόντα να διαπραγματευτεί ακόμα και παρά τη θέλησή του.
Δεύτερο χαρακτηριστικό της υπό συζήτηση ρύθμισης, που την αποχαρακτηρίζει ως συνδιαλλαγή, είναι και το ότι προϋποθέτει την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η σύλληψη της συνδιαλλαγής ως διαδικασίας έγκειται ακριβώς στην αποφόρτιση του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης και, άρα, στην άσκηση λιγότερων ποινικών διώξεων και στην παύση ή αναστολή των ήδη ασκηθεισών. Εδώ μάλιστα, η εξαίρεση από την αρχή της νομιμότητας φαίνεται να εισάγεται άκριτα από το νομοθέτη. Από τη μία πλευρά η δικαιοπολιτική στάθμιση που επιβάλλει την εξαίρεση δεν είναι εμφανής , ενώ από την άλλη δεν καθίσταται σαφές γιατί είναι αναγκαίο να έχει ασκηθεί ήδη η ποινική δίωξη για να λάβει χώρα η συνδιαλλαγή. Μία επίτευξη συμφωνίας στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης(αφού μιλάμε για κακουργήματα) θα ήταν περισσότερο ευκταία από μία τελούμενη στο στάδιο της ανάκρισης.
Επίσης, αν και στο άρθρο δεν ορίζεται ρητά, ούτε και από την αιτιολογική έκθεση προκύπτει η δικονομική φύση του πρακτικού της συνδιαλλαγής, ωστόσο, φαίνεται πως σε περίπτωση συμφωνίας, το δικαστήριο έχει δεσμία αρμοδιότητα να επιβάλλει τη συμφωνηθείσα ποινή, και άρα εδώ έχουμε εξαίρεση από τον κανόνα της ηθικής απόδειξης. Αυτό όμως, συνιστά αβλεψία του νομοθέτη. Το δικαστήριο δε μπορεί να μετατρέπεται σε απλό δημόσιο υπάλληλο διεκπεραιωτικών αρμοδιοτήτων, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου το δικαστήριο θα έπρεπε να μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη την συμφωνία . Σωστή είναι όμως η καθιερούμενη αποδεικτική απαγόρευση κτήσεως σε περίπτωση μη συμφωνίας των διαδίκων.
Σοβαρά ερωτηματικά προκαλούνται και από την κατάγνωση ενοχής και ποινής από το δικαστήριο, χωρίς διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας. Η χαρακτηριστική διατύπωση της αιτιολογικής έκθεσης προκαλεί ακόμα περισσότερα προβλήματα: ‘Η εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο εξικνείται στην επικύρωση του πρακτικού συνδιαλλαγής, το οποίο υποδηλώνει την ενοχή του κατηγορουμένου για την πράξη που περιγράφεται στο κατηγορητήριο. Για αυτό και παρέλκει εν προκειμένω η διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας για τη διαπίστωση της ενοχής του δράστη’. Εδώ φαίνεται να καταστρατηγείται η θεμελιώδης αρχή n.c.n.p. sine culpa του Ποινικού μας δικαίου που, κατά τη γνώμη πολλών, έχει συνταγματικό έρεισμα . Κατα τη γνώμη μας είναι ασαφές το ποιες είναι οι ανάγκες που επιβάλλουν την πρωτοφανή εξαίρεση από τις αρχές της ενοχής, της ουσιαστικής αλήθειας και το ανακριτικό σύστημα, ενώ ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα νομιμοποιήσεως προκύπτει και από το αναπάντητο κατά τη γνώμη μας ερώτημα, αν αυτές είναι τέτοιας σπουδαιότητας, ώστε να δικαιολογήσουν τέτοιες πρωτοφανείς αποκκλίσεις.
Προβλήματα αναλογικότητας (και άρα συνταγματικότητας) εγείρονται από την προβλεπόμενη επιβολή «ποινής» έως δύο χρόνια για κακουργηματικές πράξεις που μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλης απαξίας. Άλλωστε, μπορεί τα συγκεκριμένα εγκλήματα να εντάσσονται στο 23ο (374 και 375 ΠΚ) και 24ο κεφάλαιο του Ποινικού μας Κώδικα (κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας αντίστοιχα), όμως η ιδιαίτερη απαξία ορισμένων εξ αυτών δεν εξαντλείται στην προσβολή της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, ή τέλος πάντων δεν εξαλείφεται με την καταβολή αποζημιώσεως και μόνο. Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η περ. 2 του άρ. 375 ΠΚ (‘κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης’), οι περ. α΄και β΄του άρθ. 374 ΠΚ (αφαίρεση πράγματος αφιερωμένου σε ‘θρησκευτική λατρεία ή πράγματος επιστημονικής, καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής η ιστορικής σημασίας) και η παρ. 1 του άρ. 404 ΠΚ (‘Όποιος ... εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση…’). «Η απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση του ζημιωμένου» μπορεί εδώ να μην είναι αρκετές για τον ίδιο τον ζημιούμενο.
Σημαντικότατο δικαιοπολιτικό πρόβλημα προκύπτει και από την αφαίρεση δυνατότητας άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης κατά της απόφασης του δικαστηρίου της ποινικής συνδιαλλαγής. Ας μη ξεχνάμε ότι πρόκειται για καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου επί κακουργημάτων (!). Σημειώνουμε πως μας είναι ακατανόητο πώς, μετά από συνεχείς καταδίκες της χώρας μας από το ΕΔΔΑ τα τελευταία χρόνια και την εκτεταμμένη βιβλιογραφία και αρθρογραφία επί του θέματος, συνεχίζουν και προτείνονται διατάξεις που βρίσκονται σε προφανή αντίθεση και με το κείμενο της ΕΣΔΑ , αλλά και με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.
Επισημαίνουμε, τέλος, δύο βασικά λάθη αντεγκληματικής πολιτικής, στα οποία υπέπεση η ρύθμιση του προτεινόμενου νομοσχεδίου. Το πρώτο είναι η καλλιέργεια μίας λανθασμένης νοοτροπίας που δηλώνει: «εγκλημάτισε αλλά φρόντισε να μη σε πιάσουν. Και τότε ακόμα όμως, μπορείς να γλυτώσεις, αποζημιώνοντας το δράστη». Το δεύτερο είναι ότι επιτρέπεται στην ουσία στον υπεξαιρέτη ή τον απατεώνα να διεξάγει τον δικαστικό αγώνα μέχρι ένα πολύ προχωρημένο στη διαδικασία στάδιο χρησιμοποιώντας τα λεφτά του θύματος, ενώ μπορεί μέχρι τελευταία στιγμή να τον αποζημιώσει, γλυτώνοντας (υποχρεωτικά μάλιστα) τις δυσμενείς συνέπειες μιας ποινικής δίκης.
Κλείνοντας το σχολιασμό μας επί της ρυθμίσεως, πρέπει να πούμε ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση του νομοσχεδίου, ως έχει, δεν πρέπει να ψηφισθεί ως νόμος του κράτους. Δικαιολογητική βάση για την αντίθεσή μας μπορούν να παρέχουν πολλά επιχειρήματα διατυπωμένα από εξέχοντες μελετητές του Ποινικού Δικαίου . Από όλα όμως αυτά τα επιχειρήματα, θα παραπέμψουμε στις επιτυχείς παρατηρήσεις του καθηγητή κ. Λίβου , οι οποίες φέρουν το χάρισμα της ακρίβειας και της απλότητας: «για πρώτη φορά μετά από 50 χρόνια ισχύος του Ποινικού μας Κώδικα εισάγεται μία ποινική δίκη δύο ταχυτήτων: μία για τους ‘κοινούς θνητούς’ και μία για τους οικονομικούς εγκληματίες . Σας αρέσει αυτό; Εμένα δε μου αρέσει.».
V. Συμπέρασμα – βασικά χαρακτηριστικά προτεινόμενης ρυθμίσεως
Από όλη την παραπάνω μελέτη του θεσμού και την πραγμάτευση των περισσότέρων των προβλημάτων του, πιστεύουμε πως μία επιθυμητή ρύθμιση του ζητήματος στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου θα έπρεπε να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
1) Δικαστική επίβλεψη, ναι, δικαστήριο όχι. Η απόφαση θα έπρεπε να λαμβάνεται από τον ανακριτή, τον εισαγγελέα, ενδεχομένως δε με κάποιο ειδικευμένο διαμεσολαβητή. Απόφαση συμβουλίου ή δικαστηρίου όμως δε θα ήταν ευκταία. Η πρώτη λύση απλώς μεταφέρει το φόρτο εργασίας από τη δικαστική αίθουσα στην προδικασία, ενώ για τη δεύτερη πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν είναι κατανοητό πώς ο νομοθέτης, απασχολώντας στην ουσία όλο το μηχανισμό της ποινικής δίκης, θα επιφέρει την αποφόρτιση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης που επιθυμεί.
2) Εφαρμογή σε ήσσονος σημασίας αδικήματα (πταίσματα, πλημμελήματα μικρής απαξίας). Σε αυτή την προβληματική υπενθυμίζεται φυσικά το πάγιο αίτημα του ποινικού κόσμου για αποποινικοποίηση των πταισματικών παραβάσεων, το οποίο κατά τη γνώμη μας κρίνεται και ως καταλληλότερο από το plea bargaining για αντιμετώπιση των συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς.
3) Αποκλειστική και λεπτομερής απαρίθμηση των μέτρων στον νόμο, τα οποία δε μπορούν να περιλαμβάνουν ποινές στερητικές της ελευθερίας
4) Η άσκηση ποινικής δίωξης δεν πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση της ποινικής συνδιαλλαγής. Ίσως μάλιστα ευκταίο να ήταν να υποχρεώνονται οι διάδικοι σε διαπραγματεύσεις πριν την άσκησή της, εφόσον οι ενδείξεις είναι αρκετές ώστε ο εισαγγελέας να την ασκήσει.
5) Στην ελληνική έννομη τάξη νομίζουμε ότι ίδρυση νέων θεσμών στην Δικονομία θα περιπλέξουν περισσότερο τα πράγματα. Θα μπορούσε όμως κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ο θεσμός της έγκλησης ώστε να λαμβάνει χώρα κάποια συνδιαλλαγή, με κατάλληλη όμως τροποποίησή του, ώστε, αφενός να διώκονται περισσότερα εγκλήματα κατ’ έγκληση, αφετέρου να γίνονται υποχρεωτικά διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων σε ορισμένα στάδια (πχ μέχρι την άσκηση ποινικής δίωξης ή την απολογία του στην προδικασία).
6) Χρήσιμη και η ρύθμιση του νέου ιταλΚΠΔ περί καταχρηστικότητας της άρνησης του εισαγγελέα. Προτείνεται δηλαδή η καταναγκαστική επιβολή συμφωνίας από το αποφασίζον όργανο των προτάσεων του κατηγορουμένου στον παθόντα, εφόσον ο τελευταίος τις αρνείται καταχρηστικά και αναιτιολόγητα.
7) Η επιβολή των στον νόμο οριζομένων μέτρων από το δικαστήριο θα πρέπει να αντιστοιχεί σε (ορισμένου χρόνου) αναστολή της ποινικής διαδικασίας, όχι όμως σε περάτωσή της. Μόνο σε περίπτωση μη τήρησης των όρων αυτών, θα πρέπει να γίνεται αυτεπάγγελτη συνέχεια της τελευταίας. Ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζει κατά τη γνώμη μας και η γαλλική ρύθμιση περί παροχής στο θύμα δυνατότητας απευθείας κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
8) Η διαπραγμάτευση θα πρέπει να έχει γίνει πριν από την απολογία του κατηγορουμένου προ του τέλους της προδικασίας. Το πρακτικό θα πρέπει να προσκομίζεται εκείνη τη στιγμή, ώστε να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος απασχόλησης του δικαστηρίου με εκ νέου κλήσεις των διαδίκων κλπ Άλλωστε οι δεκαπέντε μέρες που τάσσονται από το νομοσχέδιο ως προθεσμία για να φτάσουν οι αντίδικοι σε συμφωνία είναι μάλλον πλασματική.
9) Εφόσον περιορισθεί το μέτρο στα ήσσονος σημασίας αδικήματα, δυνατότητα έφεσης δε χρειάζεται να παρέχεται, αφού τότε δεν θα υφίσταται αντίθεση με την νομολογία του ΕΔΔΑ. Σε κάθε περίπτωση όμως οι διάδικοι θα έπρεπε να μπορούν να προσβάλλουν το πρακτικό ως πλαστό, είτε τη συμφωνία ως άκυρη λόγω πλάνης, απάτης, απειλής.
10) Ρητή ρύθμιση της δικονομικής φύσης του πρακτικού ως αποδεικτικού μέσου. Παραδοχή δηλαδή της δυνατότητας του δικαστηρίου να εκτιμήσει ελεύθερα το πρακτικό και να μην το λάβει υπόψη του, με ειδική αιτιολογία. Σωστή η από το νομοσχέδιο ιδρυθείσα αποδεικτική απαγόρευση σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας.