του Ηλία Κωνσταντακόπουλου,
Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών,
Συμβούλου δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων
στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας
στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ένα πολύ ενδιαφέρον συνέδριο πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας. Πρόκειται για το συνέδριο Ποινικού Δικαίου που έλαβε χώρα στις 3.4.2014, με την συμμετοχή συνολικά περίπου 100 συνέδρων, αρκετών εξ αυτών από τις χώρες της Ε.Ε., κυρίως συμβούλων δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων των μονίμων αντιπροσωπειών των κρατών μελών στην Ε.Ε. και εθνικών εμπειρογνωμόνων, ενώ εκπροσωπήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ε.Ε. Το συνέδριο διοργανώθηκε από κοινού από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Χαράλαμπος Αθανασίου κήρυξε με την ομιλία του την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου. Στις τρείς θεματικές ενότητές του, προήδρευσαν κατά σειρά η κ. Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτης, ο κ. Χρίστος Μυλωνόπουλος, Καθηγητής Ποινικού Δικαίου του Τομέα Ποινικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών και ο κ. Νέστωρ Κουράκης, Καθηγητής Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής του Τομέα Ποινικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι εργασίες του συνεδρίου διεξήχθησαν στον ιστορικό χώρο του Ζαππείου όπου στις 28 Μαϊου 1979 υπεγράφη η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ενώ το έτος 2003 φιλοξένησε επίσης τις εκδηλώσεις της προηγούμενης ελληνικής προεδρίας του συμβουλίου της Ε.Ε.
Κύριες θεματικές του συνεδρίου αποτέλεσαν α) η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης ως βάση για τη δικαστική συνεργασία με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη περιορισμού της ως βασικό στοιχείο της διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στο πλαίσιο των ποινικών υποθέσεων στην Ε.Ε. καθώς επίσης και οι πρόσφατες εξελίξεις στο δίκαιο της απόδειξης με ιδιαίτερη αναφορά στην ευρωπαϊκή εντολή έρευνας. β) η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. με ιδιαίτερη έμφαση στην σημασία της δικαστικής συνεργασίας υπό το πρίσμα της προοπτικής των δικαστών ενώ υπήρξε εκτενής ανάλυση της πρότασης οδηγίας για την καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ένωσης, καθώς επίσης των πρωτοβουλιών στον τομέα της έρευνας - δίωξης των αδικημάτων αυτών όπως η ίδρυση της ευρωπαϊκής εισαγγελική αρχής, η αναμόρφωση της Eurojust και της OLAF γ) οι δικονομικές εγγυήσεις στην ποινική διαδικασία και οι νέες πρωτοβουλίες - προοπτικές με ιδιαίτερη έμφαση στις δικονομικές εγγυήσεις των πολιτών υπό το πρίσμα μίας δέσμης προτάσεων για την περαιτέρω ενίσχυση τους που παρουσιάστηκε στα τέλη του 2013. Έγινε παρουσίαση της σύστασης της επιτροπής σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα ευάλωτα άτομα ως κατηγορούμενοι, της πρότασης οδηγίας σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας στη δίκη καθώς επίσης των δικαιωμάτων υπεράσπισης και της διασυνοριακής συλλογής των αποδεικτικών στοιχείων στην Ε.Ε. με ιδιαίτερη αναφορά στο σύστημα δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις που εισήγαγε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όπως επίσης των θεμάτων της προστασίας των προσώπων σε σχέση με το σύστημα της έκδοσης και την αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση των εισηγήσεων:
Η Αρχή της Αμοιβαίας Αναγνώρισης ως βάση για τη Δικαστική Συνεργασία
“Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και η ανάγκη περιορισμού της ως βασικό στοιχείο της διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στο πλαίσιο των ποινικών υποθέσεων στην Ε.Ε.” Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Καθηγήτρια, Τμήμα Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας, Νομική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η εισηγήτρια αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η παρούσα περίοδος της Ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ χαρακτηρίζεται, σε ό,τι αφορά το ποινικό δίκαιο, από δύο κατευθύνσεις εξελίξεων. Η μία εκφράζεται από τη θεσμική πλέον κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση, την προσπάθεια προσχώρησης αυτής στην ΕΣΔΑ, καθώς και τη σταδιακή διασφάλιση των δικαιωμάτων των προσώπων που αρχίζει να κερδίζει έδαφος. Η άλλη κατεύθυνση εκφράζεται με τη δυναμική προώθηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών και την πιθανή παραπέρα ενδυνάμωση του ποινικού ελέγχου, μεταξύ άλλων, και με τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Μέσα σ’ αυτή τη γενικότερη εικόνα, θετικών στοιχείων αλλά και ενδεχόμενων κινδύνων για μια δίκαιη ποινική δίκη στο πλαίσιο της ΕΕ, η εισήγησή της επικεντρώθηκε στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, που αποτελεί κατά κοινή ομολογία το κεντρικό εργαλείο διαμόρφωσης του ποινικού δικαίου στην Ένωση ενώ στόχος ήταν η ανάδειξη των προβλημάτων που δημιουργεί η αρχή αυτή και την ανάγκη περιορισμών της, αλλά και επιδίωξη ήταν να προταθούν λύσεις που θα μπορούσαν να ενδυναμώσουν την ευρωπαϊκή μας συνύπαρξη στη βάση αρχών του κράτους δικαίου.
“Πρόσφατες εξελίξεις στο δίκαιο της απόδειξης για ποινικές διαδικασίες στο δικαστικό Ευρωπαϊκό χώρο” Ανδρέας Ποταμιανός, Πρόεδρος Εφετών
H εισήγηση εξέτασε τους όρους και τη διαδικασία κτήσης αποδείξεων που βρίσκονται στην αλλοδαπή και τη διαβίβασή τους στο κράτος εκδίκασης, σ’ αυτό δηλαδή που εκκρεμεί η ποινική διαδικασία.
Ειδικότερα, στην εισήγηση επισημάνθηκε ότι :
α. Οι ανωτέρω στόχοι (συλλογή και διαβίβαση των αποδείξεων) επιτυγχάνονται με την προσφυγή στον μηχανισμό της παραδοσιακής δικαστικής συνδρομής (μέσω κυρίως της ευρωπαϊκής σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1959), όπως αργότερα μετεξελίχθηκε με την καθιέρωση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις.
β. Τελευταίος σταθμός αυτής της εξελικτικής πορείας είναι η οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου για την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ), που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο την 14 Μαρτίου 2014.
γ. Η ΕΕΕ στοχεύει να καταστεί ένα συνεκτικό σύστημα που θα αντικαταστήσει και καταργήσει όλα τα υπάρχοντα νομικά μέσα στον τομέα συγκέντρωσης και κυκλοφορίας των αποδείξεων στον ενιαίο ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο.
Περαιτέρω, η εισήγηση ερεύνησε, συνοπτικά, το περιεχόμενο της Οδηγίας και συγκεκριμένα :
Τη νομική βάση και το πεδίο εφαρμογής της, τον ορισμό της ΕΕΕ (ως δικαστικής απόφασης που εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή ΚΜ, με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων ερευνητικών μέτρων σε άλλο ΚΜ), τις προϋποθέσεις έκδοσης και διαβίβασης της ΕΕΕ, την οιονεί αυτόματη αναγνώριση και εκτέλεσής της, τους γενικούς και ειδικούς λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης της ΕΕΕ, τις προθεσμίες εκτέλεσής της, τα ειδικά ερευνητικά μέτρα και τέλος τη σχέση της ΕΕΕ με τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων της Ε.Ε.
“Η σημασία της δικαστικής συνεργασίας σε υποθέσεις οικονομικού εγκλήματος με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε.: η προοπτική των Δικαστών” Michael Hopmeier, Δικαστής στο Δικαστήριο του Kingston στο Λονδίνο, Επισκέπτης Καθηγητής στο City University.
Ο εισηγητής αναφέρθηκε στις προτάσεις οδηγιών α) για την δέσμευση και δήμευση των προϊόντων εγκλήματος στην Ε.Ε., β) για την καταπολέμηση της απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου (PIF), καθώς επίσης και στην πρόταση κανονισμού για την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO).
Υπήρξε επίσης αναφορά στη συνέχεια για τον τομέα της διεθνούς συνεργασίας και της αμοιβαίας συνδρομής και της συνεργασία για την επιβολή του νόμου και ανάλυση αναφορικά με
1. Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας αρ. 17828 (Σύμβαση του Στρασβούργου, 1979)
2. Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών ( Σύμβαση της Βιέννης , 1988)
3. Σύμβαση κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (Σύμβαση του Παλέρμο, 2000, τέθηκε σε ισχύ στις 29.09.2003, συμπληρώνεται από 3 πρωτόκολλα)
4. Σύμβαση Ποινικού Δικαίου για τη Διαφθορά (Στρασβούργο) 27.1.99 ETS 173 (Πρόσθετο Πρωτόκολλο του 2003 ETS 191)
5. Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ (2000)
6. Το πρωτόκολλο της σύμβασης του 2000 για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
7. Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς (2003, τέθηκε σε ισχύ στις 14.12.2005)
8. Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Συγκάλυψη, Έρευνα, Κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (Σύμβαση της Βαρσοβίας , 16 Μαΐου 2005)
9. Απόφαση-Πλαίσιο της ΕΕ για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό , τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος
10. Πράξη του Ηνωμένου Βασίλειου αναφορικά με διεθνής συνεργασία για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων (2003 Act)
11. Οδηγίες για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή για το Ηνωμένο Βασίλειο (11 Edition 2014)
12. 40 συστάσεις της FATF
“Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων της Ε.Ε. κατά της απάτης μέσω του ποινικού δικαίου – Μία κατ’ άρθρον ανάλυση των προκλήσεων και των τροποποιήσεων σύμφωνα με τη νέα Οδηγία για την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης” Αντώνιος Παπαματθαίου, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Δημήτριος Σκάρπας, Δικηγόρος ΔΣΑ
Οι εισηγητές αναφέρθηκαν με την εισήγηση τους στην νομοθετική πρωτοβουλία της Επιτροπής καθώς τον Μάιο του 2012, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μέσα του ποινικού δικαίου και με διοικητικές έρευνες, οποία περιελάμβανε προτάσεις για τη βελτίωση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 2012, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας για την καταπολέμηση της απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου (PIF). Η πρόταση περιελάμβανε κοινούς ορισμούς αξιόποινων πράξεων σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ, εναρμονισμένες ελάχιστες κυρώσεις και κοινές διατάξεις παραγραφής.
Η απάτη και οι παρεμφερείς παράνομες δραστηριότητες που αναπτύσσονται εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για τον προϋπολογισμό της Ένωσης και, κατά συνέπεια, για τους φορολογούμενους. Ο στόχος του προϋπολογισμού της Ένωσης να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης και να δημιουργήσει ανάπτυξη και απασχόληση υπονομεύεται σε περίπτωση κατάχρησης των κονδυλίων, κυρίως σε καιρούς δημοσιονομικής υπευθυνοποίησης και εξυγίανσης καθώς και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την ανάπτυξη. Η Ένωση πρέπει να υπερασπιστεί τα χρήματα του φορολογούμενου με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, κάνοντας χρήση όλων των δυνατοτήτων που προσφέρονται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Η ζημιά που προξενείται στον προϋπολογισμό της Ένωσης επιβάλλει την ανάληψη δράσης για να εξασφαλιστεί ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου, εφόσον χρειάζεται, του ποινικού δικαίου. Παρά την ανάπτυξη κεκτημένου της Ένωσης στο συγκεκριμένο τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει την απάτη, τη διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει διιστάμενους κανόνες που οδηγούν συχνά σε διαφορές όσον αφορά τα επίπεδα προστασίας στο πλαίσιο των εθνικών νομικών συστημάτων τους. Αυτή η κατάσταση αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ισοδύναμη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και ότι τα μέτρα που λαμβάνονται κατά της απάτης δεν έχουν επιτύχει το απαιτούμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
Αυτές οι διαφορές έχουν αρνητική επίπτωση στην αποτελεσματικότητα των ενωσιακών πολιτικών για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως καταδεικνύεται στην εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα πρόταση. Κοινά ποινικά αδικήματα σε όλα τα κράτη μέλη θα μείωναν τον κίνδυνο διιστάμενων πρακτικών, δεδομένου ότι θα εξασφάλιζαν ενιαία ερμηνεία και ομοιογενή τρόπο κάλυψης όλων των απαιτήσεων σχετικά με την άσκηση δίωξης. Θα ενίσχυαν επίσης το αποτρεπτικό αποτέλεσμα και το κατασταλτικό δυναμικό των σχετικών διατάξεων και θα μείωναν τα κίνητρα που ωθούν τους δυνάμει δράστες να μετακινούνται προς επιεικέστερες δικαιοδοσίες στο εσωτερικό της Ένωσης προκειμένου να ασκήσουν τις εκ προθέσεως παράνομες δραστηριότητές τους.
Η ισοδύναμη προστασία των οικονομικών της συμφερόντων αποτελεί επίσης ζήτημα αξιοπιστίας των θεσμικών οργάνων και των άλλων οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, καθώς επίσης ζήτημα κατοχύρωσης της νόμιμης εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Κατά συνέπεια, η παρούσα πρόταση θα πρέπει να καλύπτει όχι μόνον την υπό στενή έννοια απάτη, αλλά και άλλες συναφείς με την απάτη μορφές παράνομης συμπεριφοράς μέσω των οποίων προκαλείται ζημία στον προϋπολογισμό της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της παρακώλυσης των διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων. Το καθοριστικό στοιχείο είναι η ύπαρξη κέρδους που πραγματοποιείται εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ και, επομένως, σε βάρος όλων των φορολογουμένων.
Ένας επιπλέον λόγος για την πρόταση νέας νομοθετικής πράξης είναι η ανάγκη θέσπισης συγκεκριμένων μέτρων για την εφαρμογή της συνολικής στρατηγικής προσέγγισης της Επιτροπής στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης.
Αναφέρθηκε επίσης ότι ο τομέας της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ αποτέλεσε αντικείμενο μιας σταθερής διαφοράς. Εντός του πεδίου εφαρμογής για την πρόληψη και μείωση της απώλειας των χρημάτων για την ΕΕ και την αύξηση της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής ευθύνης της ΕΕ, οι νέες συγκεκριμένες ανησυχίες για την οδηγία PIF έχουν αυξηθεί σε σχέση με την προβληματική της νομικής βάσης, την εξαίρεση του ΦΠΑ και τον αποκλεισμό της απάτης για τις δημόσιες συμβάσεις. Υπάρχει όμως παρά ταύτα μια μοναδική δυνατότητα να καθορισθεί πλέον ένα ομοιογενές και λειτουργικό σύστημα συντονισμού της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ.
“Οι πρωτοβουλίες της Ε.Ε. στον τομέα της έρευνας και της δίωξης αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε. (Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή, Eurojust, OLAF)” Γεώργιος Τριανταφύλλου, Επίκουρος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ο εισηγητής αναφέρθηκε στην νομοθετική πρωτοβουλία της Επιτροπής που παρουσιάστηκε στις 17.7.2013 αποτελούμενη από δύο προτάσεις κανονισμών για την αποτελεσματικότερη, σε επίπεδο Ένωσης, δίωξη των εγκλημάτων, οποία στρέφονται κατά των Ευρωπαίων φορολογουμένων, ήτοι: α) δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) και β) αναμόρφωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνεργασίας για την Ποινική Δικαιοσύνη (Eurojust). Επίσης, εξέδωσε δύο ανακοινώσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση της Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) της ΕΕ και την καλύτερη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) και την αναμόρφωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνεργασίας για την Ποινική Δικαιοσύνη (Eurojust).
- Αποκλειστική αρμοδιότητα της νέας υπηρεσίας (EPPO) θα είναι η διερεύνηση και δίωξη εγκλημάτων εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ και η παραπομπή, όπου χρειάζεται, των υπόπτων ενώπιον των δικαστηρίων των K-M. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι ένα ανεξάρτητο όργανο οποίο θα υπόκειται σε δημοκρατική εποπτεία. Η αρχή της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας συνίσταται στην παραδοχή πως, όταν υπάρχει ένας «ομοσπονδιακός προϋπολογισμός» με χρήματα που προέρχονται από όλα τα Κ-Μ της ΕΕ και των οποίων η διαχείριση υπόκειται σε κοινούς κανόνες, χρειάζονται και «ομοσπονδιακά εργαλεία» για την αποτελεσματική του προστασία σε όλη την Ένωση. Επί του παρόντος, σύμφωνα με την Επιτροπή υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία όσον αφορά το επίπεδο προστασίας και επιβολής της νομοθεσίας στην ΕΕ για την καταπολέμηση αυτού του είδους απάτης. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα διασφαλίζει ότι, κάθε υπόθεση οποία αφορά εικαζόμενη απάτη εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ θα παρακολουθείται μέχρι τέλους, ούτως ώστε οι εγκληματίες να γνωρίζουν ότι, θα διωχθούν και θα προσαχθούν στη δικαιοσύνη καθώς μόνον κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει σημαντικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
- Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα έχει αποκεντρωμένη δομή, στο πλαίσιο των εθνικών δικαστικών συστημάτων. Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι εισαγγελείς θα διεξάγουν τις έρευνες και θα ασκούν τις διώξεις στο εκάστοτε κράτος μέλος, χρησιμοποιώντας εθνικό προσωπικό και εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο. Οι ενέργειές τους θα συντονίζονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ώστε να εξασφαλίζεται ομοιόμορφη προσέγγιση σε όλη την ΕΕ, η οποία είναι καθοριστική ιδίως σε διασυνοριακές υποθέσεις. Η συνολική δομή βασίζεται σε υπάρχοντες πόρους και, συνεπώς, δεν αναμένεται να δημιουργηθεί σημαντικό πρόσθετο κόστος.
- Τα εθνικά δικαστήρια θα είναι αρμόδια για τον έλεγχο της νομιμότητας, δηλαδή θα εξετάζουν προσφυγές επί των πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Ταυτόχρονα, η πρόταση ενισχύει σημαντικά τα δικονομικά δικαιώματα των υπόπτων για συμμετοχή σε εγκλήματα τα οποία διερευνά η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
- Ένα "Σώμα" δέκα ατόμων, αποτελούμενο από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, τους 4 αναπληρωτές και τους 5 εντεταλμένους εισαγγελείς, θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη ενοποίηση ενωσιακού-εθνικού επιπέδου, ιδίως όσον αφορά τη συμφωνία για την ανάθεση των υποθέσεων.
- Η πρόταση εγγυάται επίσης προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των ατόμων τα οποία εμπλέκονται σε έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μεγαλύτερη από αυτή οποία ήδη παρέχουν τα εθνικά συστήματα. Η προστασία περιλαμβάνει, για παράδειγμα, το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης, το δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης στα στοιχεία της υπόθεσης ή το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση κράτησης. Επιπλέον, οι κανόνες για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καθορίζουν και άλλα δικαιώματα οποία δεν έχουν ακόμη εναρμονισθεί από την νομοθεσία της ΕΕ, με στόχο την παροχή ισχυρών διασφαλίσεων για τα δικονομικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν το δικαίωμα σιωπής και το τεκμήριο αθωότητας, το δικαίωμα νομικής συνδρομής, καθώς και το δικαίωμα προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και εξέτασης μαρτύρων.
- Η πρόταση προβλέπει επίσης σαφείς, εναρμονισμένους κανόνες σχετικά με τα μέτρα οποία μπορεί να χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τη διεξαγωγή της έρευνας, καθώς και διατάξεις σχετικά με τη συλλογή και τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων.
Η Επιτροπή προτείνει την περαιτέρω βελτίωση της διακυβέρνησης της OLAF και την ενίσχυση των διαδικαστικών εγγυήσεων κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της, λαμβανομένων υπόψη των ρυθμίσεων οποίες προβλέπονται για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Προβλέπονται σχετικά δύο σημαντικές πρωτοβουλίες: α) ορισμός ενός ανεξαρτήτου ελεγκτή διαδικαστικών εγγυήσεων για την ενίσχυση του δικαστικού ελέγχου σχετικά με τα μέτρα οποία μπορεί να χρησιμοποιεί η OLAF για τη διεξαγωγή της έρευνας. β) ειδική διαδικαστική εγγύηση με τη μορφή άδειας οποία θα παρέχει ο ελεγκτής για πιο παρεμβατικά μέτρα έρευνας (έρευνες σε γραφεία, κατασχέσεις εγγράφων κ.λπ.), στα οποία μπορεί να χρειαστεί να προσφύγει η OLAF για τις έρευνές της στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ρόλος της OLAF θα μεταβληθεί επίσης με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Θα παραμείνει αρμόδια για τις διοικητικές έρευνες σε τομείς οποίοι δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως παρατυπίες οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, καθώς και σοβαρά παραπτώματα ή εγκλήματα χωρίς δημοσιονομικές επιπτώσεις, οποία διαπράττονται από το προσωπικό της ΕΕ.
Συμπερασματικά, η OLAF δεν θα διενεργεί πλέον διοικητικές έρευνες για απάτη ή άλλα εγκλήματα οποία πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς τέτοια εγκλήματα θα υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Συγκεκριμένα, εάν η OLAF έχει υπόνοιες για τέτοιου είδους ποινικά αδικήματα, θα υποχρεούται να τις αναφέρει το ταχύτερο δυνατόν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Αν και δεν θα διεξάγει πλέον έρευνες στον τομέα αυτόν, η OLAF θα συνεχίσει να παρέχει βοήθεια στη Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατόπιν σχετικού αιτήματος (όπως συμβαίνει ήδη σήμερα με τις εθνικές εισαγγελικές αρχές). Είναι εύλογο ότι, η αλλαγή αυτή θα διευκολύνει την ταχύτερη διαδικασία διερεύνησης και θα βοηθήσει να αποφευχθούν οι επικαλύψεις των διοικητικών και ποινικών ερευνών για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Με τον τρόπο αυτό, θα αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχούς δίωξης.
Δικονομικές εγγυήσεις στις ποινικές διαδικασίες – νέες πρωτοβουλίες και προοπτικές
“Προκλήσεις και Προοπτικές όσον αφορά τις δικονομικές εγγυήσεις για τους πολίτες στις ποινικές διαδικασίες” Olivier Tell, Επικεφαλής της μονάδας Β1 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης
Ο εισηγητής αναφέρθηκε στην νομοθετική πρωτοβουλία της Επιτροπής που παρουσιάστηκε στις 27 Νοεμβρίου 2013, μίας δέσμης προτάσεων για την περαιτέρω ενίσχυση των δικονομικών εγγυήσεων για πολίτες σε ποινικές διαδικασίες. Ο στόχος είναι να διασφαλιστεί το δικαίωμα όλων των πολιτών σε μια δίκαιη δίκη, σε όποια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι αν βρίσκονται. Οι προτάσεις αυτές αποσκοπούν στον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης στη δίκη, στην παροχή ειδικών διασφαλίσεων για παιδιά που εμπλέκονται σε ποινικές διαδικασίες, στην εξασφάλιση της πρόσβασης υπόπτων και κατηγορουμένων σε προσωρινή νομική συνδρομή στα πρώτα στάδια της διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά πρόσωπα για τα οποία εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Οι νέες προτάσεις είναι ένα ακόμη ορόσημο στην πορεία προς την κατοχύρωση των δικονομικών δικαιωμάτων των πολιτών και συμπληρώνουν τρεις ευρωπαϊκές οδηγίες που εκδόθηκαν από το 2010 και μετά: σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση, το δικαίωμα ενημέρωσης και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Οι προτάσεις αυτές προάγουν την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης, εξασφαλίζοντας σε όλους τους διαδίκους την προστασία που παρέχει μια δίκαιη δίκη. Στόχος είναι η προώθηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στα δικαστικά συστήματα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλίζοντας κατ΄ επέκταση την ομαλή λειτουργία του ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης.
Η δέσμη προτάσεων περιλαμβάνει πέντε προτάσεις:
1. Οδηγία για την ενίσχυση του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης στη δίκη για τις ποινικές διαδικασίες.
2. Οδηγία σχετικά με ειδικές διασφαλίσεις για παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι για εγκλήματα.
3. Οδηγία σχετικά με το δικαίωμα σε προσωρινή νομική συνδρομή για πολίτες που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι για εγκλήματα, καθώς και για πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Οι παραπάνω νομοθετικές προτάσεις συμπληρώνονται από δύο συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τα κράτη μέλη:
4. Σύσταση σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα άτομα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες.
5. Σύσταση σχετικά με το δικαίωμα σε νομική συνδρομή για υπόπτους ή κατηγορουμένους σε ποινικές διαδικασίες.
“Η Σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα ευάλωτα άτομα ως κατηγορούμενοι στις ποινικές διαδικασίες– οι προκλήσεις της εφαρμογής” Άγγελος Κωνσταντινίδης, Καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Θράκης
Ο εισηγητής αναφέρθηκε στη σύσταση της Επιτροπής της 27.11.2013 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα, που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών ως μια σημαντική πρωτοβουλία με την έννοια της θέσπισης κοινών συγκεκριμένου περιεχομένου πια κανόνων σε δικονομικό επίπεδο. Σκοπός δε της Σύστασης της Επιτροπής είναι, όπως αναφέρεται σ’ αυτή να ενθαρρυνθούν τα κράτη-μέλη να ενισχύσουν τα δικονομικά δικαιώματα όλων των υπόπτων ή των κατηγορουμένων, που δεν είναι σε θέση να κατανοούν και να συμμετέχουν ουσιαστικά σε ποινικές διαδικασίες λόγω ηλικίας, διανοητικής ή σωματικής κατάστασης ή αναπηρίας. ΄Ετσι με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή των κατηγορουμένων η Σύσταση θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών και με τον τρόπο αυτό, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις.
“Η πρόταση Οδηγίας σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας σε δίκη στις ποινικές διαδικασίες, ενόψει της νομολογίας του ΕΔΔΑ” Ιωάννης Ν. Ανδρουλάκης, Λέκτορας Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ο εισηγητής αναφέρθηκε στην οδηγία για την ενίσχυση του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης στη δίκη για τις ποινικές διαδικασίες. Η οδηγία αυτή κατοχυρώνει τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας για όλους τους πολίτες που οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές θεωρούν υπόπτους ή κατηγορουμένους, ορίζοντας ότι
1) η ενοχή δεν μπορεί να συνάγεται από καμία επίσημη απόφαση ή δήλωση πριν από την οριστική καταδίκη,
2) το βάρος της απόδειξης φέρει η εισαγγελική αρχή και τυχόν αμφιβολίες είναι προς όφελος του υπόπτου ή του κατηγορουμένου,
3) το δικαίωμα σιωπής είναι κατοχυρωμένο και δεν χρησιμοποιείται εις βάρος των υπόπτων προκειμένου να εξασφαλιστεί η καταδίκη τους, και
4) ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα παράστασης στη δίκη
“Δικαιώματα υπεράσπισης και διασυνοριακή συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στην Ε.Ε.” Ηλίας Αναγνωστόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ο εισηγητής αναφέρθηκε στα δικαιώματα υπεράσπισης των υπόπτων-κατηγορουμένων και την διασυνοριακή συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στην Ε.Ε.. Αναφέρθηκε εκτεταμένα και άσκησε κριτική στο σύστημα δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στην ΕΕ που εισήγαγε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όπως επίσης για τα θέματα της προστασίας των προσώπων σύμφωνα με το παραδοσιακό σύστημα της έκδοσης και την αμοιβαίας συνδρομής, ενώ εκφράσθηκε ο προβληματισμός για την συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην ΕΕ, την επιλογή του Forum, την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μέσω του πολυμερούς ελέγχου των προτύπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επίσης υπήρξε ιδιαίτερη αναφορά σχετικά με την συγκέντρωση και την χρήση των αποδεικτικών στοιχείων καθώς και σχετικός σχολιασμός της απόφασης του Ευρ. Δικ. Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Στοΐκοβιτς κατά Γαλλίας. Υποστηρίχθηκε συμπερασματικά ότι η χαλιναγώγηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης της ΕΕ είχε τα προηγούμενα χρόνια μια αρνητική επίπτωση στα δικαιώματα υπεράσπισης των υπόπτων και των κατηγορουμένων σε δικαστικές διαδικασίες συνεργασίας και ότι αυτό το διαρθρωτικό έλλειμμα πρέπει να διορθωθεί παρέχοντας στα θιγόμενα πρόσωπα μια δίκαιη ευκαιρία να συμμετάσχουν ενεργά κατά το νωρίτερο δυνατό στάδιο της σχετικής διαδικασίας και να επωφεληθούν από τη βοήθεια δικηγόρου σε όλες τις δικαιοδοσίες, ενώ τα δικαστήρια πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως καθώς και την αμεροληψία και την ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων τόσο στο κράτος έκδοσης όσο και στο κράτος εκτέλεσης.