της Ράνιας Λύκου,
φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών
Τη Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σε συνεργασία με την Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας πραγματοποίησε στην Αίθουσα Τελετών του Εφετείου Αθηνών ημερίδα με θέμα “Το ηλεκτρονικό έγκλημα και η μετάλλαξη του εγκλήματος από παραδοσιακό σε ηλεκτρονικό”. Ομιλητές ήταν οι υπαστυνόμοι Α’ Λύσσαρης Ευθύμιος, Φιλιππίδης Αλέξανδρος, Καρατάσου Ελένη, Μικρούλης Αλέξανδρος και ο Υποδιευθυντής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας κύριος Σφακιανάκης Εμμανουήλ, ενώ σημαντική ήταν και η συμβολή του Εισαγγελέα Εφετών κυρίου Αγγελή Ιωάννη.
Την ημερίδα άνοιξε ο υπαστυνόμος Α’ Λύσσαρης Ευθύμιος, ο οποίος έκανε μία σύντομη παρουσίαση της ιστορίας του Διαδικτύου. Όλα, λοιπόν, ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τη δεκαετία του ’60. Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ δημιουργεί το πρώτο δίκτυο υπολογιστών ώστε να είναι δυνατή η μεταξύ των πολιτειών επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών με ταχύτητα, μυστικότητα και ασφάλεια. Στη βάση αυτή δημιουργήθηκε το 1969 το δίκτυο με την ονομασία ARPA(Advanced Research Projects Agency)net, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πειραματικά για την επικοινωνία των Πανεπιστημίων του Stanford και της California. Σταδιακά, έως το 1990, ήρθε η επινόηση του e-mail, ενώ στο CERN αναπτύχθηκε η γλώσσα HTML, δύο βήματα που δεν άργησαν να οδηγήσουν στην ευρεία χρήση του Διαδικτύου από το κοινό. Επιπλέον, ο κύριος Λύσσαρης αναφέρθηκε στην αρχή των ερευνών για εγκλήματα μέσω διαδικτύου, για την οποία αφορμή στάθηκε η απαγωγή ενός παιδιού στις ΗΠΑ, που συνδέθηκε με μία ομάδα παιδόφιλων που όπως αποδείχτηκε επικοινωνούσαν μέσω Internet. Έτσι, το FBI δημιούργησε άμεσα την Υπηρεσία Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Επόμενος ομιλητής ήταν ο Φιλιππίδης Αλέξανδρος, ο οποίος προσπάθησε με απλά λόγια και κάποια video να εξηγήσει στο κοινό τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατή η εύρεση του αποστολέα ενός e-mail, αφού πρώτα αναφέρθηκε εν συντομία στη δημιουργία του. Το πρώτο e-mail δημιουργήθηκε το 1965 στο MIT υπό τη μορφή Mailbox, ενώ το 1972 έγινε η μεταλλαγή του δικτύου από ARPANET στο γνωστό μας σήμερα INTERNET. Η εύρεση του αποστολέα, όπως ανέλυσε, είναι εφικτή μέσω της IP(Internet Protocol)Address, η οποία είναι μοναδική για κάθε εταιρεία καθώς και για κάθε χρήστη του διαδικτύου την στιγμή που είναι συνδεδεμένος. Συγκεκριμένα, η μορφή της είναι XXX.XXX.XXX.XXX.Έτσι η Αστυνομία μέσα από μία διαδικασία που έδειξε ο υπαστυνόμος βρίσκει τα ηλεκτρονικά ίχνη του δράστη και οδηγείται σε αυτόν.
Στη συνέχεια, την σκυτάλη πήρε η υπαστυνόμος Α’ Καρατάσου Ελένη κάνοντας αναφορά σε ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα, την πορνογραφία ανηλίκων και τη διακίνηση της μέσω του διαδικτύου. Μόνο στις ΗΠΑ, όπως είπε, γίνονται 700.000 συναλλαγές ετησίως, ενώ στην Ελλάδα η αύξηση των χρηστών είναι ανησυχητικά ανοδική. Ευχάριστο νέο μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι στη χώρα μας δεν έχει αναπτυχθεί, ακόμα τουλάχιστον, οργανωμένο κύκλωμα μαγνητοσκόπησης και προώθησης τέτοιου υλικού. Η ηλικία των θυμάτων κυμαίνεται από βρέφη μερικών μηνών έως και εφήβους 17 ετών. Όσον αφορά τους δράστες ή «αρπακτικά», όπως επέλεξε –όχι άδικα- να τους αποκαλεί η υπαστυνόμος κατά την ομιλία της, είναι συνήθως άτομα υπεράνω υποψίας και πολλές φορές κινούνται σε χώρους όπου τους προσφέρεται μία εύκολη άμεση επαφή με παιδιά. Τα άτομα αυτά μπορούν να είναι συγγενικά πρόσωπα των θυμάτων μέχρι και γιατροί ή δάσκαλοι. Τα «αρπακτικά», λοιπόν, προσεγγίζουν τους ανήλικους αρχικά μέσω Internet, στα διάφορα chat rooms και κρυμμένοι πίσω από μία πλαστή «παιδική» ταυτότητα μέρα με τη μέρα κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους. Έπειτα, ξεκινούν την αποστολή φωτογραφιών –αρχικά ουδέτερων- και στη συνέχεια σεξουαλικού περιεχομένου. Σε ένα πρώτο στάδιο, τα παιδιά νιώθουν ένοχα και παύουν τη συνομιλία, ενώ αποφεύγουν να το μοιραστούν με τους γονείς τους. Με τον τρόπο αυτό, καταλήγουν να παγιδεύονται με τον καιρό στο παιχνίδι των «αρπακτικών». Συχνά, οι δράστες εξαναγκάζουν τους ανήλικους να έρχονται σε σεξουαλική επαφή με συνομήλικους, με ενήλικες, ακόμα και με ζώα χορηγώντας τους ναρκωτικές ουσίες. Οι παιδόφιλοι λειτουργούν σε «κλειστές ομάδες» ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί. Συνήθως επικοινωνούν μέσω chat rooms σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες που έχουν προκαθορίσει. Τα sites που έχουν στο Internet έχουν στην αρχική σελίδα φωτογραφίες παραπλανητικού χαρακτήρα που δεν μαρτυρούν το περιεχόμενό τους, ενώ η διακίνηση της πορνογραφίας ανηλίκων γίνεται συχνά με την ανταλλαγή videos πορνό ενηλίκων όπου σε συγκεκριμένο λεπτό, γνωστό στον παραλήπτη, υπάρχει το φρικτό αυτό θέαμα. Τα περισσότερα video και οι φωτογραφίες προέρχονται από την Λατινική Αμερική, τη Νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική.
Έπειτα, ο υπαστυνόμος Α’ Μικρούλης Αλέξανδρος ενημέρωσε το κοινό για τα οικονομικά εγκλήματα μέσω Internet. Οι μορφές οικονομικής απάτης είναι το phishing, το pharming, τα spam και scam e-mails, ο διαδικτυακός τζόγος και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Σκοπός των δραστών των πρώτων τεσσάρων εγκλημάτων αποτελεί η εξαπάτηση των θυμάτων αποσπώντας τους μεγάλα χρηματικά ποσά ή τα προσωπικά τους στοιχεία. Ο διαδικτυακός τζόγος, από την άλλη πλευρά, παρά τον παράνομο χαρακτήρα του προσελκύει πολλούς χρήστες, ενώ αποτελεί μία επικίνδυνη παγίδα για τα παιδιά που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο χωρίς επίβλεψη. Τέλος, όσον αφορά στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος πρόσφορο έδαφος για τους εγκληματίες δίνει το γεγονός ότι στο Internet όλα είναι πιο απρόσωπα και συνεπώς έχουν τη δυνατότητα είτε της διατήρησης της ανωνυμίας τους είτε της εμφάνισης τους με πολλά ονόματα και διαφορετικές ταυτότητες παραπλανώντας εύκολα τους τρίτους.
Τελευταίος ομιλητής ήταν ο κύριος Σφακιανάκης Εμμανουήλ, ο οποίος επικεντρώθηκε στα εμπόδια που συναντά η Αστυνομία στην προσπάθεια εντοπισμού των δραστών εξαιτίας του Προεδρικού Διατάγματος 45/2005 που εγκαθιδρύει το απόρρητο του διαδικτύου εξαιρώντας ορισμένα εγκλήματα όπως την εκβίαση, την ανθρωποκτονία και το οργανωμένο έγκλημα. Το Προεδρικό αυτό Διάταγμα ήρθε ως συνέχεια της ΑΔΑΕ(Αρχή Διατήρησης Απορρήτου των Επικοινωνιών), η οποία εξέδωσε γνωμοδότηση αναφέροντας πως στο διαδίκτυο είναι τα πάντα απόρρητα ερχόμενη σε αντίθεση με τις γνωμοδοτήσεις 9 και 12 του Αρείου Πάγου που είχαν προηγηθεί. Κατά την κρίση του ομιλητή μόνο ανομία δύναται να κυριαρχήσει έπειτα από τα βήματα αυτά, ενώ με έντονο τρόπο επέκρινε την τάση των εταιρειών να μην συμμορφώνονται με τη γνωμοδότηση της Εισαγγελίας αλλά με τούτη της Ανεξάρτητης Αρχής. Τόνισε ότι όλες οι πράξεις μένουν ατιμώρητες παραμένοντας στο αρχείο καθώς τα χέρια της Αστυνομίας είναι «δεμένα». Από την άλλη πλευρά, αναφέρθηκε στις διάφορες υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης (Social-Networking, όπως το Hi-5, το Twitter και το Facebook) και συμβούλεψε το κοινό ότι η έκθεση προσωπικών δεδομένων στις σελίδες αυτές πρέπει να αποφεύγεται λόγω των ειδεχθών όρων αυτών των εταιρειών που βοηθούν τους κάθε είδους εγκληματίες στο έργο τους.
Έπειτα, ο κύριος Σφακιανάκης έδωσε τον λόγο στον κύριο Αγγελή Ιωάννη, Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος έκανε μία σύντομη αναφορά στη Συνθήκη της Βουδαπέστης. Διευκρίνισε ότι η Ελλάδα αποτελεί μεν μία από τις χώρες που την ψήφισαν, αλλά ωστόσο δεν την έχει κυρώσει ακόμα. Τόνισε ότι εφόσον το ελληνικό κράτος κυρώσει τη συνθήκη αυτή θα υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις κυρίως αλλαγές σε δικονομικές διατάξεις καθιερώνοντας για παράδειγμα 24ώρες το εικοσιτετράωρο δικαστική συνεργασία. Επίσης, τούτο θα έχει ως συνέπεια τη διατήρηση δεδομένων για έξι μήνες ενώ σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν την κυρώσει θα υπάρξει πρόστιμο.
Πριν την ολοκλήρωση της ημερίδας, τέλος, έγινε μία αρκετά ζωηρή συζήτηση όπου ομολογουμένως αρκετοί από τους παρευρισκομένους Εισαγγελείς έθεσαν το θέμα της καθυστέρησης πραγματογνωμοσύνης στις υποθέσεις αυτές με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται το έργο τους. Ο κύριος Σφακιανάκης προς απάντηση δήλωσε ότι ο υπουργός κύριος Χρυσοχοΐδης δεσμεύτηκε για τη δημιουργία ειδικού εργαστηρίου, όπου η πραγματογνωμοσύνη θα ετοιμάζεται εντός δύο μηνών και όχι δεκαοκτώ όπως σήμερα. Έκδηλη υπήρξε η αμφιβολία από πλευράς ακροατηρίου, ενώ σημαντική ήταν η παρατήρηση μίας Εισαγγελέως ότι είναι σημαντικό ακόμα και σε περίπτωση δημιουργίας νέου εργαστηρίου να τηρείται σειρά προτεραιότητας με τις δίκες όπου υπάρχει προσωρινή προσωποκράτηση πολίτη να προηγούνται, διαφορετικά θα είναι μία κίνηση δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μία άλλη ερώτηση που κέντρισε το ενδιαφέρον των παρόντων ήταν το εάν είναι εφικτό να εντοπισθεί κάποιος όταν ενεργεί μέσω των υπολογιστών ή του wi-fi συστήματος που προσφέρει για παράδειγμα μία καφετέρια. Ο κύριος Σφακιανάκης αποκρίθηκε ότι λόγω ακριβώς της αυστηρής νομοθεσίας σχετικά με το Απόρρητο η Αστυνομία έχει αναγκαστεί στην εύρεση νέων τρόπων ενεργώντας «πονηρά», όπως είπε, ενώ ταυτόχρονα απέρριψε κάθε σκέψη περί εξάρτησης του έργου της Αστυνομίας από τη «ρουφιανιά», όπως ξεκάθαρα δήλωσε.
Αναμφίβολα υπήρξε μία εξαιρετική ημερίδα, πολύτιμος αρωγός στο από εδώ και στο εξής έργo των νομικών που παρακολούθησαν. Ευχή όλων, η Αστυνομική Διεύθυνση να συνεργαστεί και πάλι με την Εισαγγελία προσφέροντας πληροφόρηση.