του Κων/νου Πανάγου
Νομικού – Εγκληματολόγου
Βιογραφικά στοιχεία και ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
Ο Ulrich Beck γεννήθηκε τον Μάιο του 1944 στη Γερμανία. Σπούδασε κοινωνιολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία και πολιτικές επιστήμες στο Ludwig-Maximilians-Universität München. Το 1972 ολοκλήρωσε την εκπόνηση διατριβής στο ίδιο πανεπιστήμιο και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, ενώ το 1979 επελέγη στη θέση του λέκτορα. Ύστερα από την ανάληψη διδακτικών καθηκόντων σε έτερα γερμανικά πανεπιστήμια, επέστρεψε στο Ludwig-Maximilians-Universität München, όπου υπηρετεί ακόμη και σήμερα στη θέση του Καθηγητή. Eπίσης, διευθύνει το Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του αυτού πανεπιστημίου και είναι Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του London School of Economics and Political Science (LSE), University of London.
Η συμβολή του στις κοινωνικές επιστήμες: Ο μακροκοινωνιολογικός τύπος της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» (Risikogesellschaft ή risk society)
To 1986, λίγο διάστημα ύστερα από το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ, o Ulrich Beck δημοσίευσε το πόνημα «Κοινωνία της διακινδύνευσης – Προς μία διαφορετική νεωτερικότητα», στο πλαίσιο του οποίου δεσπόζουσα θέση κατέχει η έννοια του «κινδύνου» (Adams 1995, Douglas and Wildavsky 1982). Στις σελίδες του ξεδίπλωσε συλλογισμούς, που συγκέντρωσαν το κοινωνικό ενδιαφέρον (γεγονός που αντανακλάται στην εισπρακτική επιτυχία του έργου) και επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τη σύγχρονη επιστημονική σκέψη (Τάτση 2004). Δίχως να είναι δυνατόν να αποφευχθεί ο κίνδυνος της υπεραπλούστευσης, η θεωρητική του σύλληψη συνοψίζεται στις ακόλουθες παραγράφους.
Ο Beck (1992) υποστηρίζει ότι η αποκαλούμενη ως «βιομηχανική κοινωνία» υποκαθίσταται βαθμιαία (Ιντζεσίλογλου 1992) από έναν καινούργιο μακρο-κοινωνιολογικό τύπο, την «κοινωνία της διακινδύνευσης». Η τελευταία βρίσκεται αντιμέτωπη με κινδύνους πρωτόγνωρης και σημαντικής εμβέλειας, μιας και αναπτύσσουν καθολική και διεθνή δράση. Οι κίνδυνοι πηγάζουν από την επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη, δεν ερείδονται σε εξωτερικά φαινόμενα (π.χ. φυσικές καταστροφές), αλλά σε ανθρώπινες πράξεις ή παραλείψεις. Ο γερμανός κοινωνιολόγος αναγνωρίζει ότι οι καταστάσεις που εμπεριέχουν κινδύνους δεν αποτελούν ένα καινούργιο φαινόμενο για την ανθρωπότητα. Εντούτοις, διαπιστώνει ουσιώδεις διαφοροποιήσεις μεταξύ των κινδύνων του παρελθόντος και αυτών της σύγχρονης εποχής. Οι πρώτοι ήταν δυνατόν να γίνουν αντιληπτοί με τις αισθήσεις, οι επιπτώσεις τους μπορούσαν να υπολογισθούν και ως εκ τούτου να ανατραπούν, ενώ επιπλέον αναφέρονταν κατά κύριο λόγο σε μικρό, ευχερώς προσδιορίσιμο, αριθμό προσώπων (επί παραδείγματι, στους εργαζομένους μιας επιχείρησης που ανέπτυσσε επικίνδυνες για τους τελευταίους δραστηριότητες και τα άτομα που εντάσσονταν στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα). Από την άλλη πλευρά, οι κίνδυνοι του σήμερα είναι αδιόρατοι (λ.χ. ραδιενέργεια), επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις σε κάθε μορφή ζωής της γης (στους ανθρώπους, στη χλωρίδα, στην πανίδα) και έχουν ως αποτέλεσμα την επέλευση βλαβών, οι οποίες δεν είναι δυνατό να επιδιορθωθούν. Ο «ταξικός» χαρακτήρας των κινδύνων, που αποτελούσε τον κανόνα κατά την περίοδο της νεωτερικότητας, δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα. Η βλαπτική τους ενέργεια καταλήγει να αφορά με τον ένα ή τον άλλον τρόπο τους πάντες.
Η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα αποτελούσαν καίρια κοινωνικά αιτήματα κατά την περίοδο της νεωτερικότητας. Στο πεδίο της διακινδύνευσης αντίθετα, βασικό αίτημα των πολιτών συνιστά η επιδίωξη και επίτευξη της ασφάλειας. Το κοινό όραμα για ένα υψηλού επιπέδου διαβίωσης δίνει τη θέση του στον ατομικό αγώνα για τη διάσωση και διατήρηση όσων έχουν κεκτηθεί. Οι κοινωνοί συνασπίζονται αποκλειστικά με στόχο την πρόληψη, τη διαχείριση και την αποφυγή των κινδύνουν που φαντάζουν απειλή για το διαμορφωμένο status quo. Ταυτόχρονα, η τεχνολογική εξέλιξη προσλαμβάνεται επίσης αρνητικά από τους κοινωνούς, δεδομένης της δομικής ανεργίας που οδηγεί και των κινδύνων που συνεπάγεται ευρύτερα. Ο Beck (1992) εύγλωττα απεικονίζει την ως άνω πραγματικότητα με τα εξής: Στη βιομηχανική κοινωνία, επιτομή της κοινωνικής δύναμης είναι το ρήμα «πεινάω», εν αντιθέσει με την κοινωνία της διακινδύνευσης, όπου η κινητήριος κοινωνική δύναμη μπορεί να αποδοθεί συνοπτικά με το ρήμα «φοβάμαι» (Τάτση 2004, Μαντζούφα 2006, Γασπαρινάτου 2005).
Το γεγονός ότι οι διακινδυνεύσεις δεσπόζουν στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, σε συνδυασμό με την αδυναμία των κρατών να τις θέσουν υπό έλεγχο, επιφέρει ως αποτέλεσμα την κρίση εμπιστοσύνης στο πεδίο της σχέσης κράτους – πολίτη. Το τελευταίο προσλαμβάνεται ως αδύναμο να παράσχει να αναγκαία εχέγγυα για την ασφάλεια των πολιτών. Για το λόγο αυτό, λαμβάνει το χαρακτήρα ενός κράτους διαχείρισης κινδύνων και κρίσεων. Ο πολιτικός ιδεαλισμός, που αποτελούσε διακριτικό γνώρισμα της εποχής της νεωτερικότητας και στόχευε στην επίτευξη κοινωνικών οραμάτων γύρω από ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης – ισότητας, παρέχει τη θέση του σε ένα είδος πολιτικού ρεαλισμού, ώστε να επιτευχθεί το λιγότερο δυνατό κακό. Έτσι, εντός του πεδίου της κοινωνίας της διακινδύνευσης και υπό τις πιέσεις της κοινής γνώμης αναπτύσσεται το «κράτος πρόληψης». Στο πλαίσιο αυτό, τα νομικά συστήματα των σύγχρονων δημοκρατικών κρατών μεταβάλλουν ουσιωδώς ορισμένα θεμελιώδη φυσιογνωμικά τους γνωρίσματα. Ειδικότερα, η λειτουργία του δικαίου διαφεύγει των ορίων της γενικής ή ειδικής πρόληψης των (ποινικών) κυρώσεων και λαμβάνει το χαρακτήρα μιας γενικής στρατηγικής πρόληψης από τους κινδύνους. Κύριο πολιτικό και κοινωνικό μέλημα συνιστά η λήψη αποφάσεων και η υλοποίηση ενεργειών που κρίνεται απαραίτητο συμβούν στο παρόν, ώστε να προληφθούν προβληματικές καταστάσεις στο μέλλον (Μανωλεδάκης 2005, Γασπαρινάτου 2005, Ρεθυμιωτάκη 2012, Cottle 1998, Hollway W. & Jefferson 1997, Landreville 2005).
Εν ολίγοις, η κοινωνία της διακινδύνευσης συνιστά εκείνη που αισθάνεται φόβο, αντιμετωπίζει με δυσπιστία τα τεχνολογικά επιτεύγματα και χαρακτηρίζεται από τη λογική της διατήρησης των κεκτημένων, μιας και εμφορείται από την αντίληψη ότι το κράτος αδυνατεί να ικανοποιήσει αυτό το στόχο (Beck 1992).
Η σημασία του μακροκοινωνιολογικού τύπου της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» για την αντεγκληματική πολιτική
Η προσέγγιση του Beck εκκινεί από τις μη ορατές οικολογικές διακινδυνεύσεις στο πεδίο του οικοσυστήματος, δίχως να αναφέρεται με ενάργεια στο πεδίο της αντεγκληματικής πολιτικής. Εντούτοις, υπό τη συγκεκριμένη διόπτρα, περιγράφει τη γενικότερη μεταστροφή στο σύστηµα αξιών της σημερινής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η κοινωνία της διακινδύνευσης ως θεωρητική σύλληψη στρέφει τον κοινωνολογικό, εγκληματολογικό και νομικό προβολέα στις µορφές κινδύνων, που εξαπέλυσε το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα ο τεχνολογικός εκσυγχρονισµός. Ταυτόχρονα, παρέχει ένα καινούργιο σχήµα παρατήρησης των κοινωνικών φαινοµένων, όπως είναι το έγκλημα και ο επίσημος έλεγχός του. Στο πεδίο της κοινωνίας της διακινδύνευσης το ποινικό δίκαιο γίνεται αντιληπτό ως εργαλείο για τη διαχείριση των κινδύνων που ελλοχεύουν από τη δράση των πιθανών εγκληματιών. Έτσι, αυτό που κύρια ενδιαφέρει είναι ο εντοπισμός και η άμεση αντιμετώπιση των πληθυσμιακών ομάδων που διαθέτουν φορτίο εγκληματικής επικινδυνότητας (ως τέτοιες θεωρούνται κατά κανόνα οι πάσης φύσεως μειονότητες) στο προεγκληματικό στάδιο (Γασπαρινάτου 2005, Λαμπροπούλου 2001, Πανούσης 2003, 2004, Paraskevopoulos 2009, Denninger 2000). Το αναμορφωτικό μοντέλο (reformative model) στο χώρο του σχεδιασμού αντεγκληματικής πολιτικής αφήνεται στο περιθώριο και υποκαθίσταται από το πρότυπο της διαχείρισης των διακινδυνεύσεων βάσει των αρχών της αναλογιστικής δικαιοσύνης (Αρχιμανδρίτου 2012, Τζανετάκη 2011, Hudson 2003, Hughes 1998, O’Malley 2000).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σχεδιάζονται πολιτικές που προωθούν την επέκταση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου στο προστάδιο της τέλεσης του εγκλήματος. Ταυτόχρονα, δίνεται έμφαση στην επιτήρηση των αποφυλακισθέντων, ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες υποτροπής τους. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται η πολιτική της μηδενικής ανοχής που εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ (Ζαραφωνίτου 2006, Τζαννετάκη 2006), η δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων σεξουαλικών εγκληματιών που κρίνεται ότι εμφανίζουν υψηλές πιθανότητες υποτροπής (Lacomber 2008), η σύσταση συμμοριών ή εγκληματικών οργανώσεων, δίχως να προϋποτίθεται η τέλεση συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων από τα μέλη τους (πρβλ. άρ. 187 ΠΚ) και γενικότερα τα εγκλήματα αφηρημένης και συγκεκριμένης διακινδύνεσης που τυποποιούνται στον ελληνικό και στους αλλοδαπούς ποινικούς κώδικες (Γασπαρινάτου 2005, Καϊάφα-Γκμπάντι 2005, Συμεωνίδου-Καστανίδου 2005).
Εν ολίγοις, η πρόληψη του εγκλήματος καταλήγει να ταυτίζεται με την άσκηση ποινικής καταστολής, σε μια προσπάθεια τόνωσης του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, οι ατομικές ελευθερίες τίθενται στο στόχαστρο. Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι η θεωρητική σύλληψη του Beck δύναται να αξιοποιηθεί ως επεξηγηματικό σχήμα των σύγχρονων τάσεων των δυτικών αντεγκληματικών πολιτικών. Σε αυτό το σημείο ακριβώς έγκειται η χρησιμότητά της για το πεδίο των εγκληματολογικών επιστημών.
Εργογραφία του Beck:
Beck, Ulrich (1988) Gegengifte: die organisierte Unverantwortlichkeit. Frankfurt am Main: Suhrkamp.
Beck, Ulrich (1992) Risk Society: Towards a New Modernity. London: Sage
Beck, Ulrich & Giddens, Anthony & Lash Scott (1994) Reflexive Modernization. Politics, Tradition and Aesthetics in the Modern Social Order. Cambridge: Polity Press
Eigenes Leben - Ausflüge in die unbekannte Gesellschaft, in der wir leben (1995, together with W. Vossenkuhl and U. E. Ziegler, photographs by T. Rautert)
Beck-Gernsheim, Elisabeth & Beck, Ulrich (1995) The Normal Chaos of Love. Cambridge: Polity Press
Beck, Ulrich (1995) Ecological Politics in an Age of Risk. Cambridge: Polity Press
Beck, Ulrich (1996) The Reinvention of Politics. Rethinking Modernity in the Global Social Order. Cambridge: Polity Press
Beck, Ulrich (1998) Democracy without Enemies. Cambridge: Polity Press
Beck, Ulrich (1998) World Risk Society. Cambridge: Polity Press
Beck, Ulrich (1999) What Is Globalization?. Cambridge: Polity Press
Beck, Ulrich (2000) The brave new world of work. Cambridge: Cambridge University Press.
Adam, Barbara & Beck, Ulrich & Van Loon, Joost (2000) The risk society and beyond: Critical issues for social theory. London: Sage
Beck, Ulrich & Beck-Gernsheim, Elisabeth (2002) Individualization: Institutionalized Individualism and its Social and Political Consequences. London: Sage
Beck, Ulrich & Willms, Johannes (2003) Conversations with Ulrich Beck. Cambridge: Polity Press
Beck, Ulrich (2005) Power in the global age. Cambridge: Polity Press
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Adams J., Risks, UCL Press, London, 1995
Cottle S., Ulrich Beck, ‘risk society’ and the media, European Journal of Communication 1/1998, σ. 5 επ.
Denninger E., ‘Security, diversity, solidarity’ instead of ‘Freedom, equality, fraternity’, Constellations 4/2000, σ. 507 επ.
Douglas M. & Wildavsky A., Risk and culture, University of California Press, Berkley, 1982
Γασπαρινάτου Μ., Αντεγκληματική πολιτική στην κοινωνία της διακινδύνευσης (δ.ε.), Επ. καθηγ. Ν. Κουράκης, Τμήμα Νομικής ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2005
Γεωργιάδου Β., Η διακυβέρνηση της διακινδύνευσης: Πολιτική διαχείριση των νέων αβεβαιοτήτων, στο Γ. Κρεμλή, Γ. Μπάλια, Α. Σηφάκη (επιμ.), Η αρχή της προφύλαξης, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σ. 25 επ.
Hollway W. & Jefferson T., The risk society in an age of anxiety: Situating fear of crime, The British Journal of Sociology 2/1997, σ. 255 επ.
Hudson B., Justice in the risk society challenging and re-affirming ‘Justice’ in late modernity, SAGE, London, 2003
Hughes G., Understanding crime prevention: Social control, risk and late modernity, Open University Press, Berkshire, 1998
Ιντζεσίλογλου Ν., Κοινωνία και νέα τεχνολογία, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1992
Καϊάφα-Γκμπαντι Μ., Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005
Λαμπροπούλου Έ., Εσωτερική ασφάλεια και κοινωνία του ελέγχου, Κριτική, Αθήνα, 2001
Lacomber D., Consumed with sex: The treatment of sex offenders in risk society, British Journal of Criminology 1/2008, σ. 55 επ.
Landreville P., Από την κοινωνική ένταξη στη διαχείριση των κινδύνων; Οι πολιτικές και οι πρακτικές στο κεφάλαιο των ποινών, Μτφρ. Α. Μαγγανάς, ΠοινΔικ 12/2005, σ. 1461 επ.
Μαντζούφα Π., Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης (Υγεία-Ιδιωτικότητα-Περιβάλλον), Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006
Μανωλεδάκη I., Κοινωνία της διακινδύνευσης: Μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας, στο Φ. Ανθόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Θ. Παπαθεοδώρου (επιμ.), Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, σ. 183 επ.
O’Malley P., Criminologies of catastrophe? Understanding criminal justice on the edge of the new millennium, Australian & New Zealand Journal of Criminology 2/2000, σ. 153 επ.
Πανούση Γ., Ανασφάλεια – Το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης, ΠοινΔικ 10/2004, σ. 1158 επ.
Πανούση Γ., Η εγκληματολογία στην εποχή της διακινδύνευσης – Χάος, διακινδύνευση & έγκλημα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003
Paraskevopoulos Ν., Targeting majorities: New orientations of penal control, στο T. Serasis, H. Kania, H.-J. Albrecht (επιμ.), Images of crime III – Presentations of crime and criminal, Duncker & Humblot, Berlin, 2009, σ. 27 επ.
Ρεθυμιωτάκη Ε., Πηγές του δικαίου και νομικός πλουραλισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012
Τάτση Ν., Νεωτερικότητα και κοινωνική αλλαγή – Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, Νήσος, Αθήνα, 2004
Τζανετάκη Τ., Ο νεοσυντηρητισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής – Μια κριτική θεώρηση των θέσεων του James Q. Wilson, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006
Τζανετάκη Τ., Πρότυπα ποινικής καταστολής. Θέσεις και αντιθέσεις, στο Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου & Α. Χαλκιά (επιμ.), Η εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σ. 187 επ.
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005
Ζαραφωνίτου Χ., Ανασφάλεια και επέκταση του κοινωνικού ελέγχου: Ποινικοποίηση των «αντικοινωνικοτήτων» και της αταξίας, ΠοινΛογ 4/2004, σ. 2049 επ.