του Νίκου Βαρβατάκου,
Σωφρονιστικού υπαλλήλου - Μεταφραστή
Περίληψη
Η μελέτη αυτή αποτελεί μια εισήγηση για την ανάγκη καθιέρωσης στα ελληνικά καταστήματα κράτησης του θεσμού των Οικογενειακών Επισκέψεων, ενός θεσμού ο οποίος εφαρμόζεται στα σωφρονιστικά καταστήματα άλλων χωρών και στοχεύει, πρωτίστως, στην ενίσχυση των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών των κρατουμένων. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για την ανάγκη καθιέρωσης του θεσμού αυτού στηρίζονται τόσο στην ανάγκη ενδυνάμωσης των δεσμών των εγκλείστων με τον έξω κόσμο όσο και στην ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών κράτησής τους. Η ενδυνάμωση των προαναφερθέντων δεσμών είναι κεφαλαιώδους σημασίας, διότι συμβάλλει καθοριστικά στην ομαλή κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων μετά την αποφυλάκισή τους. Επίσης, οι δεσμοί αυτοί είναι ιδιαιτέρως ευπαθείς κατά τη διάρκεια της κράτησης, ως αποτέλεσμα τόσο του εγκλεισμού καθεαυτού, όσο και των ατελειών της ελληνικής σωφρονιστικής νομοθεσίας και πρακτικής.
1. Εισαγωγή
Οι Οικογενειακές Επισκέψεις (Family Visits) αποτελούν μια μορφή επισκεπτηρίου προς έναν κρατούμενο, ως επί το πλείστον από τα μέλη του (άμεσου) οικογενειακού του περιβάλλοντος. Σε αντίθεση με τα συμβατικά επισκεπτήρια, τα οποία έχουν μικρή διάρκεια και πραγματοποιούνται υπό οπτική παρακολούθηση και, συνήθως, με τη μεσολάβηση διαχωριστικού μεταξύ των κρατουμένων και των επισκεπτών τους (κάτι που δεν επιτρέπει τη μεταξύ τους φυσική επαφή), οι Οικογενειακές Επισκέψεις είναι επισκεπτήρια μακράς διαρκείας τα οποία πραγματοποιούνται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους εντός των ορίων της φυλακής και στα οποία ο κρατούμενος και η οικογένειά του διαβιούν, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μαζί –αποκτώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη δυνατότητα της από κοινού συμμετοχής τους σε δραστηριότητες της φυσιολογικής οικογενειακής ζωής, όπως συζήτηση, μαγείρεμα, φαγητό, ύπνο, παιχνίδι κ.λπ. Οι έλεγχοι ασφαλείας από το φυλακτικό προσωπικό κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών είναι σποραδικοί και, στο μέτρο του δυνατού, διακριτικοί, ενώ η συχνότητα και η διάρκειά τους εξαρτώνται από την εκάστοτε χώρα και, ειδικότερα, από τη σωφρονιστική της νομοθεσία. Για παράδειγμα, στη Ρωσία, στις περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στον Καναδά κάθε τέτοια επίσκεψη πραγματοποιείται κάθε 2 μήνες και διαρκεί μέχρι και 72 ώρες, ενώ στην Πολιτεία του Νέου Μεξικού των Η.Π.Α., που είναι η μία από τις έξι Πολιτείες των Η.Π.Α. όπου ισχύει ο θεσμός αυτός, τελείται κάθε 45 με 120 μέρες και διαρκεί από 6 έως 24 ώρες, αναλόγως των εφαρμοζόμενων μέτρων ασφαλείας στα οποία εμπίπτει ο κάθε κρατούμενος. Το δικαίωμα πραγματοποίησης Οικογενειακών Επισκέψεων αποτελεί συνάρτηση, σε γενικές γραμμές και κατά κύριο λόγο, της συμπεριφοράς ενός κρατουμένου μέσα στη φυλακή και, σε μικρότερο βαθμό, του αδικήματος για το οποίο κρατείται. Οι επισκέψεις αυτές απευθύνονται, όπως προαναφέρθηκε, στα μέλη του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος – γονείς, αδέλφια, παιδιά, συζύγους κ.λπ. – με μοναδική, ίσως, εξαίρεση τον Καναδά, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτές και της συντρόφου ενός κρατουμένου (χωρίς να υπάρχει, κατ’ ανάγκην, έγγαμη σχέση ανάμεσά τους) καθώς επίσης και οποιουδήποτε ατόμου με το οποίο έχει ο κρατούμενος ισχυρή, σταθερή και αμοιβαία επωφελή σχέση (Vacheret, 2005).
Παρεμφερείς με τις εν λόγω επισκέψεις είναι και οι λεγόμενες Συζυγικές Επισκέψεις (Conjugal Visits), οι οποίες εφαρμόζονται σε ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Δανία, Σουηδία, Ολλανδία, Ισπανία και Γαλλία) καθώς επίσης – σε εθιμοτυπική και περισσότερο ανεπίσημη βάση – και σε ένα μεγάλο αριθμό χωρών της Λατινικής Αμερικής. Παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτοί τύποι επισκέψεων κάποιες φορές συγχέονται, η κύρια διαφορά μεταξύ τους έγκειται στο γεγονός ότι οι Συζυγικές Επισκέψεις έχουν μικρότερη διάρκεια (μέχρι 3 ώρες) και μπορεί να συμμετάσχει σε αυτές ένα μόνο πρόσωπο, το οποίο συνήθως είναι η σύζυγος του κρατουμένου. Η βασική τους ομοιότητα συνίσταται στη δυνατότητα που προσφέρουν αμφότερες να περάσει ο κρατούμενος ένα χρονικό διάστημα κατ’ ιδίαν μαζί με ένα, τουλάχιστον, προσφιλές του πρόσωπο, μακριά από τη ρουτίνα και την πίεση της καθημερινότητάς του στη φυλακή. Κοινός τους παρονομαστής επίσης είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο έχουν καθιερωθεί και εφαρμόζονται: την προαγωγή και ενίσχυση των δεσμών των κρατουμένων με τα πρόσωπα που συμμετέχουν στις εν λόγω επισκέψεις.
2. Εγκλεισμός και οικογενειακή ρήξη
Η ανάγκη ενίσχυσης των σχέσεων μεταξύ ενός κρατουμένου και της οικογένειάς του απορρέει από τη φθορά που χαρακτηρίζει εξ αντικειμένου τις σχέσεις αυτές, ως αποτέλεσμα του εγκλεισμού. Παρ’όλο που το μέγεθος της φθοράς αυτής εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το βάθος και την ποιότητα των σχέσεων που χαρακτηρίζουν την κάθε οικογένεια, είναι γεγονός ότι η φυλάκιση καθεαυτή καθώς και η φυσική (και συνήθως μακροχρόνια) απομάκρυνση την οποία συνεπάγεται, προκαλούν σωρεία προβλημάτων τα οποία ενδέχεται να οδηγήσουν σε πλήρη ρήξη ή διάλυση.
Η ρήξη αυτή, παρά το γεγονός ότι είναι αδύνατη κάποια διαχρονική στατιστική της αποτίμηση, αποτυπώνεται εύγλωττα στην κλασική έρευνα με αντικείμενο τον Θεσμό της Φυλακής στην Ελλάδα, την οποία πραγματοποίησε το 1988 η ερευνητική ομάδα εγκληματολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών. Στην έρευνα αυτή, που ήταν η πρώτη έρευνα εθνικής εμβέλειας για τις ελληνικές φυλακές, περίπου οι μισοί (48%) από τους ερωτηθέντες έγγαμους κρατουμένους δήλωσαν, σε σχετική ερώτηση, ότι η σχέση τους με τη σύζυγό τους υπέστη, εξαιτίας της φυλάκισης, κλονισμό ή και ρήξη – ενώ το 40% του συνόλου των κρατουμένων που ήσαν γονείς δήλωσαν ότι η σχέση τους με τα παιδιά τους υπέστη ανάλογο κλονισμό ή και πλήρη ρήξη (Ανδρίτσου κ.ά., 1988, σ.280).
Το ενδεχόμενο μιας τέτοιας πλήρους ρήξης καθίσταται ακόμα πιο πιθανό αν στη φυλάκιση καθεαυτή προστεθεί, ως επιβαρυντικός παράγοντας, και η μεγάλη διάρκεια του εγκλεισμού. Έρευνα, επί παραδείγματι, που πραγματοποιήθηκε το 2000 στη Γαλλία έδειξε ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος κράτησης, τόσο πιο μεγάλη είναι και η πιθανότητα διάλυσης του γάμου ενός κρατουμένου – μια πιθανότητα η οποία ανέρχεται στο 11% κατά τον πρώτο μήνα κράτησης, στο 20% κατά τον πρώτο χρόνο και στο 36% μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια (Μητροσύλη και Φρονίμου, 2008, σ.58). Η πραγματικότητα αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας αν ληφθεί υπ’ όψιν η αύξηση, την τελευταία δεκαετία, του αριθμού των καταδίκων που εκτίουν μακροχρόνιες ποινές. Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, οι κατάδικοι που εξέτιαν στις ελληνικές φυλακές ποινή πρόσκαιρης ή ισόβιας κάθειρξης (δηλαδή ποινή άνω των 5 ετών) ανέρχονταν στις 31-12-1998 σε 3047 άτομα επί συνόλου 4602 καταδίκων, στις 31-12-2001 έφθαναν τα 4224 άτομα επί συνόλου 6074 καταδίκων και, τέλος, στις 31-12-2006 ήσαν 5186 άτομα επί συνόλου 7234 καταδίκων. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, προκύπτουν δύο συμπεράσματα : α) από το 1998 μέχρι το 2001 και από το 2001 έως το 2006 ο αριθμός των καταδίκων με ποινή κάθειρξης αυξήθηκε κατά 38,6% και 22,8% αντίστοιχα, σημειώνοντας μια συνολική αύξηση (1998-2006) της τάξης του 70,2% (!) και β) οι κατάδικοι με ποινή άνω των 5 ετών αποτελούν την πλειοψηφία των καταδίκων, με αυξανόμενο, συν τω χρόνω, ποσοστό συμμετοχής: το 1998 αποτελούσαν το 66,2% του συνόλου των καταδίκων, το 2001 το 69,5% και το 2006 το 71,7% .
Η ανάγκη ενίσχυσης των οικογενειακών δεσμών των κρατουμένων, επομένως, προβάλλει επιτακτική όχι μόνο λόγω της φυλάκισης και των μακροχρόνιων ποινών, οι οποίες, όπως έδειξα, αποτελούν επί σειρά ετών την κυρίαρχη τάση στις επιβαλλόμενες ποινές φυλάκισης στη χώρα μας, αλλά και λόγω της γενικότερης εξασθένησης του θεσμού του γάμου, έτσι όπως διαφαίνεται μέσα από την, σε απόλυτους αριθμούς, αύξηση των διαζυγίων αλλά και τη βαθμιαία μείωση της αναλογίας μεταξύ γάμων και διαζυγίων, εις βάρος των πρώτων. Το 2005, επί παραδείγματι, κατεγράφησαν στη χώρα μας 13.494 διαζύγια – 21% περισσότερα σε σχέση με το 2000 (11.119) και 123% περισσότερα σε σχέση με το 1990 (6037)! Εξίσου εύγλωττη, ωστόσο, είναι και η αύξηση των διαζυγίων αναλογικά με τους γάμους: το 1990 οι γάμοι και τα διαζύγια που σημειώθηκαν στη χώρα μας βρίσκονταν σε αναλογία 1/9,78 (1 διαζύγιο ανά 9,78 γάμους). Το 1995 η αναλογία αυτή μετατράπηκε σε 1/5,82, για να διολισθήσει σε 1/5,56 το 2000 και να καταλήξει σε 1/4,52 το 2005.
Αν, λοιπόν, συνδυαστεί η δοκιμασία που θέτει στην οικογενειακή συνοχή ο (μακροχρόνιος) εγκλεισμός με την υψηλή και αυξανόμενη τάση για διαζύγιο που χαρακτηρίζει τους σημερινούς γάμους, τότε η ενίσχυση των συζυγικών και γενικότερα οικογενειακών δεσμών των κρατουμένων αποτελεί μια κοινωνική αναγκαιότητα. Μια αναγκαιότητα που γίνεται ακόμα πιο επιτακτική αν λάβει κανείς υπ’ όψιν το υψηλό ποσοστό εγκλείστων οι οποίοι είναι έγγαμοι ή/και γονείς. Στις 31-12-2006 οι έγγαμοι κατάδικοι με παιδιά αποτελούσαν το 29,7% του συνόλου των καταδίκων, ενώ οι έγγαμοι (με ή χωρίς παιδιά) και οι γονείς (έγγαμοι, άγαμοι, χήροι/διαζευγμένοι ή μη δηλώσαντες) αποτελούσαν το 37,3% και 40,5% αντίστοιχα . Συνολικά, οι κατάδικοι οι οποίοι στο τέλος του προαναφερθέντος έτους εμπλέκονταν σε οικογενειακή σχέση (είτε ως σύζυγοι είτε ως γονείς είτε και τα δύο μαζί) ανέρχονταν στο 48,2% του συνολικού αριθμού των καταδίκων – ένα ποσοστό αρκετά μεγάλο ώστε να μην μπορεί να αγνοηθεί από την κοινωνία, την κάθε κοινωνία η οποία δηλώνει ότι επιθυμεί να στηρίζει και να σέβεται τη συζυγική και γονική ιδιότητα των μελών της, όποια μέλη της και αν έχουν την ιδιότητα αυτή.
3. Διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα για τον θεσμό
Η στήριξη των οικογενειακών δεσμών των κρατουμένων προβλέπεται και σε διάφορα επίσημα, νομικά κείμενα, κατά βάσιν σωφρονιστικού περιεχομένου, τόσο διεθνή όσο και ευρωπαϊκά. Η πρόβλεψη αυτή εκφράζεται υπό μορφήν συγκεκριμένων συστάσεων και κανόνων, οι οποίοι αποτελούν και τη νομική βάση για την καθιέρωση των Οικογενειακών Επισκέψεων στη χώρα μας.
Κατ’ αρχάς, εκφράζεται στον Κανόνα 79 των Στοιχειωδών Κανόνων Μεταχείρισης των Κρατουμένων, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (1955). Ο εν λόγω κανόνας αναφέρει ότι «ιδιαιτέρα προσοχή δέον όπως αποδίδεται εις την διατήρησιν και την βελτίωσιν των μεταξύ του κρατουμένου και της οικογενείας του σχέσεων, εφ’ όσον αύται υφίστανται επ’ ωφελεία και προς το συμφέρον αμφοτέρων» (Μαργαρίτης και Παρασκευόπουλος, 2003, σ.343). Εκφράζεται επίσης στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, 1950), όπου αναφέρεται ότι «κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα του σεβασμού προς την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή, την κατοικία του και την αλληλογραφία του». Στην εν λόγω παράγραφο, η οποία ισχύει για «κάθε πρόσωπο» (άρα και για τους κρατουμένους), διατυπώνεται η πρόβλεψη για την ανάγκη σεβασμού όχι μόνο της οικογενειακής ζωής γενικά, αλλά και, ειδικότερα, της ιδιωτικότητας. μια πρόβλεψη η οποία, σε ό,τι αφορά τους κρατουμένους, ενυπάρχει και σε δύο συστάσεις τις οποίες εξέδωσε το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1997 και το 2006.
Με την πρώτη σύσταση (Rec.1340 [97]1, για τις κοινωνικές και οικογενειακές επιπτώσεις της κράτησης) το Συμβούλιο της Ευρώπης κάλεσε τα κράτη-μέλη, μεταξύ άλλων «να βελτιώσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι επισκέψεις των οικογενειών στις φυλακές, συγκεκριμένα διαθέτοντας χώρους στους οποίους οι κρατούμενοι μπορούν να είναι μόνοι μαζί με τα μέλη της οικογένειάς τους τα οποία τους επισκέπτονται» (6.vi.). Στην πρόταση αυτή διατυπώνεται η ανάγκη για ιδιωτικότητα, μια ανάγκη η οποία αφήνεται σαφώς να εννοηθεί με τη χρήση της λέξης «μόνοι» και η οποία συνεπάγεται αφενός μεν τη θεσμοθέτηση τέτοιων επισκέψεων, αφετέρου δε τη διαμόρφωση κατάλληλων χώρων για την πραγματοποίησή τους. Στην εν λόγω σύσταση εκφράζεται με έμμεσο και υπόρρητο τρόπο μια πρόταση προς τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καθιέρωση των Οικογενειακών Επισκέψεων. μια πρόταση η οποία, τελικά, διατυπώνεται απερίφραστα στη Σύσταση Rec.(2006)2 της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη-μέλη σχετικά με τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες. Η σύσταση αυτή περιλαμβάνει, ουσιαστικά, τους νέους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες, οι οποίοι υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή των Υπουργών στις 11 Ιανουαρίου 2006. Στο σχετικό σχόλιο που συνοδεύει τον Κανόνα 24.4 (ο οποίος τονίζει τη σημασία των επισκέψεων για τους κρατουμένους και τις οικογένειές τους) αναφέρεται αυτολεξεί ότι:
«όταν τούτο είναι δυνατόν, πρέπει να επιτρέπονται οι μακρές οικογενειακές επισκέψεις (μέχρι 72 ώρες, για παράδειγμα, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης). Αυτές οι μακρές επισκέψεις επιτρέπουν στους κρατουμένους να διατηρούν στενές σχέσεις με τους συντρόφους τους».
Απευθείας πρόταση για τη θεσμοθέτηση επισκέψεων στις φυλακές οι οποίες θα προσφέρουν τη δυνατότητα ιδιωτικής οικογενειακής ζωής, διατύπωσε και ο Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στο Συμβούλιο της Ευρώπης Alvaro Gil-Robles σε έκθεσή του προς την Επιτροπή των Υπουργών και την Κοινοβουλευτική Συνέλευση με θέμα τον αποτελεσματικό σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Γαλλία (2006). Στην εν λόγω έκθεση ο Α. Gil-Robles δεν περιορίστηκε απλώς στο να προτείνει την καθιέρωση τέτοιου είδους επισκέψεων αλλά και εξήρε τη σημασία που έχουν για τη διατήρηση των οικογενειακών δεσμών, την αποτροπή των διαζυγίων αλλά και την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων - οι οποίοι, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «θα ξέρουν ότι κάποιος τους περιμένει».
4. Η ελληνική νομοθεσία
Το ερώτημα που προκύπτει εύλογα ύστερα από όσα αναφέρθηκαν, είναι το πώς και σε ποιο βαθμό προάγει τους οικογενειακούς δεσμούς των κρατουμένων η ισχύουσα σχετική νομοθεσία και πρακτική στη χώρα μας. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στον ελληνικό Σωφρονιστικό Κώδικα και, πιο συγκεκριμένα, στο έβδομό του κεφάλαιο, το οποίο ρυθμίζει την «Επικοινωνία με το Ευρύτερο Κοινωνικό Περιβάλλον» των κρατουμένων, τη μορφή δηλαδή των επαφών τους με τον έξω κόσμο, περιλαμβανομένης και της οικογένειάς τους. Σύμφωνα με το άρθρο 51 (παρ.2), η εν λόγω επικοινωνία πραγματοποιείται ιδίως με:
α) την υποδοχή επισκεπτών (επισκεπτήρια),
β) την ανταλλαγή επιστολών,
γ) την τηλεφωνική επικοινωνία,
δ) τις άδειες εξόδου από το κατάστημα κράτησης,
ε) τους θεσμούς ημιελεύθερης διαβίωσης των κρατουμένων.
Τα συγκεκριμένα μέσα επικοινωνίας αποτελούν, σε συνδυασμό το ένα με το άλλο, ένα πλαίσιο επικοινωνίας το οποίο είναι επαρκές για τη διατήρηση των οικογενειακών δεσμών. Αυτό, ωστόσο, ισχύει μόνο θεωρητικά και όχι στην πράξη. Και ο λόγος είναι απλός: από τα πέντε, τα τρία πρώτα (τα τηλεφωνήματα, οι επιστολές και τα επισκεπτήρια) είναι από μόνα τους ανεπαρκή, το τέταρτο (η άδεια) δυσλειτουργεί και το πέμπτο (η ημιελεύθερη διαβίωση) είναι πρακτικά ανεφάρμοστο. Στο σημείο αυτό θα παραθέσω αναλυτικά τους λόγους που θεμελιώνουν αυτή την ανεπάρκεια.
Τα τηλεφωνήματα και η ανταλλαγή επιστολών, ενώ αποτελούν αναμφισβήτητα (ιδίως τα πρώτα) ένα χρήσιμο και άκρως επιθυμητό από τους κρατουμένους μέσο επικοινωνίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υποκατάστατα της πραγματικής συζυγικής και οικογενειακής ζωής. Ο λόγος είναι αυτονόητος: δεν προσφέρουν τη δυνατότητα πλήρους και εκ του σύνεγγυς φυσικής επαφής. Κατά το μάλλον ή ήττον, ο ίδιος λόγος καθιστά ανεπαρκή και τα επισκεπτήρια. Η σύντομη (ημίωρης ή, στην καλύτερη περίπτωση, ωριαίας διάρκειας) και περιορισμένη φυσική επαφή που προσφέρουν, η οποία για τα περισσότερα εξ αυτών είναι μόνο οπτική (δεδομένης της μεσολάβησης διαχωριστικού ανάμεσα στους κρατουμένους και τους επισκέπτες τους), τα καθιστά περιορισμένης σημασίας μέσο για την ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών. Αυτό είναι εύλογο, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα ισχύοντα επισκεπτήρια, εκτός των προαναφερθεισών ατελειών τους, της οπτικής τους παρακολούθησης αλλά και του συνήθως θορυβώδους περιβάλλοντος στο οποίο πραγματοποιούνται, δεν προσφέρουν (και δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να προσφέρουν) τη δυνατότητα ιδιωτικής οικογενειακής ζωής. Ούτως ή άλλως, όμως, η περιορισμένη σημασία που έχουν για την οικογενειακή ζωή περιορίζεται – για ένα μεγάλο αριθμό κρατουμένων – ακόμα περισσότερο. Και ο λόγος είναι η, ενυπάρχουσα στη σωφρονιστική πρακτική, τάση για μεταγωγή των βαρυποινιτών και ισοβιτών κρατουμένων σε φυλακές που βρίσκονται μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα (όπως π.χ. στις φυλακές Μαλανδρίνου, Δομοκού κ.λπ.). κάτι που, δεδομένης της συνήθως μεγάλης γεωγραφικής απόστασης, δυσχεραίνει τη δυνατότητα συχνών επισκεπτηρίων προς τους εκεί κρατουμένους από τις οικογένειές τους και, κατ’ επέκταση, αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο τον ρόλο που παίζουν στην ενίσχυση των οικογενειακών σχέσεων.
Το τέταρτο μέσο επικοινωνίας είναι ο θεσμός των τακτικών αδειών εξόδου, ο οποίος παρέχει σε έναν κρατούμενο τη δυνατότητα της, ανά δίμηνο, ολιγοήμερης απουσίας του από το σωφρονιστικό κατάστημα στο οποίο κρατείται. Η διαμονή του κρατουμένου με την οικογένειά του κατά τη διάρκεια αυτής της απουσίας είναι καθοριστικής σημασίας για τη σύσφιγξη των μεταξύ τους δεσμών. Ωστόσο, ο χρόνος χορήγησης της πρώτης αδείας σε συνδυασμό με ορισμένες ασαφείς προϋποθέσεις για τη χορήγηση αυτή, καθιστούν εμπράκτως τον θεσμό αυτό προβληματικό και περιορίζουν σημαντικά τον ενισχυτικό του, ως προς τις οικογενειακές σχέσεις, ρόλο.
Κατ’ αρχάς, για να δικαιούται ένας κατάδικος τακτική άδεια θα πρέπει να έχει συμπληρώσει το ένα πέμπτο της ποινής του, ενώ αν βαρύνεται με ισόβια κάθειρξη θα πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον οκτώ έτη κράτησης (άρθρο 55, παρ.1 του Σωφρονιστικού Κώδικα). Εξαίρεση αποτελούν οι παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών (που καταδικάζονται σε ποινές κάθειρξης), οι οποίοι δικαιούνται άδεια μετά τη συμπλήρωση των δύο πέμπτων της ποινής τους και, σε περίπτωση ισοβίων, ύστερα από δώδεκα, τουλάχιστον, έτη κράτησης. Επομένως, αν ένας κρατούμενος είναι καταδικασμένος σε ποινή κάθειρξης π.χ. 15 ετών, θα δικαιούται να λάβει άδεια μετά από 3 έτη, αν έχει ποινή 10 ετών θα μπορεί να λάβει άδεια μετά από 2 έτη (ενώ, αν είναι καταδικασμένος για εμπορία ναρκωτικών, θα δικαιούται άδεια μετά από 6 και 4 έτη αντιστοίχως) κ.λπ. Εφόσον λοιπόν η χορήγηση (της πρώτης) άδειας είναι συνάρτηση του προς έκτισιν χρόνου ποινής, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι αν το σύνολο των καταδίκων βαρυνόταν με χαμηλές ποινές, θα μπορούσε να λάβει άδεια σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα – κάτι που θα είχε, ως αποτέλεσμα, τη μείωση των πιθανοτήτων οικογενειακής ρήξης, η οποία αποτελεί συνάρτηση, μεταξύ άλλων, και του χρόνου απομάκρυνσης του κρατουμένου από την οικογένειά του. Για ένα μεγάλο αριθμό καταδίκων, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας , οι κατάδικοι οι οποίοι βαρύνονταν με ποινή κάθειρξης από 11 έτη και άνω (συμπεριλαμβανομένων των ισοβιτών) ανέρχονταν σε 1617, 1588, 1406, 2323, 2551 και 2772 άτομα κατά την 31η Δεκεμβρίου των ετών 1998, 1999, 2000, 2001, 2005 και 2006, αντίστοιχα. Η επιλογή, εν προκειμένω, των καταδίκων με το συγκεκριμένο ύψος ποινής είναι συμβατική και βασίζεται στο σκεπτικό ότι το ελάχιστο χρονικό διάστημα που θα έπρεπε να περάσει για να τους χορηγηθεί άδεια (2,2 έτη) είναι ήδη αρκετά μεγάλο και, ως εκ τούτου, επίφοβο για πρόκληση ενδοοικογενειακής φθοράς και ρήξης. Με εξαίρεση τα έτη 1998-2000, κατά τη διάρκεια των οποίων εμφανίζεται πτωτική τάση, από το 2000 και μετά ο αριθμός των προαναφερθέντων καταδίκων κυριολεκτικά εκτινάσσεται στα ύψη: το 2006 ήταν κατά 97% υψηλότερος σε σχέση με το 2000, με ανοδική πορεία και κατά τα ενδιάμεσα έτη. Ο αριθμός αυτός, ωστόσο, δεν αυξάνεται μόνο σε απόλυτες τιμές αλλά και ως ποσοστό επί του συνόλου: στις 31-12-1998 οι εν λόγω κατάδικοι αποτελούσαν το 35,1% του συνόλου των καταδίκων, ενώ το 2000 και το 2006 αποτελούσαν το 37,1% και το 38,3% αντίστοιχα. Το συναγόμενο από τα στοιχεία αυτά συμπέρασμα είναι ότι για μια μεγάλη μερίδα καταδίκων (περίπου για τον ένα στους τρεις, το 2006) η πρώτη τακτική άδεια θα μπορούσε να χορηγηθεί μετά την παρέλευση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος (από 2 έως 12 έτη) το οποίο καθιστά τον ρόλο της, ως προς την ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών, εκ των πραγμάτων περιορισμένο.
Ο ρόλος της άδειας περιορίζεται ακόμα περισσότερο και από ορισμένες προϋποθέσεις που διέπουν τη χορήγησή της. Σύμφωνα με το άρθρο 55 (παρ.1) του Σωφρονιστικού Κώδικα, μια τακτική άδεια χορηγείται εφόσον «εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων» και «συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του». Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να εγγυηθεί τη μη φυγή ενός κρατουμένου ο οποίος βρίσκεται σε άδεια ή τη μη τέλεση από αυτόν νέου εγκλήματος κατά τη διάρκειά της.
Έτσι λοιπόν, εφαρμόζονται για τη χορήγησή της ορισμένα κριτήρια με τα οποία συνεκτιμάται η προσωπικότητα του κρατουμένου που την αιτείται και, κατ’ επέκταση, ως ένα βαθμό, το ενδεχόμενο ρίσκο που συνεπάγεται για το κοινωνικό σύνολο η χορήγηση αυτής της αδείας. Τέτοια κριτήρια, επί παραδείγματι, είναι η τυχόν ύπαρξη πειθαρχικών παραπτωμάτων του κρατουμένου κατά τη διάρκεια της κράτησής του, η τυχόν παραβίαση από αυτόν παλαιότερης χορηγηθείσης αδείας καθώς και η ύπαρξη συγγενικών ή φιλικών προσώπων που θα τον φιλοξενήσουν κατά τη διάρκεια της απουσίας του – κάτι που υποδηλώνει, γενικώς, την ύπαρξη οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών, οι οποίοι θεωρούνται παράγοντας μείωσης του κινδύνου υποτροπής ή, αλλιώς, τέλεσης νέου εγκλήματος. Τα κριτήρια αυτά, ωστόσο, δεν είναι τα μόνα που χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση αδείας. Στην κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου της φυλακής, το οποίο είναι αρμόδιο για την εν λόγω χορήγηση, βαραίνουν, αρνητικά ως προς την επίδοσή της, και ορισμένες άλλες παράμετροι οι οποίες διαπιστώθηκαν και αναφέρονται σε έρευνα με θέμα τον θεσμό των αδειών φυλακής στην Ελλάδα (Cheliotis, 2005). Εκτός των προαναφερθεισών παραμέτρων της παραβίασης παλαιότερης αδείας και της ύπαρξης πειθαρχικών παραπτωμάτων, στην έρευνα καταγράφηκαν, ως ανασταλτικοί παράγοντες για τη χορήγηση αδείας, η μακροχρόνια ποινή που τυχόν βαραίνει τον κρατούμενο ο οποίος την αιτείται, η καταδίκη του για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και, τέλος, η επικείμενη απέλασή του μετά την αποφυλάκιση.
Στην ίδια έρευνα (η οποία συνίστατο στην αναλυτική εξέταση των 2283 αδειών οι οποίες χορηγήθηκαν στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως την 30η Ιουνίου 2002), παρατέθηκαν και ορισμένα στοιχεία από τα οποία προκύπτει το εξής: από το σύνολο των κρατουμένων οι οποίοι υπέβαλαν αίτηση αδείας εντός του πρώτου εξαμήνου του 2002 και η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, το 87,6% βαρυνόταν με ποινή άνω των 5 ετών (πρόσκαιρης και ισόβιας κάθειρξης) και το 86,6% αποτελούνταν από καταδίκους οι οποίοι κρατούνταν για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας. Με άλλα λόγια, και θεωρώντας ότι τα στοιχεία για την περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2002 είναι ενδεικτικά της ευρύτερης, κυρίαρχης τάσης μέχρι σήμερα, ο θεσμός της άδειας δεν αφορά στην πράξη την πλειοψηφία των προαναφερθέντων καταδίκων, οι οποίοι, συγχρόνως, αποτελούν και την πλειοψηφία των καταδίκων, εν γένει.
Σε ό,τι αφορά τους καταδίκους με ποινή πρόσκαιρης και ισόβιας κάθειρξης, αναφέρθηκε ήδη ότι στις 31-12-2006 αποτελούσαν το 71,7% του συνόλου, από 69,5% που ήσαν το 2001 και 66,2% που ήσαν το 1998. Οι κατάδικοι, τέλος, οι οποίοι κρατούνταν για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, αποτελούσαν στις 31-12-2006 το 66,9% του συνόλου των καταδίκων – με παραπλήσια ποσοστά και κατά τα προηγούμενα έτη. Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται το συμπέρασμα ότι, πρακτικά, ο θεσμός της άδειας δεν απευθύνεται στο σύνολο των κρατουμένων αλλά μόνο σε μια μικρή μειοψηφία τους. Το συμπέρασμα αυτό βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με μια από τις διαπιστώσεις έρευνας με αντικείμενο την κοινωνική και ποινική κατάσταση των κρατουμένων στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού (Αλοσκόφης, 2005). Σύμφωνα με τη διαπίστωση αυτή, «από τους 2078 παρόντες την ημέρα της έρευνας (14-02-2005) στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού μόνο οι 127, δηλαδή το 6,1% του συνόλου των κρατουμένων (υποδίκων και καταδίκων μαζί) είχαν λάβει έστω και μία άδεια κατά τη διάρκεια της κράτησής τους» (στο ίδιο, σ. 34). Αποδεικνύεται, επομένως, ότι η σημασία που έχει εμπράκτως ο θεσμός της άδειας για τη στήριξη των οικογενειακών σχέσεων των κρατουμένων είναι εξ αντικειμένου πολύ περιορισμένη.
Ο θεσμός της ημιελεύθερης διαβίωσης, τέλος, δεν εφαρμόζεται στην πράξη – και ούτε εφαρμόστηκε ποτέ. Ακόμα και αν εφαρμοζόταν, όμως, ο ρόλος του στην ενίσχυση της οικογένειας θα ήταν επουσιώδης. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι, σύμφωνα με τον ελληνικό Σωφρονιστικό Κώδικα (άρθρο 59), ο σκοπός του εν λόγω θεσμού είναι η επαγγελματική απασχόληση των καταδίκων εκτός των καταστημάτων κράτησης και όχι η, κάποιας χρονικής διάρκειας, διαμονή με την οικογένειά τους – κάτι που, ούτως ή άλλως, εμπίπτει στους λόγους καθιέρωσης του θεσμού της άδειας. Επομένως, η σημασία της ημιελεύθερης διαβίωσης για την οικογενειακή ζωή θα ήταν υποτυπώδης ή ανύπαρκτη, ακόμα και σε περίπτωση έμπρακτης εφαρμογής του εν λόγω τρόπου επικοινωνίας.
Είναι πλέον εμφανές, ύστερα από όσα αναφέρθηκαν, ότι τα πέντε, προβλεπόμενα στο Σωφρονιστικό μας Κώδικα, μέσα επικοινωνίας ενός κρατουμένου με το κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον είναι ανεπαρκή για την ενίσχυση των οικογενειακών του δεσμών. Οι εγγενείς περιορισμοί των τηλεφωνημάτων, της αλληλογραφίας και των επισκεπτηρίων, η μη εφαρμογή αλλά και ο διαφορετικός προσανατολισμός του θεσμού της ημιελεύθερης διαβίωσης και, το κυριότερο, η επιλεκτική φύση του θεσμού της άδειας, αφήνουν στη σωφρονιστική μας νομοθεσία και πρακτική ένα κενό που πρέπει, με κάποια νομοθετική ρύθμιση, να καλυφθεί. Οι Οικογενειακές Επισκέψεις αποτελούν την καλύτερη επιλογή για την κάλυψη αυτού του κενού. Η καθιέρωσή τους, εν κατακλείδι, θα είναι συνεπής και προς το πνεύμα του ιδίου του Σωφρονιστικού μας Κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο «κατά την εκτέλεση της ποινής δεν περιορίζεται κανένα άλλο ατομικό δικαίωμα των κρατουμένων εκτός από το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία» (άρθρο 4, παρ.1). Στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, όμως, δεν σημαίνει και στέρηση της οικογενειακής ζωής - ή, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε να σημαίνει κάτι τέτοιο.
Η μελέτη αυτή αποτελεί ολοκληρωμένη δημοσίευση καθώς συμπληρώνεται και με το 8ο κεφάλαιο με τίτλο "Συντροφική Σχέση, Οικογένεια και Λογοτεχνία". Η πρώτη δημοσίευση της παρούσας μελέτης έλαβε χώρα στο περιοδικό νέος Ερμής ο Λόγιος (περιοδική έκδοση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού), τεύχος 1ο, Ιανουάριος-Απρίλιος 2011, σελ. 205-224.