της Μαίρης Μαρούλη,
πτυχιούχου Νομικής Σχολής Αθηνών
Βιογραφία
Ο Βαρόνος Ραφαέλε Γκαρόφαλο, Ιταλός νομικός και εγκληματολόγος, γεννήθηκε στη Νάπολη στις 18 Νοεμβρίου του 1851. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Νάπολης και αργότερα δίδαξε εκεί νομικά και ποινική δικονομία (από το 1887 κατείχε έδρα Ποινικού δικαίου). Σε πολύ νεαρή ηλικία μπηκε στο δικαστικό στίβο ως ειρηνοδίκης για να καταλήξει Πρόεδρος του Ακυρωτικού δικαστηρίου.
Μετά τον Ενρίκο Φέρρι θεωρείται ο δεύτερος πιο σημαντικός υποστηρικτής του Τσέζαρε Λομπρόζο. Οι τρεις τους ίδρυσαν το ρεύμα που έγινε γνωστό ως «Ιταλική σχολή της εγκληματολογίας». Η πιο μεγάλη συνεισφορά του Γκαρόφαλο στην Σχολή ήταν η νομική συστηματοποίηση των θέσεων της, η οποία αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας τα πρώτα χρόνια (αρκεί να ληφθεί υπόψιν ότι μία από τις αρνητικές κριτικές της πρώτης έκδοσης του
«Εγκληματία ανθρώπου» του Λομπρόζο εστιάζονταν στην έλλειψη φιλοσοφικής και νομικής συστηματοποίησης). Το 1877 γνωστοποίησε τις αρχές που αποτελούσαν το ιδεολογικό περιεχόμενο της Σχολής, μετατρέποντάς τις σε σταθερές νομικές βάσεις για τους ποινικολόγους, ανεξαρτήτως των ιδεολογικών προεκτάσεων.
Αποδέχονταν την άποψη των θετικιστών ότι η συμπεριφορα διαμορφώνεται, αλλά παράλληλα, οπως οι κλασικιστές, ενδιαφέρθηκε για την ποινική διαδικασία και την επιβολή ποινής περισσότερο από την αιτιολογία του εγκλήματος. Σε αυτόν αποδίδεται το κριτήριο του φόβου ή του κινδύνου ως βάση της ευθύνης του εγκληματία, η ειδική πρόληψη ως σκοπός της ποινής, η θεωρία της κοινωνικής άμυνας ως βάσης του δικαίου της ποινής. Σημαντική συμβολή του υπήρξε επίσης η διατύπωση της θεωρίας του «φυσικού εγκλήματος». Η θεωρία συμπεριλαμβάνει δύο τύπους εγκλημάτων: τα εγκλήματα βίας και τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας. Το βιβλίο του «Εγκληματολογία» (Criminologia, 1885) μεταφράστηκε από τον Π. Μίλαρ (Ρ.W. Millar) το 1914. Άλλα έργα του: «Για την μείωση των εγκληματικών ποινών» (Della mitigazione delle pene nei reati di sangue, 1877), «Πρόσφατες έρευνες πάνω στις ποινές» (Studi recenti sulla penalita, 1878), «Περί θετικού κριτηρίου για την επιβολή ποινών» (Di un criterio positivo della penalita, 1880). Πέθανε στις 18 Απριλίου του 1934 στη Νάπολη.
Η Βιολογική θεωρία.
Ο Γκαρόφαλο ισχυρίζονταν ότι ο προσδιορισμός του φυσικού εγκλήματος το οποίο ξεπερνά τις μεμονωμένες παραλλαγές, δεν εξαρτάται από κάποια ιδιαίτερη κατάσταση και δεν επηρεάζεται από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες.
Υποστήριξε ότι τα συναισθήματα και όχι τα γεγονότα καθορίζουν ποιές πράξεις είναι φυσικές και ότι κάθε παράβαση αντιμετωπίστηκε κάποια στιγμή ως κατάλληλη συμπεριφορά. Επομένως, το γεγονός ότι η συμπεριφορά εμφανίστηκε δεν είναι αρκετό, αλλά επιπλέον απαιτείται η συγκεκριμένη συμπεριφορα να θίγει το στοιχειώδες περί ηθικής συναίσθημα της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, για να θεωρηθεί μια φυσική πράξη ως έγκλημα θα πρέπει η πράξη αυτή να είναι επιβλαβής προς την κοινωνία.
Για τον Γκαρόφαλο ο εγκληματίας ήταν ένα άτομο με ανεπαρκώς ανεπτυγμένες τις αλτρουιστικές του ευαισθησίες και με βάση αυτό προσδιόρισε τέσσερεις τύπους εγκληματιών:
α.Δολοφόνοι,
β.Βίαιοι εγκληματίες,
γ.Ανέντιμοι εγκληματίες και
δ. Φιλήδονοι εγκληματίες.
Το έργο του
Ο Γκαρόφαλο είναι ίσως πιο γνωστός για τις προσπάθειές του να διατυπώσει έναν «φυσικό» ορισμό του εγκλήματος. Οι κλασικοί φιλόσοφοι δέχτηκαν αβίαστα τον νομικό ορισμό του εγκλήματος: έγκλημα είναι αυτό που ο νόμος λέει ότι είναι. Η παραπάνω θέση αντιμετωπίστηκε ως αυθαίρετη και «μη επιστημονική» από τον Γκαρόφαλο ο οποίος θέλησε να συνδέσει τον ορισμό του εγκλήματος με κάτι φυσικό. Θεώρησε ότι το έγκλημα πρέπει να συνδεθεί με την ανθρώπινη φύση, πράγμα που σήμαινε ότι μια δεδομένη πράξη θα θεωρούταν έγκλημα εάν καταδικάζονταν παγκοσμίως, και κάτι τέτοιο θα υφίστατο εάν προσέβαλλε τα φυσικά αλτρουιστικά συναισθήματα της εντιμότητας (ακεραιότητα, τιμιότητα) και του οίκτου (οίκτος, συμπόνοια). Τα φυσικά εγκλήματα είναι από μόνα τους «κακά» (mala in SE), ενώ άλλα είδη εγκλημάτων (mala prohibita) θεωρούνται εγκλήματα μόνο επειδή έχουν καθοριστεί υπό αυτήν τη μορφή από το νόμο.
Ο Γκαρόφαλο απέρριψε την κλασική αρχή ότι η τιμωρία θα πρέπει να είναι ανάλογη του εγκλήματος, υιοθετώντας αντ΄ αυτού την εξατομικευμένη επιβολή ποινής. Ως γνήσιος θετικιστής, υποστήριζε την άποψη ότι οι εγκληματίες έχουν περιορισμένο έλεγχο των ενεργειών τους. Η αποκήρυξη της ηθικής ευθύνης και η εξατομικευμένη τιμωρία του παραβάτη θα οδηγούσε τελικά σε μια μορφή καταδίκης που αποσκοπεί στους ανθρωπιστικούς και φιλελεύθερους στόχους της μεταχείρισης και της αποκατάστασης. Για τον Γκαρόφαλο, εντούτοις, το μόνο ζήτημα που έπρεπε να ληφθεί υπόψιν κατά την επιβολή ποινής θα έπρεπε να είναι ο κίνδυνος που έθεσε ο παραβάτης στην κοινωνία, γεγονός που θα κρίνονταν με βάση τις «ιδιαιτερότητες» ενός παραβάτη.
Λέγοντας «ιδιαιτερότητες,» ο Γκαρόφαλο δεν αναφερόταν στα λομπροζιανά στίγματα, αλλά μάλλον σε εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν τους παραβάτες πιο επιρρεπείς στην εγκληματική συμπεριφορά. Ανέπτυξε τέσσερις κατηγορίες εγκληματιών, κάθε ένας από τους οποίους άξιζε διαφορετικό είδος τιμωρίας: Ακραίος, ενστικτώδης, επαγγελματίας, και ενδημικός. Η κοινωνία θα μπορούσε να προστατευτεί μόνο από τους ακραίους εγκληματίες και αυτό με το να τους εκτελεί αμέσως, ανεξάρτητα από το έγκλημα για το οποίο τιμωρούνταν. Στο συγκεκριμένο ζήτημα ο Γκαρόφαλο διαφοροποιήθηκε από τους Λομπρόζο και Φέρρι οι οποίοι ήταν εναντίον της θανατικής ποινής (αν και ο Λομπρόζο κατέληξε σταδιακά να αποδέχεται την θανατική ποινή στις περιπτώσεις των γεννημένων εγκληματιών και εκείνων που διέπραξαν ιδιαίτερα ειδεχθη εγκλήματα). Οι ενστικτώδεις εγκληματίες, κατηγορία που περιελάμβανε τους αλκοολικούς και τους παράφρονες,θα τιμωρούνταν με την ποινή της φυλάκισης. Οι επαγγελματίες εγκληματίες, οι οποίοι από ψυχολογικής άποψης θεωρούνται κανονικά άτομα που υπολογίζουν τις κινήσεις τους πριν διαπράξουν τα εγκλήματά τους, απαιτείται να «αποβάλλονται», είτε μέσω της φυλάκισης είτε μέσω της μεταφοράς τους σε μια απομακρυσμένη «ποινική» αποικία. Τα ενδημικά εγκλήματα, δηλαδή οι πράξεις που χαρακτηρίζονταν ως εγκλήματα σε μια δεδομένη θέση ή μια περιοχή (prohibita mala), θα μπορούσαν να ελεγχθούν καλύτερα με την πραγματοποίηση αλλαγών στο νόμο και όχι με την επιβολή σκληρών ποινών στους παραβάτες.
Οι πολιτικές πεποιθήσεις
Τόσο ο Λομπρόζο και ο Φέρρι, όσο και ο Γκαρόφαλο (η Αγία Τριάδα, όπως αποκαλούνταν) ήταν μέλη του κόμματος «Ιταλική Σοσιαλιστική Παράταξη». Για αυτόν το λόγο προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η πιο σκληρή κριτική του έργου τους προέρχεται από σύγχρονους αριστερούς εγκληματολόγους. Οι ισχυρές σοσιαλιστικές και μεταρρυθμιστικές απόψεις της τους καθιστούν σαφές το πόσο δύσκολο είναι να στηριχτεί μια πολιτική ιδεολογία πάνω σε μια επιστημονική θεωρία. Ο Γκαρόφαλο ήταν το πιο συντηρητικό από τα άλλα δύο μέλη της τριάδας και υποστήριζε διακαώς την επιβολή της θανατικής ποινής. Αν και συμφωνούσε με τον Φέρρι ότι η ανθρώπινη φύση θα ανεφοδίαζε πάντα την κοινωνία με εγκληματίες ανεξάρτητα από το κοινωνικό περιβάλλον, αρνήθηκε ότι ο σοσιαλισμός και ο θετικισμός ήταν συμβατοί-ο πρώτος είναι μια κοινωνικοπολιτική ιδεολογία, ο δεύτερος η εφαρμογή της επιστημονικής μεθόδου στις παρατηρήσεις. Εντούτοις, ήταν πιό κοντά στις θέσεις του Μαρξ (Marx)και του Ένγκελς (Engels) στις αξιολογήσεις των εγκληματίων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συνοψίζοντας, ο Ραφαέλε Γκαρόφαλο υπήρξε το τρίτο μέλος της «Ιταλικής Σχολής της Εγκληματολογίας» και συνέβαλε καθοριστικά στη νομική συστηματοποίηση των αρχών της. Εξίσου σημαντική υπήρξε και η διατύπωση της θεωρίας του «φυσικού εγκλήματος» με βάση την οποία το έγκλημα παρουσιάζονταν ανεξάρτητο από ιδιαίτερες καταστάσεις και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Όπως και τα δύο προηγούμενα μέλη της, ο Τσέζαρε Λομπρόζο και ο Ερρίκο Φέρρι κατηγοριοποίησε τους εγκληματίες σε τέσσερεις τύπους και πρότεινε αντίστοιχους τρόπους αντιμετώπισής τους. Σε αντίθεση με τις θεωρίες του Μαρξ και του Ένγκελς –τις οποίες σε μεγάλο βαθμό ασπάζονταν- αντιμετώπιζε τους εγκληματίες περισσότερο ως παθητικά όντα της κοινωνίας που αποτελούσαν έναν άμορφο όχλο παρά ως «αποβράσματα». Παρόλα αυτά υπήρξε έντονος υποστηρικτής της θανατικής ποινής ως μέσο δραστικής αντιμετώπισης του εγκλήματος. Το έργο του, αν και δέχθηκε έντονες κριτικές από σύγχρονους -αριστερούς κυρίως- εγκληματολόγους, είναι ορθότερο να κριθεί αρχικά με τις δεδομένες καταστάσεις της εποχής του, και μετά με βάση τη συνολική συμβολή του στην πορεία και την εξέλιξη της εγκληματολογίας.