της Γρηγορίας Πανταζοπούλου,
δικηγόρου - ποινικολόγου
«Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς»
Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)
Τον Μάρτιο η Ελλάδα υπέστη μία ακόμα «υποβάθμιση» σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είχε σχέση ούτε με την πιστοληπτική της ικανότητα, ούτε με την αξιοπιστία κάποιας εγχώριας τράπεζας, ούτε με κάποιο άλλο οικονομικό ζήτημα, από εκείνα που σε αυτόν τον καιρό της κρίσης απασχολούν τόσο τους κυβερνώντες όσο και το ευρύ κοινό. Ωστόσο, η υποβάθμιση αυτή είναι ακόμα πιο προβληματική, διότι μαρτυρά παντελή έλλειψη σεβασμού εκ μέρους της πολιτείας στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως εκ τούτου, δημοκρατικό έλλειμμα.
Στις 15 Μαρτίου 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) δημοσίευσε δημόσια δήλωση σχετικά με την Ελλάδα. Μία είδηση που πέρασε σχεδόν ασχολίαστη, απαρατήρητη, παρά την σοβαρότητα και τον προβληματισμό που εγείρει.
Η χώρα μας υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας, η οποία αποτελεί το ιδρυτικό κείμενο της CPT, στις 26/11/1987 με έναρξη ισχύος την 1/12/1991. Η Επιτροπή, που οικοδομεί πάνω στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, αποτελεί μη-δικαιοδοτικό προληπτικό μηχανισμό που προστατεύει άτομα τα οποία στερούνται της ελευθερίας τους από τα βασανιστήρια και άλλες μορφές κακής μεταχείρισης. Συνεπώς συμπληρώνει την δικαστική εργασία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πραγματοποιεί προγραμματισμένες επισκέψεις στα Κράτη Μέλη σε χώρους κράτησης (φυλακές, σωφρονιστικά καταστήματα κράτησης νέων, αστυνομικά τμήματα, κέντρα κράτησης μεταναστών, ψυχιατρικά νοσοκομεία, οίκους κοινωνικής φροντίδας κλπ) για να εκτιμήσει την μεταχείριση των ατόμων που στερούνται της ελευθερίας τους, συντάσσει δε ετήσιες εκθέσεις όπου παραθέτει τις παρατηρήσεις, τις ελλείψεις που διαπίστωσε, καθώς και τις υποδείξεις προς το Κράτος Μέλος. Αν το τελευταίο αρνείται να συνεργαστεί ή να βελτιώσει την κατάσταση υπό το φως των υποδείξεων της Επιτροπής, η CPT μπορεί να προβεί σε δημόσια δήλωση (αρ.10 παρ.2 της ιδρυτικής της συνθήκης). Η δημόσια δήλωση είναι συνεπώς το τελευταίο ακραίο μέσο που διαθέτει η CPT προκειμένου ένα κράτος μέλος να ακούσει τις συστάσεις της, να συμμορφωθεί με τις καταστατικές του δεσμεύσεις και να συνεργαστεί με την Επιτροπή για να διορθώσει τις ελλείψεις του. Είναι η έκτη φορά που η CPT προβαίνει σε δημόσια δήλωση κατά κράτους μέλους από την ίδρυσή της το 1989: δύο αφορούν στην Τουρκία (στις 15/12/1992 και στις 6/12/1996) και τρεις στην Ρωσία και συγκεκριμένα στην Τσετσενία (στις 10/7/2001, 10/7/2003 και στις 13/3/2007).
Στην δημόσια δήλωση που δημοσίευσε σχετικά με την Ελλάδα, η Επιτροπή εστιάζει σε δύο προβληματικές περιπτώσεις: τις συνθήκες κράτησης των παράνομων μεταναστών και την κατάσταση στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας. Είναι τουλάχιστον εξευτελιστικό για ένα σύγχρονο Κράτος δίκαιου να υφίσταται τέτοιου είδους δημόσια διαπόμπευση από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό εγνωσμένου κύρους, που δηλώνει, αρκετά κομψά είναι η αλήθεια, ότι έκανε ό,τι μπορούσε για το αποφύγει. Ότι είχε επανειλημμένως, από το 1997, αλλά και στις ετήσιες εκθέσεις των ετών 2005 – 2009, εκφράσει στους αρμόδιους φορείς τις ανησυχίες του για τις συνθήκες κράτησης των παρανόμων μεταναστών σε διάφορους σταθμούς υποδοχής, σε αστυνομικά τμήματα ή και αποθήκες (!), όπως και για την απαράδεκτη κατάσταση των σωφρονιστικών καταστημάτων με «τον έντονο συνωστισμό ... την ανεπαρκή στελέχωση και την ανεπαρκή υγειονομική περίθαλψη». Ότι οι ελληνικές αρχές στην ουσία τον κορόιδεψαν, διαβεβαιώνοντας υπό την απειλή δημόσιας δήλωσης το 2009 και το 2010, δυστυχώς αναξιόπιστα, όπως και πάλι μετριοπαθώς σχολιάζει, ότι η διοικητική κράτηση παρανόμων μεταναστών σε αστυνομικά τμήματα και τμήματα συνοριακής φύλαξης θα σταματήσει και ότι, στο μέλλον, οι παράνομοι μετανάστες οι οποίοι υπόκεινται σε διοικητική κράτηση θα φιλοξενούνται αποκλειστικά σε ειδικές προς τούτο εγκαταστάσεις κράτησης, ότι η εγκατάσταση κράτησης αλλοδαπών στον Πειραιά, την οποίαν η CPT είχε επανειλημμένως επικρίνει από το 1997, θα κατεδαφίζετο στις αρχές του 2010. Κάτι που ιδίοις όμμασι η CPT κατά τη διάρκεια της τελευταίας της επίσκεψης στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2011 ανακάλυψε ότι φυσικά ουδέποτε συνέβη.
Απεναντίας μάλιστα, διαπίστωσε επιδείνωση των ήδη οριακών συνθηκών στο Σουφλί και στο Φυλάκιο στον Έβρο, σε όλα σχεδόν τα αστυνομικά τμήματα κράτησης μεταναστών, στο χώρο κράτησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, παρά μάλιστα την σχετική καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην πρόσφατη (21.01.2011) απόφαση Μ.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας για παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ. Καμία βελτίωση, καμία συμμόρφωση στις συστάσεις της Επιτροπής, καμία διάθεση εφαρμογής του νόμου και των διεθνών συνθηκών, παρά μόνο αδράνεια των ελληνικών αρχών. Εν τέλει, κανένας σεβασμός για την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια.
Εξίσου καταγγελτικά είναι τα όσα αναφέρει η Επιτροπή για τα σωφρονιστικά καταστήματα. Ο Σωφρονιστικός Κώδικας ορίζει στο αρ.2 1. ότι «κατά τη μεταχείριση των κρατουμένων διασφαλίζεται ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενισχύεται ο αυτοσεβασμός και η συναίσθηση της κοινωνικής τους ευθύνης». Η Επιτροπή ωστόσο δηλώνει πως οι κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές δεν απολαμβάνουν κανενός σεβασμού της ζωής και της αξιοπρέπειας τους, αλλά απλά αποθηκεύονται υπό συνθήκες επιεικώς απαράδεκτες.
Η CPT την τελευταία δεκαετία είχε παρατηρήσει και επισημάνει την σταδιακή επιδείνωση των συνθηκών κράτησης στα σωφρονιστικά καταστήματα, επισημαίνοντας μάλιστα τις αιτίες του προβλήματος, όπως την έλλειψη στρατηγικού σχεδίου για τη διοίκηση του συστήματος των φυλακών, οι οποίες αποτελούν πολύπλοκα ιδρύματα, την έλλειψη αποτελεσματικού συστήματος εκθέσεων και εποπτείας και την ανεπαρκή διοίκηση του προσωπικού. Η Επιτροπή είχε επανειλημμένως τονίσει, και επισημαίνει και την ύστατη τούτη ώρα, τις βασικές παθογένειες του σωφρονιστικού μας συστήματος: την ακατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, την ανεπαρκή υγειονομική περίθαλψη, τον συνωστισμό των κρατουμένων, τα φαινόμενα βίας, την ανεπάρκεια στην ασφαλή επίβλεψη των κρατουμένων, με αποτέλεσμα ο έλεγχος σε κάποιες πτέρυγες να έχει περιέλθει στα χέρια συμμοριών, την απουσία δραστηριοτήτων των κρατουμένων.
Κάπως πιο καυστικά στο θέμα των σωφρονιστικών καταστημάτων από ό,τι σε αυτό των παράνομων μεταναστών, η Επιτροπή εν ολίγοις καταλήγει πως οι ιθύνοντες απλά δεν κατανοούν την πραγματική κατάσταση στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας, και παρατηρεί πως οι ελληνικές αρχές οφείλουν επιτέλους να αναγνωρίσουν ότι το σωφρονιστικό σύστημα όπως λειτουργεί σήμερα δεν είναι σε θέση να παράσχει ασφάλεια και προστασία στους κρατούμενους, χαρακτηρίζοντας τις ελληνικές φυλακές αποθήκες κρατουμένων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές κρίνονται απάνθρωπες και εξευτελιστικές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του αρ. 3 της ΕΣΔΑ στην υπόθεση Donald Peers κατά Ελλάδας (19.04.2001), όπου η περιγραφή των φυλακών Κορυδαλλού με εκφράσεις όπως «μεσαιωνικό κελί», σκηνές με αρουραίους και γάτες να κυκλοφορούν στις κουζίνες και στα κελιά και κρατούμενους στιβαγμένους να κοιμούνται στα πατώματα σε συνθήκες απόλυτου ψύχους ή ζέστης, απέχει πολύ από το ελάχιστο έστω όριο σεβασμού που ένα δημοκρατικό Κράτος οφείλει να δείχνει προς κάθε άνθρωπο που έχει ήδη στερηθεί της ελευθερίας του, χρήζει όμως στοιχειώδους προστασίας και εξασφάλισης των υπολοίπων δικαιωμάτων του.
Κλείνοντας τη δήλωσή της, η Επιτροπή εκφράζει την κατανόησή της προς την Ελλάδα, κυρίως όσον αφορά στο θέμα των παράνομων μεταναστών, και δηλώνει ότι τίθεται στη διάθεση των αρμοδίων αρχών για συνεργασία. Ζητά ουσιαστικά το αυτονόητο, ήτοι τη δέσμευση των ελληνικών αρχών για συγκεκριμένες ενέργειες προς την υλοποίηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αναφορικά με την μεταχείριση προσώπων που στερούνται της ελευθερίας τους, με ελάχιστο γνώμονα των σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.
Το πρόβλημα είναι ωστόσο κατά πόσο οι ελληνικές αρχές προτίθενται να ασχοληθούν σοβαρά με τις καταγγελλόμενες ελλείψεις και να προβούν σε εκ βάθρων αλλαγές δείχνοντας ότι η προστασία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αποτελεί απλά κενό γράμμα σε νομοθετικά κείμενα και συνθήκες που υπογράφουν και μετά ξεχνούν. Η υποβολή ενός ατόμου σε καθεστώς κράτησης, στέρησης της ελευθερίας του, αποτελεί την εντονότερη εκδήλωση της κατασταλτικής δύναμης του Κράτους. Ο τρόπος και οι συνθήκες που αυτή εφαρμόζεται και ιδιαίτερα η προστασία και η προάσπιση από την Πολιτεία στοιχειωδών δικαιωμάτων των κρατουμένων υποδηλώνει το βαθμό εκδημοκρατισμού κάθε κράτους, καθρεφτίζει δε τις ηθικές αξίες κάθε κοινωνίας. Στην Ελλάδα, τα όσα κατήγγειλε η Επιτροπή είναι λίγο πολύ γνωστά: τα ίδια προβλήματα έχουν από καιρό επισημανθεί από τη θεωρία και από πολλούς μη κυβερνητικούς φορείς, και παρά τις αποσπασματικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις για αποσυμφόρηση των φυλακών ή πιο οργανωμένη μεταχείριση των παρανόμων μεταναστών, παραμένουν άλυτα και γιγαντώνονται, με τους υπευθύνους αλλά και την κοινωνία να σιωπά. Τι όμως, ή μάλλον τις πταίει για αυτό;