του Διονύση Χιόνη,
εγκληματολόγου - υπ. διδ. Νομικής
Η 12χρονη Σαμπίν Νταρντέν ξεκινά με το ποδήλατο από το σπίτι της για το σχολείο κι όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Στο Βέλγιο έχει ξημερώσει η 28η Μάη του 1996. Πριν η μικρή φτάσει στον προορισμό της δύο άντρες τής επιτίθενται στη μέση του δρόμου, την ναρκώνουν και τη μεταφέρουν με το αυτοκίνητό τους σε ένα σπίτι. Εκεί τη βιάζουν διαδοχικά και κατ’ εξακολούθηση κι ύστερα τη δένουν από το λαιμό στο κρεβάτι με μια αλυσίδα. Την επισκέπτονται καθημερινά συνεχίζοντας την εγκληματική δράση τους σε βάρος της και μερικές μέρες αργότερα τη μεταφέρουν σε ένα άλλο σπίτι και την κλειδώνουν στο υπόγειο.
Οι βιασμοί κι η γενικότερη κακοποίηση γίνονται ρουτίνα επί 80 ημέρες και στις απεγνωσμένες επανειλημμένες ερωτήσεις της μικρής ο ένας άντρας, ο ιθύνων νους όπως αποδείχθηκε αργότερα, απαντά από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι είναι ο σωτήρας της, ότι δήθεν της έχει σώσει τη ζωή. Επενέβη, της είπε, την ώρα που θα την απήγαγε η μαφία κι η οικογένειά της δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να διαθέσει τα απαιτούμενα λύτρα για την ελευθέρωσή της. Και την κρατούσε κρυμμένη από τη μαφία. Την έβαζε ακόμα και να γράφει γράμματα στη μητέρα της, που βέβαια ποτέ δεν βγήκαν έξω από το σπίτι.
Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει στο υπόγειο. Η μικρή Σαμπίν, όταν δεν θυματοποιείται, διαβάζει τα μαθήματά της, αφού η απαγωγή της έγινε τόσο γρήγορα που η σχολική τσάντα παρέμεινε στην πλάτη της κι έτσι έχει τα βιβλία μαζί της κι άλλες φορές παίζει για ώρες με ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι τσέπης. Την αναγκάζουν, όποτε τη βγάζουν από το υπόγειο να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να βλέπει πορνογραφικές ταινίες. Εκτός από τους δύο άντρες στην «παρέα» έχει προστεθεί κι η νοικοκυρά του νέου σπιτιού, σύζυγος του ενός από αυτούς. Το κορίτσι τελικά σώζεται - σχεδόν τυχαία - ύστερα από επιχείρηση της αστυνομίας και μαθαίνει το όνομα του βιαστή και βασανιστή της.
Πρόκειται για τον Μαρκ Ντιτρού.
Σήμερα το όνομά του είναι παγκοσμίως γνωστό κι έχει γίνει σχεδόν συνώνυμο της παιδεραστίας. Η εικόνα του έκανε το γύρο του κόσμου αρχικά κατά τη σύλληψή του τον Αύγουστο του 1996 κι αργότερα κατά την ακροαματική διαδικασία στο κακουργιοδικείο της Αρλόν. Η ιστορία της Σαμπίν ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Στο σπίτι και στον κήπο οι αστυνομικές αρχές ανακάλυψαν τα πτώματα τεσσάρων μικρών κοριτσιών. Το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται κι η ιστορία του Μαρκ Ντιτρού ξεκινά πολλά χρόνια νωρίτερα.
Γεννήθηκε στο 1957 στο Βέλγιο, παντρεύτηκε τη Μισέλ Μαρτέν, με την οποία απέκτησε και τρία παιδιά, το επάγγελμά του ήταν ηλεκτρολόγος, όμως δεν φάνηκε να τον απασχολεί ιδιαίτερα, αφού είχε άλλες – παράνομες κατά κανόνα - ασχολίες.
Ειδικότερα, το 1991 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 13 ετών για βιασμούς κοριτσιών, αλλά τρία χρόνια αργότερα οι δικηγόροι του εκμεταλλεύτηκαν μια νέο-εισαγόμενη ευνοϊκή νομοθετική ρύθμιση του βελγικού ποινικού κώδικα κι αποφυλακίστηκε. Η παραμονή του στο σωφρονιστικό κατάστημα δεν άσκησε καμία θετική επίδραση πάνω του, τουναντίον, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, ο Ντιτρού σκλήρυνε ακόμα περισσότερο ως χαρακτήρας κι έγινε επαγγελματίας στις εγκληματικές μεθόδους του.
Έτσι, συνεχίζοντας την παράνομη δράση του προβαίνει σε απαγωγές, βιασμούς και παράνομες κατακρατήσεις κοριτσιών διαφόρων ηλικιών, δύο από τα οποία βρέθηκαν τελικά από την αστυνομία εν ζωή στο υπόγειο, σε άθλια σωματική και ψυχολογική κατάσταση. Επρόκειτο για τη Λετίσια Ντελέζ, που κρατήθηκε για μία εβδομάδα και τη Σαμπίν Νταρντέν, που κρατήθηκε για 80 ημέρες από το Ντιτρού. Το ακόμα τραγικότερο σημείο της υπόθεσης ήταν ότι η αστυνομία ανακάλυψε τέσσερα ακόμα κορίτσια νεκρά. Δύο από αυτά, η Αν Μάρσαλ, 17 ετών και Έφγε Λάμπρεκς, 19 ετών βρέθηκαν θαμμένα στον κήπο του σπιτιού και σύμφωνα με τους ιατροδικαστές ναρκώθηκαν και θάφτηκαν ζωντανά! Τα άλλα δύο άτυχα κορίτσια, οι οκτάχρονες Μελίσα Ρούσο και Ζιλί Λεζέν, κρατούνταν στο υπόγειο του σπιτιού, όταν ο Ντιτρού συνελήφθη από τις αρχές και εξέτισε βραχυχρόνια ποινή φυλάκισης για παλαιότερες κλοπές. Η σύζυγός του, επειδή φοβόταν, όπως δήλωσε στο δικαστήριο, δεν κατέβηκε ποτέ στο υπόγειο για να δώσει φαγητό στις "κατακρατούμενες", όσο εκείνος ήταν φυλακισμένος, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από ασιτία!
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο θόρυβος που προκλήθηκε στο Βέλγιο κι όλη την Ευρώπη ήταν τεράστιος και συνέβαλε σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες σε μεγάλο βαθμό στην καθυστέρηση των ενεργειών του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο ο Ντιτρού ήταν υπόδικος κατάφερε να αποδράσει ενώ είχε μεταφερθεί στα δικαστήρια, αφού αφόπλισε αστυνομικό που τον συνόδευε και με την απειλή όπλου έκλεψε ένα αυτοκίνητο και χάθηκε. Τελικά, τέσσερεις ώρες αργότερα εντοπίστηκε από ελικόπτερο της αστυνομίας, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε κόλλησε στη λάσπη και προσπαθούσε να απομακρυνθεί δρομαίος. Την επόμενη παραιτήθηκαν οι Υπουργοί Δικαιοσύνης, Στεφάν Ντε Κλέρκ και Εσωτερικών Γιόχαν Βαν Λανότ.
Όταν μετά από χρόνια ολοκληρώθηκαν οι μακρόχρονες και εξαιρετικά δυσχερείς αστυνομικές έρευνες, σχηματίστηκε φάκελος 400.000 σελίδων και τελικά, η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε επτά ολόκληρα χρόνια αργότερα από τη σύλληψή του. Στο δικαστήριο παρουσιάστηκαν περισσότεροι από 700 μάρτυρες κατηγορίας, ενώ τη διαδικασία παρακολούθησαν περίπου 1300 δημοσιογράφοι από 250 διεθνή μέσα ενημέρωσης, περισσότεροι κι από όσους κάλυψαν τη δίκη Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Ο ανακριτής Ζαν-Μαρκ Κονερότ, που οδήγησε στη σύλληψη του δράστη, καταθέτοντας αναφέρθηκε ρητά σε μεθοδεύσεις και παραλείψεις της βελγικής αστυνομίας στην υπόθεση Ντιτρού και μίλησε για τον «τρομακτικό επαγγελματισμό» του στις εγκληματικές του ενέργειες. Οι ψυχολόγοι τον χαρακτήρισαν «άνθρωπο έξω από τους κοινωνικούς κανόνες, τους οποίους χλευάζει και περιφρονεί». H υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησαν οι συνήγοροι του Nτιτρού, βασίστηκε στην υπόθεση ότι ο κατηγορούμενος αποτελούσε απλά έναν κρίκο σε μια αλυσίδα ενός εκτεταμένου εγκληματικού δικτύου.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι μαρτυρικές καταθέσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές των δύο θυμάτων του που επέζησαν, που περιέγραψαν τις εμπειρίες τους σε ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα, όπως ήταν φυσικό, ο Εισαγγελέας Μισέλ Μπουρλέ πρότεινε τη μεγαλύτερη δυνατή ποινή, δηλαδή ισόβια κάθειρξη χαρακτηρίζοντας τον Ντιτρού «καθ΄ έξιν εγκληματία ανίκανο σωφρονισμού» και «ψυχοπαθή νάρκισσο χωρίς τύψεις συνειδήσεως». Και οι δώδεκα ένορκοι έκριναν τον Ντιτρού ένοχο για απαγωγή, κράτηση σε απομόνωση και βιασμό έξι κοριτσιών, καθώς και για τις ανθρωποκτονίες δύο κοριτσιών, της Αν και της Έφη και συμμετοχή στο θάνατο των άλλων δύο κοριτσιών, της Ζιλί και της Μελίσα. Το δικαστήριο συντάχθηκε με την πρόταση του Εισαγγελέα και την ετυμηγορία των ενόρκων κι εξέδωσε μια απόφαση 50 σελίδων, η ανάγνωση της οποίας ολοκληρώθηκε με τον πρόεδρο του δικαστηρίου να λέει στον ανθρωποκτόνο παιδεραστή: «Μαρκ Ντιτρού έχεις καταδικαστεί στη μεγαλύτερη δυνατή ποινή που προβλέπεται. Ελπίζω πάντως να βγεις από εδώ σε καλύτερη κατάσταση από τα περισσότερα θύματα, που δεν είναι πλέον ανάμεσά μας». Επίσης το κακουργιοδικείο καταδίκασε την Μισέλ Μαρτέν, πρώην σύζυγο του Ντιτρού, σε κάθειρξη 30 ετών για εγκλεισμό που οδήγησε σε θάνατο και τους συνεργάτες του Μισέλ Λελιέβρ σε κάθειρξη 25 ετών για απαγωγές και Mισέλ Nιούλ σε φυλάκιση πέντε ετών για διακίνηση ναρκωτικών.
Η περίπτωση Ντιτρού έπληξε τις ηθικές αξίες της κοινωνίας του Βελγίου, έγινε αιτία παραίτησης υπουργών, παραλίγο να παραιτηθεί ολόκληρη η κυβέρνηση, ακόμα και μαζική διαδήλωση έγινε το φθινόπωρο του 1996 στους δρόμους των Βρυξελλών. Πέρα από τους κλυδωνισμούς στο Βέλγιο, το βέβαιο είναι ότι η υπόθεση σόκαρε βαθιά ολόκληρη την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι υπόνοιες περί οργανωμένου κυκλώματος παιδεραστίας πίσω από τον Ντιτρού, παρόλο που ποτέ δεν αποδείχθηκε τίποτα, δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμα και σήμερα.
Εξετάζοντας το ζήτημα από μια άλλη οπτική, τα εγκλήματα εναντίον ανηλίκων είναι φυσικό να θεωρούνται από τα πλέον αποτρόπαια σε όλες τις κοινωνίες και τιμωρούνται βαρύτατα από τις έννομες τάξεις, μεταξύ των οποίων και η δική μας.
Ο ελληνικός ποινικός κώδικας αναφέρει κατά γράμμα στο άρθρο 336: «1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή η επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών» και στο άρθρο 339 Π.Κ.: «1. Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη με φυλάκιση».
Τα ελληνικά δικαστικά χρονικά δυστυχώς έχουν να επιδείξουν παρόμοιες περιπτώσεις με αυτή του Μαρκ Ντιτρού. Ποιός, άραγε, δεν θυμάται την υπόθεση Δουρή; Ακόμα κι η πρόσφατα εμφανισθείσα υπόθεση της Έδεσσας, όπου έχουν ήδη ασκηθεί ποινικές διώξεις σε βάρος του φερόμενου ως δράστη αλλά και σε βάρος του πατέρα, δείχνει να διαθέτει πολλά από τα στοιχεία των τυπικών βαρέων σεξουαλικών εγκλημάτων κατά παιδιών.
Επιπλέον, δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας ότι η τεχνολογική έξαρση δίνει σήμερα τη δυνατότητα σε δυνάμει εγκληματίες να θέσουν - κινδυνεύοντας λιγότερο, αφού σε πρώτη φάση αποφεύγουν τη σωματική τους παρουσία - τις βάσεις των σχεδίων τους μέσω των chat rooms του χαοτικού και δύσκολα αστυνομευόμενου κυβερνοκόσμου. Παρατίθεται μία από τις πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, όπως αναφέρονται στο επίσημο περιοδικό του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας:
"ΠΑΙΔΙΑ: ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ FORUM ΚΑΙ ΣΤΑ CHAT – ROOMS
Αστυνομικοί του Τμ. Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος/Δ.Α.Α. συνέλαβαν στην Αθήνα νεαρό άνδρα κατηγορούμενο για βιασμό, απρόκλητη σωματική βλάβη, απειλή, εξύβριση, συκοφαντική δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση και νόμο περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Κατόπιν καταγγελίας που περιήλθε στην ανωτέρω υπηρεσία προέκυψε ότι κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Οκτωβρίου 2005 15χρονη ανήλικη παθούσα, διαμέσου forum ιστοσελίδας του Ίντερνετ, γνώρισε διαδικτυακά τον δράστη, ο οποίος επί καθημερινής βάσης την κατέκλυζε με σωρεία e-mail, σχετικά με το ενδιαφέρον του για κείνη, με αποτέλεσμα να την πείσει να συναντηθούν εκτός διαδικτύου. Η ανήλικη αρνήθηκε κατηγορηματικά να συναινέσει στην πρότασή του να συνάψουν ερωτικό δεσμό, αλλά παρόλα αυτά, συνέχιζε να τον συναντά σε διάφορους δημόσιους χώρους. Ο δράστης την 13.11.2005 με το πρόσχημα της συζήτησης οδήγησε την παθούσα σε ερημική τοποθεσία των Αθηνών, όπου με την άσκηση σωματικής βίας, ενέργησε σε αυτή, ασελγείς πράξεις. Ο συλληφθείς σε καθημερινή βάση, εξακολουθούσε να απειλεί την παθούσα και να την εξαναγκάζει σε συνουσία σε διάφορα ξενοδοχεία της Αθήνας. Τέλος, ο κατηγορούμενος διαμέσου διαδικτυακού τόπου, δημιούργησε προφίλ στο οποίο δημοσίευσε φωτογραφίες της παθούσας χωρίς τη συναίνεσή της".
Από την άλλη, μόλις πριν λίγες μέρες, εντός του Φεβρουαρίου του 2007, τρεις βρετανοί που χρησιμοποίησαν τα chat room του Διαδικτύου για την απαγωγή και τον βιασμό δύο ανήλικων καταδικάστηκαν σε έντεκα χρόνια κάθειρξη έκαστος από Δικαστήριο του Southern Crown. Η υπόθεση ήρθε στο φως της δημοσιότητας τον Ιανουάριο του 2006, όταν η αστυνομία προχώρησε στην κατάσχεση των υπολογιστών των τριών ανδρών, μετά από πληροφορίες που είχε συλλέξει."
Τούτων δοθέντων, τα σεξουαλικά εγκλήματα με θύματα παιδιά είναι σταθερά παρόντα, ενώ από καιρό σε καιρό βγαίνουν στο φως βαριά περιστατικά, που συχνά αφορούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση κι εκτείνονται σε βάθος χρόνου, σοκάροντας ακόμα περισσότερο την κοινή γνώμη. Από την άλλη, η τεχνολογία που δεσπόζει στην εποχή μας κι η εκτεταμένη χρήση της από τα παιδιά δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους, που δεν υπήρχαν στο παρελθόν και δημιουργούν ένα περιβάλλον που μπορεί να τα φέρει σε ευάλωτη θέση. Φαίνεται πώς το διαδίκτυο προσφέρει ευκαιρίες σε υποψήφιους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων σε βάρος παιδιών, προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή τα σχέδιά τους μέσω της πρώτης προσέγγισης των στόχων τους. Δεν χρειάζεται καν να ειπωθούν πολλά πράγματα για την ανάγκη καίριας επέμβασης των γονέων, ως πρώτη βαθμίδα κοινωνικοποίησης, ώστε να ενημερώσουν, να συμβουλεύσουν και να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα παιδιά τους, χωρίς υπερβολές και χωρίς τη μετάδοση αισθημάτων εγκληματοφοβίας. Παράλληλα, οι αστυνομικές κυρίως αρχές πρέπει να δραστηριοποιηθούν ακόμα περισσότερο και να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που διαμορφώνει η χρήση της τεχνολογίας, για να μειωθούν κατά το μέγιστο δυνατό οι πιθανότητες θυματοποίησης άλλων παιδιών.
Πηγές:
Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»
05/09/1996, 28/02/2004 Π. Παντελής, 29/02/2004 Γ. Ζαχιώτη, 02/03/2004, 04/03/2004, 05/03/2004, 20/04/2004, 26/04/2004 Π. Παντελής, 24/05/2004 Π. Παντελής, 18/06/2004, 22/06/2004, 23/06/2004, 30/11/2006
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
24/04/1998, 25/04/1998, 21/03/2000, 28/02/2004 Stephen Castle, 02/03/2004, 03/03/2004, 04/03/2004, 20/04/2004, 21/04/2004, 28/04/2004, 11/06/2004, 18/06/2004 Γ. Αγγελόπουλος, 23/06/2004, 21/01/2006 Πέτρος Τατσόπουλος
Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»
23/6/2004, 29/6/2006
Αστυνομική Επιθεώρηση, τεύχος 236, Μάρτιος – Απρίλιος 2006, σ. 96, επιμέλεια Ανθυπαστυνόμος Κων. Γ. Κούρος
21/06/04, 22/06/04
10/6/2004
ενότητα LawNews Center, 6/2/2007