της Ειρήνης Καραχρήστου,
φοιτήτριας Νομικής Αθηνών
&
της Ναταλίας Αθανασούλη,
φοιτήτριας Νομικής Αθηνών
«
Ο έρωτας είναι σαν τα φαντάσματα- όλοι κουβεντιάζουν γι’αυτά αλλά κανείς ποτέ δεν τα είδε»
Στις 18 Φεβρουαρίου 2014, έλαβε χώρα στην αίθουσα Ι. Δρακόπουλου του Πανεπιστημίου Αθηνών, η επιστημονική εκδήλωση με θέμα «Έγκλημα & Έρωτας». Η εκδήλωση διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών
του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση Νέων Νομικών Αθήνας (European Law Students Association - ELSA Athens). Το θέμα ανέπτυξαν με τις εισηγήσεις τους οι:
Αθηνά Κακούρη- Λογοτέχνις-Συγγραφέας,
Νέστωρ Κουράκης- Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών,
Γιάννης Πανούσης- Καθηγητής ΜΜΕ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Παναγιώτης Παπαϊωάννου- Διδάκτωρ Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου,
Ντόρα Περτέση- Διδάκτωρ Ψυχανάλυσης και μέλος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης και
Ιωάννης Κούβακας- Τελειόφοιτος Νομικής Αθηνών και Αρχισυντάκτης του Νομικού Περιοδικού De Jure. Τη συζήτηση συντόνισε η
Καλλιόπη Σπινέλλη, ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πώς σχετίζονται, λοιπόν, οι δύο αυτές έννοιες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο κοινό; Παραδείγματα εγκλημάτων πάθους συναντάμε όχι μόνο στον πραγματικό κόσμο αλλά και σε αυτόν της φαντασίας. Φτάνει μόνο να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας έργα όπως ο Ιππόλυτος του Ευριπίδη, ο Οθέλλος του Σαίξπηρ κ.α Τόσο η πραγματικότητα όσο και η φαντασία αναδεικνύουν ότι ο έρωτας είναι η αξεπέραστη επιθυμία για ένα πρόσωπο η οποία υπό συνθήκες μπορεί να οδηγήσει στο έγκλημα. Προς αυτήν την κατεύθυνση - προς τις συνθήκες και τον τρόπο, δηλαδή - με τον οποιο εκδηλώνονται τα εγκλήματα από ερωτικό πάθος, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα υπήρξε η εισήγηση του Καθηγητή Νέστορα Κουράκη. Συγκεκριμένα, ο κ. Κουράκης ανέπτυξε την εύστοχη άποψή του ότι τα στάδια των εγκλημάτων από ερωτικό πάθος είναι 3. Το πρώτο είναι το
στάδιο της ατελέσφορης συναίνεσης, στο οποίο υπάρχει η ιδέα της
διάπραξης. Το δεύτερο είναι αυτό της επανεκτίμησης της αξίας του
συντρόφου και το τελευταίο είναι το στάδιο της κρίσης, κατά το οποίο
υλοποιείται η εγκληματική πράξη σε κατάσταση παροξυσμού και αμφιθυμίας.
Τα εγκλήματα πάθους τελούνται συνήθως σε βρασμό ψυχικής ορμής, στοιχείο που τοποθετείται μεταξύ προμελέτης και αμέλειας, ωστόσο, η ποινική δικαιοσύνη είναι εξαιρετικά φειδωλή στην αναγνώριση του στοιχείου αυτού γι’ αυτό και οι ποινές που επιβάλλονται είναι αυστηρές. Το φανταστικό στοιχείο επιδρά περισσότερο από το πραγματικό στα εγκλήματα πάθους οπότε ο δράστης, πολλές φορές, δεν μπορεί να αναγνωρίσει την «υπογραφή» του αφού την ώρα της πράξης αισθάνεται πως δε σκοτώνει το πρόσωπο αλλά αυτά που αισθάνεται γι’ αυτό, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην εισήγησή του ο
κ. Πανούσης. Τόνισε επιπρόσθετα ότι πολλές φορές αυτό που ουσιαστικά διακρίνει το δράστη από το θύμα, είναι η ανάληψη πρωτοβουλίας, καθώς η αρχή της πράξης λόγω θυμού δε βρίσκεται αναγκαστικά σε αυτόν που δρα υπό καθεστώς οργής, αλλά σε εκείνον που την προκάλεσε.
Δεν είναι εγκλήματα πάθους ο φόνος μεταξύ συγγενών για την κληρονομιά, η ανθρωποκτονία εκδίκησης, η ανθρωποκτονία αφανισμού ή τα εγκλήματα κακών σχέσεων. Κι αυτό γιατί στα προαναφερθέντα εγκλήματα λείπει το στοιχείου του πάθους που είναι η αλλοτρίωση της επιθυμίας. Στις περιπτώσεις ερωτικού πάθους, η επιλογή ερωτικού αντικειμένου είναι ναρκισσιστική, οδηγεί σε μια πληρότητα ο αποχωρισμός της οποίας δε βρίσκει σε ετοιμότητα το δράστη που ως υποκείμενο, δεν μπορεί να υπάρξει μόνος του. Και αυτό φανερώνεται, όπως τόνισε και η κ. Περτέση από την ίδια την ετυμολογία της λέξης πάθος, εκ του πάσχω. Αυτός που ποθεί βρίσκεται σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση που αγγίζει την ψυχοπαθολογία, καθώς πάσχει,υποφέρει. Ο δράστης είναι ευέξαπτος, ευσυγκίνητος, βρίσκεται υπό καθεστώς σύγχυσης συνειδήσεως και ψυχικής διαταραχής, σε συνδυασμό με έναν πιθανώς πληγωμένο εγωισμό, βιώνοντας ένα αίσθημα αδικίας και έχοντας τάσεις κτητικότητας, όπως επεσήμανε ο κ. Κουράκης.
Πέραν όμως της προσωπικότητας του δράστη η διάπραξη εγκλημάτων από έρωτα ευνοείται και από άλλους παράγοντες, όπως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Το μεγαλύτερο ποσοστό δραστών εγκλημάτων πάθους είναι άνδρες κυρίως λόγω του παρορμητισμού και της σωματικής τους υπεροχής. Το 1/3 των δραστών θέτει τέρμα στη ζωή του, διαφορετικά παραδίδεται στις αρχές ή επιδεικνύει μεταμέλεια. Η ποινική μεταχείριση τους είναι συνήθως ήπια, αν και μπορεί να επιβληθεί και η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, και η μορφή που εμφανίζονται είναι περιστασιακή, γι’ αυτό και συνήθως αποκλείεται η υποτροπή. Η έξαρση των εγκλημάτων αυτών παρατηρείται συνήθως τους θερινούς μήνες, και ο τόπος τέλεσης τους είναι κατά κανόνα σε μέρος οικείο στο δράστη.
Εντούτοις, η πορεία των πραγμάτων δεν είναι ντετερμινιστική. Πολλά ζευγάρια, παρά τις εντάσεις δεν καταλήγουν στο έγκλημα. Για το λόγο αυτό, τα εγκλήματα πάθους δεν μπορούν ούτε να προβλεφθούν ούτε να προληφθούν.