της Σοφίας Ρώμα,
φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών
There are two sides to the American dream.
(Υπάρχουν δύο όψεις του αμερικάνικου ονείρου.)
Χάρλεμ, 1970. Ο πρώτος αφροαμερικανός γκάνγκστερ ανεξάρτητος από τις ιταλικές οικογένειες της μαφίας είναι γεγονός. Δωροδοκία, εκβιασμοί, κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών, συνωμοσία και εν ψυχρώ δολοφονίες αποτελούν το σκηνικό που διαπλέκει ο Ridley Scott στην ταινία του American gangster, στην οποία παρουσιάζει το οργανωμένο έγκλημα, με όπλα στη φαρέτρα του την σκηνοθετική λιτότητα και τις έντονες αντιθέσεις ανάμεσα σε δύο κόσμους, εκείνον της απόλυτης ένδειας και εξαθλίωσης και εκείνον του πλούτου και της υπερβολής. Κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο κινείται όλη η ιστορία αποτελεί η παράνομη δράση του ήρωα (Denzel Washington), που επιδίδεται σε διακίνηση ηρωίνης από το Βιετνάμ με αποτέλεσμα την εδραίωση της κυριαρχίας του στην περιοχή και η προσπάθεια επιβολής του νόμου σε αυτόν από τον αστυνομικό (Russel Crowe). Πέραν, όμως τούτου, η ταινία έχει κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις, καθώς παρουσιάζεται η σαθρότητα της κοινωνίας που περιγράφεται και δίδεται έμφαση στην ανομοιογενή κατανομή του πλούτου, στη διαφθορά των οργάνων επιβολής του νόμου και γενικότερα στις άνισες ευκαιρίες για ευπορία, κοινωνική καταξίωση και απόκτηση δύναμης και κύρους.
Έτσι οι γκανγκστερικές ταινίες, που αποτελούν μία θεματική τάση της ταινίας με θέμα το έγκλημα (crime film), εν γένει και η ταινία American gangster ειδικότερα, δεν περιγράφουν απλώς τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά σκιαγραφούν τις συνθήκες και τα αίτια εμφάνισης και άνθισής του, καταγράφοντας το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Μάλιστα, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στη δεκαετία του 1920, όπου πρωτοεμφανίστηκε το εν λόγω είδος ταινιών, οι αφορμές για την πλοκή των ιστοριών δινόταν από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, κάτι που δείχνει πόσο άρρηκτα συνδεδεμένες είναι αυτές οι ταινίες με την κοινωνική πραγματικότητα γεγονός που μας φέρνει στο μυαλό τα λόγια του Τ. Leitch ότι σε κάθε ταινία εγκλήματος υποδηλώνεται το πολιτικό και το κοινωνικό status της εποχής στην οποία αναφέρεται η ταινία. [1]
Βασικά χαρακτηριστικά των γκανγκστερικών ταινιών
Κεντρικός άξονας στις εν λόγω ταινίες αποτελεί η παράνομη δράση του ήρωα ή των ηρώων και η επιβολή του νόμου σε αυτούς. Όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Thomas Leitch η δυναμική κάθε ταινίας εγκλήματος επικεντρώνεται στις σχέσεις τριών προσώπων: του δράστη, του θύματος και του «εκδικητή».[2]Το άτομο αυτό που καλείται να επιβάλλει την τάξη, τις ηθικές αξίες που κυριαρχούν στην κοινωνία, το θετικό αλλά και το φυσικό δίκαιο διαδραματίζει εξίσου σπουδαίο ρόλο στη ροή της ταινίας με τον παρανομούντα. Αξίζει, ακόμη, να αναφερθεί ότι η επίσημη αρχή επιβολής του νόμου διέπεται σχεδόν στο σύνολό της από διαφθορά, γεγονός που περιπλέκει το ζήτημα τιμωρίας ή διαφυγής του γκάνγκστερ.
Γενικότερα, είναι κοινός τόπος στις ταινίες αυτού του είδους, οι επίσημοι θεσμοί της κοινωνίας να παρουσιάζουν σημεία σήψης, καθώς οι άνθρωποι που τους ενσαρκώνουν είναι τόσο διεφθαρμένοι όσο και οι εγκληματίες στους οποίους τυπικά αντιτίθενται, παραβιάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους νόμους του κράτους.[3] Εκτός, όμως, από τους νόμους της πολιτείας, στις ταινίες αυτού του είδους διαγράφεται μια δεύτερη, παράλληλη «έννομη τάξη», αυτή που ορίζει ο αρχηγός της συμμορίας και καθορίζει τις πράξεις όλων των μελών της συμμορίας.
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλεφθεί η οικονομική πτυχή των εν λόγω ταινιών, καθώς καταδεικνύουν την ανομοιογενή κατανομή του χρήματος στο πλαίσιο του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, και την αγωνιώδη προσπάθεια των γκάνγκστερ να αποκτήσουν με παράνομο τρόπο την οικονομική δύναμη που δεν μπορούν να αποκτήσουν τηρώντας τους νόμους.
Ακριβώς λόγω αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τoυς και της εξαιρετικά γοητευτικής εικονογραφίας των εγκληματικών οργανώσεων και των αρχηγών τους (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’30) παρατηρείται άνθιση του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους.[4] Oι γκανγκστερικές ταινίες γνωρίζουν μεγάλη απήχηση, εξελίσσονται σταδιακά και οι πρωταγωνιστές-γκάνγκστερ, ενώ στη αρχή εμφανίζονταν σκληροί και αδίστακτοι, στην πορεία παρουσιάζονται περισσότερο ως απλοί, ευάλωτοι άνθρωποι, προσδίδοντας έτσι έμφαση στη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη νομιμότητα από την παρανομία.
Θεωρίες και απόψεις για τη φύση και την αιτιολόγηση του οργανωμένου εγκλήματος μέσα από την ταινία
Η επιστήμη της εγκληματολογίας έχει προσπαθήσει να βρει και να αναλύσει τα αίτια της εγκληματογένεσης. Στην παρούσα εργασία αναλύονται μόνο οι κοινωνιολογικές θεωρίες, εκείνες δηλαδή που αποδίδουν το έγκλημα γενικότερα και την ένταξη ενός προσώπου στο οργανωμένο έγκλημα ειδικότερα, κυρίως σε κοινωνικούς παράγοντες, καθώς στην ταινία American gangster το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα κοινωνικά αίτια που ώθησαν τον πρωταγωνιστή Φρανκ Λούκας να μετατραπεί σε περιβόητο γκάνγκστερ.
Η θεωρία της οικολογικής σχολής του Σικάγο
Μετά από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην πόλη του Chicago[5], διαπιστώθηκε ότι η εγκληματικότητα νεαρών ατόμων εμφάνιζε σταθερότητα στις συνοικίες της πόλης, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από την ανέχεια των κατοίκων τους, τη δράση συμμοριών, τη διαμονή σ’ αυτές ετερογενών πολιτιστικά και φυλετικά ομάδων και την απουσία κοινωνικού ελέγχου. Οι συνοικίες αυτές, οι οποίες χαρακτηρίζονταν έντονα από το στοιχείο του υποκόσμου, ονομάστηκαν «περιοχές υψηλής εγκληματικότητας»(«high delinquency areas») και οι κάτοικοί τους «περιθωριακά άτομα»(«the marginal man»). Το συμπέρασμα αυτών των διαπιστώσεων ήταν ότι η εξάπλωση της εγκληματικότητας εν γένει, συμπεριλαμβανομένου του οργανωμένου εγκλήματος, είναι αποτέλεσμα της επιρροής που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στους νέους.[6]
Ήδη από την ανάλυση της οικολογικής θεωρίας του Chicago, γίνεται αντιληπτή η συσχέτισή της με την ταινία American gangster. Στην ταινία, τόσο το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Φρανκ Λούκας, όσο και η περιοχή στην οποία δραστηριοποιήθηκε σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως περιοχές υψηλής εγκληματικότητας. Ειδικά για το Harlem, όπου ο πρωταγωνιστής ανέπτυξε την εγκληματική του δραστηριότητα, γνωρίζουμε από ιστορικές πηγές, καθώς και από την ίδια την ταινία ότι αποτέλεσε κατά τις δεκαετίες 1960-1970 εστία συμμοριών και οργανωμένων εγκληματιών. Συνεπώς, το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε ο γκάνγκστερ της ταινίας άσκησε πάνω του τέτοια επιρροή, ώστε να τον ωθήσει στο οργανωμένο έγκλημα, αρχικά ως προστατευόμενο του Bumpy Johnson, και μετέπειτα ως ανεξάρτητο από άλλες ομάδες οργανωμένου εγκλήματος, επικεφαλής της δικής του εγκληματικής οργάνωσης.
Η θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού Sutherland
H θεωρία της συναναστροφής με διάφορες κοινωνικές ομάδες (differential association theory) διατυπώθηκε από τον Sutherland με τη μορφή προτάσεων που παρατίθενται ευθύς αμέσως:
I. Η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται.
II. Η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται στη συναναστροφή με άλλα πρόσωπα, σε μια διαδικασία διανθρώπινων επαφών(επικοινωνία).
III. Τ κύριο μέρος της εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς συμβαίνει μέσα σε κλειστές ομάδες, τα μέλη των οποίων συνδέονται με προσωπικούς δεσμούς.
IV. Στην εκμάθηση της εγκληματικής συμπεριφοράς περιλαμβάνεται: α) η εκμάθηση «τεχνικών» για τη διάπραξη εγκλημάτων, που μπορεί να είναι άλλοτε περίπλοκες και άλλοτε απλές, β) η συγκεκριμένη κατεύθυνση των κινήτρων, των κατευθυντηρίων αναγκών, των λογικών επεξηγήσεων και των διαθέσεων του ατόμου(για παραβίαση του νόμου).
V. Η υποκειμενική αξία ή απαξία της συγκεκριμένης κατεύθυνσης των κινήτρων και των κατευθυντηρίων αναγκών μαθαίνεται μέσα από τους ορισμούς των ποινικών νόμων (με την έννοια ότι σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες το άτομο περιστοιχίζεται από πρόσωπα που θεωρούν ότι οι ποινικοί νόμοι πρέπει να είναι σεβαστοί, ενώ σε άλλες κάτι τέτοιο δεν είναι ανάγκη να γίνεται).
VI. Το άτομο γίνεται εγκληματίας, επειδή οι αντιλήψεις (που τις μαθαίνει, αποκτά κατά τον παραπάνω τρόπο) για μη εφαρμογή του νόμου επικρατούν των αντιθέτων για σεβασμό του νόμου. Αυτή η πρόταση αποτελεί το θεμέλιο της θεωρίας της συναναστροφής με διάφορες προσωπικές ομάδες, που στηρίζεται ακριβώς στην επίδραση που έχουν πάνω στο άτομο οι συγκρουόμενες δυνάμεις που ξεπηδούν από τις εγκληματικές και τις αντι-εγκληματικές συναναστροφές.
VII. Η συναναστροφή με διάφορες προσωπικές ομάδες μπορεί να διαφέρει κατά περίπτωση σε συχνότητα, διάρκεια, προτεραιότητα και ένταση.
VIII. Η διαδικασία της εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς στη συναναστροφή με εγκληματικά και αντι-εγκληματικά πρότυπα περιλαμβάνει όλους τους μηχανισμούς που απαντούν σε οποιουδήποτε άλλου είδους «μάθηση».
IX. Παρ’ όλο που η εγκληματική συμπεριφορά είναι μια έκφραση γενικών αναγκών και αξιών, δεν μπορεί να εξηγηθεί (αιτιολογηθεί) με αυτές τις γενικές ανάγκες και αξίες, δεδομένου ότι και η μη εγκληματική συμπεριφορά είναι μια έκφραση των ίδιων αναγκών και αξιών.[7]
Βάσει των παραπάνω, γίνεται κατανοητό ότι η θεωρία του Sutherland ανταποκρίνεται στα δεδομένα της ταινίας. Ο Φρανκ Λούκας ξεκίνησε την πορεία του στο οργανωμένο έγκλημα ως οδηγός του γκάνγκστερ Bumpy Johnson, τον οποίο θεωρούσε μέντορά του και μέλος της οικογένειάς του. Επομένως, πράγματι ο πρωταγωνιστής της ταινίας παρουσιάζεται να έχει μάθει τεχνικές και τρόπους ελέγχου του οργανωμένου εγκλήματος, ευρισκόμενος στο πλευρό του πλέον διαβόητου γκάνγκστερ της εποχής. Έτσι, η εξέλιξη του Λούκας από απλό οδηγό ενός οργανωμένου εγκληματία σε επικεφαλής εγκληματικής οργάνωσης που ελέγχει την παράνομη αγορά, αναφορικά με τη διακίνηση ναρκωτικών, επιβεβαιώνει κατά κάποιο τρόπο τη θεωρία του Sutherland. Ένα ακόμη στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό, είναι ότι ο Λούκας από τη στιγμή που μετακόμισε στο Harlem δεν έμαθε μόνο τους τρόπους ελέγχου της παράνομης αγοράς της πόλης, αλλά υπό μια σφαιρική άποψη, έμαθε να αψηφά τους ποινικούς κανόνες, κάτι που γινόταν από το περιβάλλον του συλλήβδην. Διαμόρφωσε κατ’ αυτόν τον τρόπο τις πεποιθήσεις που του «επέτρεψαν» να ηγηθεί του οργανωμένου εγκλήματος.
H ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία
Σύμφωνα με την ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία, το έγκλημα δικαιολογείται κυρίως αφ’ ενός λόγω της ανηθικότητας που προκύπτει από τις άθλιες συνθήκες ζωής, υπό τις οποίες ζουν οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις και αφ’ ετέρου λόγω της περιφρόνησης του κοινωνικού συστήματος που επικρατεί από αυτές τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Συνέπεια των αιτιών αυτών, κατά τη μαρξιστική άποψη, είναι η εξέγερση των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων με τη μορφή του εγκλήματος και η κατάδειξη της περιφρόνησης τους προς το σύστημα μέσω της καταφυγής στο έγκλημα.[8]
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω θεωρία βρίσκει εφαρμογή στην ταινία American gangster, καθώς σ’ αυτήν παρουσιάζεται ένα διεφθαρμένο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί το πλαίσιο της πάλης που αναπτύσσεται μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Είναι δε έντονη η αντίθεση μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και του πλούτου που έχουν συγκεντρώσει τα μέλη τους απ’ τη μια μεριά, και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και της εξαθλίωσης που χαρακτηρίζει τα μέλη τους από την άλλη. Πιο συγκεκριμένα, η σήψη του κοινωνικού συστήματος του Harlem τη δεκαετία του 1960 οδηγεί σε μια γενικότερη διαστρέβλωση της ηθικής και των αξιών, με αποτέλεσμα ο Λούκας να μη θεωρεί ανήθικη την εμπλοκή του με το οργανωμένο έγκλημα και τη διάπραξη από μέρους του σοβαρών εγκλημάτων, αλλά τα αντιμετωπίζει ως αντίδραση στη διαφθορά του δημόσιου βίου. Επιπλέον, με την καταφυγή του στο οργανωμένο έγκλημα και πιο συγκεκριμένα με τη χειραγώγηση οργάνων του Δημοσίου, ο Φρανκ Λούκας δείχνει περίτρανα την περιφρόνησή του προς το κοινωνικό σύστημα και στο περιβάλλον στο οποίο ζει.
Οι θέσεις της σχολής της Lyon
Σύμφωνα με τις θεωρίες που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της σχολής της Lyon, η βασική αιτία του εγκλήματος είναι η οικονομική εξαθλίωση (η φτώχεια και ο αλκοολισμός). Μάλιστα, ο Gabriel Tarde θεωρεί πως εκτός από τις οικονομικές συνθήκες, σπουδαίο ρόλο διαδραματίζουν οι κοινωνικοί νόμοι της μίμησης και της υποβολής, που συνεπάγονται την εξάπλωση της εγκληματικότητας. Γενικά, πάντως, οι θεωρίες της σχολής της Lyon, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μόνη υπεύθυνη για την εξάπλωση του εγκλήματος είναι η κοινωνία, και όχι οι ίδιοι οι εγκληματίες.[9]
Πράγματι, στην ταινία που αναλύεται στην εργασία, οικονομικοί είναι κυρίως οι λόγοι που ωθούν στο περιθώριο του νόμου τόσο τον κύριο ήρωα (Φρανκ Λούκας), όσο και τα αστυνομικά όργανα, που προκειμένου να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση δωροδοκούνται, κάτι που μάλιστα απαιτούν από τους διάφορους εγκληματίες. Ακόμη, η παρουσίαση της κοινωνίας ως άδικης, διεφθαρμένης και βρίθουσας πρότυπα βίας τονίζει την ευθύνη της ίδιας, απέναντι στα άτομα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων που καταφεύγουν στη μίμηση των άλλων εγκληματιών αποσκοπώντας στην απόκτηση όποιας ωφέλειας μπορεί να προσφέρει η διατήρηση μιας παράνομης επιχείρησης. Τέλος, η ενοχοποίηση της κοινωνίας διαφαίνεται εξ άλλου και από το γεγονός ότι ο Φρανκ Λούκας, παρά την παράνομη δράση του, κερδίζει τη συμπάθεια των θεατών, που πείθονται τελικώς ότι η κοινωνία ευθύνεται περισσότερο από ό,τι ευθύνεται ο ίδιος ο εγκληματίας.
H ανομία του Merton
Βασιζόμενος στην έννοια της «ανομίας» που περιέγραψε ο Durkheim, o Merton προέκτεινε το περιεχόμενό της και υποστήριξε ότι η «ανομία» αναπτύσσεται όταν ανατραπεί σε κάποια κοινωνία η ισορροπία μεταξύ των στόχων και των κοινωνικών μέσων προς επίτευξη αυτών των στόχων. Αναλυτικότερα, η ανομία του Merton ταυτίζεται με ένα καθεστώς αποδιοργάνωσης και σαθρότητας, που προάγει την εγκληματική συμπεριφορά των ατόμων σε τακτική βάση, ενώ ταυτόχρονα η κοινωνία υπόσχεται εκπλήρωση των όποιων στόχων τους, χωρίς όμως να τους παρέχει τα μέσα προς επίτευξη αυτών.[10] Επακόλουθα, όταν ένα άτομο δε διαθέτει τα νόμιμα μέσα για να επιτύχει τους στόχους του, καταφεύγει σε παράνομα μέσα που μπορούν να του εξασφαλίσουν την επιτυχία, δηλαδή στο έγκλημα.[11]
Στην ταινία, παρατηρούμε ότι ως μόνο μέσο επίτευξης της οικονομικής επιτυχίας και της υλικής ευημερίας παρουσιάζεται η καταφυγή του ήρωα στο οργανωμένο έγκλημα, αφού οι κοινωνικές δομές δεν μπορούν να του τα εξασφαλίσουν με νόμιμα μέσα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην περιγραφόμενη ταινία, ως πλούσιοι και καταξιωμένοι κοινωνικά εμφανίζονται μόνο όσοι έχουν παρανομήσει. Πρόκειται για έναν έμμεσο υπαινιγμό ότι σε τέτοιες κοινωνίες, μόνο το έγκλημα μπορεί να φέρει στα άτομα τους επιδιωκόμενους στόχους.
Συμπεράσματα
Καταλήγοντας, η ταινία "Αmerican gangster" αποτελεί μια χαρακτηριστική ταινία οργανωμένου εγκλήματος και ειδικότερα ταινία με γκάνγκστερ, που μπορεί να καταταχθεί ανάμεσα στις κλασικές του εν λόγω είδους, αφού παρουσιάζει τα περισσότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του είδους των ταινιών στο οποίο εντάσσεται. Παράλληλα, όμως, εισάγει μια θεματική καινοτομία, καθώς περιγράφει την εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος, αρχής γενομένης από τη δημιουργία εγκληματικής οργάνωσης από έγχρωμο γκάνγκστερ, που ηγείται στο εξής του οργανωμένου εγκλήματος στο Harlem της Αμερικής. Καταδεικνύεται κατ’ αυτό τον τρόπο, λοιπόν, η προσαρμοστικότητα του οργανωμένου εγκλήματος, που αφουγκράζεται την κοινωνία και ανταποκρίνεται στις δομικές ιδιαιτερότητες που αυτή εμφανίζει.
Ακριβώς αυτή η ικανότητα του οργανωμένου εγκλήματος να μεταλλάσσεται ανάλογα με την κάθε κοινωνία και το νομικό πλαίσιο που αυτή καθιερώνει, ορθώνει και το μεγαλύτερο εμπόδιο στην υιοθέτηση ενός λεπτομερούς ορισμού της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος, που κρίνεται απαραίτητος για την καταπολέμησή του.
Στην προσπάθεια προσέγγισης του οργανωμένου εγκλήματος από την επιστήμη της εγκληματολογίας, εκτός από τον ορισμό, κρίνεται αναγκαίο να γίνει μνεία στις διάφορες σχετικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί αλλά και γενικότερα στις θεωρίες εγκληματογένεσης. Αναφορικά με την ταινία American gangster, αξίζει να μνημονευθεί ιδιαίτερα η θεωρία της συναναστροφής με διάφορες προσωπικές ομάδες του Sutherland, καθώς είναι ίσως εκείνη που ανταποκρίνεται περισσότερο στα πραγματικά δεδομένα της ταινίας. Ανεξάρτητα, όμως, από τις μεμονωμένες θεωρίες της εγκληματολογίας, πάνω από όλα, το οργανωμένο έγκλημα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, που απαιτεί για την κατανόησή του μια σφαιρική αντίληψη, κάτι που γίνεται αντιληπτό και από την ταινία που αναλύεται στην παρούσα εργασία.
Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα εργασίας της γράφουσας η οποία εκπονήθηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών για το μάθημα της εγκληματολογίας τον Ιανουάριο του 2010 υπό την επίβλεψη των υπ. Δρ. Φώτη Σπυρόπουλου και Μάρθας Λεμπέση.
ΠΗΓΕΣ
[4] Pinel V., Σχολές, Κινήματα και Είδη στον Κινηματογράφο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σ. 74.
[5] Σπινέλλη, Κ.Δ., Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, σελ. 241.
[6] Αλεξιάδης, Στέργιος Α. Εγκληματολογία, 4η έκδ., Σάκκουλας Εκδόσεις Α.Ε., Αθήνα 2004, σελ. 115-116.
[7] Αλεξιάδης, Στέργιος Α. Εγκληματολογία, σελ.121-122 & Σπινέλλη, Κ.Δ., Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, σελ. 264.
[8] Αλεξιάδης, Στέργιος Α. Εγκληματολογία, σελ. 126-130.
[9] Αλεξιάδης, Στέργιος Α. Εγκληματολογία, σελ.134-135.
[10] The Oxford Handbook of Criminology, p. 9
[11] Αλεξιάδης, Στέργιος Α. Εγκληματολογία, σελ..136.