(1775 – 1833)
του Παναγιώτη Δεριζιώτη,
φοιτητή νομικής Αθηνών
“Keine Strafe ohne Gesetz!” – “Nullum crimen, nulla poena sine (praevia) lege
poenali – no crime and no punishment unless provided by [statutory] existing law [1]” (1799)
Βιογραφικά
στοιχεία και ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
O Paul Johann Anselm Ritter von Feuerbach (γέννηση: 14 Νοεμβρίου 1775, στο προάστιο του Hainichen της Σαξωνίας, πλησίον της Ιένα· τελευτή: 29 Μαΐου
1833, στη Φρανκφούρτη) ήταν Γερμανός νομικός και δικαστής, διακεκριμένος για
την εναίσιμη συμβολή του στις μελέτες και τις μεταρρυθμίσεις του Ποινικού
Δικαίου και της (μη συστηματοποιημένης τότε) Ποινολογίας – Ποινικής καταστολής,
προδρόμου της εγκληματολογικής επιστήμης.
Περιώνυμος για τις επιστημονικές του διαλέξεις
στην ποινική νομολογία, περαίωσε επιτυχώς τον κύκλο σπουδών του στο
πανεπιστήμιο της Ιένας, του οποίου ιδρύματος ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας
το 1795, παρά τη σωματική καχεξία και τη φτώχεια του. Κύμα διανοουμένων διείδε
στα αρτισυλληφθέντα ποινικά δόγματα του Feuerbach την
ισοπέδωση της δικαστικής αυθαιρεσίας, όπως αυτή διαμορφωνόταν δυνάμει του
δικαστικού status quo της διαχειριστικής δικαιοσύνης. Συγκροτήθηκε,
ακολούθως, το πολιτικό σώμα των Ριγοριστών[2].
Οι φιλολογικές του μελέτες σε ακαδημαϊκό επίπεδο επιτάχυναν την καταξίωση του
ελπιδοφόρου ερευνητικού οδοιπορικού του, ενώ το 1801 διορίστηκε έκτακτος
καθηγητής αμισθί στο πανεπιστήμιο της Ιένας και εν συνεχεία το 1804 αποδέχθηκε
την καθηγεσία στο πανεπιστήμιο του Κιέλου, όπου και θήτευσε επί δύο έτη. Η
προσωρινή μετάθεσή του στο πανεπιστήμιο του Λάντσχουτ, παράλληλα, θα σφραγίσει
την απόζευξή του από το αμιγώς ακαδημαϊκό έργο και θα σηματοδοτήσει την
ανάμειξή του και στο πολιτειακό έργο.
Ο Feuerbach ως στυλοβάτης της
νεωτέρας ποινικής δογματικής, το συγγραφικό του έργο και η προσφορά του στις
ποινικές επιστήμες εν γένει
Λίαν μνημειώδης, ωστόσο, καθίσταται η νομοθετική χάραξη νέων αξιωματικών
κατευθύνσεων στο βαυαρικό σύστημα
ποινικής δικαιοσύνης, οσάκις ο Feuerbach κλήθηκε από τον βασιλιά
Μαξιμιλιανό Α’ Ιωσήφ της Βαυαρίας να συντάξει και να καταρτίσει νέο πολιτειακό
ποινικό κώδικα, το 1805. Οι πυρετώδεις συναναστροφές με τον βασιλιά και τους
κρατούντες της Βαυαρίας οδήγησαν στο διορισμό του στις υπηρεσίες του Βαυαρικού
Υπουργείου Δικαιοσύνης (1805) και στον εξευγενισμό του, ως μέλους πια της
βασιλικής αυλής («Σύμβουλος παρά τω βασιλεί», 1808). Εντούτοις, οι
μεταρρυθμίσεις στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είχαν ως αφετηρία την κατάργηση
του θεσμού των βασανιστηρίων από τις ποινικές διαδικασίες ήδη από το 1806.
Οι φορείς της opera spiritualia του Feuerbach, ήτοι η δημοσίευση του σπουδαίου έργου Ανασκόπησης και
Αναθεώρησης των Θεμελιωδών Αρχών του Ποινικού Δικαίου (Revision der Grundbegriffe; 1799)[3] , του Εγχειριδίου περί του εν κοινή ισχύι στη Γερμανία
Ποινικού Δικαίου (Lehrbuch des gemeinen in Deutschland gültigen peinlichen
Rechts;1801), καθώς και της εμπεριστατωμένης «κριτικής» επί του σχεδίου
του εν τη γενέσει Βαυαρικού Ποινικού Κώδικα (1804), αποθησαύρισαν τη
διαφωτισμένη διάνοια του ευρηματικού στοχαστή και τεκμηρίωσαν την πνευματική
διαύγεια και ωριμότητα που απαιτούσε η ανάληψη της τοιαύτης ρυθμιστικής
αρμοδιότητας.
Εικόνα
1. Αντιπαραβολή
των ετεροχρονισμένων εκδόσεων του "Εγχειριδίου περί του εν κοινή ισχύι στη
Γερμανία Ποινικού Δικαίου (Lehrbuch des gemeinen in Deutschland gültigen
peinlichen Rechts). Αριστερά η έκδοση του 1826 και δεξιά η σύγχρονη έκδοση.
Ενόσω μεριμνούσε για την κατάρτιση του νέου
πολιτειακού ποινικού κώδικα, η εμπειρία του στις υπηρεσίες αξιολόγησης των
υποθέσεων προς δυνητική επιβολή θανατικής ποινής (ή απονομής βασιλικής χάριτος)
στα κλιμάκια του Βαυαρικού Υπουργείου Δικαιοσύνης τον ενέπνευσε να συγκεντρώσει
τις πιο αξιοσημείωτες υποθέσεις σε μια ευρεία υποδειγματική συλλογή «παράδοξων
εγκλημάτων» (Merkwürdige Criminalfälle) στο διάστημα μεταξύ 1808 – 1811. Η
λεγόμενη « Παρουσίαση αξιόλογων εγκληματικών υποθέσεων σύμφωνα με τα Πρακτικά
του Δικαστηρίου» (Aktenmäßige Darstellung
merkwürdiger Verbrechen)
εξελίχθηκε σε ένα πολύτιμο εγκληματολογικό απόσταγμα, με σημαίνουσα προσφορά
στην εμπειρική μελέτη του οικοδομήματος της εγκληματικής ψυχολογίας και
ψυχανάλυσης, της φαινομενολογίας/περιπτωσιολογίας και έρευνας του εγκλήματος,
της δε δικαστικής ψυχολογίας και της ποινικής δικαστηριακής πρακτικής της
Βαυαρίας του 19ου αιώνα. Αμφιλεγόμενο εντρύφημα, το έργο αυτό
απορροφήθηκε κριτικά είτε ως γριφώδες λογοτεχνικό (και ως εκ τούτου μη
πραγματιστικό) απαύγασμα είτε ως πολύτιμη ιστορική και λαογραφική πηγή για τις
ανθούσες κοινωνικές επιστήμες (βλ. κυρίως τα πορίσματα του Gerold Schmidt).
Εικόνα 2. Εικονογραφημένη
έκδοση των "Παράδοξων Ποινικών
Υποθέσεων" του Feuerbach
(Μόναχο, 1913)
Ο Βαυαρικός Ποινικός Κώδικας του J. A. von Feuerbach (Feuerbachs Bayerisches Strafgesetzbuch) δημοσιεύθηκε το 1813 και τέθηκε ευθύς σε
ισχύ. Σε όλη του την έκταση ήταν πρόδηλη η εναρμόνιση της πλειοψηφίας των
ποινικών διατάξεων στο αναδυόμενο φιλελεύθερο πνεύμα του Διαφωτισμού. Μεταξύ
άλλων περιορίστηκε σημαντικά το ευρύ πεδίο εφαρμογής της θανατικής ποινής, με
την αναδιατύπωση και αναδίπλωση ορισμένων παλαιών ποινικών (ειδικών)
υποστάσεων, τελειοποίηση αυτών και κολασμό των αξιόποινων συμπεριφορών με
πρόκριμα τον εγκλεισμό και τη φυλάκιση. Ωστόσο, πλειάδα ποινών που προέβλεπαν
σωματική κακοποίηση του δράστη δεν εξοβελίστηκαν, μήδε ενσωματώθηκαν νέες, πρακτικά
ζώσες και ενεργές δικονομικές πρακτικές που μονοπωλούσε η Ναπολεόντειος εξουσία
και οι οποίες εφηρμόζοντο στις γειτνιάζουσες, προσηρτημένες από την τελευταία,
περιοχές της Ρηνανίας, δορυφόρου της ευρύτερης Βεστφαλίας[4].
Σημειωτέον δε ότι ο Βαυαρικός ΠΚ του 1813 υιοθετήθηκε αυτουσίως από το
αρχιδουκάτο του Oldenburg, αποτέλεσε τη βάση
για αλλότριους πολιτειακούς (κι όχι μονον) ΠΚ, όπως εκείνον της Βυρτεμβέργης
και της Σαξωνίας – Βαϊμάρης της Θουριγγίας, ενώ η μετάφραση του στη σουηδική
και η συμμόρφωση ποινικών διατάξεων ελβετικών καντονίων σε αυτόν καθιστούν την
ακτινοβολία του εν λόγω απότοκου του Feuerbach αδιαφιλονίκητη. Παρά τις ενίοτε
τροποποιήσεις του, ο Βαυαρικός ΠΚ έχει συμπληρώσει πλέον της δεύτερης εκατονταετηρίδας
ισχύος του, ως κεφαλαιώδες νομοθέτημα προοδευτικότερης και συνάμα επιστημονικά
στοιχειοθετημένης αντίληψης του κοινωνικά ρυθμιστικού ρόλου του Ποινικού
Δικαίου[5].
Η προσφορά του στο ποινικό κεκτημένο
του 19ου αιώνα συνεχίστηκε με συνέπεια από τους δικαστικούς θώκους
και τις παράπλευρες εισηγήσεις δικονομικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Ιδίως
αξιόλογη προβάλλει η έκκληση για εμπέδωση της δημοσιότητας[6] στις δικαστηριακές πρακτικές, ως ανυποχώρητη δικονομική συνθήκη και προϋπόθεση
στη βάση των πραγματειών του, δηλονοτι «Εκτιμήσεις της γενικής Δημόσιας Ευθύνης
και της Απονομής της Δικαισύνης» (Betrachtungen
über Öffentlichkeit und Mündigkeit der Gerechtigkeitspflege; 1821) και «Περί
των Δικαστικών Οργανισμών και των Δικονομικών Διαδικασιών στη Γαλλία (Über die Gerichtsverfassung und das
gerichtliche Verfahren Frankreichs; 1825).
Εικόνα
3. Σύγχρονη έκδοση του
Βαυαρικού ΠΚ του 1813
-Η αναγκαιότητα του ψυχ(ολογ)ικού
καταναγκασμού της ποινής κατά τον Feuerbach
Μολονότι οι κοινωνοί αδιαμφισβήτητα
συγκατατίθενται στην ύπαρξη και στερέωση Ποινικού Δικαίου και αιτιώδους ποινής,
ερείζεται και στασιάζεται διαχρονικώς πού κατατείνει εν τέλει ο σκοπός αυτής
(της ποινής). Ο J. A. von Feuerbach ανέπτυξε
τον προβληματισμό του περί της (αρνητικής) γενικοπροληπτικής εκφοβιστικής
τελεολογίας της ποινής, ανταποκρινόμενης στο αξίωμα “punitur, non quia peccatum est, sed ne peccetur” με την πρωτοποριακή του διατριβή στο “ Εγχειριδίου περί του εν κοινή ισχύι στη Γερμανία Ποινικού
Δικαίου” (Lehrbuch des gemeinen in Deutschland gültigen
peinlichen Rechts;1801). Εκκινώντας από μια ορθολογική – μηχανιστική
ψυχολογική αντίληψη, καθ’ ην η ανθρώπινη δράση συνιστά προϊόν ενδελεχούς
σταθμίσεως μεταξύ του (μάλλον) λυσιτελούς και του κατά το έλασσον ή μη ωφελίμου, ο Feuerbach συνάγει ότι μόνον εκείνος ο καταναγκασμός
των κοινωνών εξασφαλίζει τον γενικοπροληπτικό σκοπό της επιβολής ποινής, ο
οποίος προηγείται της ολοκλήρωσης της παραβίασης του διακινδυνευμένου εννόμου
αγαθού που προστατεύεται και εκπηγάζει από την πολιτεία, και δεν προϋποθέτει
ωσαύτως ειδική διάγνωση της ελλοχεύουσας παραβίασης. Αυτός ο καταναγκασμός
μπορεί να είναι μόνο ψυχολογικής φύσης και διάστασης[7].
Βάσει, μάλιστα, της παραδοχής ότι οι
(εγκληματικές) παραβάσεις συλλήβδην ανάγονται στην ανθρώπινη φιληδονία [Sinnlichkeit], στο βαθμό που η αστείρευτη
επιθυμία ως ψυχική διάθεση οδηγεί στην τέλεσή τους προ ευχαρίστησης [Lust] για ή από την πράξη καθ’ εαυτή, η έκδοτη αυτή
στη φιληδονία τάση [sinnlich] μπορεί να εκτοπιστεί [aufheben] απ’ οποιονδήποτε γνωρίζει
ότι μια επιζήμια απαξία, σπουδαιότερη από τη δυσφορία [Unlust] που προκύπτει από την ανικανοποίητη ηδονή
τέλεσης της πράξης, αναπόφευκτα θα επέλθει από την όντως κατάπτωση αυτής (της
πράξης). Η επιζήμια απαξία αναζητείται στην ποινή και τα μέτρα της. Πρόκειται,
συμπερασματικά, για την πρώιμη εύτακτη στερέωση της θεωρίας της αναχαίτισης,
του σκοπού ηνιόχησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μέσω της επισειόμενης και
επαπειλούμενης επιβολής ποινής για την πρόληψη και αποτροπή αντικοινωνικών
παθογενειών (deterrence theory)[8]. Με άλλα λόγια, η θεωρία αυτή δικαιολογεί τον προληπτικό
ρόλο της ποινής, ως εκείνο το θεσμικό εργαλείο για την πραγμάτωση της
διασφάλισης της σφαίρας των προστατευόμενων εννόμων αγαθών.
Ο
J. A. von Feuerbach (Γερμανικές χώρες) από
κοινού με τους J. Bentham (Αγγλία) και C. Beccaria (Ιταλικά κράτη), κυρίως, σφράγισαν την κλασσική σχολή της
ποινικής δικαιοσύνης. Οι απόψεις τους, ωστόσο, έχουν αναβαθμιστεί και
συμπληρωθεί από τους σύγχρονους ομολόγους τους, προς μια (ευλόγως)
ανθρωπιστικότερη κατεύθυνση.
Πηγές:
- Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον (Ειδικόν) τόμ. Α΄ άρθρ. 299-307 ΠΚ, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1974
- Λ. Κοτσαλής, Ποινικό Δίκαιο:
Γενικό μέρος, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013
- Joshua Dressler (editor), Encyclopedia of Crime & Justice, Second ed., 2002,
MacMillan Reference
- J. A. von Feuerbach (ed.
Dr C. J. A. Mittermaier), Textbook of
the common Penal Law in force in Germany, 13th edition, 1840
(Lehrbuch des gemeinen in Deutschland gültigen
peinlichen Rechts), Raymond Youngs (ed. for the translation in
the english language), and
revised by Markus Dubber,
Foundational Texts in Modern Criminal Law
- Colin Summer
(ed.), The Blackwell
Companion to Criminology, 2004
- http://www.britannica.com/EBchecked/topic/205655/Paul-knight-von-Feuerbach
- http://en.wikipedia.org/wiki/Paul_Johann_Anselm_Ritter_von_Feuerbach
- http://www.e-telescope.gr/mystery-gr/caspar-hauser
- http://www.law-lib.utoronto.ca/bclc/crimweb/web1/foundational.html
- http://germanhistorydocs.ghi-dc.org
- http://www.oxforddictionaries.com
- http://browse.dict.cc/deutsch-griechisch/A-1.php
[1] Revision der
Grundbegriffe(1799; “Revision of the Basic
Assumption”)
[2]
Οι θιασώτες του εν λόγω κινήματος παγίωσαν το πρόταγμα της ευθείας και απαρέγκλιτης
δογματικής εφαρμογής και ερμηνείας των (ποινικών) νόμων και αρχών στις επίδικες
(ποινικές) υποθέσεις κατά Oxford Dictionary
(πρβλ. λατ. ρ. rigeo: ριγώ,
παγιώνω, ορθώς ή ακινήτως ίσταμαι· Ευστρ. Δ. Τσακαλώτου, Λατινοελληνικό
λεξικό, έκδοση 4η, Αθήναι,
1921) .
[3] Revision der Grundbegriffe(des peinlichenlrechts), εφόσον ο τίτλος είναι κατηγορηματικά ελλειπτικός.
[4] Βλ. αρχείο “Penal Code for
the Kingdom of Bavaria (1813), Documents -
Theory
and Practice of the German Territorial States (apart from Austria and Prussia)
– From Absolutism to Napoleon (http://germanhistorydocs.ghi-dc.org/)
[5]
Στα πρότυπα του Βαυαρικού ΠΚ συντάχθηκε και ο ΠΚ της περιόδου της αντιβασιλείας
του Όθωνα από τον Γεώργιο φον Μάουρερ και δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1834.
[6]
Θεωρούσε μάλιστα τις κρύφιες δικαστικές διαδικασίες ως πολέμιες στο έργο της
δικαστικής εξουσίας, προωθώντας την ασυδοσία και αυθαιρεσία των λειτουργών της
(βλ. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/205655/Paul-knight-von-Feuerbach)
[7] Βλ. J. A. von Feuerbach (ed. Dr C. J. A. Mittermaier),
Textbook of the common Penal Law in
force in Germany, 13th edition, 1840 (Lehrbuch des
gemeinen in Deutschland gültigen peinlichen Rechts), Raymond
Youngs (ed. for the translation in the english language), and revised by Markus Dubber, Foundational Texts in Modern Criminal Law, §§12 –
20.
[8] Encyclopedia of
Crime & Justice, Second ed., Johannes Andenaes, Deterrence Theory
(λήμμα), 2002.