της Φωτεινής Α. Μηλιώνη,
Δικηγόρου, ειδ. Επιστ. Νομικής Αθηνών.
Το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών σε συνεργασία με τον Τομέα Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το Σπουδαστήριο Κοινωνικών Μελετών του Τ.Ε.Ι Μεσολογγίου διοργάνωσε το ακαδημαϊκό εξάμηνο που ολοκληρώνεται, προβολές κινηματογραφικών ταινιών και επιστημονικών ντοκυμαντέρ με σκοπό τον ειδικότερο επιστημονικό σχολιασμό τους. Η ιδέα της συνύπαρξης Εγκληματολογίας και Κινηματογράφου ανήκει στον Εγκληματολόγο, καθηγητή των ΤΕΙ Μεσολογγίου κ. Χρήστο Τσουραμάνη. Κατά το χειμερινό εξάμηνο η ιδέα αυτή έλαβε την υποστήριξη της καθηγήτριας κας Χριστίνας Ζαραφωνίτου η οποία στο πλαίσιο φροντιστηρίου του μαθήματος Εμπειρική Εγκληματολογία του Παντείου Πανεπιστημίου ανέθεσε μία σειρά εργασιών οι οποίες βασίστηκαν στην ποιοτική ανάλυση κινηματογραφικών έργων και ντοκυμαντέρ εγκληματολογικού ενδιαφέροντος σχετικού με την ύλη του μαθήματος. Το φροντιστήριο απευθύνονταν σε συγκεκριμένο και περιορισμένο αριθμό φοιτητών. Στο εαρινό εξάμηνο η ιδέα υποστηρίχθηκε από το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών και ειδικότερα από τον καθηγητή Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής κ. Ν. Κουράκη και την ειδική επιστήμονα κα Φ. Μηλιώνη και υλοποιήθηκε με τη συνεργασία των προαναφερθέντων δηλαδή της καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου κας Χ. Ζαραφωνίτου και του καθηγητή των ΤΕΙ Μεσολογγίου κου Χ. Τσουραμάνη και την οργανωτική και επιστημονική υποστήριξη των κ. Γεωργίου Φερετζάκη, δικηγόρου και μεταπτυχιακού φοιτητή του Πανεπιστημίου της Κύπρου, Ιωάννας Γουσέτη, κοινωνιολόγου, κατόχου μεταπτυχιακού διπλώματος Εγκληματολογίας και Παρασκευής Μεντή, κοινωνιολόγου.
Το Ε.Π&Ε.Ε είχε την πρωτοβουλία σε συνεργασία με τους άλλους φορείς να προβάλει κινηματογραφικές ταινίες και ντοκυμαντέρ εγκληματολογικού ενδιαφέροντος σε ένα ευρύτερο φοιτητικό κοινό με στόχο να προσεγγίσει το εγκληματικό φαινόμενο και να δημοσιοποιήσει πτυχές του προκειμένου να αναπτυχθεί ένας επιστημονικός διάλογος γύρω από ακανθώδη προβλήματα εγκληματολογικού ενδιαφέροντος τα οποία έχουν αποτελέσει σενάρια των κινηματογραφικών ταινιών. Η θεματολογία της κινηματογραφίας αντλείται από την ζωή και ως εκ τούτου θέματα εγκληματολογικού ενδιαφέροντος αποτελούν συχνά τους μύθους των κινηματογραφικών ταινιών. Με αυτόν τον τρόπο η κινηματογραφία μπορεί να αποτελέσει καθρέπτη του εγκληματικού φαινομένου αλλά και δείκτη μέτρησης στάσεων κοινού αφού η επιλογή συγκεκριμένων θεμάτων (τα οποία δεν αφορούν μόνον αυτό καθεαυτό το εγκληματικό φαινόμενο αλλά και τη συζήτηση γύρω από αυτό) αναδεικνύει τη γενικότερη αντανάκλαση του εγκληματικού φαινομένου στην κοινωνία γεγονός που ορίζει αφενός τα κοινωνικά αντανακλαστικά αφετέρου τη χάραξη της αντεγκληματικής πολιτικής.
Οι προβολές των ταινιών και των ντοκυμαντέρ εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο προσαρμογής της διδασκαλίας στις νέες τεχνολογίες. Η διδασκαλία των μαθημάτων με τη χρήση «εποπτικών μέσων διδασκαλίας» όπως είναι ο Η/Υ, οι προβολές ταινιών κλπ αποτελεί τάση της εκπαιδευτικής μας πολιτικής η οποία ανταποκρίνεται στους στόχους της ευρύτερης ευρωπαϊκής πολιτικής για το σχολείο του μέλλοντος. «Οι μαυροπίνακες γίνονται οθόνες αφής που συνδέονται στο Ιντερνετ, στα θρανία βρίσκονται tablet pc (υπολογιστές που μοιάζουν με τετράδια) και στις οθόνες τους οι μαθητές χτυπάνε ρυθμικά το στυλό προκειμένου να ενεργοποιήσουν ένα βίντεο που θα προβληθεί μέσω ασύρματης σύνδεσης στον πίνακα» γράφει χαρακτηριστικά στο άρθρο του «Ο μαυροπίνακας στο χρονοντούλαπο. Οθόνες αφής και δίκτυο στο σχολείο του μέλλοντος» ο Μ.Τσιμπάκης . Οι εφαρμογές των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία και τη μάθηση ενισχύουν τη δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εκπαιδευτικών, προάγουν την αντανακλαστική μάθηση, συμβάλλουν στην αύξηση της ενεργητικής και αυτόνομης συμπεριφοράς των φοιτητών ενώ παράλληλα ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες των φοιτητών.
Οι διδάσκοντες διαπιστώνουν ότι η χρήση των νέων τεχνολογιών οδηγεί σε μία γενική αναθεώρηση των μεθόδων που ήδη χρησιμοποιούνται για τη διδασκαλία και τη μάθηση. Οι νέες τεχνολογίες μέσα από τις εικόνες και τον ήχο μπορούν να βοηθήσουν τους φοιτητές να κατανοήσουν και να αφομοιώσουν ευκολότερα βασικές έννοιες, γεγονότα και φαινόμενα. Δημιουργούνται νέοι τρόποι οι οποίοι συμβάλλουν στην αλληλεπιδραστική μάθηση. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στον διδάσκοντα/διδάσκουσα να εφαρμόσει άλλες μεθόδους παρουσίασης του διδακτικού υλικού ενώ παράλληλα επιτρέπεται η εξατομικευμένη και προσωπική επαφή με τους φοιτητές.
Ειδικότερα η στρατηγική της Λισσαβόνας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του ανταγωνισμού έχει θέσει ως κύριο στόχο τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών συστημάτων. Κύριοι άξονες αυτής της πολιτικής οι οποίοι αναοριοθετήθηκαν με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης (2001) και της Βαρκελώνης (2002) που οι όροι «αποτελεσματικότητα», «καινοτομία» και «συμμετοχή του πολίτη» απετέλεσαν τις βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής, αποτελούν η δια βίου μάθηση και η μείωση των ανισοτήτων. Η εκπαίδευση και η κατάρτιση θα πρέπει να αποτελέσουν παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης, έρευνας και καινοτομίας, ανταγωνιστικότητας, βιώσιμης απασχόλησης, κοινωνικής ένταξης και δραστήριας συμμετοχής του πολίτη. Σε αυτό το πλαίσιο και σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης του 2002 η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να γίνει το παγκόσμιο σημείο αναφοράς για την ποιότητα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης που προσφέρει.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η έρευνα και η τεχνολογία συμβάλουν στη δημιουργία νέας γνώσης, η οποία μπορεί να αποτελέσει τη βάση της καινοτομίας και της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Η μετουσίωση της γνώσης σε οικονομικά αποτελέσματα και η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ανταγωνιστικής οικονομίας υψηλού διαμετρήματος αποτελεί τους κύριους στόχους της συνθήκης της Λισσαβόνας. Οι προτεινόμενες αλλαγές για τις μεθόδους διδασκαλίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κινούνται στη σωστή κατεύθυνση όμως απέχουν ακόμη αρκετά ώστε να εναρμονιστούν με καταξιωμένα διεθνή πρότυπα με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των ΑΕΙ της χώρας στο διεθνές ακαδημαϊκό στερέωμα.
Όμως ήδη η εκπαιδευτική μας πολιτική κινούμενη σε αυτή την κατεύθυνση προβλέπει στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Εκπαίδευση και δια βίου μάθηση» του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μεταξύ των άλλων δράσεων και την επιτάχυνση του ρυθμού ένταξης των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με αυτή την πρόβλεψη θα πρέπει να δημιουργηθούν θετικές συνθήκες και δυνατότητες ίσης ευκαιρίας πρόσβασης στην αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών από όλους όσους μετέχουν στο εκπαιδευτικό σύστημα και στα προγράμματα της δια βίου εκπαίδευσης, ρύθμιση η οποία περιλαμβάνει την απόκτηση εξοπλισμού από μαθητές και δασκάλους αλλά και την οργάνωση της εκπαιδευτικής διδασκαλίας με τις νέες τεχνολογίες.
Η τάση αυτή στην εκπαίδευση, η οποία ακολουθεί τη γενικότερη τάση και εξοικείωση των νέων με τις νέες τεχνολογίες αλλά και την οργάνωση του τρόπου ζωής των νέων γύρω από τα κινητά, τους υπολογιστές και το ίντερνετ μπορεί να προσελκύσει και να συγκεντρώσει έναν μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Η άποψη αυτή δεν παραγνωρίζει τη σημαντικότητα του εκπαιδευτικού. Αντίθετα δέχεται ότι η διδασκαλία, απλώς, ενισχύεται με τις νέες τεχνολογίες αφού ο δάσκαλος ως σημαντικός παράγων της διαδικασίας παραμένει αναντικατάστατος. Εξάλλου, η ανθρώπινη δημιουργική διαντίδραση δασκάλου μαθητή η οποία αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας αποτελεί τον καλύτερο όρο της μάθησης. Όμως, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν δυσκολία να προσεγγίσουν οι ίδιοι τη νέα γνώση και την κουλτούρα αλλά και να μεταφέρουν αυτή τη γνώση. Πολλές φορές μάλιστα υποστηρίζεται ότι οι δάσκαλοι δεν καταφέρνουν να προλάβουν ή να κατανοήσουν τις εξελίξεις με αποτέλεσμα να τους δημιουργείται μία αίσθηση αποτυχίας με την έννοια ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα δεδομένα της εποχής παρά το γεγονός ότι αποδεικνύεται ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών έχει Η/Υ και στο σχολείο και στο σπίτι. Στο κείμενο του Α. Χαραλαμπόπουλου του 1932 «Τι επέτυχεν η Ελλάς από τον δημοδιδάσκαλον του 1831- 1931 και τι αξιοί παρ΄εκείνου του 1931-2031» αναφέρεται προφητικά ότι «θα ήτον ακατανόητον να καταδικασθή ο Έλλην δημοδιδάσκαλος είς στασιμότητα, αν μη οπισθοδρόμησιν, προοριζόμενος εις τας πατροπαράδοτους αντιλήψεις επί θυσία της συγχρόνου εξελίξεως [...] Η ελληνική κοινωνία όχι μόνον δεν πρέπει να ανθίσταται κατά του νεωτέρου πνεύματος, αλλά τουναντίον πρέπει να ενισχύση τούτο [...] δια να δυνηθή ο διδάσκαλος να μεταφέρη τα ελληνικά ιδεώδη εις την ειρηνικήν παλαίστραν του πολιτισμού [..] Το 2031 θα ομιλήση δια του Έλληνος διδασκάλου και έστω προς γνώσιν αυτού».
Το εγχείρημα αυτό του συνδυασμού της διδασκαλίας Εγκληματολογίας και Κινηματογράφου δεν είναι ελληνικής έμπνευσης. Ήδη στα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ γίνεται λόγος για την ακαδημαϊκή επισκόπηση της κινηματογραφίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η κινηματογραφία αποτελεί το έναυσμα της ανάπτυξης ενός ακαδημαϊκού εγκληματολογικού προβληματισμού. Οι κινηματογραφικές αυτές ταινίες οι οποίες επιλέγονται για την εγκληματολογική θεωρητική επισκόπηση είναι γνωστές ως crime films/ movies ταινίες δηλ. οι οποίες επικεντρώνουν κατά κύριο λόγο το ενδιαφέρον τους στο έγκλημα και τις συνέπειές του. Μάλιστα η N. Rafter διαχωρίζει τις ταινίες σε εκείνες που αναφέρονται στην αιτιολογία του εγκλήματος, τις ιδιαιτερότητες του εγκληματία, την αστυνομία, τον ποινικό νόμο και την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, το σωφρονιστικό σύστημα. Κατά δε τη διδασκαλία του μαθήματος τηρούνται ορισμένοι κανόνες γνωστοί ως αρχές για την ακαδημαϊκή επισκόπηση της κινηματογραφίας. Οι αρχές αυτές οι οποίες στοχεύουν στη σχηματοποίηση του εγχειρήματος διαρθρώνονται σε ενότητες οι οποίες περιλαμβάνουν ερωτήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος αλλά και ειδικότερους επιστημονικού (όπως κοινωνιολογικού, εγκληματολογικού) χαρακτήρα προβληματισμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο το Ε.Π & Ε.Ε προέβαλε αποσπάσματα ταινιών που είχαν ως κεντρικό τους άξονα το Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Ειδικότερα επελέγησαν ταινίες γύρω από όλες τις παραμέτρους του Συστήματος Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δράστης, Θύμα, Έγκλημα, Δικαστής, Δικηγόρος, Κανόνας, Κοινή γνώμη, ΜΜΕ) αλλά και το Σωφρονιστικό Σύστημα. Με αφορμή την εικόνα και τον ήχο, τα κοντινά πλάνα και τα χρώματα της έβδομης τέχνης αναπτύχθηκε ένας γόνιμος δημιουργικός διάλογος στον οποίο συμμετείχαν εκτός από το πανεπιστημιακό κοινό, καλλιτέχνες, πολιτικοί αλλά και οι αληθινοί πρωταγωνιστές των ταινιών, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της ζωής, τα δρώμενα των οποίων αποτύπωσαν κινηματογραφικά εμπνευσμένοι σκηνοθέτες. Εξάλλου, ας μη ξεχνάμε ότι η ίδια η ζωή αποτελεί τον πιο ευφάνταστο σκηνοθέτη.