της Φωτεινής Α. Μηλιώνη,
Ειδ. Επιστ. Νομικής Αθηνών
Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα κακοποίησης ανηλίκων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα οποία μας έχουν αγγίξει και μας απασχολούν θα ήθελα να σχολιάσω τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε από φοιτητές της Νομικής Σχολής στο πλαίσιο του Συνεδρίου που οργάνωσε ο Ερευνητικός Σύλλογος Φοιτητών Νομικής στις 23-25 Μαίου 2006.
Η έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε το διάστημα Μαρτίου - Απριλίου 2006 αφορούσε μελέτη αρχείου που τηρεί η εξειδικευμένη Διεύθυνση Οικογενειακών Σχέσεων του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού ενός από τους πιο έγκριτους φορείς για θέματα πρόληψης, εκαπαίδευσης και έρευνας ανηλίκων. Από τα πολλά και πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα της έρευνας θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στο ρόλο των εκπαιδευτικών στη διερεύνηση και αποκάλυψη φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας λόγω και της εν εξελίξει συζήτησης του νομοσχεδίου της ενδοοικογενειακής βίας.
Από τη μελέτη των 100 περιστατικών βίας που απασχόλησαν το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού το διάστημα 2002-2005 προκύπτει ότι οι μορφές της ενδοοικογενειακής βίας κατά σειρά αξιολογικής κατάταξης είναι: σεξουαλική παραβίαση, σωματική κακοποίηση, υπόνοια σεξουαλικής παραβίασης, παραμέληση και ψυχολογική κακοποίηση. Η ενδοοικογενειακή βία αφορά κυρίως πολυπροβληματικές οικογένειες, τα δε περιστατικά έχουν χρόνια διάρκεια, καταγγέλονται μετά από πολύ καιρό ενώ η καταγγελία γίνεται κυρίως από τον άλλο γονέα αλλά σε ένα μεγάλο ποσοστό από το δάσκαλο. Ο φορέας στον οποίο δημοσιοποιείται το περιστατικό είναι κυρίως οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι θεραπευτικές υπηρεσίες και ακολουθούν οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές. Όσον αφορά τη μορφή της δικαστικής διευθέτησης της υπόθεσης από τα καταγραμμένα περιστατικά προκύπτει ότι ένας μικρός αριθμός συμβάντων φθάνει στη δικαιοσύνη κυρίως με τη μορφή της συνεργασίας και ενημέρωσης του Εισαγγελέα.
Οι εκπαιδευτικοί όπως προκύπτει από τα ερευνητικά δεδομένα αλλά και όπως γνωρίζουμε όλοι μας, όντας πιο κοντά στους μαθητές γίνονται οι ίδιοι μάρτυρες περιστατικών όπου οι ανήλικοι πρωταγωνιστούν είτε ως θύτες είτε ως θύματα. Εξάλλου τα όρια θύτη και θύματος στην περίπτωση των ανηλίκων διαγράφουν μία κυκλική πορεία καθώς όπως έχει διατυπωθεί και αποδεικνύεται ο ανήλικος δράστης παραβατικών συμπεριφορών έχει προυπάρξει θύμα. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές αντιλαμβάνονται το πρόβλημα είτε βλέποντας τα εμφανή σημάδια κακοποίησης είτε παρακουθώντας την επίδοση αλλά και την όλη συμπεριφορά των μαθητών στο σχολείο όπως διάσπαση προσοχής, επιθετική συμπεριφορά. Από τα πολλά στέκομαι σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ανήλικος θύμα σεξουαλικής παραβίασης και παραμέλησης παρουσίαζε ενούρηση στο σχολείο, κατέβαζε τα εσώρουχα των συμμαθητών του και μίλαγε για θέματα με σεξουαλικό περιεχόμενο. Ενώ άλλος ανήλικος επίσης θύμα κακοποίησης ηλικίας μόλις οκτώ ετών βρίσκοντας στο προαύλιο του σχολείου του ένα λαβωμένο περιστέρι προσπάθησε μόνος αυτός ενώπιον των έκπληκτων συμμαθητών του που προσπάθησαν να περιποιηθούν το τραυματισμένο περιστέρι να το θανατώσει. Αυτά και άλλα περιστατικά είναι καθημερινά στο σχολικό περιβάλλον και απασχολούν μαθητές και εκπαιδευτικούς φέρνοντας στο φως προβληματικές καταστάσεις που διαφορετικά θα έμεναν στο σκοτάδι.
Η εκπαιδευτική κοινότητα παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της και την ευαισθητοποίησή της σε θέματα ανηλίκων αδυνατεί να διαχειριστεί περιπτώσεις κρίσης ενώ τα παραπάνω περιστατικά ρουτίνας μπορεί να λάβουν άλλες (εκτός ελέγχου) διαστάσεις και να πυροδοτήσουν την ήρεμη ζωή του σχολικού περιβάλλοντος.
Ο πολύ σημαντικός αυτός ρόλος των εκπαιδευτικών αναγνωρίζεται στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο για την ενδοοικογενειακή βία το οποίο ειδικότερα προβλέπει ότι «εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας. Ο Διευθυντής της Σχολικής Μονάδας ανακοινώνει αμέσως την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο Εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του ΚΠΔ ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν εκπαιδευτικοί και Διευθυντές των Ιδιωτικών Σχολείων και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής. Κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο ο Διευθυντής της Σχολικής Μονάδας, ο οποίος ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη στις παραπάνω αρμόδιες αρχές και ο εκπαιδευτικός ο οποίος την πληροφορήθηκε ή τη διαπίστωσε, καλούνται να εξεταστούν ως μάρτυρες, μόνο αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο αποδεικτικό μέσο».
Όμως, οι νομοθετικές ρυθμίσεις από μόνες τους δεν επαρκούν αν δεν συνοδεύονται από ανάλογες πολιτικές οι οποίες θα αφορούν κυρίως στη λήψη μέτρων για την πρόληψη τέτοιων συμπεριφορών παρά την καταστολή τους και την ποινικοποίησή τους. Η πρόληψη θα πρέπει να περιλαμβάνει την αναμόρφωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε επίπεδο «παρατήρησης» αλλά και διαχείρισης περιστατικών βίας, τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών και υπηρεσιών, την συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και των τοπικών υπηρεσιών σε προγράμματα πρόληψης βίαιων συμπεριφορών από και κατά ανηλίκων, τον έλεγχο των ΜΜΕ για την προβολή των θεμάτων που αφορούν ανήλικους με σύνεση αλλά και σεβασμό στην ιδιαιτερότητά τους. Αυτές και πολλές άλλες προτάσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν με την ευχή κάποιες να προχωρήσουν προκειμένου να διευκολύνουν το έργο της εκπαιδευτικής κοινότητας και να βοηθήσουν τους μαθητές.