Χριστίνα Ζαραφωνίτου,
Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου,
με τη συνεργασία των μεταπτυχιακών φοιτητών του ΠΜΣ Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου: Γεωργαλλή Ανδρέα, Γεωργόπουλου Χριστόφορου, Μουσχή Δανάης, Τάτση Χριστίνας, Χρυσοχόου Ελένης.
I. ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΩΝ GHETTO
i. Εννοιoλογικοί προσδιορισμοί και διακρίσεις του “ghetto”
Ο όρος ‘ghetto’ υποδηλώνει «αστική περιοχή όπου ζει απομονωμένη μια μειονότητα» . Στην Ευρώπη το ghetto εμφανίζεται άμεσα συνυφασμένο με το διαχωρισμό των Εβραίων από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι πρώτοι σχηματισμοί που μπορούν να χαρακτηρισθούν ghetto παρουσιάζονται κατά τον 13ο αιώνα σε Ισπανία, Γερμανία και Πορτογαλία. Ο όρος ‘’ghetto’’ φαίνεται ότι οφείλει την ονομασία του στην ομώνυμη περιοχή της Βενετίας όπου, δια νόμου, εξαναγκάζονταν να κατοικούν οι Εβραίοι από τις αρχές του 16ου αιώνα (1516) . Μαζική εξάπλωση των γεωγραφικών αυτών ενοτήτων παρατηρήθηκε, πάντως, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε στο πλαίσιο υλοποίησης της “Τελικής Λύσης’’, οι Ναζί συγκεντρώνουν τους Εβραίους σε απομονωμένες αστικές περιοχές, τις αποκαλούμενες ‘destruction ghettos’. Με χρονική αφετηρία τον Οκτώβριο του 1939, δημιουργήθηκαν τουλάχιστον χίλια ghettos αυτής της μορφής, με πολυπληθέστερο εκείνο της Βαρσοβίας, ενώ ακολουθούν το Λοντς, η Κρακοβία, η Βίλνα, το Μινσκ .
Στις ΗΠΑ, η δημιουργία ghettos συνδέεται άμεσα με τα κύματα Ευρωπαίων μεταναστών αλλά και την έντονη εσωτερική μετακίνηση προς αστεακές περιοχές. Στα τέλη του 19ου αιώνα Γερμανοί, Ιταλοί, Πολωνοί και Ιρλανδοί συνθέτουν τα πρώτα ghettos. Αν και διαβιούν αρχικά σε συνθήκες έντονου αποκλεισμού, εντούτοις αφομοιώθηκαν σύντομα από τις τοπικές κοινωνίες . Η ‘’Μεγάλη Μετανάστευση’’, απόρροια της εκβιομηχάνισης και της μηχανοποίησης της γεωργίας, οδήγησε έξι εκατομμύρια Αφροαμερικανούς από το νότο στο βορρά (1890- 1930). Το όνειρο για ισότητα ευκαιριών στην εργασία και την εκπαίδευση έμεινε ανεκπλήρωτο, ενώ η δυσμενής διακριτή μεταχείριση κορυφώθηκε μέσα από επίσημες στεγαστικές πολιτικές που ώθησαν τους μαύρους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, να ζήσουν σε ορισμένες ‘’έγχρωμες γειτονιές’’ . Αντιθέτως Εβραίοι ή Ευρωπαίοι μετανάστες που αποκτούσαν οικονομική άνεση δεν εμποδίζονταν να απομακρυνθούν από τα στενά όρια του ghetto. Περισσότερο φημισμένο είναι το ghetto του Σικάγο. Ακολουθούν εκείνα της Ν. Ορλεάνης, της Ν. Υόρκης και του Gary της Indiana.
Ο κοινωνιολόγος Kenneth Clark διατυπώνει την κλασική φυλετική για τις «εθνο-πόλεις» (ethni-cities) προσέγγιση του ghetto ως τον ‘’αποκλεισμό πληθυσμών σε συγκεκριμένη περιοχή και τον περιορισμό της ελευθερίας επιλογής τους στη βάση του χρώματος’’ (‘’Dark Ghetto’’, 1965) . Ως βασικά του γνωρίσματα απαριθμεί τον υπερπληθυσμό, τις ασθένειες, την αυξημένη εγκληματικότητα και την υψηλή παιδική θνησιμότητα . Ο Marcuse όρισε το ghetto ως ‘’μια τοπικά συγκεκριμένη περιοχή, που χρησιμοποιείται για να περιορίσει χωρίς τη θέληση της μία κυρίως φυλετικά προσδιορισμένη ομάδα, προκειμένου αυτή να αντιμετωπιστεί ως κατώτερη από την υπόλοιπη κοινωνία’’ . Ο ίδιος συγγραφέας διέκρινε ανάμεσα στο παραδοσιακό ghetto, το οποίο εμπεριέχει το στοιχείο της οικονομικής σκοπιμότητας για τον ευκολότερο έλεγχο των δραστηριοτήτων ενός πληθυσμού, και στο νέο ghetto ή ghetto αποκλεισμού (outcast ghetto), το οποίο σχετίζεται με την περιθωριοποίηση συγκεκριμένων ομάδων (άνεργοι, μικροεγκληματίες, συμμετέχοντες στην παραοικονομία) . Το ταξικό-φυλετικό ghetto ορίζεται στη βάση του συνδυασμού φτώχειας-ρατσισμού. Η διπλή αυτή βάση τονίζεται από τον Wacquant ως συστατικό του ‘hyperghetto’, όρου που ο ίδιος διατύπωσε για να τονίσει την ποιοτική μεταβολή του ghetto προς μία ταξική βάση . Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται και ο ρόλος του κρατικού παράγοντα, μέσα από την εγκατάλειψη αστεακών περιοχών, τη διαμόρφωση του οδικού δικτύου, τις στεγαστικές πολιτικές χωροταξικού διαχωρισμού .
Μεγάλη έμφαση δίνεται στην επιστημονική βιβλιογραφία στη διάκριση του ghetto από συναφείς έννοιες. Εξαναγκαστικό και αρνητικά φορτισμένο σε αντίθεση με το enclave (θύλακα), που εκφράζει την εκούσια απομόνωση μιας ομάδας, ακόμη και στην ακραία του μορφή (enclave αποκλεισμού). Ακολουθεί ο αυστηρός ορισμός των Massey και Denton ‘’ως γειτονιά που κατοικείται από άτομα μίας μόνο ομάδας, στην οποία όμως γειτονιά κατοικούν όλα τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας’’ . Εδώ δεν αποκλείεται η εθνική προέλευση ως προσδιοριστικό στοιχείο του πληθυσμού που κατοικεί στο ghetto. Όμως, στην πράξη, η διπλή προϋπόθεση που απαιτείται απαντάται μόνο για τα φυλετικά ghettos των μαύρων στις ΗΠΑ. Τέλος, ο κοινωνιολόγος Camilo Vergara διατυπώνει έναν ευρύτατο ορισμό, θεωρώντας το ως ‘’μια περιοχή στην οποία βάσει απογραφής, τουλάχιστον το 40% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας’’ . Στον ορισμό αυτόν παραβλέπονται το φυλετικό κριτήριο, το ζήτημα της εθνικής προέλευσης και ο ρόλος του κρατικού παράγοντα. Η εν λόγω προσέγγιση χαρακτηρίστηκε γραφειοκρατική και α-κοινωνιολογική (κατά τη διατύπωση του Wacquant) .
Το μοντέλο του ‘υπερδιαχωρισμού’ (hyper-segregation) των ΗΠΑ δεν ανταποκρίνεται στη βρετανική πραγματικότητα, όπου μειονοτικοί πληθυσμοί σπάνια συνιστούν την πλειονότητα των πληθυσμών αστικών περιοχών . Δεν παρατηρούνται υψηλές συγκεντρώσεις εθνικών πληθυσμών και οι σχετικές ομάδες παραμένουν διασκορπισμένες σε διαφορετικές γειτονιές των πόλεων, χωρίς να παρουσιάζουν συσπείρωση. Ανάμεσα σε ΗΠΑ και Βρετανία εντοπίζονται δύο βασικές διαφορές : α) Ο χαρακτήρας των ghettos στη Βρετανία στηρίζεται στην εθνική και όχι στη φυλετική προέλευση. Εμφανίζεται δε άμεσα συνυφασμένος με το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα των τελευταίων ετών στον ευρωπαϊκό χώρο β) Στη Βρετανία ισχυρή κρατική παρέμβαση δεν υφίσταται ή έστω δεν πραγματοποιείται μέσω επίσημων πολιτικών, όπως συνέβαινε στις ΗΠΑ (δια νόμου διαμόρφωση του σχεδίου πόλης προς σχηματισμό ghetto και υλοποίηση σχετικών στεγαστικών προγραμμάτων).
ii. Προαπαιτούμενα του ορισμού μιας περιοχής ως ‘ghetto’
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ghetto πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τα εξής στοιχεία :
Α) Υψηλή συγκέντρωση μειονότητας σε αστεακή περιοχή που εμφανίζει υπερπληθυσμό. Η μειονοτική ομάδα οφείλει να κυριαρχεί στατιστικά στην εν λόγω περιοχή. Όλοι οι προτεινόμενοι ορισμοί, με εξαίρεση εκείνον του Vergara, δέχονται την αριθμητική επικράτηση μίας μόνο, κυρίαρχης ομάδας (φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής).
Β) Διαχωρισμός. Οι μειονοτικοί πληθυσμοί ζουν σε συνθήκες απομόνωσης, αποδυναμώνονται κοινωνικά και περιθωριοποιούνται πολιτικά .
Δ) Κοινωνική αποδιοργάνωση. Εμφανίζεται έντονη συσσώρευση κοινωνικών προβλημάτων: φτώχεια, ανεργία, εγκληματικότητα, ναρκωτικά. Η αυξημένη συχνότητα κοινωνικών προβλημάτων στο ghetto εκφράζεται από την επιδημική θεωρία (epidemic theory) .
Ε) Η μειονοτική ομάδα αντιμετωπίζεται από την υπόλοιπη κοινωνία ως κατώτερη, ξένη, διαφορετική. Το στοιχείο αυτό εμφανίζεται τόσο ως προαπαιτούμενο όσο και ως συνέπεια της γκετοποίησης .
ΣΤ) Ο ρόλος του κρατικού παράγοντα. Ενδέχεται να παρουσιαστεί ενεργός, ακόμη και θεσμοποιημένος, μέσω νομοθετικών διατάξεων. Συνήθως όμως περιορίζεται σε περισσότερο έμμεση, ανεκτική στάση.
Τα στοιχεία αυτά θα αποτελέσουν τη βάση της τυπολογικής ανάλυσης που ακολουθεί στο Κέντρο της Αθήνας, με στόχο να εξετασθεί η ύπαρξη ή όχι ghetto σε περιοχές υψηλής συγκέντρωσης αλλοδαπών.
iii. Οικολογικές προσεγγίσεις της εγκληματικότητας
Πολλές από τις έννοιες αυτές αναδείχθηκαν μέσα από την οικολογική προσέγγιση της εγκληματικότητας και επανεξετάζονται μέσα από την πιο σύγχρονη εκφορά της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας . Πρόδρομοι των οικολογικών ερευνών ήταν οι ιδρυτές της Γαλλοβελγικής Χαρτογραφικής Σχολής, A. Quételet και A.M. Guerry, οι οποίοι στις αρχές του 19ου αιώνα προέβησαν στη γεωγραφική κατανομή της εγκληματικότητας και τη χαρτογράφησή της . Μέσα από τη δημιουργία της πρώτης εγκληματολογικής στατιστικής διεθνώς (στατιστικής της δικαιοσύνης) στη Γαλλία, ήδη από το 1825, και την προσθήκη στοιχείων εγκληματολογικής γεωγραφίας με τη χρήση για πρώτη φορά της τεχνικής της χαρτογράφησης, η Σχολή αυτή συνέβαλε σημαντικά στη θεμελίωση της επιστήμης της Εγκληματολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, διερευνήθηκαν οι γεωγραφικές διακυμάνσεις της εγκληματικότητας σε συνδυασμό με μια σειρά κοινωνικο-οικονομικούς, πολιτισμικούς και λοιπούς παράγοντες . Η Γαλλοβελγική χαρτογραφική σχολή επηρέασε την Οικολογική Σχολή του Σικάγου και γενικά τις επόμενες οικολογικές μελέτες της εγκληματικότητας . Η ανθρώπινη οικολογία προσπαθεί να αναλύσει και να ερμηνεύσει τους κοινωνικούς μηχανισμούς ως αποτέλεσμα ανταγωνισμού και επιβίωσης ανάμεσα στη φύση, τους ανθρώπους και τα άλλα έμβια όντα. Πρόκειται για έναν παραλληλισμό μεταξύ διαφόρων φυτών και ζώων στο οικοσύστημα και την οργάνωση της ανθρώπινης ζωής στις κοινωνίες .
Οι πρώτες θεωρητικές απόψεις της νέας σχολής εκφράστηκαν από τους R.E Park, E. Burgess, R. Mackenzie, μέσα από την συλλογή των άρθρων τους, που εκδόθηκε με γενικό τίτλο The City, από το πανεπιστήμιο του Σικάγο το 1925. Σύμφωνα με την προσέγγισή τους, υπάρχουν για τη ζωή των ανθρώπων «φυσικές περιοχές» αντίστοιχες με εκείνες των ζώων ή των φυτών . Κάτω από αυτό το πρίσμα η πόλη αποτελεί προϊόν της φύσης, της ανθρώπινης φύσης, και είναι ένα οργανικό σύνολο, η «φυσική κατοικία» των ανθρώπων . Οι τρεις συγγραφείς, ξεκινώντας από το Σικάγο και επεκτείνοντας την προσέγγισή τους και για άλλες αμερικανικές πόλεις, παρουσίασαν το μοντέλο των πέντε ομόκεντρων ζωνών στις οποίες χωρίζεται η πόλη και είναι οι εξής: η πρώτη ζώνη περιλαμβάνει τον κεντρικό τομέα των επιχειρήσεων και εμπορικών δραστηριοτήτων, η δεύτερη ζώνη είναι η αποκαλούμενη μεταβατική ζώνη, όπου οι κατοικίες παραχωρούν σταδιακά τη θέση τους στις βιομηχανίες ή επιχειρήσεις και είναι η πιο υποβαθμισμένη από άποψη ποιότητας ζωής, η τρίτη ζώνη κατοικείται από τους εργάτες της βιομηχανίας που κατάφεραν να φύγουν από τη μεταβατική ζώνη, η τέταρτη ζώνη είναι η ζώνη των ακριβών κατοικιών, ενώ η πέμπτη ζώνη είναι η ζώνη των προαστίων –αποκαλούμενες και πόλεις-δορυφόροι- ικανές να στεγάσουν μεγάλο αριθμό κατοίκων .
Στη βάση αυτού του θεωρητικού σχήματος, οι Clifford Shaw και Henry McKay, πραγματοποίησαν την πολύ γνωστή έρευνά τους ‘Juvenile delinquency in urban areas’ . Η πολυετής έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν περιοχές στην πόλη –οι πιο υποβαθμισμένες- όπου η εγκληματικότητα αναπτύσσεται με τη μορφή «κοινωνικής παράδοσης», αδιαχώριστης από τη ζωή της τοπικής κοινωνίας. Στις περιοχές αυτές οι ανήλικοι κοινωνικοποιούνται βάσει αξιών που συγκρούονται με τις κρατούσες και αντιπαραβάλλονται με αυτές. Η «εγκληματική σταδιοδρομία» προβάλλεται, έτσι, ως μία εναλλακτική ‘σταδιοδρομία’ στη ζωή των νέων που εμπλέκονται σε ομαδικές ή οργανωμένες μορφές εγκληματικότητας. Η χαρτογράφηση της εγκληματικότητας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το υψηλότερο ποσοστό εγκληματικότητας συγκεντρωνόταν στην αποκαλούμενη ‘μεταβατική ζώνη’ που ήταν και η πλέον υποβαθμισμένη περιοχή του Σικάγου. Η διαπίστωση αυτή ερμηνεύθηκε ως αποτυχία της κοινοτικής κοινωνικοποίησης σε περιοχές των μεγαλουπόλεων που περιελάμβαναν ζώνες εργοστασιακής ή εμπορικής φύσης, υποβαθμισμένη κατοικία, πληθυσμιακή πυκνότητα, χαμηλό δείκτη οικογενειακού εισοδήματος και έγγειας ιδιοκτησίας και υψηλό δείκτη αλλοδαπών και εθνικών μειονοτήτων . Τα παραπάνω χαρακτηριστικά θεωρήθηκαν ενδεικτικά της κοινωνικής αποδιοργάνωσης , η οποία παρακώλυε την ομαλή κοινωνικοποίηση των ανηλίκων καθώς και τον αποτελεσματικό έλεγχό τους . Στη βάση αυτή, η αναμόρφωση των τοπικών κοινοτήτων αποτέλεσε τη βάση δημιουργίας, το 1932, του πρώτου περιβαλλοντικού προγράμματος πρόληψης, του Chicago Area Project, υπό την διεύθυνση του Clifford Shaw. Το πρόγραμμα εφαρμόσθηκε σε έξι περιοχές του Σικάγου και περιελάμβανε ποικίλα προγράμματα αναβάθμισής τους και ενίσχυσης των κοινοτικών δεσμών στους κατοίκους τους .
Το 1960, εμφανίστηκε στις ΗΠΑ, μια τάση αρχιτεκτονικού προσδιορισμού των εγκληματογόνων παραγόντων, αποδίδοντας εγγενή χαρακτηριστικά εγκληματογένεσης σε ορισμένες μορφές δομημένου (κτισμένου) περιβάλλοντος. Ενδεικτική στο πλαίσιο αυτό είναι η συμβολή της Jane Jacobs με το βιβλίο της “The death and the life of great american cities” , στο οποίο επισημαίνει το συσχετισμό μεταξύ αισθήματος ασφάλειας και χώρου. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι ανασφαλείς περιοχές χαρακτηρίζονται από έλλειψη επιτήρησης και άτυπου κοινωνικού ελέγχου ορισμένων δημόσιων χώρων μονολειτουργικού χαρακτήρα (όπως πάρκα, εμπορικά κέντρα, δρόμοι, υπόγειες διαβάσεις) όταν αυτοί είναι ήσυχοι, κακοφωτισμένοι και ερημικοί. Για το λόγο αυτό και προτείνει τη μετατροπή τους σε πολυλειτουργικού χαρακτήρα περιοχές, ώστε να μη διακόπτονται οι κοινωνικές δραστηριότητες .
Η προαναφερθείσα τάση ταυτίστηκε, πάντως, με τον αμερικανό αρχιτέκτονα Oscar Newman και το βιβλίο του “Defensible Space” . Ο «προστατεύσιμος χώρος», σύμφωνα με τον Newman είναι εκείνος που προκύπτει από «μια σειρά μηχανισμούς, πραγματικά και συμβολικά εμπόδια, αυστηρά προσδιορισμένες περιοχές ελέγχου και βελτιωμένες δυνατότητες επιτήρησης» που συνδυαστικά θα επιτρέψουν στους κατοίκους να έχουν τον έλεγχο της περιοχής τους . Υποστήριξε, μάλιστα, ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας είναι τριπλάσια σε χαμηλού οικονομικού σχεδιασμού οικιστικά σύνολα υψηλής κάθετης ανάπτυξης, στα οποία κατοικούν χαμηλού εισοδήματος πληθυσμοί και τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα κατοίκησης σε σχέση με μικρότερης κάθετης ανάπτυξης γειτονικά οικιστικά σύνολα, ίδιας πληθυσμιακής σύνθεσης και πυκνότητας . Το έγκλημα και ο φόβος είναι διάχυτα σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους των πρώτων και ο μόνος «προστατεύσιμος χώρος» που προσφέρουν στους ενοίκους είναι το διαμέρισμά τους. Η αποτυχία των μεγάλων αυτών οικιστικών συγκροτημάτων οφείλεται στην αδυναμία των κατοίκων να ταυτιστούν με τους κοινόχρηστους χώρους, με αποτέλεσμα ο δημόσιος χώρος να βρίσκεται σε μια κατάσταση παρακμής που αυξάνει την εγκληματική δραστηριότητα . Οι προτεινόμενες, κάτω από αυτό το πρίσμα, λύσεις επικεντρώνουν στο ρόλο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού που θα διευκολύνει τις κοινωνικές επαφές και την επιτήρηση καθώς και τη χρήση «εμποδίων/φραγμών» για την αποτροπή εγκληματικών επιθέσεων. Η προσέγγιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη της το ρόλο της μετατόπισης της εγκληματικότητας, ενώ συναρτάται με τη δημιουργία ‘πόλεων-φρουρίων΄ μέσα από την επέκταση των μέσων ηλεκτρονικής επιτήρησης και περιστασιακής πρόληψης γενικότερα (συστήματα ασφαλείας, cctv κλπ) .
Σχετική με την απουσία ελέγχου στην περιοχή και τη συνάρτησή της με το έγκλημα και την ανασφάλεια είναι και η πιο σύγχρονη προσέγγιση των «σπασμένων τζαμιών», η οποία διατυπώθηκε το 1982 από τους J. Q Wilson και G. L. Kelling . Στη βάση του σχετικού προβληματισμού τίθεται η σχέση μεταξύ κοινωνικής αποδιοργάνωσης και εγκληματικότητας. Η εικόνα των σπασμένων τζαμιών χρησιμοποιήθηκε για να εξηγήσει την υποβάθμιση μιας γειτονιάς σε περιοχή ‘αντικοινωνικοτήτων’, ‘αταξίας’ και εγκληματικότητας, εάν δεν αντιμετωπισθεί με προσοχή. Ένα σπασμένο τζάμι που δεν επιδιορθώνεται, δίνει την εντύπωση στους εγκληματίες ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται και εφόσον υπάρξει και επόμενο, ότι η ‘αταξία’ είναι ανεκτή. Μέσα από μια αλληλένδετη πορεία ‘αταξίας’, ανασφάλειας και εγκληματικότητας, οι εν λόγω περιοχές αποφεύγονται από τους περαστικούς και σταδιακά ‘παραδίδονται’ σε αντικοινωνικές δραστηριότητες . Η προσέγγιση αυτή βασίστηκε ιδιαίτερα στην ενίσχυση της αστυνόμευσης και συνδέθηκε με την πολιτική της ‘μηδενικής ανοχής’ που εφαρμόσθηκε αρχικά στην Ν.Υόρκη και επηρέασε στη συνέχεια τις σύγχρονες τάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής στο σύνολο των δυτικών κοινωνιών. Η σύνδεση της εγκληματικότητας και της ανασφάλειας με περιοχές ‘αταξίας’ και κοινωνικής αποδιοργάνωσης παραπέμπει συχνά σε εικόνες έντονου αστεακού διαχωρισμού και πολιτισμικής διαφοροποίησης, με πιο ενδεικτική μορφή τα ghettos.
II. ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ Η ΜΗ GHETTOS ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τη συσχέτιση αυτή και τις επιπτώσεις της στο διαχωρισμό των αστεακών περιοχών βάσει της σύνθεσης του πληθυσμού τους, ώστε να πληρούν τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις που θα επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό τους ως ghettos, εξετάζει η παρακάτω έρευνα στο κέντρο της Αθήνας.
Η ελληνική πρωτεύουσα διήλθε πολλά στάδια αστικοποίησης στην πρόσφατη ιστορία της από την ανακήρυξή της ως πρωτεύουσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους έως και σήμερα) . Μετά το 1990, η πρωτεύουσα, και κυρίως οι κεντρικές περιοχές της, επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα που προερχόταν από βαλκανικές χώρες. Μετά το 2005, ένα νέο και πιο ετερογενές ρεύμα εξωτερικής μετανάστευσης από χώρες της Ασίας και της Αφρικής επηρέασε τη φυσιογνωμία της κοινωνικής ζωής της πρωτεύουσας και κυρίως των κεντρικών περιοχών της . Το νέο αυτό ρεύμα συνέπεσε με την εμφάνιση μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της οποίας οι συνέπειες έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς στη χώρα μας. Στο πλαίσιο αυτό, η εγκληματικότητα αυξήθηκε, το ίδιο και η ανασφάλεια των κατοίκων της , ως έκφραση επιπρόσθετης δυσαρέσκειας από την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους καθώς και ως κλονισμός της εμπιστοσύνης τους απέναντι στις κρατικές υπηρεσίες και κυρίως την αστυνομία, στην οποία επενδύουν τις προσδοκίες τους για παροχή ασφάλειας .
i. Μεθοδολογία έρευνας
Παρότι γίνεται συχνή αναφορά, τα τελευταία χρόνια, στην ύπαρξη ghettos στο κέντρο της Αθήνας, το θέμα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ειδικότερης επιστημονικής διερεύνησης. Η προκειμένη μελέτη επιχειρεί μια πρώτη μεθοδική και συστηματική εξέτασή του από εγκληματολογική σκοπιά, βασιζόμενη στην υπάρχουσα διεθνή θεωρητική και ερευνητική εμπειρία. Το εγχείρημα επιλέγει, παρόλα αυτά, να αυτοπροσδιορισθεί ως πιλοτικό αποσκοπώντας στο να αναδείξει μάλλον τα ζητήματα θέτοντας και τις βάσεις περαιτέρω διερεύνησής τους παρά να καταλήξει στη διατύπωση ‘συμπερασμάτων ’.
Βασική ερευνητική υπόθεση του εγχειρήματος αυτού είναι η διακρίβωση των χαρακτηριστικών των περιοχών υπερσυγκέντρωσης αλλοδαπών στο κέντρο της Αθήνας και η εξέτασή τους στη βάση της τυπολογίας που προκύπτει από τη διεθνή επιστημονική εμπειρία, ώστε να οδηγηθούμε σε μια πρώτη επιστημονική άποψη σχετικά με την ύπαρξη ή όχι ghettos στο κέντρο της πόλης. Η έρευνα αυτή, η οποία διενεργήθηκε την άνοιξη του 2011, εξετάζει επίσης τη σχέση των εν λόγω ομάδων με την εγκληματικότητα καθώς και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων κατοίκων του Κέντρου σχετικά αφ’ ενός με τα παραπάνω και αφ΄ετέρου με τη στάση της πολιτείας και ειδικότερα της αστυνομίας.
[...]