Το σημερινό μας τεύχος είναι αφιερωμένο στις φυλακές και το σωφρονιστικό μας σύστημα όχι τόσο για λόγους επικαιρότητας (κινητοποιήσεις Νοεμβρίου 2008, απόδραση Παλαιοκώστα τον Φεβρουάριο 2009), όσο κυρίως διότι αποτελεί χρέος κάθε κοινωνίας, όπως πιστεύουμε, να έχει συνεχώς και σε πρώτη προτεραιότητα τον βασικό στόχο για βελτίωση των συνθηκών κράτησης στις φυλακές.
Πώς μπορεί να επιτευχθεί, όμως, αυτή η βελτίωση; Ο Σωφρονιστικός μας Κώδικας θέτει στο άρθρο 4 μια βασική προϋπόθεση, που πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αποτελεί και τη βάση της μεταχείρισης των κρατουμένων:
"Κατά την εκτέλεση της ποινής δεν περιορίζεται κανένα άλλο ατομικό δικαίωμα των κρατουμένων εκτός από το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία. Οι κρατούμενοι δεν εμποδίζονται, λόγω της κράτησής τους, στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει ο νόμος, αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο".
Πέρα απ΄ αυτό, στον ίδιο αυτό Σωφρονιστικό Κώδικα προβλέπεται και σειρά άλλων σημαντικότατων μέτρων, που στοχεύουν σε ένα εξορθολογισμένο "άνοιγμα" της φυλακής προς την κοινωνία και, παράλληλα, σε μία δημιουργική χρήση του χρόνου της κράτησης υπέρ του κρατούμενου, με τελικό αποτέλεσμα τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις φυλακές. Αναφέρω επιγραμματικά μερικά από τα μέτρα αυτά, που θεωρητικά θα έπρεπε να είχε αρχίσει η εφαρμογή τους εδώ και δέκα χρόνια σχεδόν, με την ψήφιση του Σωφρονιστικού Κώδικα: Ημιελεύθερη διαβίωση (ά. 59 επ. ΣωφρΚ), εργασία κρατουμένων εντός και εκτός φυλακής (ά. 40 επ. ΣωφρΚ), χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών (ά. 58 ΣωφρΚ), ουσιαστικός διαχωρισμός κρατουμένων (ά. 11 ΣωφρΚ), εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση μέσα στη φυλακή (ά. 35 ΣωφρΚ), εποπτεία των συνθηκών κράτησης από Δικαστή Εκτέλεσης Ποινών (ά. 83 ΣωφρΚ) και –last but not least- ουσιαστική στήριξη των αποφυλακιζομένων σε όλη την Ελλάδα (ά. 81 ΣωφρΚ).
Όμως αντί για την εφαρμογή των σημαντικών αυτών μέτρων σε ικανοποιητική, όπως θα έπρεπε, έκταση (τα περισσότερα, άλλωστε, είναι ζήτημα πόσο πολύ εφαρμόζονται!), έχουμε, αντίθετα, φυλακές – "ανθρωπαποθήκες", όπως αντίστοιχα τις είχε χαρακτηρίσει πριν από 70 και πλέον χρόνια ο τότε Διευθυντής Φυλακών Αίγινας Αλέξανδρος Κουλάτσος (περ. "Εργασία" της 5.4.1936): Οι κρατούμενοι στοιβάζονται σε θαλάμους ή κελιά ή και προαυλίζονται υπό την πίεση ενός αβίωτου υπερπληθυσμού, ο οποίος, πάντως, έχει αρχίσει κάπως να μειώνεται πρόσφατα (11.049 κρατούμενοι την 1.3.2009 για 9.103 διαθέσιμες θέσεις κρατουμένων). Επίσης, και η αναλογία των κρατουμένων σε σχέση με τον αριθμό των σωφρονιστικών υπαλλήλων αποκλίνει σημαντικά από τις προδιαγραφές ενός ικανοποιητικού σωφρονιστικού συστήματος (4.510 άτομα ως προσωπικό –κάθε είδους- στα καταστήματα κράτησης της χώρας, άρα αναλογία με αριθμό κρατουμένων περίπου 1 σωφρονιστικός υπάλληλος προς 2,5 κρατουμένους, την ώρα που η αναλογία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. στη Σουηδία, είναι σχεδόν αντίστροφη: 1,33 μέλη σωφρονιστικού προσωπικού για κάθε κρατούμενο το 2007 –βλ. Ν.Ε. Κουράκη με συνεργ. Ν.Κ. Κουλούρη, Ποινική Καταστολή, 20095, § 326, σελ. 419 και σημ. 155).
Όμως, το σωφρονιστικό πρόβλημα δεν ανάγεται μόνο σε ελλείψεις χώρου και προσωπικού. Υπάρχουν και άλλες σημαντικότερες –ίσως- παράμετροι, που συντελούν στα σημερινά αδιέξοδα των Ελληνικών Φυλακών. Θα αναφερθούν εδώ ενδεικτικά δύο τέτοιες παράμετροι, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται καθόλου και το πλήθος των άλλων προβλημάτων που υπάρχουν ως προς τις συνθήκες υγιεινής και ικανοποιητικής διαβίωσης των κρατουμένων:
Εν πρώτοις, οι ποινές που επιβάλλονται είναι ιδιαίτερα μεγάλης διάρκειας και άρα αυστηρές, σε σχέση με αντίστοιχες άλλων χωρών. Ενώ δηλ. π.χ. στη Γερμανία το 75% των επιβληθεισών και μη ανασταλεισών ποινών κατά της ελευθερίας ήταν το 2003 κατώτερες των 2 ετών, στη χώρα μας, αντίστροφα, το 72% των καταδίκων εκτίει ποινή μεγαλύτερη των 5 ετών (βλ. Τ. Τζαννετάκη στα ΠοινΧρ ΝΗ΄ 2008, 690).
Κατά δεύτερον, ενώ θα έπρεπε να εγκλείονται στη φυλακή προπάντων κατάδικοι που έχουν διαπράξει εγκλήματα με έντονο αντικοινωνικό χαρακτήρα, ώστε να εξασφαλίζεται πράγματι η προστασία της κοινωνίας από αυτούς, στην πράξη οι περισσότεροι που βρίσκονται "μέσα" ανήκουν κατά κανόνα σε μία ή περισσότερες από τις εξής τρεις κατηγορίες: (α) άνθρωποι που δεν έχουν ακόμη δικασθεί (υπόδικοι) και άρα προστατεύονται από το τεκμήριο αθωότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μη προσωρινή τους κράτηση χωρίς σοβαρότατο λόγο, (β) άνθρωποι αλλοδαποί που εκτίουν πολύ συχνά ποινές για το "έγκλημα"(!) της παράνομης εισόδου, διαμονής ή και εξόδου από τη χώρα, καθώς και (γ) άνθρωποι τοξικοεξαρτημένοι ή και μικροδιακινητές ουσιών, που όπως ορθά παρατηρήθηκε (Ν. Παρασκευόπουλος στην Ελευθεροτυπία της 8.11.2008, σελ. 35, όπου και ειδικός "Φάκελος" για τις φυλακές), "από μια πλευρά είναι δράστες, από μια άλλη όμως πάσχοντες", άρα, θα πρόσθετα, άνθρωποι που χρειάζονται πολύ περισσότερο θεραπεία παρά εγκλεισμό...
Τί μπορεί να γίνει; Έως ένα βαθμό οι λύσεις υπαγορεύονται από την προεκτεθείσα διάγνωση του προβλήματος και των αιτίων του. Με μια λέξη, ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε: Εφαρμογή κατά κεραία του Σωφρονιστικού Κώδικα με παράλληλη τροποποίηση της νομοθεσίας μας (ακόμη περισσότερο) και ταυτόχρονη δημιουργία υποδομών προς την κατεύθυνση του να αποκτήσουν οι φυλακές –όσον καιρό αυτές χρειάζεται ακόμη να υπάρχουν- τον πραγματικό τους ρόλο για εγκλεισμό και επανένταξη όσων εγκληματιών εξ αντικειμένου δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα στην κοινωνία και μόνον αυτών!
Και κάτι σ΄ ένα γενικότερο επίπεδο: Με το τεύχος αυτό, το δέκατο στη σειρά, κλείνουμε ταυτόχρονα τρία χρόνια δημιουργικής παρουσίας στο Διαδίκτυο. Θα ήταν κοινότοπο να μιλήσουμε εδώ για συναισθήματα όπως συγκίνηση και ελπίδα, που ασφαλώς είναι εύλογα μια τέτοια στιγμή. Περισσότερο το κυρίαρχο συναίσθημα είναι, τουλάχιστον ως προς εμένα, η ευγνωμοσύνη προς τους βασικούς πρωταγωνιστές αυτού του πρώτου εγκληματολογικού ηλεκτρονικού περιοδικού στη χώρα μας, δηλ. προς τον Φώτη Σπυρόπουλο και τον Διονύση Χιόνη (η σειρά είναι μόνο αλφαβητική), που μπόρεσαν εκ του μηδενός να δημιουργήσουν ένα έξοχο "βήμα" αναζήτησης και επικοινωνίας των εγκληματολόγων, ένα βήμα ιδεών και –μακάρι- αντιπαραθέσεων, μέσα από τις οποίες και μόνο προχωρεί η (Εγκληματολογική) Επιστήμη.
Νέστωρ Κουράκης,
Διευθυντής Εργαστηρίου Ποινικών
και Εγκληματολογικών Ερευνών