της Γεωργίας Στεφανοπούλου,
φοιτήτριας Νομικής
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα , γραμμένο σε πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο , με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, ιδιαίτερα συγκινητικό μέσα όμως από μια ήπια και όχι συναισθηματικά φορτισμένη γραφή. Είναι η διήγηση ενός αλλόκοτου έρωτα, που γεννιέται ανάμεσα σε έναν δεκαπεντάχρονο, το Μίχαελ Μπεργκ και μια ενήλικη, τριανταπεντάχρονη γυναίκα, τη Χάννα, που την περιβάλει ένα μυστήριο, γοητευτικό αρχικά στα μάτια του μικρού αγοριού, οδυνηρό στην πορεία των χρόνων , όταν θα αποκαλυφθεί. Είναι ένας έρωτας που θα σημαδέψει τη νεαρή ευαίσθητη προσωπικότητα μέσα από το βάρος της προσωπικής απώλειας, της αναζωπύρωσης παλιών, κρυμμένων ενοχών, τόσο ατομικών, όσο συλλογικών και του ξαναζωντανέματος ενός παρελθόντος τόσο σκοτεινού, που ένας ολόκληρος λαός θέλει να αποσιωπήσει και να θάψει στη λήθη του χρόνου.
Οι ερωτικές συναντήσεις των δύο παράδοξων εραστών διενεργούνται υπό ένα τελετουργικό τρόπο, βασικό μέρος του οποίου είναι η ανάγνωση λογοτεχνικών έργων από τον Μίχαελ στη Χάννα. Όμως το αγόρι νιώθει πως ένα μυστήριο περιβάλλει τη Χάννα και ιδίως το παρελθόν της, ώσπου κάποια μέρα η Χάννα εξαφανίζεται από τη ζωή του, εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα. Το μικρό αγόρι θα νιώσει ένοχο για τη φυγή της γυναίκας, που ποθούσε. Χρόνια αργότερα, ως φοιτητής πια της νομικής, παρακολουθώντας ένα σεμινάριο για τις δίκες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι οποίες διεξάγονται σε μια προσπάθεια της νεότερης γερμανικής γενιάς να αποκηρύξει και να διαχωρίσει τη θέση της από τη γενιά των πατέρων της που γέννησε, συμβιβάστηκε και ανέχθηκε το ναζιστικό καθεστώς, συναντά την Χάννα σε μια αίθουσα δικαστηρίου να δικάζεται ως εγκληματίας πολέμου.
Κατά την πορεία της δίκης ,την οποία ο Μίχαελ παρακολουθεί ανελλιπώς , του αποκαλύπτεται το μεγάλο μυστικό της Χάννας. Η Χάννα είναι αναλφάβητη !!Έτσι,λοιπόν, εξηγούνταν τόσο η επιμονή στην καθημερινή ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων από τον Μίχαελ κατά τη διάρκεια της σχέσης τους όσο και οι επιλογές της ζωής της , που την οδήγησαν να συνεργαστεί με το ναζιστικό στρατό. Το παρελθόν του ερωτά του μπερδεύεται με το παρελθόν της χώρας του και το πρόσωπο της Χάννας , όπως η μνήμη το έχει συγκρατήσει ωραίο και τρυφερό παραμορφώνεται μέσα από τη αποκάλυψη της φρικτής δράσης του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος και κυρίως του τρόπου λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης. μετά από τα πρώτα χρόνια φυλάκισης της Χάννας, βρίσκει το ψυχικό κουράγιο να επικοινωνήσει μαζί της με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Διαβάζει δυνατά λογοτεχνικά βιβλία, τα μαγνητοφωνεί και στέλνει τις κασέτες στη Χάννα, στη φυλακή.
Ο Μίχαελ αποτελεί το μοναδικό σύνδεσμο της γυναίκας με τον έξω κόσμο. Για αυτό το λόγο , όταν θα φθάσει ο καιρός της αποφυλάκισης της Χάννας, που επιτευχθεί μετά από αίτηση χάριτος καθώς είχε καταδικαστεί σε ισόβια, η διευθύντρια της φυλακής θα απευθυνθεί στο Μίχαελ για να την επισκεφθεί και να αναλάβει την φροντίδα για την επαναπροσαρμογή της στην έξω κοινωνία.Η Χάννα, όμως, έχει αποφασίσει να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα. Το βράδυ, πριν τη μεγάλη μέρα, τη μέρα της αποφυλάκισής της αυτοκτονεί.
Το διαβάζοντας στη Χάννα, του Μπέρνχαντ Σλινκ είναι ένα βιβλίο που πέρα από την αναμφισβήτητη λογοτεχνική του αξία, μας επιτρέπει να προβληματιστούμε και επί θεμάτων ποινικής και εγκληματολογικής φύσεως. Κεντρικός άξονας του βιβλίου και επαναλαμβανόμενο μοτίβο αποτελεί το βάρος ενοχής του γερμανικού λαού, που κουβαλά ως απεχθή κληρονομιά από τα χρόνια της δράσης του ναζιστικού καθεστώτος, γεγονός που μας διεγείρει τη σκέψη προς τη κατεύθυνση του προβληματισμού για το κατά πόσο μπορεί να γίνεται λόγος για συλλογική ποινική ευθύνη. Κατά δεύτερο λόγο, το βιβλίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη διεθνούς ποινικού δικαίου, ιδίως στο μέρος που αφορά στα εγκλήματα πολέμου, ενώ δίνει, επίσης το έναυσμα ,μιας έστω σύντομης, πάντως πολύ ενδιαφέρουσας ενασχόλησης με τη ποινική νομοθεσία επί των χρόνων του χιτλερικού καθεστώτος. Τέλος άξιο ανάλυσης είναι και το βασικό έγκλημα της Χάνννα, που εμπίπτει στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα του άρθρου 15 Π.Κ. Γίνεται συνεπώς αντιληπτό, πως πρόκειται για ένα έργο που ικανοποιεί τόσο την ανάγκη του φιλολογικού αναγνώστη όσο και του πιο εξειδικευμένου αναγνώστη με νομικές γνώσεις και επιστημονικούς προβληματισμούς!!
Παρουσίαση του βιβλίου της Ρέας Γαλανάκη
«Αμίλητα, βαθιά νερά. Η απαγωγή της Τασούλας»
της Ναταλίας Παπανικολάου,
υπ. Διδάκτορος Ποινικού Δικαίου
«Σύσσωμος λαός Ηρακλείου εις πάνδημον συλλαλητήριον διετύπωσεν και εξουσιοδότησεν την Εθνικήν Αντίστασιν Κρήτης (όπως) επιληφθή δυναμικώς και αποκαταστήση τιμήν και αξιοπρέπειαν ολοκλήρου Νομού Ηρακλείου. Παρακαλούμεν Κράτος (όπως) ενισχύση ανθρώπινον ταύτην πράξην». Αυτό ήταν το περιεχόμενο ενός από τα τηλεγραφήματα που εστάλησαν, μεταξύ άλλων, στον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβερνήσεως, Σοφοκλή Βενιζέλο.
Εν ολίγοις αυτό είναι και το περιεχόμενο του μυθιστορηματικού χρονικού της Ρέας Γαλανάκη. Ένας παράφορος έρωτας δύο γόνων αντίπαλων ιδεολογικά αλλά εξίσου ισχυρών οικογενειών της Κρήτης στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ένας έρωτας ισχυρός που οδηγήθηκε σε γάμο, όμως αυτός δεν ήταν αρκετός για να κατασιγάσει ούτε τις πολιτικές έριδες που βρήκαν αφορμή να εκφραστούν, ούτε τη συντηρητική κοινωνία της Κρήτης του ’50 ούτε πολύ περισσότερο την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Η κατηγορία: παράνομη οπλοφορία και σύσταση ένοπλης συμμορίας που αποσκοπούσε τόσο στην απαγωγή και στο κρύψιμο της κόρης όσο και σε μια πιθανή βίαιη αντίσταση κατά των αρχών. Η καταδικαστική απόφαση όριζε, λόγω ελαφρυντικών, δύο χρόνια φυλάκισης για παράνομη οπλοφορία και σύσταση συμμορίας, καθώς και ένα υψηλό χρηματικό ποσό ως αποζημίωση της πολιτικής αγωγής. Η απειλούμενη ποινή για παράβαση του α.ν. 453/1945 ήταν ισόβια δεσμά μέχρι και θάνατος. Το αδίκημα της εκούσιας (ή μη) απαγωγής δε μπορούσε να ευσταθήσει δεδομένου του συναφθέντος γάμου. (Σχετικά, άρθρα 328 – 329 Π.Κ. του 1951 – « Εάν εις τας περιπτώσεις του των άρθρων 327 και 328 ετελέσθη μετά της απαχθείσης ο γάμος ον εσκόπει η απαγωγή, η ποινική δίωξις χωρεί μόνον μετά την ακύρωσιν αυτού».) Πριν την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος σε δίκη η Τασούλα, η ηρωίδα του βιβλίου, έστειλε υπόμνημα προς το Συμβούλιο Πλημ/κων. Αυτό και η κατάθεσή της στον ανακριτή δημοσιεύτηκαν στον τύπο κατά παράβαση της αρχής της μυστικότητας της προδικασίας. Μάρτυρες αυτόπτες της ιστορίας αυτής δεν κλήθηκαν στο δικαστήριο και πολλά γεγονότα φαίνεται να αποσιωπήθηκαν.
Η αλήθεια της δικογραφίας θριάμβευσε με την απόφαση του δικαστηρίου η αλήθεια όμως των γεγονότων φαίνεται ότι δε βγήκε στην επιφάνεια. Τι ήταν αυτό που έκανε την Τασούλα να γυρίσει στο σπίτι της, τι ήταν αυτό που οδήγησε στο διαζύγιο δύο ανθρώπους που έδωσαν μάχη για να είναι μαζί, ώστε μετά από τόσα χρόνια ούτε η ίδια η Τασούλα να επιθυμεί να φωτίσει πτυχές της ιστορίας; Φαίνεται πως τόσο η νομιμότητα των γραπτών νόμων όσο και η νομιμότητα των άγραφων νόμων χάθηκαν μέσα στα «Αμίλητα, βαθιά νερά»…