του Χρήστου Τσουραμάνη,
Καθηγητή ΤΕΙ Μεσολογγίου
Τα θέματα που αφορούν τα θύματα των οικονομικών εγκλημάτων δεν είναι εύκολο να διερευνηθούν (Croall, 2001: 63-78, Walklate, 1989) . Έτσι, στοιχεία που αφορούν ζητήματα, όπως:
• τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους – που μπορεί να «συνέβαλαν» και στη θυματοποίησή τους,
• η τυχόν επαναλαμβανόμενη θυματοποίησή τους,
• οι εξωτερικοί παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή,
• η αποκατάσταση της σωματικής και της ψυχικής τους υγείας και άλλα παρόμοια θέματα,
δεν γίνονται εύκολα γνωστά δεδομένου ότι αυτή καθ’ εαυτή η ιδιότητα του «θύματος» δεν είναι πάντοτε βέβαιο το που θα αποδοθεί, όταν πρέπει να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες ενός οικονομικού εγκλήματος. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι εκείνη της παράβασης των νόμων που απαγορεύουν τη λειτουργία των μονοπωλίων, οπότε η ιδιότητα του θύματος θα μπορούσε να αποδοθεί στο σύνολο των κατοίκων μιας χώρας. Οι σχετικές παραβάσεις δηλ. συντελούν στην αύξηση των τιμών των διαφόρων προϊόντων, γεγονός που αυξάνει τον πληθωρισμό και την ανεργία γεγονότα που πλήττουν το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού μιας χώρας και συντελούν στην ανατροπή του οικονομικού της προγράμματος.
Η αδυναμία της διερεύνησης των στοιχείων που αφορούν τα θύματα οφείλεται και στην περιορισμένη σημασία που έδινε παλαιότερα μια κοινωνία στα οικονομικά εγκλήματα. Αυτό συνέβαινε λόγω του ότι ο περίπλοκος χαρακτήρας τους και η διάχυση των συνεπειών τους στο ευρύ κοινό, καθιστούσαν δυσχερή τόσο τον εντοπισμό τους όσο και τον επακριβή αριθμό των θυμάτων τους. Κάτι βέβαια, που δεν συνέβαινε με τα συμβατικά εγκλήματα. Έτσι π.χ., η μόλυνση του περιβάλλοντος από τα αέρια που εξέπεμπε μια βιομηχανική μονάδα δεν ήταν άμεσα αισθητή από το ευρύ κοινό/θύμα. Παράλληλα δεν μπορούσε να υπολογισθεί και ο συγκεκριμένος αριθμός εκείνων τους οποίους έβλαπτε. Πράγματα τα οποία σ΄ ένα συμβατικό έγκλημα όπως π.χ. σε μια ανθρωποκτονία ή σ’ ένα βιασμό ήσαν άμεσα αντιληπτά και τραβούσαν τα φώτα της δημοσιότητας ευκολότερα.
Η ευαισθητοποίηση όμως, συγκεκριμένων κατηγοριών θυμάτων όπως π.χ. των καταναλωτών, των δανειοληπτών ή των περιβαλλοντολόγων, έχει φέρει πλέον στην επιφάνεια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ως θύματα των αντίστοιχων οικονομικών εγκλημάτων και με τον τρόπο αυτό η κοινή γνώμη δεν τα θεωρεί πλέον ως υποδεέστερης σημασίας από τα συμβατικά (Friedrichs, 2010: 44).
Η ελλιπής όμως, συγκέντρωση στοιχείων που αφορούν τα θύματα αυτά, οφείλεται επίσης και στο ότι και τα ίδια ή δεν καταγγέλλουν καθόλου τη θυματοποίησή τους ή αργούν να την καταγγείλουν στις αρμόδιες αρχές επειδή
• Δεν την αντιλαμβάνονται όταν τους συμβαίνει, κάτι που έχει παρατηρηθεί π.χ. σε περιπτώσεις μεγάλων απατών ή όταν υποβάλλονται σε μια μη αναγκαία για την υγεία τους χειρουργική επέμβαση,
• Η συγκεκριμένη θυματοποίηση είναι έμμεση και απρόσωπη, αφορά δηλ. μεγάλες κοινωνικές ομάδες παρότι οι συνέπειές της αφορούν και καθένα μέλος της ξεχωριστά, όπως π.χ. τους αγοραστές ελαττωματικών ηλεκτρικών συσκευών,
• Τα άτομα - θύματα μπορεί να χάνουν ελάχιστα παρότι τα παράνομα κέρδη του δράστη μπορεί να είναι πολύ μεγάλα, όπως π.χ. αυτά που αποκομίζει μια επιχείρηση από την πώληση προϊόντων της που δεν έχουν τις προδιαγραφές που ορίζει ο νόμος.
• Οι επιχειρήσεις - θύματα δεν επιθυμούν τη δημοσιότητα του παθήματός τους γιατί πιστεύουν πως αυτή θα επιδράσει αρνητικά ως προς την προς τα έξω εικόνα τους (Bussmann & Werle, 2006: 1128-1144).
Παρ’ όλες ωστόσο τις παραπάνω δυσχέρειες έχει παρατηρηθεί ότι στις ΗΠΑ τα θύματα τόσο των επαγγελματικών εγκλημάτων όσο και εκείνων που διαπράττουν οι επιχειρήσεις (Clark & Hollinger, 1983, Ganzini, McFarland & Bloom, 1990)
• Μπορεί να είναι μεμονωμένα άτομα, οργανισμοί, η κυβέρνηση, οι φορολογούμενοι πολίτες και οι καταναλωτές γενικά,
• Το βασικό οικονομικό έγκλημα που γίνεται σε βάρος τους όταν πρόκειται για άτομα, είναι η εκμετάλλευσή τους ως καταναλωτών, ενώ όταν είναι επιχειρήσεις, οι κλοπές και το σαμποτάζ που τους κάνουν οι υπάλληλοί τους,
• Η ηλικία τους ήταν από 20-39 ετών και σε αρκετές περιπτώσεις και μεγαλύτερη,
• Κατοικούσαν στις Δυτικές Πολιτείες,
• Ήταν λευκοί άνδρες και γυναίκες,
• Η οικονομική τους κατάσταση ήταν αρκετά καλή,
• Η ζημιά που τους προκλήθηκε ήταν τόσο οικονομική όσο και σωματική (στα άτομα),
• Οι επιχειρήσεις-θύματα είχαν μεγάλο αριθμό υπαλλήλων δυσαρεστημένων με την συμπεριφορά των προϊσταμένων τους,
• Το εργασιακό περιβάλλον των επιχειρήσεων-θυμάτων ήταν ιδιαίτερα καταπιεστικό για τους υπαλλήλους τους.
Επιθυμώντας να προσδιορίσει επακριβώς το ποια είναι τα συγκεκριμένα θύματα ο Tomlin (1979: 274) τα κατέταξε στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες :
• Στα άτομα-θύματα (The Individual as victim), παραδείγματα των οποίων ήσαν πολίτες που είχαν κάνει μια μη απαραίτητη για την αποκατάσταση της υγείας τους χειρουργική επέμβαση, που είχαν χάσει τα χρήματά τους στο χρηματιστήριο εξαιτίας κάποιας χρηματιστηριακής απάτης, που είχαν κάνει μη αναγκαίες επισκευές στα αυτοκίνητά τους, που αγόρασαν ελαττωματικά προϊόντα, που αγόρασαν επιβλαβή για την υγεία τους φάρμακα, που είχαν υποστεί ένα εργατικό ατύχημα κλπ.
• Στις επιχειρήσεις-θύματα (The Corporate Enterpises as victims), με σχετικά παραδείγματα τις κλοπές και τις καταχρήσεις των υπαλλήλων τους σε βάρος τους,
• Στα θύματα-κρατικούς οργανισμούς (The Governmental Institutions as victims), με κλασικό παράδειγμα τις πράξεις πολιτικής διαφθοράς τους, του χρηματισμού δηλ. των στελεχών τους για να ευνοήσουν ιδιωτικά συμφέροντα με τη δημιουργία πελατειακών σχέσεων,
• Στη διεθνή έννομη τάξη-θύμα (The International Order as a victim), με παραδείγματα τη δωροδοκία πολιτικών και οικονομικών παραγόντων ξένων κρατών από πολυεθνικές εταιρίες, την ανάμιξη της CIA στις εμπορικές και γενικότερα τις οικονομικές υποθέσεις ξένων κρατών κλπ. Η αναφορά στη διεθνή έννομη τάξη γίνεται γιατί οι συνέπειες των συγκεκριμένων οικονομικών εγκλημάτων επεκτείνονται σε περισσότερα του ενός κράτη και
• Στη κοινωνία-θύμα (The Society as a victim), με κλασικό παράδειγμα οικονομικού εγκλήματος που τελείται σε βάρος της, τη μόλυνση/ρύπανση του χερσαίου ή του θαλάσσιου περιβάλλοντος μιας χώρας από βιομηχανικά απόβλητα.
Ολοκληρώνοντας, θα πρέπει να σημειώσουμε πως σύμφωνα με τον Friendrichs (2010: 56) οι μεγάλες επιχειρήσεις πέφτουν πιο εύκολα θύματα κάποιου οικονομικού εγκλήματος από ότι οι μικρές και τα μεμονωμένα άτομα. Αυτό οφείλεται σε δυο λόγους:
1. Στο μεγάλο τους μέγεθος και στον απρόσωπο χαρακτήρα τους. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν περίπλοκη γραφειοκρατική οργάνωση, ευρύτατο καταμερισμό καθηκόντων και ευθυνών μεταξύ των υπαλλήλων τους, απόλυτη εξάρτηση από τη σύγχρονη ηλεκτρονική τεχνολογία και διαχειρίζονται μεγάλα κεφάλαια. Οι παράγοντες αυτοί τις καθιστούν ελκυστικούς στόχους αλλά και περισσότερο ευπαθείς, αυξάνοντας έτσι τις ευκαιρίες για τη θυματοποίησή τους.
2. Οι υποψήφιοι δράστες αισθάνονται πιο άνετα συνειδησιακά όταν ο στόχος τους είναι μια επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια παρά μια με μικρά εισοδήματα ή ένα μεμονωμένο άτομο. Έτσι, δικαιολογούν την πράξη τους ισχυριζόμενοι είτε πως η ζημία που θα κάνουν θα ξεπερασθεί εύκολα από το οικονομικά εύρωστο θύμα τους είτε ότι αυτή δικαιολογείται από το διεφθαρμένο χαρακτήρα των δοσοληψιών του.
Βιβλιογραφία:
Bussmann, Kai-D. & Werle, M.M. (2006) Addressing Crime in Companies-First Findings from a Global Survey of Economic Crime, British J. of Criminology, (46), pp.1128-1144
Clark, J.P. & Hollinger, R. (1983) Theft by Employees in Work Organizations, Washington D.C., NIJ
Croall, H. (2001) Understanding white collar crime, Buchingham, Open University Press
Friedrichs, D.O. (2010) Trusted Criminals: White Collar Crime in Contemporary Society, 4th ed., Belmont CA, Wadsworth
Ganzini, L.B., McFarland, B. & Bloom, J. (1990) “Victims of Fraud: Comparing Victims of White Collar and Violent Crime”, Bulletin of the American Acadymy of Psychiatry and Law, 18, pp. 55-63
Tomlin, W.J. (1979) Victims of White-Collar Crimes, στο The Victim in International Perspective: papers and essays, eds. H. J. Schneider, New York, de Gruyter, pp. 274 επ.
Walklate, S. (1989) Victimology: The Victim and the Criminal Justice Process, London, Unwin Hyman