του Κώστα Λεϊμονή,
Ασκούμενου Δικηγόρου
Σε αυτό το τεύχος μας η στήλη “Art and Crime” παίρνει σάρκα και οστά και μεταφράζεται: Τέχνη και έγκλημα. Θα ασχοληθούμε, λοιπόν, με έναν από τους πιο εκκεντρικούς, καυστικούς, προκλητικούς, αλλά και ευφυείς ταυτόχρονα καλλιτέχνες (τραγουδιστής, συνθέτης, κωμικός) της Ελλάδας: με τον Τζίμη Πανούση και τις δικαστικές του περιπέτειες.
Έχει όρια η σάτυρα; Θα μπορούσε ποτέ αυτή η μορφή της Τέχνης να «ποινικοποιηθεί» πληρωνοντας τις αντικειμενικές και υποκειμενικές υποστάσεις εγκλημάτων του Ποινικού μας Κώδικα; Ποιο δικαίωμα υπερισχύει σε περίπτωση σύγκρουσης ανάμεσα σε αυτήν και σε ένα άλλο συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα; Έχει όρια η καλλιτεχνική έκφραση;
Η ιδεολογική στάση του Πανούση και η καυστική του σάτιρα τον έχει φέρει αρκετές φορές αντιμέτωπο με τα δικαστήρια, αρχής γενομένης από το 1980 οπότε και αντιμετώπισε κατηγορίες ενώπιον του Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας για περιύβριση της αρχής, του Κράτους αλλά και εξύβριση των Θείων. Ακολούθησαν αρκετές δίκες κυρίως με κατηγορίες που αφορούσαν την αθυροστομία του αλλά και τον καυστικό του στίχο που έθιγε άμεσα και έμμεσα πρόσωπα και καταστάσεις. Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο πριν την κατάργηση της λογοκρισίας (περίπου το 1984) από τους δίσκους των Μουσικών Ταξιαρχιών λογοκρίνονταν λέξεις που "προσέβαλαν τη δημόσια αιδώ".
Με το δίσκο «Δουλειές του Κεφαλιού» οδηγείται στα δικαστήρια για περιύβριση εθνικού συμβόλου, αφού στο εξώφυλλο του δίσκου εικονιζόταν να ανοίγει τρύπες σε ελληνικές σημαίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν κρίθηκε ένοχος για αυτές τις κατηγορίες.
Η κατηγορία για προσβολή εθνικού συμβόλου θα επανέαγερθεί εναντίον του το 2000, αιτία της οποίας αυτή τη φορά ήταν η αφίσα της παράστασης «Της Πατρίδας μου η Σημαία» η οποία έδειχνε την ελληνική σημαία με ένα σφυροδρέπανο στη θέση του Σταυρού.
Για την παραπάνω πράξη ο Τζίμης Πανούσης αρχικά καταδικάστηκε στις 23 Οκτωβρίου του 2000 σε εξαγοράσιμη ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών, αλλά τελικά αθωώθηκε δευτεροδίκως από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 5 Δεκεμβρίου του 2001. O Τζίμης Πανούσης, ύστερα από την αθώωσή του, διατύπωσε το παράπονό του για τις αμέτρητες αυτεπάγγελτες διώξεις που του έχουν ασκηθεί. Παρομοίασε μάλιστα το επίδικο σφυροδρέπανο με τα γεννητικά όργανα του Ερμή του Πραξιτέλους! «Αν τα απομονώσεις από το άγαλμα είναι ένα σκέτο πορνογράφημα. Αν όμως δεις το γλυπτό στο σύνολό του προόκειται για το τελειότερο δημιούργημα».Ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Ν. Δασκαλοθανάσης, καθώς και οι ηθοποιοί Αντώνης Καφετζόπουλος και Λάκης Λαζόπουλος στάθηκαν στο πλευρό του: «Αν όριζε τη σάτιρα ο νόμος δεν θα είχαμε τέχνη, θα μπαίναμε όλοι σε έναν αυτόματο πιλότο», τόνισε ο δεύτερος εξ αυτών, ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος με την αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει σημείωσε: «Όταν υποδύθηκα τον Μπιν Λάντεν, έπρεπε να με συλλάβετε και να με στείλετε στο Στρατοδικείο».
Το έτος 1999 ο Τζίμης Πανούσης κατηγορείται για καθύβριση θρησκεύματος, με αφορμή το εξώφυλλο του περιοδικού «Κλικ» όπου εικονιζόταν ντυμένος αρχιεπίσκοπος κρατώντας την κιθάρα του. Ο κατηγορούμενος καλλιτέχνης αθωώθηκε ομόφωνα από το δικαστήριο. Την ίδια κατηγορία αντιμετώπιζαν και οι υπεύθυνοι του παραπάνω περιοδικού, οι οποίοι και αθωώθηκαν. Οι δικαστές δέχτηκαν ότι επρόκειτο για σάτυρα και όχι για μια ενέργεια που είχε στόχο να προσβάλει την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το 1997 άρχισε ένας νέος κύκλος δικαστικών αναμετρήσεων αυτή τη φορά για συκοφαντική δυσφήμιση, με αντίδικο τον Γιώργο Νταλάρα, τον οποίο ο Τζίμης Πανούσης περιέπαιζε κατά τη διάρκεια παραστάσεών του, για τη στάση σχετικά με τις αφιλοκερδείς συναυλίες του τραγουδιστή. Συγκεκριμένα, εμφάνιζε το Γιώργο Νταλάρα να τραγουδά σε βιντεοκλίπ και με ειδική μίξη εικόνας έδειχνε να τρέχουν χρήματα από το στόμα του (αναφέρεται απόσπασμα της δικαστικής απόφασης παρακάτω). Ταυτόχρονα με την άσκηση μήνυσης, ο Γιώργος Νταλάρας κατέθεσε και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του Πανούση με αίτημα να σταματήσει ο τελευταίος να χρησιμοποιεί την εικόνα, την φωνή και το όνομά του Νταλάρα στις παραστάσεις του, άλλως να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση ύψους 1.000.000 δραμών κάθε φορά που παραβιάζει/αθετεί την παραπάνω υποχρέωση. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Απαγορεύεται στον καθού η αίτηση Τζίμη Πανούση να χρησιμοποιεί με τεχνικά μέσα τη φωνή και την εικόνα του Γιώργου
Νταλάρα, γιατί αυτό συνιστά προσωπική επίθεση εναντίον του και προσβάλλει άμεσα την τιμή και την καλλιτεχνική του υπόσταση, ξεπερνώντας τα όρια της καλώς εννοούμενης σάτιρας». Ο εκκεντρικός καλλιτέχνης δήλωσε προκλητικά: «Στην τελευταία διαφημιστική εκστρατεία του Γιώργου Νταλάρα για την καινούρια του κασετίνα, δεν συμμετέχει ο Τζίμης Πανούσης»!.
Αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1997, με αγωγή ο Γιώργος Νταλάρας ζήτησε αποζημίωση 100.000.000 δραχμών για ηθική βλάβη. Η αγωγή του έγινε εν μέρει δεκτή για το ποσό των 15.000.000 δραχμών. Η έφεση που άσκησε ο Πανούσης απορρίφθηκε. Ο Βασίλης Σωτηρόπουλος, σε σχολιασμό της απόφασης, αναφέρει: «Η απόφαση, προκειμένου να θεμελιώσει περιορισμό του φαινομενικά – γραμματολογικά – "ανεπιφύλακτου" δικαιώματος της ελευθερίας της Τέχνης καταφεύγει στη νομική κατασκευή της έμμεσης τριτενέργειας της αρχής της προστασίας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, μέσω της γενικής ρήτρας του άρθρο 57 ΑΚ στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών!» Στο ποινικό σκέλος της υπόθεσης ο Άρειος Πάγος απέρριψε τον ισχυρισμό του Τζίμη Πανούση για παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος περί ελευθερίας της τέχνης, σημειώνοντας ότι « (…) Το δικαίωμα αυτό δεν δίνει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε να διαπράττει αδικήματα, όπως της προσβολής της τιμής τρίτου». Όπως αναφέρει και ο Π.Δ. Δαγτόγλου: «Οι γενικοί περιορισμοί των νόμων ισχύουν και για τους δημιουργούς έργων τέχνης, ώστε να μην είναι ο δημιουργός legibus solutus.» Επιπροσθέτως, συστηματικά εξετάζοντας το συνταγματικό μας χάρτη, βλέπουμε ότι στο άρθρο 48 δεν περιέχεται το άρθρο 16 του Συντάγματος και επομένως η ελευθερία της Τέχνης απολαμβάνει έτσι μιας οιονεί ευρείας προστασίας, καθώς όλες οι συνταγματικές διατάξεις είναι τυπικά ισοδύναμες. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι ένα καλλιτεχνικό έργο που παρουσιάζεται στον τύπο, απολαμβάνει την συνταγματική προστασία του άρθρου 16 και όχι εκείνη του άρθρου 14, με σκοπό να προσδώσει ευρύτερο προστατευτικό πέπλο στον δημιουργό – καλλιτέχνη.
Τέλος, σχετικά με την υπόθεση «Νταλάρα κατά Πανούση», αξίζει να αναφερθεί ένα απόσπασμα της δικαστικής απόφασης. Η απόφαση 707/2004 μεταξύ άλλων αναφέρει: «(…) Δεν προέκυψε ότι γινόταν αναφορά με σκωπτικό τρόπο σε υπαρκτά γνωρίσματα-ελαττώματα ή υπαρκτές καταστάσεις και αναγνωρίσιμες ιδιότητες του πολιτικώς ενάγοντος (Γιώργου Νταλάρα) προς τέρψη, ψυχαγωγία, διασκέδαση αλλά και διαπαιδαγώγηση του κοινού του πιο πάνω νυχτερινού κέντρου, κατά τρόπο που να μην δημιουργούνται σ` αυτό συναισθήματα αντιπάθειας και αποστροφής προς το πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος, αλλά τουναντίον η πιο πάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου έλαβε χώρα με σκοπό εξύβρισης του εγκαλούντος, ή της προσβολής της τιμής του με αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, εκδηλώνοντας την καταφρόνησή του με την χρησιμοποίηση, εν γνώσει της υβριστικής των σημασίας, των πιο πάνω φράσεων και εικόνων του εγκαλούντος, που τον εμφανίζουν ως μη διστάζουσα να εκμεταλλευθεί την ευαισθησία του Κυπριακού λαού για την επίλυση του εθνικού ζητήματος μετά την τουρκική εισβολή, με τη συμμετοχή του σε συναυλίες, που ενώ έχουν ως σκοπό την προβολή και προώθηση της λύσης του πιο πάνω ζητήματος, αυτός τις χρησιμοποιεί ως μέσον ατομικού του πλουτισμού, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ήτοι κατά τρόπο, που δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος ή ανεκτός για να εκφράσει ο αναιρεσείων σκέψεις και απόψεις του από δικαιολογημένο ενδιαφέρον του για την τέχνη, όπως ισχυρίζεται, ο ίδιος δε, παρότι το γνώριζε, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να πλήξη την τιμή του εγκαλούντος, υπερβαίνοντας για τον ίδιο σκοπό (εξύβρισης) συγχρόνως και τα όρια της δυσμενούς κριτικής για την καλλιτεχνική και επαγγελματική εργασία του τελευταίου, ενώ εάν ο κατηγορούμενος ήθελε να εκδηλώσει δικαιολογημένο ενδιαφέρον του για την τέχνη ή να διατυπώσει δυσμενή κρίση για την καλλιτεχνική ή επαγγελματική εργασία του εγκαλούντος δεν θα χρησιμοποιούσε τις πιο πάνω φράσεις και εικόνες, κατά τις οποίες έρρεαν χρήματα και λίρες από το στόμα του τελευταίου λόγω του Κυπριακού Εθνικού ζητήματος, που δημιούργησαν γι` αυτόν στο κοινό την εντύπωση ότι πρόκειται για άνθρωπο φιλοχρήματο, χωρίς εθνική ευαισθησία, ενδιαφερόμενο για το δικό του μόνον οικονομικό όφελος, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά θα αναφερόταν σε πραγματικά περιστατικά ή υπαρκτές του ιδιότητες, που θα σχολίαζε ακόμη και δυσμενώς, κατά τρόπο που αντικειμενικά θα κρινόταν αναγκαίος και πρόσφορος για την προώθηση της τέχνης ή για την άσκηση κριτικής, έστω και δυσμενούς για τον εγκαλούντα, λόγω της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας.»
Συνεχίζοντας, στις αρχές του έτους 2005 ο Πανούσης θα καταδικαστεί από το Πρωτοδικείο Πάτρας σε 5 μήνες φυλάκιση με διετή αναστολή για απειλή και διατάραξη οικογενειακής ειρήνης επειδή κατά τη διάρκεια παράστασής του στην πόλη έκανε τηλεφωνική φάρσα σε συνταξιούχο αστυνομικό. Συγκεκριμένα ο Πανούσης την ώρα που βρισκόταν στην σκηνή του νυχτερινού κέντρου, πήρε μια συσκευή σταθερού τηλεφώνου κι ένα χαρτάκι μ΄ έναν αριθμό που του είχε δώσει κάποιος θαμώνας. Απάντησε ένας ηλικιωμένος άντρας και, σύμφωνα με όσα περιγράφονται στη δικογραφία, ο Πανούσης κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους του παρουσιάστηκε σαν «Κούρδος», ζητώντας να μιλήσει με τη γυναίκα του, ενώ του ανέφερε και κάποια πράγματα γύρω από την πολιτική. Στη συνέχεια το θύμα της φάρσας διεκδίκησε και στα πολιτικά δικαστήρια τη καταδίκη του καλλιτέχνη και ζήτησε 50.000 Ευρώ για ηθική βλάβη και άλλα 25.000 Ευρώ από τον ιδιοκτήτου του κέντρου, όπου εργαζόταν ο Πανούσης. Το δικαστήριο καταδίκασε τον Τζίμη Πανούση και όρισε αποζημίωση 6.000 Ευρώ. Ο συνταξιούχος άσκησε έφεση για το ποσό που του επιδικάστηκε. Σε ό,τι αφορά το ποινικό μέρος, καλλιτέχνης και επιχειρηματίας είχαν ασκήσει έφεση, η οποία όμως ουδέποτε συζητήθηκε καθώς η υπόθεση μπήκε στο αρχείο λόγω παρέλευσης της προθεσμίας. Στη ραδιοφωνική του εκπομπή ο Τζίμης Πανούσης ανέφερε χαρακτηριστικα: «Η δικαστής (…) με καταδίκασε ερήμην για απειλή μπάτσου από τηλεφωνική φάρσα σε παράσταση! Τώρα τι έγκλημα είναι αυτό... Ενώ αν πήγαινα, θα έφερνα μαζί μου και έναν παπά για μάρτυρα, θα μου κόστιζε κάτι παραπάνω, και θα αθωωνόμουνα. Μήπως όμως, να ρωτήσω, είναι ντροπή να αθωώνεσαι απ΄ αυτό το εθνικοχριστιανικό σούργελο;»
Ποικίλες αντιδράσεις, συνέπεια των οποίων αποτέλεσαν απανωτές μηνύσεις κατά του γνωστού εκκεντρικού καλλιτέχνη, προέκυψαν εξαιτίας της αφίσας της παράστασής του «Vasileros Bromas - Η νόσος των φτηνών». Ο Πανούσης εμφανίζεται ντυμένος με ράσα ενώ στο λαιμό του κρέμεται μενταγιόν όπου απεικονίζεται η Παναγία με τη μορφή πτηνού, ενώ γύρω από το κεφάλι του υπάρχει φωτοστέφανο. Στις 29 Οκτωβρίου 2006 έξω από τον χώρο όπου γίνονταν οι παραστάσεις, πραγματοποιήθηκε διαμαρτυρία μελών χριστιανικών οργανώσεων κατά τις ώρες μετάδοσης των βραδινών δελτίων ειδήσεων. Στις 6 Νοεμβρίου του ίδιου έτους μέλη χριστιανικής οργάνωσης κατέθεσαν μηνυτήρια αναφορά (ακολούθησαν άλλες 2 στη συνέχεια, η μία εκ των οποίων συζητείται εξ αναβολής τον Απρίλιο του 2010 και η απόφαση της άλλης αναμένεται εντός ολίγων ημερών), ενώ για το ίδιο θέμα ο Εισαγγελέας Ι. Διώτης άσκησε δίωξη κατά του Πανούση. Στις 13 Οκτωβρίου 2008 το δικαστήριο έκρινε τον καλλιτέχνη αθώο κατά πλειοψηφία.
Τελικά, τι είναι σάτιρα; Είναι άνευ περιορισμών ως μορφή Τέχνης; Εκτός όλων όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, θα επισημάνουμε ακόμη κάποια αναγκαία πράγματα για την ολοκλήρωση του θέματός μας. Το δικαστήριο στην υπόθεση «Νταλάρας κατά Πανούση» σημείωσε για τη σάτιρα: « (…) Με τη σάτιρα, που είναι μια μορφή καλλιτεχνικής δραστηριότητας και έχει σκοπό την ψυχαγωγία και την πρόκληση γέλιου του κοινού, τονίζονται, καυτηριάζονται και κατακρίνονται, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά, υπαρκτές καταστάσεις και αναγνωρίσιμες ιδιότητες, υπαρκτά γνωρίσματα, ελαττώματα και ατέλειες του προσώπου που σατιρίζεται, ώστε να διασκεδάσει και να διαπαιδαγωγηθεί ανάλογα το κοινό, χωρίς να προκληθούν αισθήματα αντιπάθειας για τον σατιριζόμενο».
Κατά τον καθηγητή Α. Δημητρόπουλο «Η καλλιτεχνική ελευθερία δεν είναι ελευθερία κατάργησης των χρηστών ηθών, δεν είναι ελευθερία προσβολής της επικρατούσας και οποιασδήποτε άλλης θρησκείας. (…) Η τέχνη δικαιούται να προκαλεί ή ίσως και να ενοχλεί, με την έννοια να μην είναι ευχάριστη. Σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιούται ο καλλιτέχνης να προσβάλει με την καλλιτεχνική του δημιουργία μια οποιαδήποτε θρησκεία.» Κατά άλλη υποστηριζόμενη άποψη, η Τέχνη είναι άνευ περιορισμών και ελεύθερη.
Όμως, πότε ένα δημιούργημα είναι αποτέλεσμα πραγματικής τέχνης και πότε προσωπικής εμπάθειας; Θα πρέπει πάντως να έχουμε υπόψη μας ότι το κίνητρο δημιουργίας πρέπει να μάς είναι αδιάφορο, καθώς ο καλλιτέχνης μπορεί να εμπνευστεί από θυμό, μίσος ή και εμπάθεια. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η αρχή της αναλογικότητας και η πρακτική εναρμόνιση των δικαιωμάτων που φέρονται να συγκρούονται μεταξύ τους, όπως και οι γενικοί περιορισμοί που οριοθετούν την ελευθερία της τέχνης, καθώς ο καλλιτέχης δεν θεωρείται legibus solutus. Δεν μπορεί να θίγεται ο πυρήνας άλλου ισοδύναμα προστατευόμενου συνταγματικού δικαιώματος. Σε πολύ πρόσφατη δικαστική απόφαση, που είχε να κάνει με τα όρια της σάτιρας, αναφέρεται: «Εξάλλου, η σάτιρα γίνεται συνήθως μέσω μεθόδων, όπως η παρωδία, η υπερβολή, η σύγκριση και η ειρωνία. Αποτελεί δε όχι μόνο μέσο διασκέδασης αλλά και ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος και καλλιτεχνική έκφραση μια κοινωνικοπολιτκή πράξη που αποσκοπεί στη διακωμώδηση καταστάσεων, ανθρώπων και θεσμών με σκοπό τη διόρθωση των κακώς κειμένων».
Αν οποιαδήποτε μορφή τέχνης, ξεπερνώντας τα συνταγματικά της όρια (αν δεχτούμε την μία προαναφερθείσα άποψη) αποτελέσει «έμμεσο έγκλημα», αν δηλαδή μέσω αυτής οδηγούμαστε στην καθύβριση θρησκεύματος, προσβολή εθνικού συμβόλου, προσβολή της τιμής και της προσωπικότητας, τότε και μόνο τότε θα έχει αξία η φράση για τους επιδέξιους εγκληματίες: «Η τέχνη του εγκλήματος».