Τα «αίτια» της διαφθοράς των αστυνομικών αρχών:
Τα πορίσματα της συστηματικής επισκόπησης της σχετικής αγγλόφωνης βιβλιογραφίας από τον βρετανό Καθηγητή Tim Newburn
Παρουσίαση: Κώστας Πανάγος,
Νομικός – Εγκληματολόγος
Εισαγωγή: Η απόρριψη της «θεωρίας του σάπιου μήλου»
Η εννοιολόγηση του φαινομένου της διαφθοράς αποτελεί δυσχερές εγχείρημα τόσο σε θεωρητικό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο. Μιλώντας ειδικώς για τις πράξεις των αστυνομικών οργάνων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «διεφθαρμένες», κοινό χαρακτηριστικό των σχετικών ορισμών αποτελεί η κατάχρηση της εξουσίας που έχουν στα χέρια τους οι εν λόγω επαγγελματίες. Όταν περιπτώσεις διαφθοράς διαφεύγουν των αστυνομικών τμημάτων και γνωστοποιούνται στο ευρύ κοινό, η συνήθης αντίδραση από την πλευρά των διωκτικών αρχών είναι ότι αυτές αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά που δεν συνδέεονται με τη γενικότερη αστυνομική κουλτούρα. Εντούτοις, ο αριθμός των σχετικών περισταστικών κατά τη διάρκεια της αστυνομικής ιστορίας στις ΗΠΑ και στην Μεγάλη Βρετανία είναι τέτοιος, που δεν παρέχει εμπειρικό έρεισμα στην αποκαλούμενη ως «θεωρία του σάπιου μήλου» (‘bad apples’ theory). Αντίθετα, η διαφθορά εκτιμάται ότι αποτελεί ενδημικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης των αστυνομικών αρχών.
Η επιτυχής αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας και τον εντοπισμό των γενεσιουργών παραγόντων του φαινομένου. Ο Tim Newburn (1999), Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του London School of Economics and Political Science (LSE), έχει προβεί στη συστηματική επισκόπηση της αγγλόφωνης βιβλιογραφίας που αναφέρεται στα «αίτια» (“causes”) της αστυνομικής διαφθοράς. Για τους σκοπούς της μελέτης του, τα τελευταία διακρίνονται σε δύο επιμέρους κατηγορίες: Στους «διαρκείς/μόνιμους παράγοντες» (“constant factors”), ενώ η δεύτερη τους «μεταβλητούς» (“variable factors”). Στην πρώτη ανήκουν όσοι οδηγούν στην ανάπτυξη του φαινομένου και στη δεύτερη όσοι καθορίζουν την έκτασή του/τις διαστάσεις του. Τα πόρισματα της έρευνάς του κρίνονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για την ευσύνοπτη και εύληπτη κατανόηση του φαινομένου στην αλλοδαπή.
Ι. «Μόνιμοι» παράγοντες
Αποτελεί κοινή παρατήρηση ότι τα μέλη των διωκτικών αρχών διαθέτουν ιδιαίτερα σημαντική διακριτική ευχέρεια ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους και ειδικότερα ως προς τον τρόπο που θα εφαρμόσουν το νόμο στην εκάστοτε περίπτωση (“discretion”). Αυτό τους επιτρέπει την εφαρμογή του τελευταίου κατά το δοκούν, εφόσον βρεθούν υπό το δέλεαρ της απόκτησης οικονομικού ή άλλης φύσεως οφέλους. Η διακριτική ευχέρεια ενισχύεται από το γεγονός ότι οι πράξεις των αστυνομικών – ιδίως όταν εργάζονται στις οδούς – δεν είναι άμεσα ορατές και ελεγχόμενες τόσο από τους ανωτέρω τους (“low managerial visibility”) όσο και από τα μέλη της κοινωνίας (“low public visibility”). Η λειτουργία των αστυνομικών τμημάτων καθορίζεται επίσης σε σημαντικό βαθμό από άτυπους κανόνες συμπεριφοράς των αστυνομικών, οι οποίοι στοχεύουν αφενός στην ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων άσκησης εξωτερικού ελέγχου, αφετέρου στη διατήρηση των επιπέδων της διαφθοράς σε ένα «λογικό» επίπεδο. Οι αστυνομικοί αφομοιώνουν τον κανόνα της σιωπής για πράξεις συναδέλφων τους που αντίκεινται στη νομοθεσία και εμφανίζουν απροθυμία να συνδράμμουν το έργο των σχετικών ελεγκτικών μηχανισμών (“peer group secrecy”). Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και όσοι δεν επιλέγουν τη διαφθορά ως προσωπικό τρόπο δράσης κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, οδηγούνται στο σημείο να αποδέχονται το φαινόμενο ως αναπόφευκτο στοιχείο της επαγγελματικής τους ζωής. Επίσης, υπό το κράτος του φόβου περί των συνεπειών που μπορεί να προκαλέσει η αποκάλυψη/ δημοσιοποίηση περιστατικών διαφθοράς για τη φυσιογνωμία της αστυνομίας στο ευρύ κοινό, οι ιθύνοντες προτιμούν τον «κανόνα της σιωπής» (“managerial secrecy”).
Ορισμένες μορφές διαφθοράς, και ειδικότερα αυτές που σχετίζονται με την απόκτηση οικονομικού οφέλους (π.χ. δωροδοκία), εκτιμάται ότι τελούν σε συνάρτηση με τις οικονομικές αποδοχές των αστυνομικών, ιδίως όσων διαβιούν σε κοινωνίες όπου η κατανάλωση υλικών αγαθών και ο πολυτελής τρόπος διαβίωσης εν γένει αποτελούν πρότυπο. Τα χαμηλά επίπεδα της μισθοδοσίας δεν αποτελούν ωστόσο τον μοναδικό παράγοντα επίδειξης διεφθαρμένων συμπεριφορών: Ακόμη και στα μέρη όπου οι απολαβές των αστυνομικών κρίνονται ως ικανοποιητικές (π.χ. Νέα Υόρκη), η εκτίμηση ότι οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν αντιστοιχούν στις οικονομικές απολαβές από την πλευρά των αστυνομικών αποτελεί παράγοντα που καθιστά τη διαφθορά μια ελκυστική επιλογή (“status problems”). Τέλος, η εμπλοκή των αστυνομικών με μέλη εγκληματικών οργανώσεων, η επιτυχής δράση των οποίων εξαρτάται από την κατάρτιση άτυπων συμβάσεων «συνεργασίας» με μέλη των διωκτικών αρχών, αποτελεί μόνιμο δέλεαρ και έναν σημαντικό παράγοντα που διευκολύνει την ανάπτυξη του φαινομένου (“association with lawbreakers/ contact with temptation”).
ΙΙ. «Μεταβλητοί» παράγοντες
Η έκταση του φαινομένου της αστυνομικής διαφθοράς τελεί σε συνάρτηση με ορισμένους παράγοντες, που εμφανίζουν διατοπικές και διαχρονικές διαφοροποιήσεις. Η δομή της κοινωνίας (“community structure”) αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς. Η επίδειξη ανοχής από την πλευρά των κοινωνών σε «μικρά» σκάνδαλα αστυνομικών οδηγεί στο να προσλαμβάνονται οι πράξεις διαφθοράς ως «νομιμοποιημένες». Ο βαθμός επιτήρησης της αστυνομίας από την εκάστοτε πολιτική εξουσία αποτελεί έναν βασικό παράγοντα που έχει αξιοποιηθεί ως ερμηνευτικό πλαίσιο των διαφοροποιήσεων που απαντούν ανάμεσα στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η πολιτική εποπτεία των διωκτικών είναι μικρότερη. Η διαφθορά τελεί επίσης σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε αστυνομικής οργάνωσης και ιδίως με τον τρόπο που τα μέλη της αντιλαμβάνονται τις έννοιες «επαγγελματική τιμή» και «περηφάνια». Επί παραδείγματι, ο ενστερνισμός δεοντολογικών αρχών και ο σεβασμός της ιεραρχίας αποτελούν «προστατευτικούς» παράγοντες για την ανάπτυξη του φαινομένου (“organizational characteristics”). Στο αντίθετο αποτέλεσμα οδηγεί η ισχύς ανενεργών νομικών διατάξεων, που προβλέπουν υποχρεώσεις τους πολίτες που δεν γίνονται συστηματικά σεβαστές (ιδίως στις περιπτώσεις των «εγκλημάτων χωρίς θύμα»). Εν προκειμένω, η «ανυπακοή» στο νόμο προσφέρει περισσότερες πιθανότητες άντλησης κύρους και εκτίμησης για την αστυνομία από την πλευρά των πολιτών (“legal opportunities for corruption”).
Σημαντικός παράγοντας που επιτρέπει την ανάπτυξη του φαινομένου είναι η παντελής απουσία ή η υπολειτουργία μηχανισμών ελέγχου της αστυνομικής δράσης (“corruption controls”). Η διάρκεια και η επανάληψη πράξεων διαφθοράς από τους ίδιους επαγγελματίες αυξάνει τις πιθανότητες «στοχοποίησής» τους από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς (“the social organization of police corruption activities”). Τέλος, στους μεταβλητούς παράγοντες συγκαταλέγεται ο «ηθικός κυνισμός» (“moral cynicism”), δηλαδή η υιοθέτηση μιας αμιγώς διεκπεραιωτικής λογικής των αστυνομικών καθηκόντων, η αντίληψη του μάταιου ως προς την νομότυπη συμπεριφορά και η γενικότερη απαισιοδοξία απέναντι στους στόχους του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Επίλογος
Ύστερα από τη συστηματική επισκόπηση της αγγλόφωνης επιστημονικής εργογραφίας αναφορικά με το φαινόμενο της διαφθοράς των διωκτικών αρχών, ο Tim Newburn κατέληξε στην αναγνώριση δεκατριών (13) επιμέρους παραγόντων που ευνοούν την ανάπτυξη του φαινομένου και καθορίζουν τα επίπεδα εκδήλωσής του. Με αυτό τον τρόπο, διατύπωσε θεωρητικές παραδοχές που δεν δρουν επιρρωτικά στην αποκαλούμενη ως «θεωρία του σάπιου μήλου», βάσει της οποίας τα σχετικά περιστατικά είναι μεμονωμένα, αλλά ανέδειξε τους λόγους που η διαφθορά αποτελεί ενδημικό χαρακτηριστικό της αστυνομικής οργάνωσης. Η ανάλυσή του αναφέρεται κατά κύριο λόγο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στο Ηνωμένο Βασίλειο, διατυπώνοντας παρά ταύτα αξιώματα τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν ως θεωρητικό πλαίσιο εμπειρικών διερευνήσεων στα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Αλεξιάδης Σ., Εγκληματολογία, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011
Βιδάλη Σ., Αστυνομία – Έλεγχος του εγκλήματος και ανθρώπινα δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012
Δημόπουλος Χ., Αστυνομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007
Dixon D., Law in policing – Legal regulation and police practices, Oxford University Press, Oxford, 1997
Goldstein H., Police corruption – A perspective on its nature and control, Police Foundation, Washington, 1975
Κουράκης Ν., Σπινέλλη Κ., Ζαγούρα Π. (επιμ.), Διαφάνεια και αντιλήψεις για τη διαφθορά, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2012
Newburn T., Understanding and preventing police corruption: Lessons from the literature, Home Office, London, 1999
Πανούσης Γ. (επιμ.), Αντιλήψεις για τη διαφθορά από παράγοντες του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2010
Punch M., Police corruption and its prevention, European Journal on Criminal Policy and Research 3/2000, σ. 301-324
Punch M., Police corruption: Deviance, accountability and reform in policing, Willan, Devon, 2009
Racasens A., The control of police powers, European Journal on Criminal Policy and Research 3/2000, σ. 247-269
Reiner R., The politics of police, Oxford University Press, Oxford-New York, 2010
Sherman L., Police corruption – A sociological perspective, New York, 1974
Στεργιούλης Ευ., Κοινωνιολογία της αστυνομίας, Παπαζήσης, Αθήνα, 2008