του Διονύση Χιόνη,
Δικηγόρου – Εγκληματολόγυυ
και της Γεωργίας Τζίφα,
φοιτήτριας Νομικής Αθηνών
«Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη.[…] Όταν ξέρεις ότι ο ίδιος έχεις το δίκιο με το μέρος σου, απλά δεν ανησυχείς. Εγώ κοιτάζω να τα έχω καλά πρώτα με τη συνείδησή μου και έπειτα με οποιονδήποτε άλλον.»
Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν ο μικρότερος γιος μίας τετραμελούς οικογένειας από τη Θάσο. Ο πατέρας του, Δημήτρης, εργαζόταν ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Κεραμωτής, απέναντι από το νησί, ενώ η μητέρα του, Μαρία, ήταν νοικοκυρά. Η μεγαλύτερη αδελφή του, Ερμιόνη, έπασχε από σχιζοφρένεια. Όπως δήλωσε αργότερα ο δράστης, η ασθένεια της αδελφής του είχε επιβαρύνει αρκετά την οικογένεια: «Η αδελφή μου Ερμιόνη, ή Έμμυ, στην Α΄ Λυκείου έπεσε σε μία βαριάς μορφής σχιζοφρένεια […] Έκανε θεραπεία με φάρμακα συστηματικά […] Σ’ ένα σημείο δημιούργησε ένα χρόνιο πρόβλημα επιβίωσης ανάμεσα στην οικογένεια […] Αλλά δεν την έκλειναν σε ίδρυμα. Ο βασικός λόγος είναι ότι δεν ήθελαν να γίνει γνωστή η ασθένειά της […] Επειδή στο χωριό οι γείτονες την έβλεπαν σε αυτήν την κατάσταση, πίστευαν ότι έπαιρνε ναρκωτικά, δεν ήξεραν ότι το παιδί ήταν σχιζοφρενές […] Οι γονείς μου είχαν απομονωθεί κοινωνικά, λόγω του προβλήματος της αδελφής μου […] Ο πατέρας, για να μπορέσει να την υποφέρει, αναγκάζεται να παίρνει και αυτός λίγα από τα δικά της ψυχοφάρμακα […] Η μητέρα δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει από το να υπομένει όλη αυτήν την κατάσταση και βέβαια την κοινωνική απομόνωση και πολλές καταστάσεις βίας μέσα στο σπίτι».
Ο Θεόφιλος, ένας νέος άνδρας χαμηλών τόνων, όχι πολύ κοινωνικός, αλλά υψηλής νοημοσύνης, σύμφωνα με γνωστούς και συγγενείς της οικογένειας, σπούδαζε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης. Οι συγχωριανοί και συμφοιτητές του τον θεωρούσαν ως ένα «απομονωμένο παιδί» που «δεν ενοχλούσε κανέναν». «Το μοναδικό ίσως πάθος του ήταν […] η κλασσική μουσική», προτιμούσε να μένει μόνος του, «φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, δε μιλούσε σε πολλούς ανθρώπους, έγραφε πολλά ποιήματα και ζωγράφιζε». Σύμφωνα με γείτονές του στη Θεσσαλονίκη, συνήθιζε να περπατά «σαν κάποιος να τον κυνηγούσε, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Τον ακούγαμε να μιλά μόνος του στο διαμέρισμά του και άλλοτε να κλαίει και να βρίζει». Ο πατέρας του, πάντως, έχοντας παρατηρήσει κάποια προβλήματα στη συμπεριφορά του, φαίνεται πως είχε ζητήσει από τον αδελφό του, Βασίλη, να πείσει τον ανιψιό του να δεχθεί να επισκεφθεί ψυχίατρο, κάτι που τελικά, δυστυχώς, δεν έγινε.
Τέλη Μαΐου του 1996 απασχολούσε την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης μια περίεργη υπόθεση, καθώς την ίδια ημέρα εξαφανίστηκαν πέντε μέλη της οικογένειας του Θεόφιλου Σεχίδη: ο 55χρονος πατέρας του Δημήτρης, η 48χρονη μητέρα του Μαρία, η 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, η 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα. καθώς και ο 58χρονος θείος του, αδελφός του πατέρα του, Βασίλης Σεχίδης. Η σύζυγος του τελευταίου, Ελένη Σεχίδη, μόνιμη κάτοικος Βελγίου, δήλωσε στις ελληνικές αστυνομικές αρχές ότι ο σύζυγός της δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της από τις 19 Μαΐου.
Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας κλήθηκε να καταθέσει κι ο Θεόφιλος Σεχίδης, που ισχυριζόταν, όπως είχε πει και στη θεία του, πως ο μεν θείος του είχε μεταβεί στην Ιταλία, τα δε υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του στη Γερμανία, στην οποία επρόκειτο να εγκατασταθούν μόνιμα. Τελικά, μετά από μέρες και πολλαπλές καταθέσεις, ο Θεόφιλος Σεχίδης «έσπασε» κι ομολόγησε πως στις 19 και στις 20 Μαΐου είχε σκοτώσει τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και το θείο του και είχε πετάξει τα τεμαχισμένα πτώματά τους σε χωματερή της Καβάλας. Ο λόγος; «Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου ‘λεγαν την αλήθεια».
Σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ο Θεόφιλος Σεχίδης προσπάθησε, από την πλευρά του, να εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν στο έγκλημα: «Κάποια μέρα, κρυφακούγοντας για την κατάσταση της αδελφής μου, άκουσα να λένε οι γονείς μου ότι δεν είμαι παιδί της μητέρας μου. Ότι δηλαδή, ο πατέρας μου με είχε κάνει με κάποια άλλη γυναίκα και, στη συνέχεια, μεγάλωσα στη οικογένεια ως παιδί των γονιών που γνώρισα […] Μόλις τα άκουσα όλα αυτά, καταλαβαίνεις πώς ένιωσα [...] Εγώ αμέσως τους είπα φυσικά ότι είχα ακούσει τη συζήτησή τους, ξέρω πλέον ότι δεν είμαι παιδί της μητέρας μου και ότι θέλω να με πάτε στην πραγματική μου μητέρα […] Μου το ξέκοψαν από την αρχή και μου είπαν πως, αν γινόταν αυτό, το γεγονός θα διέλυε εντελώς την οικογένεια […] Εγώ όμως επέμενα. Πέρασε ένας χρόνος με συνεχείς καβγάδες να με πείσουν ν’ αφήσω το θέμα στην άκρη. Ύστερα από ενάμιση χρόνο, κι επειδή εγώ επέμενα […] αποφάσισαν να το γυρίσουν και να μου πουν ότι δήθεν εγώ είχα ακούσει λάθος και ούτε λίγο ούτε πολύ προσπάθησαν να με βγάλουν τρελό [...] Η κατάσταση συνεχιζόταν μέχρι που άρχισαν να φέρνουν το θείο μου από το εξωτερικό. Γιατί οι ίδιοι μου ασκούσαν βία με τα λόγια, αλλά επειδή εγώ επέμενα, ήθελαν να μου ασκηθεί σωματική βία. Ο πατέρας μου […] έφερνε το θείο μου. Τον είχε σαν μπράβο. Είχε έρθει 3-4 φορές ο θείος μου. Με απειλούσε πάντα. Μια φορά πιαστήκαμε[ …] Τα τέσσερα αυτά χρόνια αυτό γινόταν, οπότε φτάνουμε στην τελευταία περίπτωση, τον περασμένο Μάιο, που ξέρω ότι ήρθαν συνωμοτώντας να με βγάλουν από τη μέση, αφού εγώ επέμενα […] Είχαν το στίγμα από το πρόβλημα της αδελφής μου, εάν προστίθετο και το δικό μου, θα ήταν καταστροφή. Θα αποδεικνυόταν ότι ο πατέρας μου, ο ατσαλάκωτος διευθυντής του σχολείου στη ζωή του ήταν ένας βρώμικος άνθρωπος».
Ο πρώτος φόνος έλαβε χώρα στις 19 Μαΐου. Όπως διευκρίνισε ο δράστης: «Λίγες μέρες πριν γίνει το κακό, 3-4 μέρες νομίζω, βρισκόμουν […] στην Κομοτηνή, όταν ξαφνικά, χωρίς να τους περιμένω, έρχονται ο πατέρας μου με τον θείο μου. Έρχονται δήθεν για να πάρουν το αυτοκίνητο του πατέρα μου που το είχα εγώ. Εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα να δω το θείο μου ένα, ενάμιση χρόνο […]. Μου είπαν πως μόλις φθάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε. Μου είπαν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε. […] Κι έτσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στο Λιμένα. Όταν ξημέρωσε […] κάποια στιγμή ο θείος μου λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο». Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Θεόφιλος Σεχίδης κατά την πρώτη εξέταση στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, η συζήτηση εξελίχθηκε σε λογομαχία και στη συνέχεια, σε συμπλοκή. «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι». Κατόπιν, ο δράστης επέστρεψε στο σπίτι του, όπου και έμεινε μόνος, όχι όμως για πολύ. Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε ο πατέρας του: «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά, του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι». Ακολούθησαν η μητέρα και η αδελφή του: «Κρατούσε και αυτή (η μητέρα του) μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι […] και της έκοψα το λαιμό με το μαχαίρι». Με τον ίδιο τρόπο ομολόγησε ότι σκότωσε στη συνέχεια την αδελφή του Ερμιόνη.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης περνά τη νύχτα στο σπίτι του, με τα πτώματα των συγγενών του. Από ορισμένα μάλιστα από αυτά αφαίρεσε υλικό από τον εγκέφαλο και το τοποθέτησε στο ψυγείο, για μεταγενέστερη μελέτη, όπως υποστήριξε αργότερα. Το επόμενο πρωί, η ανυποψίαστη γιαγιά του, Ερμιόνη Καλαμάρα, επισκέπτεται την κατοικία. Τότε, όπως υποστήριξε ο δράστης, «άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ, τη σκότωσα».
Την ίδια ημέρα, αποφάσισε να εξαφανίσει τα πτώματα: Τα τεμάχισε, τα έβαλε σε σακκούλες σκουπιδιών και μετέφερε με το αυτοκίνητό του τις σακκούλες σε χωματερή του δήμου Καβάλας, μεταξύ της Νέας Καρβάλης και της Κεραμωτής, όπου και τις απέρριψε. Μόνο το πτώμα του θείου του βρέθηκε τελικά από την Αστυνομία. Όπως ήταν αναμενόμενο κρίθηκε προφυλακιστέος, σύμφωνα με την ορολογία εκείνης της εποχής, μέχρι να οδηγηθεί στο ακροατήριο.
Η δίκη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπεράσπισης, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν θέλησε να διορίσει ο ίδιος συνήγορο. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος δήλωσε κατά την απολογία του πως δεν μετανιώνει για τίποτε και επανέλαβε πως λόγος της πράξης του ήταν το γεγονός ότι δεν του αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική του μητέρα. Η υπεράσπιση, από την πλευρά της δήλωσε αδυναμία να υπερασπίσει τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι εκείνος αρνούνταν τη συνεργασία.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, οι Γ. Καπρίνης, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Χ. Σκαρόπουλος, ψυχίατρος, οι οποίοι επί πέντε μήνες είχαν παρακολουθήσει τον Θεόφιλο Σεχίδη και είχαν συντάξει σχετική πραγματογνωμοσύνη. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσαν οι δύο ψυχίατροι κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο: «Ο Θεόφιλος Σεχίδης πάσχει από σχιζοτυπική διαταραχή, αλλά δεν είναι σχιζοφρενής. Θα μπορούσε να αναπτύξει σχιζοφρένεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη […] Στην περίπτωσή του είχε μειωμένες αντιστάσεις στην ιδέα διάπραξης των εγκλημάτων. Πάντως, δε χρήζει θεραπευτικής αγωγής. Στις συζητήσεις που κάναμε μας είπε ότι είχε τη γνώμη πως είναι νόθο παιδί, και γι’ αυτό ήθελε να τους εξοντώσει […] Η οικογένεια Σεχίδη είχε πολλές ιδιομορφίες και ο Θεόφιλος διαβίωσε σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες».
Το Δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη (ομόφωνα) ένοχο για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της περιύβρισης νεκρού, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής και το επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Κατά της απόφασης αυτής ο καταδικασθείς άσκησε έφεση, την οποία ένα έτος αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1998, την απέσυρε, επειδή την είχε ασκήσει, όπως ανέφερε, μετά από πίεση του δικηγόρου του κι έτσι η υπόθεση της πενταπλής ανθρωποκτονίας της Θάσου έκλεισε οριστικά κι αμετάκλητα.
Τα πρωτοφανή αυτά εγκλήματα, ιδωμένα αποστασιοποιημένα πια, δημιουργούν μια σειρά εύλογων και σημαντικών ερωτημάτων σε τρία επίπεδα, τα οποία αφορούν στο άτομό του, στην οικογένειά του και στην κοινωνία εν γένει:
Α) Τελικά ήταν ή όχι ψυχασθενής;
Β) Η οικογένειά του γνώριζε την κατάστασή του, δεδομένης και της νόσου της αδελφής του;
Γ) Επιβεβαιώθηκε το στερεότυπο του (ψυχασθενή) εγκληματία;
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες οι τρόποι, με τους οποίους προσέγγισαν το θέμα οι - ανήκοντες σε διαφορετικά πεδία – επιστήμονες, τόσο σε επίπεδο περιπτωσιολογικής ανάλυσης, όσο και γενικότερης τοποθέτησης σχετικά με τα αναφυόμενα ζητήματα.
Α) Ως προς την ψυχική νόσο του Σεχίδη, πριν την διενέργεια δικαστικής πραγματογνωμοσύνης ο ψυχίατρος Μανώλης Μυλωνάκης σημείωσε: «πιθανολογούμε ότι ο δολοφόνος της Θάσου είναι ψυχικά άρρωστος, γιατί σκότωσε πρόσωπα, κατά κανόνα, αγαπητά και σεβαστά. Γιατί συνόδευσε την ομολογία των πράξεών του με γέλια. Γιατί η εξήγηση των πράξεών του ήταν η φράση ‘για να τους λυτρώσω από την ασθένειά τους. Γιατί και η νεκρή αδελφή του φέρεται να έχει νοσηλευθεί για ψυχική νόσο. Η ψυχική νόσος του δράστη είναι μια παρανοειδής ψύχωση, πιθανότατα σχιζοφρενικού χαρακτήρα. Η υψηλή νοημοσύνη, και η κάθε επιπέδου νοημοσύνη, δεν μπορεί να αποκλείσει την ανατολή και την εξέλιξη μιας ψυχικής νόσου. Η κινητήρια δύναμη της ανθρωποκτονίας είναι ο άρρωστος ιδεασμός του δράστη. Δηλαδή, η παραγωγή των ιδεών πραγματοποιείται στο μυαλό με τρόπο νοσηρό, με αποτέλεσμα να πιστεύει, και μάλιστα ακράδαντα, σαν πραγματικά τα δημιουργήματα της άρρωστης σκέψης του. Ότι δηλαδή τον υπονομεύουν ή ότι του κλέβουν τη σκέψη ή του υποβάλλουν σκέψεις ή ότι ετοιμάζονται να τον εξοντώσουν ή… Ο άρρωστος δολοφόνος της Θάσου, δηλώνοντας ότι σκότωσε τους δικούς του για να τους σώσει, εξέφρασε πιθανότατα το παραλήρημα του Σωτήρα.»
Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης τοποθετήθηκε τον πρώτο καιρό μετά τη διάπραξη των ανθρωποκτονιών και έθιξε εύστοχα ορισμένες λεπτές πτυχές της υπόθεσης: «Αυτή η πρόσφατη ‘πατρο-μητρο-αδελφο-συγγενο-κτονία’ συγκεντρώνει και συγκεφαλαιώνει όλα τα στοιχεία μιας ανθρωποθυσίας, με στόχο την εξαφάνιση του ‘οίκου’ και του ‘γένους’ ταυτόχρονα. Ολική κάθαρση. Ο δράστης -πέραν των όποιων χαρακτηριστικών απόκλισης εκ του ‘φυσιολογικού’- αποφάσισε να ‘μείνει μόνος’ (γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο τελευταίος επιζών είναι πάντοτε και ο πρώτος ύποπτος). Στην περίπτωση αυτή, σίγουρα συναντάμε ψυχο-πάθεια. Η κοινωνιο-πάθεια, όμως, μιας κλειστής οικογένειας (που ούτε καν τον ψυχοπαθή δεν διακρίνει) πότε θα μας απασχολήσει;»
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, ήταν μια γνωμάτευση του ακτινολόγου-ειδικού νευρακτινολόγου Χρ. Παπαγιάννη, η οποία είχε γίνει στις 2 Ιουνίου 1992 σε αξονική τομογραφία του εγκεφάλου του Σεχίδη και παρουσίαζε ότι στον εγκέφαλό του υπήρχαν ευρήματα που παρέπεμπαν σε εγκεφαλικές ανωμαλίες. Η γνωμάτευση αυτή δεν έπεισε το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση περί του ότι οι εγκεφαλικές ανωμαλίες του Σεχίδη επηρέασαν καταλυτικά την ικανότητά του προς καταλογισμό.
Γενικότερα, το επιχείρημα των γενετικών ανωμαλιών έχει επιστρατευτεί πολλές φορές από τους συνηγόρους υπεράσπισης σε διάφορες δίκες και σε διάφορα δικαιικά συστήματα τόσο στην Ευρώπη, όσο και πέρα από τον Ατλαντικό, αλλά η προσπάθεια αναβίωσης της λομπροζιανής θεώρησης απορρίπτεται σταθερά ως τώρα. Στη χώρα μας για να διαπιστωθεί αν ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχική ασθένεια, η οποία επηρέασε την ικανότητά του προς καταλογισμό, διατάσσεται η διεξαγωγή ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αλλά σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Τελικά το δικάσαν Δικαστήριο δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο Σεχίδης ήταν πλήρως ικανός για καταλογισμό. Παρόλα αυτά οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες μετά τη μεταφορά του Σεχίδη στις φυλακές Κομοτηνής. Λίγο πριν το Σεπτέμβρη του 1997 μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό για ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς παρουσίασε ψυχολογικές διαταραχές και δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Η γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, στην οποία υποβλήθηκε, έδειξε «εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά». Επομένως, λάμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι προφανώς ο Σεχίδης δεν θα μπορούσε να περιγραφεί ως απόλυτα ψυχικά υγιής, αλλά η κατάστασή του δεν άγγιζε την ανικανότητα (έστω μερική) προς καταλογισμό.
Β) Η οικογένειά του, κατά πως φαίνεται, γνώριζε μέσες άκρες την προβληματική κατάσταση του γιου, αλλά δεν επεδίωξε την αντιμετώπισή της, πιθανότατα αφενός λόγω του φόβου του κοινωνικού στιγματισμού κι αφετέρου λόγω της ενασχόλησής της με τη δυσμενέστερη και σοβαρότερη κατάσταση της κόρης.
Οι εφημερίδες αμέσως μετά το έγκλημα φιλοξένησαν την άποψη του ψυχιάτρου Γιάννη Κούρου, η οποία αξίζει να παρατεθεί: «Το πρόβλημα σε όλα τα ακραία εγκλήματα αυτού του είδους, έχει να κάνει με την ανεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας και το φόβο του στιγματισμού. Η παθητικότητα και η υπερβολική ανοχή της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει ίσως να διαφοροποιείται σε ό,τι αφορά τέτοιου είδους παθολογίες, οι οποίες φαίνονται σ’ ένα μικρότερο βαθμό από χρόνια, πριν εκδηλώσουν μια μεγαλύτερη παθολογία. Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει για άλλη μια φορά στην περίπτωση του 24χρονου Θεόφιλου Σεχίδη και αποδείχτηκε με τον πιο τραγικό τρόπο, είναι ότι το οικογενειακό περιβάλλον, η ίδια η οικογένεια, οι φίλοι, η γειτονιά δεν έχουν αντιδράσει καθόλου, τόσα χρόνια που εξελισσόταν μια παθολογία. Η παθολογία αυτού του είδους μπορεί να εμφανιστεί με διαφορετικές μορφές. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός ήταν: Θέλουν το κακό μου, με μισούν, με καταδιώκουν, θα με σκοτώσουν. Τους προλαβαίνω και τους σκοτώνω εγώ.»
Ένας άλλος ψυχίατρος, ο Μανώλης Μυλωνάκης προσφέροντας μια διαφορετική οπτική του θέματος υποστήριξε ότι ο άρρωστος δολοφόνος δεν είχε οδηγηθεί εγκαίρως στην ψυχιατρική και στις φροντίδες της, γιατί είτε δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν οι τραγικοί γονείς του το νοσηρό της προηγούμενης συμπεριφοράς του, είτε γιατί δεν μπόρεσαν να αντέξουν τις ψυχικές συνέπειες αυτής της πραγματικότητας και την αρνήθηκαν μέχρι το τέλος τους. Οι γονείς του Σεχίδη προφανώς ασχολήθηκαν κυρίως με τις σπουδές του. Η εξαφάνιση των θυμάτων δεν κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον των φίλων και γειτόνων, γιατί πιθανότατα λειτούργησε η παθητικότητα, χαρακτηριστικό των σημερινών Ελλήνων, η οποία μετατρέπει σε έναν ακόμη νεοελληνικό μύθο τις αρετές τις περιλάλητης τοπικής κοινωνίας.
Έτσι, ο Σεχίδης έμεινε ως προς το ζήτημα της υγείας του αβοήθητος, βιώνοντας, ενίοτε κι επιδικώκοντας, έναν ιδιότυπο κοινωνικό αποκλεισμό, με αποτέλεσμα η κατάστασή του να χειροτερεύσει, παρά την γενικότερη πρόοδό του, με την εισαγωγή και τη φοίτησή του στη Νομική Σχολή.
Γ) Με μια προσεκτική ματιά στα δεδομένα της υπόθεσης, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο Σεχίδης δεν πληρούσε τις προδιαγραφές του στερεοτυπικού εγκληματία, καθώς ήταν ευκατάστατος, με μεγάλη οικογενειακή περιουσία, δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις αρχές με παραβατική συμπεριφορά, διέθετε μόρφωση υψηλού επιπέδου, ως τριτοετής φοιτητής Νομικής κι είχε κουλτούρα που δεν θα ταίριαζε σε καμία περίπτωση στο στερεότυπο του εγκληματία, αφού άκουγε κλασική μουσική, ζωγράφιζε, διάβαζε λογοτεχνία, κλπ. Επιπλέον, πρέπει εμφατικά να σημειωθεί ότι η όποια ψυχική νόσος του δεν (πρέπει να) συνδέεται με το μύθο του ψυχασθενή εγκληματία και ενδεχομένως η μόνη περιοχή των χαρακτηριστικών του που εφάπτεται με το στερεότυπο του εγκληματία να είναι το διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, που δεν αφορά μεν διαζευγμένους γονείς ή την άσκηση βίας από τους γονείς ή τα αδέλφια, αλλά έχει να κάνει δε με οικογενειακή διαβίωση σε υψηλά επίπεδα έντασης, εν μέσω διενέξεων και αντιπαραθέσεων, χωρίς την απαραίτητη θαλπωρή και τον ψυχικό δεσμό μεταξύ των μελών της.
Όμως, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές, η μόρφωση ή η πνευματική καλλιέργεια δεν αποτελεί από μόνη της την ασφαλιστική δικλίδα για να αποφευχθεί η εκδήλωση ακραίας βίας. Όπως ο καθηγητής Νέστωρ Κουράκης επεσήμανε μέσω του τύπου: «πολλές φορές η μόρφωση δρα κατασταλτικά στην προδιάθεση της βίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως την καταπνίγει κιόλας. Αν παραμείνει ισχυρή και εκδηλωθεί, τότε ο δράστης ενός αποτρόπαιου εγκλήματος που είναι ευφυής μπορεί να εγκληματήσει αγριότερα. Ποτέ ένας αγράμματος και αμόρφωτος δεν θα σκεφθεί να αφαιρέσει το δέρμα για να εξαφανίσει τα δακτυλικά αποτυπώματα του θύματος. Αυτό προϋποθέτει υψηλή νοημοσύνη!»
Η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Φ. Τσαλίκογλου εκτίμησε μεταξύ άλλων: «τα κίνητρα της πράξης θα μείνουν θαμμένα στα ερέβη του ταραγμένου νου. Οι πολύπλοκες διαδρομές που ο ταραγμένος αυτός νους διένυσε από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του καταχθόνιου σχεδίου μέχρι την έσχατη στιγμή της εκτέλεσής του, ανήκουν εσαεί στην ιστορία του δράστη. Και αυτή την ιστορία μόνο ως πλαστογράφος και μυθοπλάστης θα μπορέσει ο ειδικός να την αφηγηθεί. Ναι, πράγματι, είναι ένα ανατριχιαστικό έγκλημα. Ναι, πράγματι, ορισμένες εκφάνσεις της ψυχικής ασθένειας, όπως είναι το διωκτικό παραλήρημα της σχιζοφρένειας, μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Όμως, υπάρχει ένα μεγάλο ‘όμως’, που οφείλουμε ακόμα μια φορά να τονίσουμε. Τα αποτρόπαια εγκλήματα με δράστες ψυχικά ασθενή άτομα είναι σπάνια. Πολύ πιο σπάνια από ό,τι νομίζουμε. Είναι σπάνια και εξαιρετικά, όσο και αν το αδηφάγο βλέμμα της δημοσιότητας πέφτει σαν κοράκι πάνω τους για να τα αξιοποιήσει. Να τα μετατρέψει σε θέαμα, άξιο προσοχής, μεταφέροντας χιλιάδες περιττές λεπτομέρειες του εγκλήματος, που έντεχνα υποδαυλίζουν την έλξη της φρίκης. Το σκηνικό, όμως, δεν είναι αθώο. Ένα παραπλανητικό στερεότυπο για μία ακόμη φορά ενδυναμώνεται: Η τρέλα συμβαδίζει με την επικινδυνότητα. Η ψυχική νόσος είναι ικανή από μόνη της να οδηγήσει το πλέον ειδεχθές έγκλημα. Στην πλάνη αυτή οφείλουμε να αντισταθούμε.»
Δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τα αμέσως παραπάνω, καθώς τα στατιστικά δεδομένα συστηματικά καταρρίπτουν τον κατασκευασμένο μύθο του σχιζοφρενούς δολοφόνου, καθώς το μερίδιο των εγκληματιών επί του συνόλου των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας είναι ελάχιστο και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προβληματίσει ή πολύ περισσότερο να λειτουργήσει στιγματιστικά.
Η υπόθεση Σεχίδη σηματοδοτεί ίσως την πιο στυγερή αλληλουχία ανθρωποκτονιών που έχει συμβεί στην Ελλάδα, δεδομένων των χαρακτηριστικών του δράστη και της στενής συγγένειας του με τα θύματα, του ιδιαίτερα σκληρού τρόπου διάπραξης των εγκλημάτων, της προσπάθειας του εξαφανίσει τα πτώματα και της αμφισβητούμενης ψυχικής ισορροπίας του. Όλες αυτές οι παράμετροι καθιστούν τις πράξεις του μια sui generis κατηγορία στα ελληνικά εγκληματικά χρονικά.
Όπως έγραψε ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός:
«Ζητώντας για τη φυλακή Μπαχ και Μότσαρτ και μόνο βιβλία, πολλά βιβλία, ο Σεχίδης μπαίνει σε εκείνη την κατηγορία των δολοφόνων που τόσο «ενέπνεαν» τους συγγραφείς στις αρχές του αιώνα. Ελπίζω αυτή η υπόθεση που με τάραξε να μη γίνει κι αυτή μια ακόμα μέτρια ελληνική ταινία, σαν αυτές που γυρίζονται με βάση ανάλογα περιστατικά. Χρειάζεται ένας Ντοστογιέβσκι της πένας ή του σελιλόιντ, για να μπορέσει να μην προδώσει την πολυπλοκότητα αυτής της υπόθεσης».
ΠΗΓΕΣ
Περιοδικό Μax, τεύχος Φεβρουαρίου 1997
(συνέντευξη)
Εφημερίδες:
Τα Νεα, 10 & 20 Αυγούστου 1996
Έθνος, 10 & 12 Αυγούστου 1996
Απογευματινή, 13 Αυγούστου 1996
Ελευθεροτυπία, 21 Ιουνίου 1997
Το Βήμα, 29 Μαρτίου 1998