ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Τεύχος 22 - Ιούνιος 2012
Εκτύπωση
Αποστολή
Μέγεθος γραμμάτων
Το "αίσθημα αδυναμίας" των ηλικιωμένων και ο φόβος του εγκλήματος της Χρυσούλας Παπακυργιάκη,
αποφοίτου ΠΜΣ Εγκληματολογίας Παντείου Παν/μίου
Ο φόβος του Εγκλήματος
Το έγκλημα έλκει τη προσοχή των ανθρώπων με τρόπο που λίγα άλλα πράγματα μπορούν, επειδή εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη φύση και τις πηγές των ανθρωπίνων κινήτρων, την ‘ατυχία’ των θυμάτων, την ικανότητα του κράτους να διατηρεί την κοινωνική τάξη, και, τελικά, την παρουσία ή απουσία της δικαιοσύνης στις ανθρώπινες υποθέσεις (Warr, 2000). Ο φόβος του εγκλήματος θεωρείτο μία από τις συνέπειες του εγκλήματος, στην οποία η εγκληματολογική έρευνα του 19ου αιώνα δεν έδωσε μεγάλη προσοχή, κάτι που άλλαξε ελάχιστα στις αρχές του 20ου αιώνα (το ίδιο). Το 1967, η Επιτροπή για την Επιβολή του Νόμου και Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης (President Commission on Law Enforcement and Administration of Justice), παρουσίασε μια σύντομη αλλά ξεκάθαρη παρατήρηση: «Η πιο επιβλαβής συνέπεια του βίαιου εγκλήματος είναι ο φόβος, και αυτός ο φόβος δεν μπορεί να υποτιμηθεί» (Ζαραφωνίτου, 2002, Ζαραφωνίτου, 2004). Αυτή η δήλωση άλλαξε την πορεία της εγκληματολογικής σκέψης με τρόπο που επηρέασε σημαντικά την επιστημονική έρευνα στα χρόνια που ακολούθησαν. Τη δεκαετία του 1960, πολλοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι το πρόβλημα του εγκλήματος επισκιαζόταν από το πρόβλημα του φόβου του εγκλήματος (Ζαραφωνίτου, 2002). Οι πολίτες εκλάμβαναν το έγκλημα ως πιο συχνό φαινόμενο απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα, και συνεπώς βίωναν αισθήματα φόβου, που ήταν σαφώς δυσανάλογα από τον πραγματικό κίνδυνο (Heath, 1984). Έκτοτε, το θέμα του φόβου του εγκλήματος είναι ένα από τα σημαντικότερα και πιο διαδεδομένα ερευνητικά ζητήματα.
Καθώς η έρευνα επί του θέματος βαδίζει στην πέμπτη δεκαετία της, είναι αξιοπρόσεκτη η επίμονη εμφάνιση των παρακάτω αντιφάσεων (Ζαραφωνίτου, 2006): πρώτον, οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ότι κινδυνεύουν, ενώ είναι λιγότερο πιθανό να πέσουν θύμα κάποιου εγκλήματος, συγκριτικά με κάποιες άλλες ομάδες, και, δεύτερον, η θυματοποίηση και οι επίσημες στατιστικές εγκλήματος, δε σχετίζονται, παρά ελάχιστα με τον ίδιο το φόβο (Jackson, 2009). Ο Taylor (1995) υποστηρίζει ότι ο φόβος του εγκλήματος μπορεί να αποτελέσει μια «μεταφορά» για τις ραγδαίες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στη σημερινή κοινωνία (Pantazis, 2000, σ. 417). Αρκετοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι το έγκλημα και ο κίνδυνος για αυτό έχουν συνδεθεί άρρηκτα, στο ευρύ κοινό, με θέματα κοινωνικής σταθερότητας, ηθικά ζητήματα, διαδικασίες ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου, που όλα μαζί σμιλεύουν την εικόνα της ασφάλειας ή μη σε μια περιοχή (Jackson, 2009, σ. 366). Έτσι, όχι μόνο αυτά τα ζητήματα παράγουν πληροφορίες για τον κίνδυνο και το ρίσκο και γεννούν μια αίσθηση ανασφάλειας και δυσπιστίας προς το γύρω περιβάλλον, αλλά πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις «φόβος» και «έγκλημα» για να εκφράσουν την ανησυχία τους για την κατάρρευση της τάξης στη γειτονιά τους και την απώλεια των ηθικών αρχών (Girling et al, 2000, στον Jackson, 2009). Βρετανικές έρευνες (Home Office 1989, σ. 12) υποστηρίζουν ότι ο φόβος του εγκλήματος είναι απόλυτα αρνητικός, όταν οδηγεί σε αισθήματα απελπισίας (hopelessness) ή τρόμου, κάτι που μπορεί να επιδράσει μη-παραγωγικά στη λήψη μέτρων πρόληψης και προστασίας (Wynne, 2008, σ. 12).
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τέσσερις θεωρητικές οπτικές έχουν συσχετιστεί με το φόβο του εγκλήματος. Η θεωρία της Συμβολικής Αλληλεπίδρασης είναι μια θεωρητική οπτική που επιλέχθηκε από το Ferraro (1995) για την προσέγγιση του φόβου του εγκλήματος και σύμφωνα με την οποία, οι πληροφορίες που λαμβάνουν τα άτομα είναι ένας συνδυασμός τόσο γεγονότων όσο και απόψεων. Ο συνδυασμός αυτός διαμορφώνει τις τελικές επιδράσεις σε ατομικό επίπεδο. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι σίγουροι ότι θα θυματοποιηθούν αλλά μπορούν να σχηματίζουν υποκειμενικές απόψεις και κρίσεις που συνδέονται με τον φόβο του εγκλήματος. Η προσλαμβανόμενη απειλή και το προσλαμβανόμενο ή υποκειμενικό ρίσκο μαρτυρούν ότι οι αντιδράσεις των ανθρώπων δεν είναι ‘αντικειμενικές’. Το προσλαμβανόμενο ρίσκο συνδέεται, επιπρόσθετα, με την αναπαράσταση του εγκλήματος και αυτό ενδέχεται να εξηγεί τη δημιουργία του φόβου (βλ. ενδεικτικά Ζαραφωνίτου & Μαντόγλου, 2000, Τσαλίκογλου, 1987).
Ένα σώμα ερευνών στον τομέα της γνωστικής ψυχολογίας (βλ. ενδεικτικά Lichtestein et al., 1978 & 1987), υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος τείνει να υπερβάλλει όσον αφορά το ρίσκο για σπάνια θανατηφόρα περιστατικά (όπως για παράδειγμα θάνατος από πλημμύρα, φωτιά, δολοφονία, ατυχήματα), ενώ παραλλήλως υποβαθμίζει το ρίσκο των συχνότερων θανατηφόρων περιστατικών (όπως είναι η καρδιακή προσβολή ή ο καρκίνος). Οι Slovic, Fischhoff & Lichtenstein (1982, στο Warr, 2000, σ. 465), αποδίδουν αυτό το λάθος σε εσφαλμένη κρίση, η οποία προκύπτει από την τάση των ατόμων να αξιολογούν την συχνότητα των γεγονότων από την ικανότητα να τους να παραμένουν στη μνήμη μας και να μπορούν να γίνουν αντικείμενα φαντασίας (Tversky & Kahneman, 1982, στον Warr, 2000, σ. 465). Επιπλέον, η “Cultivation Thesis”, σύμφωνα με τους Gerbner et al. (1977), φέρνει στο προσκήνιο την επίδραση των ΜΜΕ στη γέννηση του φόβου του εγκλήματος. Εξαιτίας της υπερβολικής έκθεσης των εγκλημάτων από τα ΜΜΕ και των όλο και συχνότερα εμφανιζόμενων σημαδιών «αταξίας», το έγκλημα παρουσιάζεται ως εμφανές, ζωντανό και αρκετά πιθανό να συμβεί στο καθένα- κάτι που είναι δύσκολο να ελεγχθεί και φέρει δραματικές επιπτώσεις (Jackson, 2009, σ. 367, Ζαραφωνίτου, 2004, σ. 260-261). Αυτή η προσλαμβανόμενη ευαισθησία, το συναίσθημα δηλαδή ότι κάποιος ή κάποια ομάδα είναι πιθανό να αποτελέσει στόχο για τον εγκληματία, το συναίσθημα ότι οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές και το συναίσθημα ότι δεν υπάρχει έλεγχος, ενδέχεται να επηρεάσει ανομοιογενώς τις διάφορες ομάδες του πληθυσμού, κάτι που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή αλλά και στη κατανομή του φόβου του εγκλήματος (Jackson, 2009, σελ. 367).
Τέλος, το μοντέλο της «Υποπολιτισμικής Πολυμορφίας» (“Sub-cultural Diversity Model”) υποστηρίζει ότι ο φόβος του εγκλήματος είναι αποτέλεσμα του να ζει κανείς σε γειτονιές με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η συμπεριφορά και οι τρόποι δράσης των ατόμων που ανήκουν σε άλλη κουλτούρα είναι δύσκολο να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας και υιοθέτησης και παράγουν φόβο (Covington & Taylor, 1991). Πολλοί έχουν βρει συσχέτιση, λοιπόν, μεταξύ της εθνικής διαφορετικότητας και του φόβου του εγκλήματος (Moeller, 1989).
Η έννοια του Ευάλωτου
Οι Skogan & Maxfield (1981) πρώτοι εισήγαγαν την έννοια του ευάλωτου (Killias & Clerici, 2000). Η Perloff (1983, σ. 43) ορίζει το ευάλωτο ως «..την αίσθηση ότι κάποιος είναι ευαίσθητος στα αρνητικά μελλοντικά αποτελέσματα και απροστάτευτος από τον κίνδυνο ή κάποια ατυχία (misfortune)» ( στο Jackson, 2009, σ. 369). Το παραπάνω συνοδεύεται και από συναισθήματα άγχους και φόβου. Ο Hale υποστήριξε ότι οποιοδήποτε μοντέλο επιχειρήσει να εξηγήσει τον φόβο του εγκλήματος είναι σημαντικό να συμπεριλάβει την έννοια του ευάλωτου. Αυτή η έννοια, έχει να κάνει με τους ανθρώπους που νιώθουν ανήμποροι να προστατέψουν τον εαυτό τους, είτε επειδή δεν μπορούν να τρέξουν γρήγορα, είτε επειδή είναι σωματικά δυνατοί, είτε επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να προστατέψουν την κατοικία τους, είτε επειδή θα τους έπαιρνε παραπάνω από το μέσο χρόνο, για να επιβιώσουν από τις υλικές ή τις σωματικές συνέπειες που ακολουθούν μια εγκληματικής θυματοποίησης. Τρείς ομάδες έχουν αναγνωριστεί ως οι πιο ευάλωτες: οι γυναίκες, οι φτωχοί και οι ηλικιωμένοι (Hale, 1996, σ. 95). Ο Killias (1990) υποστήριξε ότι υπάρχουν σωματικές, κοινωνικές και καταστασιακές διαστάσεις της έννοιας του ευάλωτου, οι οποίες με τη σειρά τους συνδέονται με τις εξής διαστάσεις- κλειδιά του κινδύνου θυματοποίησης: έκθεση σε μεγάλο ρίσκο, απώλεια ελέγχου, και σοβαρότητα των συνεπειών. Για παράδειγμα, σοβαρότερες συνέπειες είναι αναμενόμενες από τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους και από τα άτομα με κακή κατάσταση υγείας (Killias, 1990). Αναφορικά με το ευάλωτο, που αποτελεί σημαντική έννοια και στην παρούσα εργασία, παλαιότερες έρευνες εξήγαγαν τα παρακάτω αποτελέσματα (Killias & Clerici, 2000): αρχικά, η έννοια του ευάλωτου βοηθά ιδιαίτερα στην εξήγηση των δυσανάλογων επιπέδων φόβου ανάμεσα σε γυναίκες και ηλικιωμένους. Επίσης, η σωματική διάπλαση, η κατάσταση υγείας και η πεποίθηση ότι κάποιος δεν έχει ικανότητα αυτοάμυνας, φάνηκαν να σχετίζονται με ανησυχίες σχετικά με τα εγκλήματα βίας (British Crime Survey, 1994).
Ο παράγοντας «ηλικία»
Αναφορικά με τον φόβο του εγκλήματος, η ηλικία είναι ένας παράγοντας που ναι μεν έχει μελετηθεί αλλά οι θυματολογικές έρευνες είχαν αφήσει στο περιθώριο για αρκετά χρόνια την ομάδα των ηλικιωμένων εξαιτίας των μικρών ποσοστών θυματοποίησής της (Heap, 2008, σ. 3). Επιπλέον, πολλές έρευνες έδειχναν ότι το ποσοστό θυματοποίησης των ηλικιωμένων ατόμων παρέμενε σταθερό, σε αντίθεση με την υπόλοιπη μερίδα του πληθυσμού που τα ποσοστά θυματοποίησής τους όλο και αυξάνονταν (το ίδιο). Από την άλλη πλευρά, αρκετές έρευνες έχουν αναφερθεί στο παράδοξο οι ηλικιωμένοι πολίτες, παρά τα χαμηλά ποσοστά της θυματοποιήσής τους, να δηλώνουν μεγαλύτερο φόβο εγκλήματος από την υπόλοιπη μερίδα του πληθυσμού (Clarke, 1984, Pain, 1997). Το παραπάνω παράδοξο έχει εξηγηθεί με διάφορους τρόπους: ο Skogan (1976) υποστηρίζει ότι οι ηλικιωμένοι βγαίνουν ελάχιστα από το σπίτι τους, αλλά ενδέχεται, όταν τελικά θα βγουν να αντιμετωπίζουν πράγματι μεγαλύτερο κίνδυνο θυματοποίησης (Cohn et al., 1976, σ. 1). Οι O’Keefe & Reid-Nash (1985) στην έρευνα τους υποστήριξαν ότι η ομάδα των ηλικιωμένων είναι η λιγότερο πιθανή ομάδα να τραυματιστεί από επίθεση, και εάν αυτό τελικά συμβεί, η σοβαρότητα των τραυμάτων δεν θα είναι σοβαρότερη από αυτή του υπόλοιπου πληθυσμού. Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας τους, οι ηλικιωμένοι ήταν λιγότερο πιθανό να προσπαθήσουν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ακόμη και με παθητικό τρόπο, όπως είναι το να φωνάξουν για βοήθεια (Hochstedler, 1981, στους O’Keefe & Reid-Nash, 1985, σ. 2). Γιατί όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο; Σύμφωνα με τους συγγραφείς, οι προσλαμβανόμενες συνέπειες θυματοποίησης των ηλικιωμένων είναι υπερβολικά αρνητικές, κάτι που επηρεάζεται από την αίσθηση του ευάλωτου που νιώθουν, και με τη σειρά του, αυτό μειώνει την προσπάθεια τους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αφού πιστεύουν ότι δεν έχουν τον έλεγχο, δηλαδή δεν μπορούν να αμυνθούν αποτελεσματικά, δεν προσπαθούν εξαρχής, δείχνοντας μια παθητικότητα. Στην έρευνα από τη Louis Harris & Associates (1975), που μελέτησε τις πιθανές πηγές ανησυχίας για τα ηλικιωμένα άτομα, ο φόβος του εγκλήματος είναι πρώτος στην ιεραρχία, πάνω ακόμα και από την υγεία του ατόμου (Skogan, 1978, σελ. 2). Το αίσθημα του ευάλωτου, όπως ήδη είπαμε, επηρεάζει εκείνα τα άτομα που είναι αδύναμα (powerless) να αποτρέψουν την θυματοποίηση τους (Toseland, 1982, σ. 205). Εκείνοι που νιώθουν το μεγαλύτερο φόβο είναι οι λιγότερο ικανοί να προστατέψουν τον εαυτό τους από μια ενδεχόμενη θυματοποίηση. Παρόλο, λοιπόν, που οι ηλικιωμένοι είναι λιγότερο πιθανό να θυματοποιηθούν σε σύγκριση με τους νεότερους (Sundeen & Mathieu, 1976), το αίσθημα της αδυναμίας (powerlessness) και η έλλειψη της ικανότητας αυτοπροστασίας αυξάνουν τον φόβο τους (Toseland, 1982, σ. 205). Η κακή όραση, η απώλεια της ακοής τους, η μειωμένη (ενίοτε) πνευματική και αντανακλαστική ικανότητά τους, αυξάνει το αίσθημα του ευάλωτου (Butler, 1975 στο Stiles, Halim & Kaplan, 2003, σ. 236). Αυτό σημαίνει ότι η συνεχής επίγνωση του ευάλωτου και της φυσικής αδυναμίας των ηλικιωμένων, τους γεννά την ανάγκη να είναι πιο προσεκτικοί με το περιβάλλον τους, και άρα να προσέχουν περισσότερο στα στατιστικά του εγκλήματος και τα εγκλήματα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και ο φόβος τους για αυτό (Yin, 1985 στους Stiles et al., 2003, σ. 237). Επιπλέον, σύμφωνα με τους O’Keefe & Reid-Nash (1985), ο φόβος ότι κάποιος είναι αδύναμος να αποτρέψει μια ενδεχόμενη θυματοποίηση οδηγεί σε αποφευκτική συμπεριφορά, κάτι το οποίο μειώνει την πιθανότητα θυματοποίησης (το ίδιο).
Ο Skogan (1978) υποστήριξε ότι ο φόβος του εγκλήματος στην ομάδα των ηλικιωμένων ατόμων μπορεί να εξηγηθεί με τρία επιχειρήματα: το «γενεαλογικό επιχείρημα» (generational argument) υποστηρίζει ότι τα ηλικιωμένα άτομα έχουν ριζωμένες τις αναμνήσεις τους στο παρελθόν, με αποτέλεσμα το παρόν να τους φαίνεται «άβολο» και όχι τόσο οικείο, συγκριτικά με τις ημέρες της κοινωνικοποίησής τους στις βασικές αξίες της κοινωνίας. Τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο πολύ που τα άτομα αυτά νιώθουν «έξω από τις εξελίξεις» και όταν ερωτώνται εάν πιστεύουν ότι τα πράγματα τη σημερινή εποχή χειροτερεύουν σε σχέση με το παρελθόν, είναι πιο πιθανότερο να δώσουν καταφατική απάντηση (Skogan, 1978, Appendix, σ. 1-2) εξαιτίας των διαφορετικών αναπαραστάσεών τους. Το «φυσιολογικό επιχείρημα» (physiologicαl argument) υποστηρίζει ότι οι ηλικιωμένοι είναι περισσότερο επιρρεπείς σε φυσικούς τραυματισμούς, είναι πάντα πολύ προσεκτικοί με το περιβάλλον γύρω τους. Είναι, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, ένας μηχανισμός επιβίωσης, και ενώ ενδέχεται να κάνουν λάθος, δεν είναι διατεθειμένοι να υποστούν τις πιθανές συνέπειες με το να ρισκάρουν. Τέλος, το «βιολογικό επιχείρημα» υποστηρίζει ότι επειδή τα ηλικιωμένα άτομα βρίσκονται κοντά στον θάνατο, πολλοί από αυτούς έχουν έρθει αντιμέτωποι με την πιθανότητα της θνησιμότητάς τους. Σύμφωνα με τη Lindesay (1997), υπάρχουν κάποιοι σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν το φόβο του εγκλήματος στους ηλικιωμένους: επί παραδείγματι, η σωματική ευθραυστότητα και αδυναμία, η κοινωνική απομόνωση, ο τύπος της γειτονιάς και του κοινωνικού περιβάλλοντος (Baumer, 1985, Yin, 1982). Επιπλέον, αρκετοί ψυχολογικοί παράγοντες διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο προσλαμβανόμενο ρίσκο των ηλικιωμένων, όπως για παράδειγμα η κατάθλιψη και το άγχος που αποτελούν παράγοντες που μπορούν να αλλοιώσουν την αξιολόγηση και την κρίση των ατόμων, καθώς και εξαιτίας αυτών να νιώθουν πιο αδύναμοι από την πραγματικότητα ή από τον φόβο του εγκλήματος αμιγώς (Brillon, 1987). Η έρευνα της Lindesay (1987) έδειξε ότι τα ηλικιωμένα άτομα άνω των 65 ετών, που έπασχαν από κάποιο είδος φοβίας, όπως για παράδειγμα από αγοραφοβία, υψοφοβία κ.ά., και που η φοβία τους είχε εμφανιστεί σε αρκετά μεγάλη ηλικία, δήλωναν μεγαλύτερο φόβο εγκλήματος και θεωρούσαν το φόβο τους πιο δυσλειτουργικό για την ποιότητα ζωής τους από την ομάδα ελέγχου (Lindesay, 1987, σ. 82-83). Ακόμη, στην έρευνα των Beaulieu et al. (2007), φάνηκε ότι η ανησυχία του να περπατά κανείς μόνος τη ημέρα ή τη νύχτα στην γειτονιά, αυξανόταν με την ηλικία, ειδικά μετά τα 70 έτη (σ. 343).
Ο Skogan, συγκέντρωσε και παρουσίασε τους λόγους που η ομάδα των ηλικιωμένων παρουσιάζει έντονο φόβο του εγκλήματος, ανεξάρτητα με τα ποσοστά θυματοποίησης τους. Οι λόγοι που παρέθεσε είναι οι παρακάτω (Skogan, 1978, σ. 10-12): Οι ηλικιωμένοι σε σύγκριση με τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, έχουν χαμηλό εισόδημα και έτσι, δυσκολεύονται περισσότερο να αποκαταστήσουν τις υλικές ζημιές που θα τους προξενήσει μια διάρρηξη και να αποκαταστήσουν τη περιουσία τους. Οι ηλικιωμένοι είναι οι περισσότερο ευάλωτοι σωματικά. Έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να αναρρώσουν από σπασμένα οστά ή κατάγματα και σοβαρούς τραυματισμούς. Καθώς περνούν τα χρόνια, οι ηλικιωμένοι είναι πιθανότερο να ζουν μόνοι. Δεν έχουν κανένα να τους συνοδεύσει ή να τους φροντίσει εάν χτυπήσουν. Εκείνοι που ζουν μόνοι σε προχωρημένη ηλικία είναι κυρίως οι γυναίκες που είναι, ήδη, μια μερίδα του πληθυσμού με αυξημένα ποσοστά φόβου, επομένως η ηλικία επιβαρύνει ακόμη περισσότερο. Τέλος, οι ηλικιωμένοι εξαρτώνται περισσότερο από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ή είναι συγκεντρωμένοι σε οίκους ευγηρίας κάτι που μειώνει τον έλεγχο τους όσον αφορά την ασφάλεια του περιβάλλοντός τους. Η έρευνα των O’Keefe & Reid-Nash (1985, σ.14) έδειξε, ακόμη, ότι οι ηλικιωμένοι προσλαμβάνουν τον εαυτό τους ως λιγότερο ικανό να μάθει τρόπους να προστατεύει τον εαυτό του και το σπίτι τους. Αναφέρουν ότι νιώθουν λιγότερη αυτοπεποίθηση να προστατευτούν από το έγκλημα και να βοηθήσουν στην γενικότερη πρόληψη από αυτό. Το ενδιαφέρον για την λήψη προληπτικών μέτρων κατά του εγκλήματος είναι αρκετά μειωμένο και παραλλήλως, η αυτοπεποίθηση μειώνεται ραγδαία (το ίδιο, σ. 25, 32).
Το αίσθημα της αδυναμίας (Powerlessness)
Τo αίσθημα αδυναμίας ορίζεται ως «η πεποίθηση ή πιθανότητα από το άτομο ότι η συμπεριφορά του δεν μπορεί να καθορίσει τα αποτελέσματα που επιδιώκει» (Seeman, 1959, σ. 784). Στο 5ο Διεθνές Συνέδριο Νοσοκομειακής Διάγνωσης, το αίσθημα αδυναμίας (powerlessness) ορίστηκε ως «..η προσλαμβανόμενη απουσία ελέγχου πάνω σε μια τρέχουσα κατάσταση ή ένα ξαφνικό γεγονός από το υποκείμενο» (Boeing & Mongera, 1989, σ. 274). Το αίσθημα της προσλαμβανόμενης αδυναμίας έχει ως συγγενή όρο το αίσθημα της αβοηθησίας (helplessness) καθώς και τα δύο αναφέρονται σε τρείς έννοιες-κλειδιά: αρχικά, σε ένα περιβάλλον όπου ένα σημαντικό αποτέλεσμα είναι εκτός ελέγχου του υποκειμένου, δεύτερον, το άτομο μοιάζει να εγκαταλείπει την οποιαδήποτε προσπάθεια, και τρίτον, η πεποίθηση ότι καμία εθελούσια πράξη δεν θα ελέγξει το αποτέλεσμα (Seligman, 1978, εισαγωγή, σ. XVII). Είναι μια πεποίθηση του ατόμου, που έχει γενικευτεί σε πολλούς τομείς της ζωής του, ότι τα επιθυμητά αποτελέσματα καθορίζονται από «δυνάμεις» έξω από αυτό. Το άτομο πιστεύει ότι είναι αδύναμο να καταφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα ή να εκπληρώσει τους στόχους του. Με μια σφαιρική ματιά, τα άτομα που βιώνουν το αίσθημα της αδυναμίας (powerlessness) έχουν έλλειψη κινήτρου, συναισθήματα θυματοποίησης, μοιρολατρία, θυμό ή απάθεια (Boeing & Mongera, 1989, σ. 275). Αυτό το συναίσθημα μπορεί να πυροδοτηθεί όταν το άτομο βιώνει για κάποιο σεβαστό χρονικό διάστημα αδυναμία να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του, να εκτελέσει κάποιες καθημερινές του συνήθειες, να αναλάβει τις ευθύνες του ρόλου του. Κάποιοι, ακόμη, παράγοντες μπορούν να είναι η εξάρτηση του ατόμου από τους άλλους (φροντιστές ή συγγενείς), η έλλειψη προσωπικού χρόνου (privacy), η απουσία εξηγήσεων από το γύρω περιβάλλον για πράγματα που το άτομο θεωρεί ότι το αφορούν, και, τέλος, το να μην συμβουλεύεται κανείς πια το άτομο για κάποιο ζήτημα ή πρόβλημα του (Boeing & Mongera, 1989, σ. 275). Σύμφωνα με τον Seligman, το συναίσθημα αυτό αποτελεί μια κατάσταση κατά την οποία η εθελοντική μας δράση υπονομεύεται. Με λίγα λόγια, το άτομο φτάνει σε ένα σημείο όπου πιστεύει πλέον ότι η οποιαδήποτε δράση από μέρους του δεν θα ασκήσει κανένα έλεγχο στο αποτέλεσμα (Seligman, 1978, xxvii, εισαγωγή).
Το αίσθημα αδυναμίας σχετίζεται με το παράγοντα της ηλικίας. Σύμφωνα με την Pain, η έννοια αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση κατανόησης κάποιων φαινομένων που αφορούν τους ηλικιωμένους. Η γενικότερη κοινωνική, οικονομική και πολιτική περιθωριοποίηση, που τα ηλικιωμένα άτομα βιώνουν, ως συνέπεια της ηλικίας τους αποτελεί τη βάση για την μεταμόρφωση τους σε θύματα. Η έλλειψη δύναμης που βιώνουν, εντός και εκτός της οικίας τους, και το γεγονός ότι εξαρτώνται πολύ συχνά από νεώτερους σε ηλικία «φροντιστές» (Pain, 1997), ενδέχεται να τους οδηγήσει σε αισθήματα αδυναμίας. Στην έρευνα του Seeman (1967), φάνηκε μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του αισθήματος της προσλαμβανόμενης αδυναμίας και της κατάστασης υγείας (health status) των ηλικιωμένων. Στην έρευνα φάνηκε ότι, κάθε χρόνο, το αίσθημα αδυναμίας συνδεόταν όλο και περισσότερο με σωματικούς περιορισμούς και ψυχολογικά συμπτώματα (Seeman, 1967). Ακόμη, στην έρευνα των Choi & Kim (1996) παρατηρήθηκε ότι στη πλειοψηφία των ηλικιωμένων, το αίσθημα της αδυναμίας βιώνεται αναφορικά με το κοινωνικό δίκτυο του ατόμου και τον περιορισμό του ως ενεργό μέλος της κοινωνίας ή μιας κοινωνικής ομάδας. Με βάση την εν λόγω έρευνα, οι ηλικιωμένοι που νοσηλεύονται, συχνά, βιώνουν το αίσθημα της αδυναμίας αναφορικά με την απώλεια της φυσικής τους δύναμης (Choi & Kim, 1996).
Καταλήγοντας, είναι σημαντικό να αναφερθούμε σε κάποια σημεία πιθανής συσχέτισης των δύο εννοιών. Και οι δύο έννοιες συνδέονται με την αίσθηση του προσλαμβανόμενου ελέγχου: το άτομο που δεν έχει τον έλεγχο των γεγονότων της ζωής του νιώθει αδύναμο, και από την άλλη μια από τις έννοιες-κλειδιά του ευάλωτου είναι η απώλεια ελέγχου. Το ευάλωτο συνδέεται με τον φόβο εγκλήματος. Επιπλέον, και οι δύο έννοιες συνδέονται με τις κοινωνικές αναπαραστάσεις του ατόμου: η κοινωνική αναπαράσταση του εγκλήματος επηρεάζει το φόβο, και από την άλλη το αίσθημα της αδυναμίας συνδέεται με την κοινωνική αναπαράσταση του ελέγχου. Τέλος, οι δύο έννοιες έχουν παρόμοιες συνέπειες στο άτομο: ο Seligman αναφέρεται σε τρεις συνέπειες του αισθήματος αδυναμίας: μειωμένο κίνητρο, μειωμένη ικανότητα μάθησης και φόβο για το ανεξέλεγκτο. Οι συνέπειες αυτές αναφέρονται και στο φόβο του εγκλήματος.
Η παρούσα πιλοτική διερεύνηση μελέτησε τη σχέση του αισθήματος αδυναμίας με το φόβο του εγκλήματος στα ηλικιωμένα άτομα, μια σχέση που δεν έχει διερευνηθεί κατά το παρελθόν. Τα ερωτήματα που μας απασχόλησαν είναι εάν το αίσθημα αδυναμίας προκαλεί το φόβο του εγκλήματος στους ηλικιωμένους, και ακόμη, εάν το αίσθημα αδυναμίας διαφοροποιείται αναλόγως των δημογραφικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών του ατόμου.
Μεθοδολογία
Η επιλογή του δείγματος έγινε με την τεχνική της χιονοστιβάδας, εξαιτίας της δύσκολης πρόσβασης στο δείγμα-στόχο. Για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήθηκε δείγμα 30 ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω: 13 άτομα ήταν άνδρες και 17 γυναίκες. Οι περιοχές κατοικίας ήταν κυρίως Βόρεια Προάστια, Κέντρο και Δυτική Αττική. Όσον αφορά την οικογενειακή κατάσταση, η πλειονότητα του δείγματος ήταν έγγαμοι και ένα μικρό ποσοστό χήρων (20%). Το 53,3% των ατόμων είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το 36,6% τη πρωτοβάθμια και το 10% την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το εργαλείο χωρίστηκε σε δύο μέρη: το πρώτο μέρος αποτελείτο από το ερωτηματολόγιο για την κατάθλιψη και την «Κλίμακα των Mirowsky & Ross για το αίσθημα της αδυναμίας» και το δεύτερο μέρος αποτελείτο από ερωτήσεις για το φόβο του εγκλήματος τη σύνδεση του με το αίσθημα αδυναμίας.
Αποτελέσματα
Από την επεξεργασία των απαντήσεων, το δείγμα χωρίστηκε σε 4 ομάδες: τις ομάδες με αίσθημα αδυναμίας και υψηλό ή χαμηλό φόβο εγκλήματος αντίστοιχα, και τις ομάδες χωρίς αίσθημα αδυναμίας και υψηλό ή χαμηλό φόβο αντίστοιχα. Κατόπιν, πραγματοποιήθηκαν δύο συγκρίσεις μεταξύ των δύο υπο-ομάδων και μια τελική σύγκριση μεταξύ των ομάδων με έντονο φόβο εγκλήματος αλλά απουσία ή παρουσία αδυναμίας. Η σύγκριση των υπο-ομάδων με αίσθημα αδυναμίας αλλά με διαφορετικά επίπεδα φόβου δεν έδειξε σημαντικές διαφοροποιήσεις, παρά μόνο σε κάποια σημεία: Η ομάδα με φόβο εγκλήματος ανέφερε ότι δεν κυκλοφορεί στη γειτονιά της κατά 75%, η ομάδα χωρίς φόβο εγκλήματος ανέφερε ότι κυκλοφορεί στο 100%. Σημαντικός παράγοντας εξήγησης είναι η περιοχή κατοικίας, εφόσον η ομάδα με χαμηλά ποσοστά φόβου διέμενε σε περιοχές με χαμηλή εγκληματικότητα (Γέρακας, Μαρούσι). Η ομάδα με υψηλό ποσοστό φόβου, προτιμά να συνοδεύεται στο 87,5% του συνόλου της, σε αντίθεση με την ομάδα χωρίς φόβο που δεν ανέφερε κάτι τέτοιο. Ακόμη, η ομάδα με φόβο εγκλήματος, δήλωσε ότι νιώθει φόβο στο σπίτι στο 75%, η ομάδα χωρίς φόβο εγκλήματος δεν φοβάται καθόλου (0%). Η σημαντικότερη διαφορά παρατηρήθηκε στο εάν νιώθουν ικανοί αυτοάμυνας σε ενδεχόμενη επίθεση: η ομάδα με φόβο εγκλήματος κατά 100% δεν νιώθει ικανή, σε αντίθεση με την ομάδα χωρίς φόβο που ανέφερε μόλις στο 25% ότι δεν νιώθει ικανή να προστατευθεί. Η εξήγηση, εδώ, μπορεί να βρίσκεται στην ηλικία, καθώς η ομάδα με φόβο εγκλήματος είχε μέση ηλικία τα 69,2 έτη, και η ομάδα χωρίς φόβο τα 64. Ακόμη, μια διαφοροποίηση παρατηρείται και στη περιοχή κατοικίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Τέλος, στην ερώτηση εάν ως νεότεροι θα ένιωθαν ικανότεροι να αντιμετωπίσουν μια ενδεχόμενη θυματοποίηση, η ομάδα με φόβο εγκλήματος απάντησε θετικά κατά 50%, αλλά η ομάδα χωρίς φόβο εγκλήματος απάντησε θετικά στο 75%. Το παρόν εύρημα εξηγείται από το μεγαλύτερο ποσοστό κατάθλιψης που φάνηκε στην ομάδα με φόβο εγκλήματος (87,5%), καθώς αυτή συνδέεται με γενικότερη απαισιοδοξία και μειωμένη φαντασίωση του ατόμου.
Η δεύτερη σύγκριση, των υπο-ομάδων χωρίς αίσθημα αδυναμίας αλλά με διαφορετικά ποσοστά φόβου, έδειξε περισσότερες διαφοροποιήσεις στις απαντήσεις τους. Η διαφοροποίηση αυτή μας δείχνει την επίδραση του αισθήματος αδυναμίας (powerlessness), δηλαδή με την απουσία του οι διαφορές μεταξύ των ομάδων με και χωρίς φόβο είναι εντονότερες. Αυτό ίσως μας δείχνει ότι το αίσθημα αδυναμίας μειώνει τις διαφορές στα επίπεδα του φόβου του εγκλήματος, κάνοντας τα άτομα εν γένει πιο φοβισμένα. Επομένως, στην ομάδα χωρίς αίσθημα αδυναμίας αλλά υψηλό φόβο εγκλήματος, το 85,7% δεν κυκλοφορεί στη γειτονιά του τη νύχτα, σε αντίθεση με την ομάδα χωρίς φόβο, που κατά 100% κυκλοφορεί. Η εξήγηση, εδώ, είναι το φύλο (η πρώτη ομάδα αποτελείτο από γυναίκες στην πλειοψηφία της και η δεύτερη από άνδρες), και η ηλικία (η πρώτη ομάδα έχει μέση ηλικία τα 74,5 έτη). Επίσης, το 85,7% της ομάδας με υψηλά ποσοστά φόβου εγκλήματος, δεν νιώθει καθόλου ασφαλές στη γειτονιά του, ενώ η ομάδα με χαμηλό ποσοστό φόβου δεν ανέφερε κάτι τέτοιο. Το 100% του δείγματος με φόβο εγκλήματος, προτιμά να συνοδεύεται στις εξόδους του, σε αντίθεση με την ομάδα χωρίς φόβο, που ανέφερε κάτι τέτοιο μόλις στο 18,2%. Ένας παράγοντας εξήγησης είναι το φύλο. Ακόμη, όσον αφορά το φόβο εντός της οικίας, το 100% της ομάδας με υψηλά ποσοστά φόβου εγκλήματος, απαντά θετικά, σε αντίθεση με την άλλη ομάδα, που νιώθει φόβο στο 27,2% μόλις. Το παρόν εύρημα, θα μπορούσε να γίνει κατανοητό με βάση την οικογενειακή κατάσταση του δείγματος: η ομάδα με υψηλά ποσοστά φόβου εγκλήματος αποτελείτο και από χήρους. Η ομάδα με υψηλά ποσοστά φόβου, αναφέρει στο 14,2% ότι μια θυματοποίηση δεν αποφεύγεται, ενώ η ομάδα με χαμηλό φόβο το πιστεύει σε μεγαλύτερο ποσοστό (54,6%). Εδώ, αξίζει να αναφερθούμε στους O’Keefe et al. που μιλούν για μια γενικότερη ανεπάρκεια που νιώθουν οι ηλικιωμένοι να λάβουν μέτρα προστασίας.
Μια σημαντική διαφορά, φάνηκε στο εάν νιώθουν ικανοί να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Η ομάδα με αυξημένο φόβο εγκλήματος αναφέρει μόλις στο 14,2% ότι νιώθει ικανή, ενώ η ομάδα χωρίς φόβο νιώθει ικανή στο 63,6% του συνόλου της. Η εξήγηση και εδώ, ίσως να είναι το φύλο και η ηλικία. Τέλος, το 28,5% της ομάδας με φόβο εγκλήματος δεν νιώθει ικανό να λάβει οικονομικά μέτρα προστασίας, ενώ η ομάδα χωρίς φόβο δεν νιώθει οικονομικά ικανή κατά 54,6%. Η διαφορά ενδέχεται να εξηγείται από διαφορά στο οικονομικό status των ατόμων, όπως υποστηρίζει και η σχετική βιβλιογραφία (βλ. ενδεικτικά Ramsay, 1989).
Η τελική σύγκριση έγινε μεταξύ των ομάδων με φόβο εγκλήματος αλλά με απουσία/παρουσία αισθήματος αδυναμίας. Οι δύο ομάδες είχαν ίδιο σχεδόν πλήθος υποκειμένων και παρόμοια δημογραφικά χαρακτηριστικά, με μόνη διαφορά την ηλικία και την κατάθλιψη (η ομάδα με αίσθημα αδυναμίας και φόβο εγκλήματος). Τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας θεωρούν πως δε μπορούν να αποφύγουν μια ενδεχόμενη θυματοποίηση κατά 62,5%, σε αντίθεση με την ομάδα των «δυνατών», που μπορούν να το αποφύγουν κατά 85,7%. Το παρόν εύρημα είναι σύμφωνο με την έρευνα των Choi & Kim, όπου το αίσθημα αδυναμίας σε ηλικιωμένους σημαίνει απώλεια ελέγχου αλλά και φυσικής δύναμης, κάτι που αναφέρεται και στις διαστάσεις του ευάλωτου κατά Killias (1990), η απώλεια ελέγχου λοιπόν, είναι κοινός τόπος των δύο εννοιών και σε μια ομάδα, όμοια, ηλικιακά, θα αναμέναμε ανάλογα ποσοστά, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έγινε και ίσως βλέπουμε το ρόλο της αδυναμίας. Τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας θεωρούν πως δεν έχουν θυματοποιηθεί λόγω τύχης, στο 75%, σε σύγκριση με την ομάδα χωρίς αίσθημα αδυναμίας που το θεωρεί τυχαίο κατά 57%. Το συγκεκριμένο εύρημα εξηγείται από τον παράγοντα «αδυναμία», καθώς σύμφωνα με τον Liebow, τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας έχουν έντονη αίσθηση φαταλισμού (Tiffany & Tiffany, 1973). Επίσης, μεταξύ των ομάδων παρατηρήθηκε διαφορά στη λήψη μέτρων προστασίας: τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας είχαν λάβει μέτρα σε μικρότερο ποσοστό (37,5% δεν είχε λάβει), σε αντίθεση με την ομάδα χωρίς αίσθημα αδυναμίας, όπου μόλις το 14,2% δεν είχε λάβει. Το εύρημα αυτό συνάδει με την βιβλιογραφία σχετικά με το αίσθημα της αδυναμίας, όπου το άτομο δεν θα προβεί σε καμία πράξη προκειμένου να αλλάξει τη ροή των γεγονότων (Seligman). Αυτό σε συνδυασμό με τον ρόλο των ΜΜΕ στη ζωή των ηλικιωμένων, μας κάνουν να σκεφτούμε ότι εφόσον το έγκλημα παρουσιάζεται εκτός ελέγχου και το άτομο με αίσθημα αδυναμίας, δεν θα κάνει κάτι εφόσον δεν θα αλλάξει την παρούσα κατάσταση. Κάποιες διαφορές φάνηκαν και στο θέμα του φόβου καθαρά: τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας ανέφεραν ότι δεν νιώθουν ασφαλή στη γειτονιά τους (100% vs 85%) και ότι έχουν περιορίσει κατά πολύ τις καθημερινές τους συνήθειες (50% vs 25%). Ακόμη, η ομάδα των «αδύναμων» δεν νιώθει οικονομικά ικανή να λάβει μέτρα κατά 75%, ενώ η ομάδα των «δυνατών» απάντησε κάτι ανάλογο σε μικρότερο ποσοστό (28,5%). Η διαφορά ενδέχεται να οφείλεται σε διαφορές στο οικονομικό επίπεδο των ατόμων, κάτι που επίσης συνδέεται με το αίσθημα της αδυναμίας (Deepa, 2000). Η τελική σύγκριση μας δείχνει ότι οι διαφοροποιήσεις συνδέονται με το αίσθημα αδυναμίας, καθώς οι δύο ομάδες είναι δημογραφικά παρόμοιες.
Συζήτηση
Οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των ομάδων παρατηρήθηκαν στο θέμα του «ευάλωτου», όπου τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας (powerlessness) ένιωθαν πολύ περισσότερο ευάλωτα στο θέμα της αποφυγής μιας ενδεχόμενης θυματοποίησης. Παρόλο που οι δύο έννοιες θα μπορούσαν θεωρητικά να ταυτίζονται, παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στη μέχρι σήμερα βιβλιογραφία. Τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας, θεωρούν ότι δεν μπορούν να το αποφύγουν, ενώ η ομάδα με απουσία αισθήματος αδυναμίας, θεωρεί στην πλειονότητά της πως μπορεί να το αποφύγει. Το συγκεκριμένο εύρημα είναι σύμφωνο με την έρευνα των Choi & Kim (1996), σε ηλικιωμένους, η οποία έδειξε ότι η ομάδα αυτή του πληθυσμού σημασιοδοτεί το αίσθημα της προσλαμβανόμενης αδυναμίας με τις έννοιες: εξάρτηση, απόγνωση, φυσική αδυναμία, απαξία, και εγκατάλειψη (giving up). Φυσική αδυναμία σημαίνει ότι η ομάδα των ηλικιωμένων βιώνουν όχι απλώς το γήρας αλλά και μια σωματική αδυναμία και απώλεια της φυσικής τους λειτουργικότητας, κυρίως εξαιτίας σωματικών ασθενειών. Ας ξαναθυμηθούμε τις διαστάσεις του ευάλωτου, σύμφωνα με τον Killias (1990): α) ο κίνδυνος εμφάνισης ενός επικίνδυνου περιστατικού δεν είναι αμελητέος, β) η δυνατότητα άμυνας φαίνεται ανεπαρκής, γ) οι προβλεπόμενες συνέπειες είναι πολύ δυσάρεστες (Killias M., 1990, στη Ζαραφωνίτου Χ., 2007, σ. 39). Η φυσική αδυναμία και μάλιστα, η προσλαμβανόμενη αδυναμία, είναι μια κοινή έννοια-κλειδί και για το «ευάλωτο» και για το αίσθημα της αδυναμίας. Οι άλλες δύο διαστάσεις δεν μπορούν, εδώ, να αποτελέσουν επεξηγηματικούς παράγοντες της παρατηρούμενης διαφοράς, μιας και τα μέλη των ομάδων κατοικούν και σε περιοχές χαμηλής εγκληματικότητας (π.χ. Γέρακας) και επιπλέον, και οι δύο ομάδες ανέφεραν ως προσλαμβανόμενη συνέπεια το σωματικό τραύμα. Η διαφοροποίησή τους, επομένως, παρατηρείται στη φυσική αδυναμία, κάτι που σε μια ομοιογενή ομάδα (ως προς την ηλικιακή κατηγορία), θα έπρεπε να είναι σε ανάλογα ποσοστά, αλλά δεν είναι. Πιθανόν το αίσθημα αδυναμίας να έχει εδώ κάποιο ρόλο, ίσως επιβαρυντικό για το αίσθημα του ευάλωτου στο άτομο. Ακόμη, μια σημαντική διαφορά παρατηρείται στο θέμα της απουσίας παρελθοντικής θυματοποίησης: τα άτομα με αυξημένο αίσθημα αδυναμίας θεωρούν πως είναι θέμα τύχης (75%), σε σύγκριση με την ομάδα χωρίς αίσθημα αδυναμίας που το υποστηρίζει στο 57% . Το συγκεκριμένο εύρημα εξηγείται από τον παράγοντα αδυναμία, καθώς η τύχη, η απουσία προσωπικού ελέγχου και η τάση μοιρολατρίας είναι ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την «εικόνα» της προσλαμβανόμενης αδυναμίας. Οι μελέτες του Liebow για τα άτομα που βιώνουν το αίσθημα της αδυναμίας στην παρουσία ανεξέλεγκτων συμβάντων ή δυνάμεων, έδειξαν ότι τα άτομα αυτής της κοινωνικής τάξης αναπτύσσουν μια έντονη αίσθηση φαταλισμού και ή στη μοίρα για μελλοντικές αλλαγές στη ζωή τους (Tiffany & Tiffany, 1973, σ. 151). Σημαντικές διαφορές φάνηκαν και στο θέμα του φόβου καθαρά. Τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας ανέφεραν ότι δεν νιώθουν καθόλου ασφαλή στη γειτονιά τους, και έχουν περιορίσει κατά πολύ τις καθημερινές τους δραστηριότητες εξαιτίας του φόβου τους. Εδώ ας θυμηθούμε το διαχωρισμό μεταξύ πρόσληψης του κινδύνου (risk) και φόβου εγκλήματος, όπου ενώ το πρώτο αποτελεί μια γνωσιακή κατάσταση, ο φόβος είναι περισσότερο συναισθηματικής φύσεως (Sarnoff & Zimbarda, 1961). Οι συμμετέχοντες με αίσθημα αδυναμίας (powerlessness) φάνηκαν πιο φοβισμένοι. Η σύγκριση των δύο αυτών ομάδων μας δείχνει ότι οι διαφοροποιήσεις τους συνδέονται με το αίσθημα αδυναμίας, καθώς οι δύο ομάδες δημογραφικά ήταν παρόμοιες. Δεν θα ήταν επιστημονικά ορθό να πει κανείς ότι το αίσθημα της αδυναμίας αυξάνει τον φόβο του εγκλήματος αλλά σίγουρα, τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας είναι περισσότερο φοβισμένα και απαισιόδοξα συγκριτικά με τα άτομα χωρίς αίσθημα αδυναμίας. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι το αίσθημα της αδυναμίας (powerlessness) εντείνει τον φόβο του εγκλήματος στα ηλικιωμένα άτομα. Επίσης, μεταξύ των ομάδων παρατηρήθηκε διαφορά στη λήψη μέτρων προστασίας. Τα άτομα με αίσθημα αδυναμίας είχαν λάβει σε μικρότερο ποσοστό μέτρα ασφαλείας, και αυτά ήταν κυρίως οικονομικά. Τα άτομα της ομάδας με απουσία αισθήματος αδυναμίας είχαν λάβει σε μεγαλύτερο ποσοστό μέτρα για την προστασία τους (14,2% μονάχα δεν είχαν λάβει). Και οι δύο ομάδες είχαν αυξημένα ποσοστά φόβου, και σύμφωνα με την ευρωπαϊκή έρευνα θυματοποίησης του 2005 (EUICS report, 2005 στο Ζαραφωνίτου Χ., 2008, σ. 109-111), παρά τα υψηλά ποσοστά φόβου του εγκλήματος των Ελλήνων, σημειώθηκαν μικρά ποσοστά προσφυγής σε μέτρα αυτοπροστασίας, χαμηλότερα των ευρωπαϊκών μέσων όρων, και όσοι λαμβάνουν, σύμφωνα με την έρευνα, αυτά τα μέτρα θα είναι κάποια κλειδαριά ασφαλείας και όχι συναγερμός: κάτω από το 10% των Ελλήνων διαθέτει συναγερμό, σε αντίθεση με τις κλειδαριές που σημείωσαν ένα ποσοστό της τάξης του 50%. Πράγματι, και στην παρούσα έρευνα κάποια υποκείμενα του δείγματος ανέφεραν ότι δεν νιώθουν οικονομικά ικανοί αλλά και να ένιωθαν δεν θα λάμβαναν μέτρα των οποίων η αποτελεσματικότητα είναι αμφισβητήσιμη. Εφόσον, λοιπόν, είναι ένα είδος «τάσης» οι Έλληνες, παρά τον φόβο να μην λαμβάνουν ισχυρά μέτρα προστασίας, το γεγονός ότι η ομάδα με αίσθημα αδυναμίας έχει λάβει μέτρα σε διαφορετικό ποσοστό από την ομάδα χωρίς το αίσθημα αυτό, ίσως να εξηγείται και από την παρουσία του αισθήματος αυτού. Το γεγονός ότι η «αδύναμη» ομάδα έχει λάβει μέτρα σε μικρότερο ποσοστό, δεν αποτελεί αντίφαση αλλά επιβεβαίωση της παρούσας βιβλιογραφίας γύρω από το αίσθημα της αδυναμίας. Σύμφωνα με τον Seligman (1978), το αίσθημα της αδυναμίας περιορίζει το κίνητρό για εκδήλωση αμυντικών συμπεριφορών και δράσεων προς αποφυγήν μιας δυσάρεστης κατάστασης (σ. 32-33).
Ενδεχομένως το αίσθημα της Αδυναμίας να αποτελεί μία από τις διαστάσεις του ευάλωτου ή να επιβαρύνει το αίσθημα του ευάλωτου στο άτομο και έτσι να συνδέεται με το φόβο του εγκλήματος. Η παρούσα πιλοτική διερεύνηση επιχείρησε να δώσει μια πρώτη θετική εικόνα της μεταξύ τους σχέσης, με την ελπίδα της μελλοντικής ερευνητικής συνέχειας.
Ερευνητικοί περιορισμοί
Ένας από τους βασικούς περιορισμούς της διερεύνησης αυτής είναι ότι χρησιμοποιήθηκε μικρό δείγμα συμμετεχόντων (n=30), το οποίο περιορίζει την εξωτερική εγκυρότητα των αποτελεσμάτων και την δυνατότητα γενίκευσης. Ωστόσο, χαρακτηρίζεται ως πιλοτική και ως ένα έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Σύμφωνα με τον Σταλίκα, ένα ακόμη μειονέκτημα της συνέντευξης είναι ότι στο γραπτό λόγο ο ερευνητής δεν μπορεί να συμπεριλάβει τις εξωλεκτικές αντιδράσεις των συμμετεχόντων (Σταλίκας, 2005). Μια συνέντευξη με καταγραφή βίντεο μπορεί να δώσει μια πληρέστερη εικόνα. Στην παρούσα έρευνα δεν έγινε κάτι τέτοιο. Επιπλέον, ένας ακόμη περιορισμός της έρευνας είναι ότι το ερωτηματολόγιο της Κατάθλιψης (BDI) δεν χρησιμοποιήθηκε στο σύνολό του αλλά έγινε μια επιλογή κάποιων δηλώσεών του, για να δοθεί μια πρώτη εικόνα για την κατάθλιψη στο δείγμα των ηλικιωμένων. Ωστόσο η μερική χρήση του ερωτηματολογίου, ίσως είναι ένας βασικός περιορισμός σε ό,τι αφορά την κατάθλιψη στο δείγμα. Τέλος, ως τρόπος δειγματοληψίας χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της «χιονοστιβάδας». Βασικό μειονέκτημα του τρόπου αυτού δειγματοληψίας είναι ότι περιορίζεται η δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων της έρευνας.
Με βάση τους παραπάνω περιορισμούς η μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να διερευνήσει καλύτερα την σχέση του αισθήματος αδυναμίας και φόβου του εγκλήματος, λαμβάνοντας υπόψη και τα παραπάνω. Πρόκειται για μια σχέση που δεν έχει εξετασθεί στην ελληνική βιβλιογραφία και προσφέρεται για διεπιστημονική ερευνητική και θεωρητική μελέτη.
Βιβλιογραφία Beaulieu, M., Dube, M., Bergeron, C., Cousineau M.M., (2007), “Are elderly men worried about crime?” , Journal of Aging Studies, vol. 21:336-346. Boeing M. H. & Mongera C. O., (1989), “Powelessness in Critical Care Patients”, Dimensions of Critical Care Nursing, vol. 8(5): 274-279. Brillon Y., (1987), “Victimization and Fear of Crime among the elderly”, London: Butterworth Legal Pub. Choi Y.H. & Kim K.E.,(1996), “A Phenomenological Study for Hospitalized Elderly’s Powerlessness”, The Journal of Nurses Academic Society, vol. 26(1): 223-247. Clarke R., & Hough M., (1984), “Crime and Police Effectiveness”, Home Office Research Study No. 79, HMSO, London. Cohn E. S., (1976), “Fear of Control- the Effect of Age and Family Composition”, National Criminal Justice Reference Service (NCJRS.org), document no. 82432. Covington J., & Taylor, R.B. (1991), “Fear of crime in urban residential neighborhoods: implications of between- and within- neighborhood sources for current models”, Sociological Quartely, vol. 32: 231-249. Deepa N., (2000), “Poverty is Powerlessness and Voicelessness”, Finance & Development, 1/12/2000. Ferraro K. F. (1995), “Fear of Crime: Interpreting Victimization Risk”, Albany, NY: State University of New York Press. Hale, C., (1996), “Fear of Crime: a review of the Literature”, International Review of Victimology, vol. 4: 79-150. Heap V., (2008), “Criminal Victimisation of the Elderly: Have Rates of Crime against the elderly changed relative to overall crime rates?”, Internet Journal of Criminology- www.internetjournalofcriminology.comHeath L., (1984), “Impact of Newspaper Crime Reports on Fear of Crime: Multimethodological Investigation”, Journal of Personality and Social Psychology, vol. 47(2): 263-276. Jackson J., (2009), “A psychological perspective on Vulnerability in the Fear of Crime”, Psychology, Crime & Law, vol. 15(4): 365-390. Killias, M. & Clerici C., (2000), “Different Measures of Vulnerability in their Relation to Different Dimensions of Fear of Crime”, British Journal of Criminology, vol. 40(3): 437-450. Killias, M., (1990), “Vulnerability: towards a Better Understanding of a key variable in the genesis of Fear of Crime”, Violence and Victims, vol. 5: 261-271. Lichtenstein S., Slocic P., Fischhoff B., Layman M., Combs B., (1978) “Judged frequency of lethal events”, Journal of Experimental Psychology, vol. 4: 551-578. Lindesay J., (1997), “Phobic disorders and fear of crime in the elderly”, Aging & Mental Health, vol. 1(1): 81-85. Marsman M., (2007), “Fear of Crime: Trust in the Police, in Others and in Self”, Bachelor Thesis, Psychology, Faculty of Behavioral Sciences, University of Twente. Mirowsky J. & Ross C. E., (1986), “Social Patterns of Distress”, Annual Review of Sociology, vol. 12: 23-45. Moeller G. T., (1989), “Fear of Criminal Victimization: the effect of neighborhood racial composition”, Sociological Inquiry, vol. 59(2): 208-221. O’Keefe G.J., Reid-Nash K., (1985), “Fear of Crime and Crime Prevention Competence among the Elderly”, National Criminal Justice Reference Service (NCJRS.org), document no. 121404. Pain, R., (1997), “Old Age and Ageism in Urban Research: the case of Fear of Crime”, International Journal of Urban and Regional Research, vol. 21(1): 117-128. Pantazis C., (2000), “Fear of Crime, Vulnerability and Poverty”, British Journal of Criminology, vol. 40(3): 414-436. Ramsay M., (1989), “Downtown drinkers: the perceptions and fears of the public in a city centre”, Crime Prevention Unit Paper 19, London: HMSO. Sarnoff I., Zimbardo, P.G., (1961), “Anxiety, fear and social isolation”, The Journal of Abnormal and Social Psychology, vol. 62 (2), 356-363. Seeman, M. (1959), “On the meaning of alienation”, American Sociological Review, vol. 24: 783-791. Seeman, M., (1967), “Powerlessness and Knowledge: a Comparative Study of Alienation and Learning”, Sociometry, vol. 30(2): 105-123. Seligman, M., (1975), “Helplessness: on Development, Depression & Death”, New York: W. H. Freeman and Company. Skogan W., (1978), “The Fear of Crime Among the Elderly”, National Criminal Justice Reference Service (NCJRS.org), document no. 82425. Skogan W., (1986), “Fear of Crime and Neighborhood Change”, Crime & Justice, vol. 8: 203-229. Stiles, B., Halim, S. & Kaplam, H., (2003), “Fear of crime among individuals with Physical Limitations”, Criminal Justice Review, vol. 28(2): 232-253. Sundeen R. A., Mathieu J.T., (1976), “The Fear of Crime and its Consequences among elderly in three urban communities”, The Gerontologist, vol. 16(3): 211-219. Tiffany D. W. & Tiffany P. G., (1973), “Social Unrest: Powerlessness and/or Self-Direction?”, American Psychologist, February 1973: 151-154. Toseland R. W., (1982), “Fear of Crime: Who is Most Vulnerable?”, Journal of Criminal Justice, vol. 10: 199-209. Warr, M., (2000), “Fear of Crime in the United States: Avenues for Research and Policy”, Measurement and Analysis of Crime and Justice, vol. 4: 451-489. Wynne T., (2008), “An Investigation into the Fear of Crime: Is there a Link between the Fear of Crime and the Likelihood of Victimization?”, www.internetjournalofcriminology.comYin P., (1982), “Fear of Crime as a problem for the Elderly”, Social Problems, vol. 30(2): 240-245. Ζαραφωνίτου, Χ. & Μαντόγλου, Α., (2000), «Η κοινωνική αναπαράσταση του εγκλήματος και του εγκληματία», Αντεγκληματική Πολιτική II, (Κουράκης, Ν.-επιμ.), Αθήνα-Κομοτηνή: Α. Σάκκουλας. Ζαραφωνίτου, Χ., (2002), «Ο Φόβος του Εγκλήματος: Εγκληματολογικές Προσεγγίσεις και προβληματισμοί με βάση την εμπειρική διερεύνηση του φαινομένου στο κέντρο της Αθήνας», Αθήνα-Κομοτηνή : Α. Σάκκουλας. Ζαραφωνίτου, Χ., (2004), «Εμπειρική Εγκληματολογία», Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Ζαραφωνίτου, Χ., (2006), «Εγκληματολογικές προσεγγίσεις του φόβου του εγκλήματος και της (αν)ασφάλειας», στο Ποινική Δικαιοσύνη, τ.8-9, σ.σ.1031-1039. Ζαραφωνίτου, Χ., (2007), «(Αν)Ασφάλεια, Αντεγκληματική Πολιτική και Δικαιώματα του Ανθρώπου», Αθήνα-Κομοτηνή: Α. Σάκκουλας. Ζαραφωνίτου, Χ., (2008), «Τιμωρητικότητα: σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί», Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Σταλίκας, Α., (2005), «Μέθοδοι Έρευνας στην Ψυχολογία», Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Τσαλίκογλου, Φ., (1987), «Ο Μύθος του επικίνδυνου Ψυχασθενή: οι λειτουργίες μιας κοινωνικής κατασκευής», εκδ. Παπαζήσης.
|
|
| Emeritus Professor Calliope Spinellis
"Today, there are several well-qualified criminologists in Greece".
|
|
| Improving prison conditions in Greece
... by Nestor E. Courakis Professor of Criminology & Penology
Faculty of Law, University of Athens (GR)
"This editorial is dedicated to prisons and the Greek penal system since we believe it is the duty of any society to give priority to correctional topics and have as its main objective to improve prison conditions. How might this improvement be achieved, however?
...
With this issue we celebrate the English-language edition of the Greek electronic journal “The Art of Crime”. It would be trite to discuss here emotions such as elation and hope that of course are called for at a time like this. The overwhelming emotion, at least to me, is gratitude to the main protagonists of this first criminological electronic magazine in our country, i.e. to Fotios Spyropoulos and Dionysis Chionis ..."
διαβάστε περισσότερα... |
|
|
Innocent prisoners and deceived offenders
"punishing somebody who is innocent is a crime"
Have you ever considered what it would be like to be wrongly arrested by the authorities, detained on remand, and after a few months it was proved that you had been wrongly accused and had nothing to do with the case? The issue of wrongful remand of prisoners came to light again in Greece with the case of a young man from the greek island of Mytilene who was arrested and prosecuted for rape and attempted serial rape of 5 women...
διαβάστε περισσότερα... |
| |
Constantine Gardikas
Constantine Gardikas, the son of George Gardikas, Professor of Philosophy at the University of Athens, was born in the city of Patras in 1896. Constantine Gardikas developed into a prolific scientist with a solid classical education.
He studied law in Athens, and he continued his studies in Zurich and Geneva specializing in criminal law and criminology. He received his doctorate degree at the age of 22 and then started lecturing at the University of Geneva, Switzerland. ...
διαβάστε περισσότερα... |
|
Advice on the use of credit cards
"Plastic money" has replaced cash as the dominant method of payment in our everyday transactions.
We are familiar, therefore, with the use of credit cards, but how well do we know to protect ourselves from credit card fraud?
διαβάστε περισσότερα... |
|
| | Problems of reoffending of young detainees
Conclusions of the follow-up research of the Center for Penal and Criminological Research (University of Athens)
by Nestor E. Courakis Professor of Criminology University of Athens (GR)
This research was characterized as a follow-up because its main purpose was to discover first, what happened to Greek juvenile detainees with whom we had run interviews in the previous stage of the research (1993) ...
διαβάστε περισσότερα... |
|
“Asking people…” Interesting questions and even more interesting responses
The events that took place in late 2008, in Greece, in the state correctional facilities, the hunger strike of prisoners and the widespread violent protests concerning prison conditions didn’t leave us unaffected. So we found the opportunity to ask people’s opinion on this important issue. We take the recorder into the street ... and ask YOUR opinion:
"Do you believe there must be changes in the conditions of imprisonment in our country and if so, what should they be?”
διαβάστε περισσότερα... |
|
The profile of a famous greek criminal through the eye of a camera, the lyrics of a song and his autobiography
A book, a song, and a movie with the same protagonist…
Nikos Koemtzis, a famous Greek criminal who killed three people and stabbed seven more, all because he wanted to dance to a song he had "ordered" from the musicians in a music hall. He transferred the story of his life to a book. Dionysis Savvopoulos (a famous Greek singer-songwriter) read the book and turned it into a song. Pavlos Tassios (a well known Greek director) heard the song and made a film. And now we present a criminologist’s scientific analysis of this artistic triptych.
διαβάστε περισσότερα... |
|
A case study of a recidivist criminal
This is the interesting story of a recidivist criminal (Elias) who is incarcerated in a Greek prison. We managed to interview him, unattended, in late May 1999 in a special area in the guardhouse yard. The main topic of our conversation was his life story, the life of a young man through the prison bars…
διαβάστε περισσότερα... |
|
|
|