της Αναστασίας Σ. Σταθοπούλου,
δικηγόρου, LLM
***Το κείμενο που ακολουθεί εντάσσεται στο πλαίσιο της επαναληπτικής έρευνας που διεξήχθη από το Μάιο του 1999 έως τον Ιούνιο του 2000 από το Εργαστήριο Ποινικών κι Εγκληματολογικών Ερευνών με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή κ. Νέστορα Κουράκη.
Η ιστορία αυτή είναι ίσως η πιο λυπηρή που συναντήσαμε σ’ αυτήν την έρευνα.
Στην Κέρκυρα πήγα με ελάχιστες προοπτικές να τον συναντήσω. Είχα μόνο το στοιχείο πως από εκεί καταγόταν. Ξεκίνησα να βρω τον αδελφό του. Έψαξα σε δύο χωριά κοντά στην πρωτεύουσα. Στο δεύτερο που επισκέφτηκα ο κόσμος ήταν πολύ επιφυλακτικός. Οι Κερκυραίοι φίλοι μου που με βοήθησαν έκαναν κάποιες ερωτήσεις στους ντόπιους, οι οποίοι όμως δεν ήταν πρόθυμοι να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία. Καθώς ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, κάποιος από αυτούς μας φώναξε και μακριά από τους άλλους μας είπε πως ήξερε τον αδερφό του Παύλου, όμως μας συμβούλευσε να μην προσπαθήσουμε να τον εντοπίσουμε, γιατί ήταν πολύ νευρικός άνθρωπος, ιδιαίτερα δυσαρεστημένος με την ιστορία του αδελφού του και μάλλον θα μας έδιωχνε χωρίς αποτέλεσμα. Μας είπε πως ο άνθρωπος της έρευνας που ψάχνουμε ήταν σε ίδρυμα στην Αθήνα. Μας έδωσε όμως τη διεύθυνση του σπιτιού του.
Με αρκετή επιφύλαξη πήγα στο σπίτι του αδελφού του Παύλου (Μανώλης το όνομά του). Εκεί ήταν η σύζυγος του Μανώλη, η οποία με δέχτηκε με άνεση και θέλησε να μου πει κάποια πράγματα για την έρευνα, έχοντας όμως πάντα το φόβο μήπως έρθει ο σύζυγός της.
Η τελευταία φορά που είδαν τον Παύλο ήταν το 1994 ή το 1995, όπου ήρθε να τους επισκεφθεί, αλλά ήταν πολύ άρρωστος. Το οικογενειακό περιβάλλον, όπου μεγάλωσε δεν ήταν και το ιδανικότερο! Στην οικογένεια συνεχείς καυγάδες ανάμεσα στους γονείς. Όταν ήταν 8 - 10 χρονών ο πατέρας πέθαινε. Όμως η κατάσταση ήταν και παρέμεινε άσχημη. Όταν ήταν 6 χρονών συνέβη κάτι που του σημάδεψε τη ζωή. Οι γονείς είχαν τέσσερα παιδιά. Όλα ήταν κλεισμένα σε κάποιο ίδρυμα, προκειμένου να είναι ελεύθερα να δουλεύουν. Κάποιος, λοιπόν, θείος ο οποίος υποτίθεται πως κατά καιρούς πρόσεχε τα παιδιά, τον βίασε! Το γεγονός αυτό δεν το ξεπέρασε ποτέ. Βέβαια έγινε δίκη και ο βιαστής καταδικάστηκε. Αυτό, όμως, δεν άλλαξε τίποτα. Το άθλιο οικογενειακό περιβάλλον δεν μπόρεσε να επουλώσει αυτά τα ψυχικά τραύματα. Γενικά ήταν ήρεμος άνθρωπος, δεν δημιουργούσε προβλήματα. Είχε όμως σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα: π.χ. αν γάβγιζε κάποιος σκύλος, τον ενοχλούσε και ήθελε να τον θανατώσει κι άλλα παρόμοια. Κάποια στιγμή πήγε στην Αθήνα. Γύρισε αλλαγμένος. Άρχισε να κλέβει. Όμως, σύμφωνα πάντα με την νύφη του, δεν το ήθελε. Δεν θυμόταν τι έκανε. Έπαιρνε χάπια για τα νεύρα, τα οποία όμως χειροτέρευαν την κατάστασή του. Κανένας δεν του συμπαραστάθηκε. Μόνο ο αδελφός του. Η μικρή όμως κοινωνία του χωριού δεν μπορούσε να δεχτεί έναν τέτοιο άνθρωπο, γι’ αυτό και έφυγε. Χάθηκαν τα ίχνη του.
Σήμερα βρίσκεται στο ψυχιατρείο στη Λέρο. Κάποια στιγμή τον επισκέφτηκε εκεί η μητέρα του. Ήταν σε άθλια κατάσταση: χαμένα τα λογικά του και πρησμένος από τα φάρμακα! Θέλει να φύγει από εκεί. Κανείς, όμως δεν αναλαμβάνει να τον πάρει.
Πώς έφτασε αυτός ο νέος άνθρωπος εδώ; Ποιος πρέπει να αναλάβει αυτήν την ευθύνη; Είναι κρίμα!