"H εγκληματολογία στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει πολλή δουλειά, είναι όμως παροπλισμένη..."
Συνέντευξη
στον Κωνσταντίνο Πανάγο,
νομικό - εγκληματολόγο,
και την Αντωνία Καστρινάκη,
κοινωνική ανθρωπολόγο - εγκληματολόγο
1) Για ποιους λόγους επιλέξατε την ενασχόλησή σας με την επιστήμη της εγκληματολογίας;
Ήδη δίνοντας εξετάσεις στη Νομική είχα την εγκληματολογία στο μυαλό μου και η Νομική πάντα εθεωρείτο ότι σου ανοίγει ευρύ πεδίο επαγγελματικών δυνατοτήτων. Επίσης, πίστευα ότι η επαγγελματική αποκατάσταση θα ήταν ευκολότερη σ’ένα επάγγελμα με πολύ λιγότερους ειδικούς απ’ ό,τι δικηγόρους και δικαστές. Όταν εργαζόμουν ως ασκούμενη, η εμπειρία μου από τα δικηγορικά γραφεία λειτούργησε αποτρεπτικά στο να συνεχίσω τη δικηγορία. Το ίδιο και οι διηγήσεις φίλων. Η οικογένεια μου δεν είχε σχέση με τα νομικά, δεν είχα δηλαδή ένα επαγγελματικό περιβάλλον για να στηριχτώ προσωρινά και να ξεκινήσω. Επίσης, είχα αποκλείσει ευθύς εξαρχής το δικαστικό σώμα, διότι δεν ήθελα να αποφασίζω για υποθέσεις άλλων.
Τη δεκαετία του ’80 δεν παρείχετο στοιχειώδης επαγγελματικός προσανατολισμός στο σχολείο ή στο Πανεπιστήμιο. Η εγκληματολογία ήταν για μένα η διέξοδος από τις αυστηρές νομικές επιλογές, η οποία, υπέθετα, ότι θα διεύρυνε και τους πνευματικούς μου ορίζοντες. Και δεν διαψεύστηκα ως προς αυτό. Τελικά, με την πάροδο των χρόνων επένδυσα πολλή δουλειά για να την εγκαταλείψω.
WHO IS WHO |
|
Ονομα: Έφη
Επώνυμο: Λαμπροπούλου
Επάγγελμα–ιδιότητα: Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Αγαπημένες ταινίες:
"Φανή και Αλέξανδρος" του Ingmar Bergman, "Frances" του Graeme Clifford.
Αγαπημένο βιβλίο: Δεν είναι ένα, αγαπά πολλά βιβλία και συγγραφείς. Σε μια γρήγορη επιλογή "Το σχίσμα" του Στίβεν Ρανσισμαν, οι "Ακυβέρνητες πολιτείες" του Στρατή Τσίρκα" και το "Σαββατοκύριακο" του Μπερνχαντ Σλινκ.
Είδος μουσικής που προτιμά: Πολλά είδη, ροκ, country, κλασική συμφωνική, swing και blues, χωρίς διακρίσεις.
Αν δεν ήταν εγκληματολόγος θα ήταν: Θα ήθελε να έχει ασχοληθεί με την ιατρική ή με την ιστορία της τέχνης, τη δημοσιογραφία, ή και με σπουδές που έχουν σχέση με κατασκευές.
Στον ελεύθερο χρόνο της διασκεδάζει με: κινηματογράφο, χορό και εκθέσεις σύγχρονης τέχνης (ιδίως ζωγραφικής) |
2)
Ποια η εμπειρία σας από τις σπουδές σας στην αλλοδαπή; Ποιες ομοιότητες και διαφορές διαπιστώνετε εν συγκρίσει με το ελληνικό πανεπιστήμιο;
Εκτίμησα την ποιότητα των ελλήνων καθηγητών/τριών και πολλά απ’όσα είχα διδαχτεί και διαβάσει στη διάρκεια των νομικών σπουδών μου. Η ποιότητα των διδασκόντων ήταν πολύ καλή τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.
Όμως, ως προς τις κοινωνικές επιστήμες, ειδικά την κοινωνιολογία, tην ψυχολογία και την εγκληματολογία που με ενδιέφεραν, οι διαφορές ήταν μεγάλες, η απόσταση που έπρεπε να διανύσει κάποιος Έλληνας ήταν μακρύς και δύσκολος. Η εμπειρική έρευνα ήταν συστατικό στοιχείο των πανεπιστημιακών σχολών και της πολιτικής του γερμανικού κράτους. Αν και πάντα οι θετικές επιστήμες είχαν την πρωτεύουσα θέση στην έρευνα, δεν παραμελούνταν οι κοινωνικές. Η έρευνα εθεωρείτο αναγκαία, τόσο για την πρόοδο της ίδιας της επιστήμης όσο και για τη χρήση των αποτελεσμάτων της. Κι ενισχυόταν από ιδιωτικούς φορείς και ιδρύματα, για δικούς τους βέβαια λόγους, αλλά πάντως ενισχυόταν, π.χ. η Volkswagen χρηματοδότησε 2 χιλ. έρευνες στην κοινωνιολογία του δικαίου τη δεκαετία του ’90. Τα ανακύπτοντα κοινωνικά προβλήματα δεν αντιμετωπίζονταν με τις απόψεις και μόνο τις απόψεις του πολιτικού, κάποιου ειδικού ή σχετικού ατόμου ή συμβούλου.
Ως προς την εκπαιδευτική διαδικασία οι φοιτητές έχουν έντονο αίσθημα ευθύνης απέναντι στις σπουδές τους και τους εαυτούς τους. Παρακολουθούν τα μαθήματα συστηματικά, με συνέπεια, και οι εξεταστικές περίοδοι δεν είναι απεριόριστες. Εργάζονται από κοινού σε ομάδες, διαβάζουν στις διακοπές και πολλές ώρες στη βιβλιοθήκη, οι οποίες στα βόρεια κρατίδια παρέμεναν ανοικτές και τις Κυριακές μέχρι τις 10μ.μ. Τώρα, οι περισσότερες Πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες λειτουργούν όλο το 24ωρο. Νομική, ιατρική, φυσική και κοινωνιολογία ήταν δύσκολες σχολές. Στο Bielefeld που οι σπουδές κοινωνιολογίας ήταν πολύ δύσκολες, υπήρχαν φοιτητές/τριες που έπαιρναν πτυχίο στο 14ο εξάμηνο από το πλήθος και τη δυσκολία των εργασιών που είχαν, χωρίς να σημαίνει ότι δεν ήταν καλοί και επιμελείς. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών/τριών είχε περιστασιακή απασχόληση τα Σαββατοκύριακα για να ενισχύσει τα οικονομικά του.
Τα προγράμματα σπουδών των νομικών σχολών της Ελλάδας και της Γερμανίας δεν είχαν πολλές διαφορές εκείνη την περίοδο, και αναγνωριζόταν το πτυχίο της νομικής επειδή εθεωρείτο καλή η ποιότητα των σπουδών μας. Γι’ αυτό και δεν είχαμε υποχρέωση να παρακολουθήσουμε κάποια μαθήματα και να κάνουμε εργασίες πριν προχωρήσουμε σε διδακτορικό. Μπορούσαμε πάντως να συμμετάσχουμε σε συγκεκριμένα σεμινάρια και να αξιολογηθούμε. Σε άλλες θεωρητικές σχολές δεν αναγνωριζόταν το πτυχίο, όπως στη ψυχολογία για παράδειγμα, που οι Έλληνες απόφοιτοι έπρεπε να ξεκινήσουν από το 5ο εξάμηνο. Τώρα λόγω του ότι εργάζομαι σε τμήμα κοινωνιολογίας δεν ασχολούμαι με προγράμματα σπουδών στη νομική, αλλά στην κοινωνιολογία. Μπορώ να σας πω λοιπόν για τα προγράμματα σπουδών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που ψάχνω, όχι μόνο στη Γερμανία, ότι ο αριθμός των μαθημάτων είναι μικρός, οι εργασίες πολλές και δίνεται μεγάλη έμφαση στην έρευνα και τη μεθοδολογία.
3) Ποια η γνώμη σας αναφορικά με την ποινική αντιμετώπιση του φαινομένου της χρήσης και της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες;
Η αντιμετώπιση γενικά του θέματος των ναρκωτικών με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Χρειάζεται ρεαλισμός, ευελιξία, διαρκής αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των οποιωνδήποτε μέτρων, θάρρος στις επιλογές και στην αναθεώρησή τους εάν αποδειχτούν ανεπιτυχείς. Αποφάσεις επί τη βάσει ιδεοληψιών, ιδεολογιών και μικροπολιτικών συμφερόντων είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Θεωρώ ότι υπάρχει πρόοδος στην Ελλάδα και έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες, χωρίς ωστόσο σαφή στρατηγική. Γενικά όμως, τα αποτελέσματα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, ενώ οι προτάσεις μερικές φορές δηλώνουν ανεπαρκή γνώση της πραγματικότητας. Ιδιαίτερα προβληματική βρίσκω την κατάσταση στις φυλακές. Κι επειδή δεν συνηθίζω να κάνω μόνο κριτική, αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι δεν έχω απάντηση για τον «σωστό» τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Δεν υπάρχει μια και μοναδική καλή λύση, πρέπει συνέχεια να δοκιμάζουμε και να εκτιμούμε τα αποτελέσματα.
4) Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα σημαντικότερα προβλήματα που ταλανίζουν το ελληνικό «σύστημα» απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και πώς θα μπορούσαν να υπερπηδηθούν;
Τα σημαντικότερα προβλήματα είναι κατά τη γνώμη μου η αργή απονομή δικαιοσύνης, η άρνηση ή η αδιαφορία για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές από την πλευρά της δικαιοσύνης, και ο κορπορατισμός.
Επίσης, ο περιορισμός των τριμελών δικαστηρίων και ο πολλαπλασιασμός των μονομελών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δικάζουν κοινωνικά άπειροι δικαστές, χωρίς να έχουν δίπλα τους ωριμοτέρους και εμπειρότερους δικαστές να συζητήσουν και να μάθουν.
Ακόμη, σημαντικό πρόβλημα είναι η αποτελμάτωση του σωφρονιστικού συστήματος τα τελευταία 20 χρόνια.
Τέλος, ο επιστημονικός συντηρητισμός των δικαστών και η χρόνια εμβαλωματική πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης.
5) Ποιες οι θέσεις σας για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων στα σωφρονιστικά καταστήματα;
Είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας οπωσδήποτε κάποιους παράγοντες πριν κάνουμε προτάσεις, κι αυτοί είναι κατά τη γνώμη μου η οικονομική κατάσταση της χώρας και ο αντίκτυπός της στις φυλακές, η βαριά εγκληματικότητα, ο μεγάλος αριθμός των κρατουμένων, το ποσοστό των αλλοδαπών, η μέχρι τώρα αποτελεσματικότητα των σωφρονιστικών πολιτικών, και βεβαίως διάφορες ομάδες συμφερόντων γύρω από το σωφρονιστικό σύστημα.
Πολύ επιγραμματικά λοιπόν, οι προτάσεις μου είναι: χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας τόσο στη λειτουργία των καταστημάτων κράτησης όσο και στην έκτιση των ποινών. Μεγαλύτερη χρήση των αγροτικών φυλακών, προώθηση και πιστοποίησή των προϊόντων τους, άμιλλα μεταξύ των αγροτικών φυλακών, λειτουργία μόνιμων επαγγελματικών εργαστηρίων στα καταστήματα κράτησης. Τα περισσότερα μέτρα είναι συνδεδεμένα με το ποινικό σύστημα, δεν είναι δηλαδή μόνο υπόθεση του σωφρονιστικού συστήματος (διάρκεια ποινών, μετατροπή των ποινών σε χρηματικές, επιτάχυνση διαδικασίας, αλλοδαποί υπόδικοι).
Επίσης, απόλυτα αναγκαία θεωρώ τη συνεχή εκπαίδευση του φυλακτικού προσωπικού και της εξωτερικής φρούρησης σε τεχνικές άμυνας και επείγουσας αντίδρασης.
Απέλαση των αλλοδαπών κρατουμένων χωρίς άδεια παραμονής και εργασίας, διαχωρισμός των κρατουμένων ανάλογα με τη βαρύτητα των αδικημάτων και διαχωρισμός όσων έχουν καταδικαστεί ή είναι υπόδικοι για τρομοκρατία. Αναζήτηση τρόπων κατάλληλης μεταχείρισής τους.
Ενίσχυση του εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών ή ανάθεση του ελέγχου εκτέλεσης ποινών σε δικαστικούς ως το βασικό καθήκον τους.
Συμβουλευτική-ψυχολογική υποστήριξη του φυλακτικού προσωπικού.
6) Πώς κρίνετε ότι έχει αξιοποιηθεί το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών στο πεδίο του σχεδιασμού των σύγχρονων δυτικών αντεγκληματικών πολιτικών;
Έχει αξιοποιηθεί ποικιλοτρόπως, και θετικά με την ευαισθητοποίηση, την πρόληψη και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη προσέγγιση κοινού και αστυνομίας, αλλά κυρίως ως δικαιολογία για τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, επιβολή βαρύτερων ποινών και την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών συμφερόντων. Σε εμάς πάντως έχει αξιοποιηθεί λίγο και δεν ισχύει ο λεγόμενος «ποινικός λαϊκισμός» άλλων χωρών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις και η πλειοψηφία των πολιτικών, όταν ασχοληθούν με το θέμα, επιδιώκουν να μας πείσουν ότι όλα ή περίπου όλα είναι υπό έλεγχο και μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Αλλιώς, θα έλθουν αντιμέτωποι με φόβους και απαιτήσεις που ίσως να μην μπορούν να ελέγξουν. Οι ειδικοί από την πλευρά τους, όταν εκφραστεί κάποιος φόβος ή ανησυχία από τους πολίτες μέσω των ΜΜΕ, φθάνουν μερικές φορές στο άλλο άκρο, θεωρώντας ότι πρόκειται περί «ηθικών πανικών».
7) Ποια η γνώμη σας για τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων των δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα;
Είμαι πολύ επιφυλακτική. Στις ΗΠΑ όπως διαβάζω, η δημοσιοποίηση οδηγεί πολλούς δράστες σε απόγνωση, στην αυτοκτονία ή σε νέα σοβαρότερα εγκλήματα. Πολύ φοβάμαι ότι η δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων εξαντλείται σε oφθαλμολαγνεία σε βάρος των δραστών. Εντούτοις, είναι διαφορετική περίπτωση, εάν η δημοσιοποίηση συνδέεται και με θέματα δημόσιας υγείας. Στην Ελλάδα καλό θα ήταν να ελεγχθεί εάν και πόσο αποτελεσματικές αποδείχθηκαν οι όποιες δημοσιοποιήσεις, και εάν είναι σκόπιμο να περιοριστούν σε σοβαρά αδικήματα.
8) Ποιες οι θέσεις σας για την αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς;
Η συζήτηση για τη διαφθορά στη χώρα μας είναι δυστυχώς ηθικολογική και απλουστευτική. Ο λόγος των διάφορων ομάδων είναι ως επί το πλείστον οξύς, καταγγελτικός ή μικροπολιτικός, ενώ κάποιων είναι και παραπλανητικός. Ο αυξανόμενος αριθμός εκείνων που επιχειρούν να αναλύσουν τη διαφθορά στην Ελλάδα χρησιμοποιεί συνήθως πολιτικές μελέτες, έχοντας ως σημείο αναφοράς την εξέλιξη της δημοκρατικής διακυβέρνησης στο ελληνικό κράτος, ενώ η εμπειρική έρευνα απουσιάζει εντελώς.
Κατά τη γνώμη μου η διαφθορά δεν είναι ούτε ζήτημα ηθικής ούτε εμπεδωμένων συμπεριφορών, όπως λένε ορισμένοι, τουλάχιστον δεν είναι στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Είναι το αποτέλεσμα σοβαρών κοινωνικών ή οργανωτικών προβλημάτων. Επομένως, για να είναι επιτυχημένες οι όποιες στρατηγικές καταπολέμησης του φαινομένου χρειάζεται να συνδέουν πολλά περισσότερα στοιχεία και να χρησιμοποιήσουν πολλά παράλληλα μέτρα. Ανάμεσα σ’ αυτά, ο επαγγελματισμός είναι από τα πιο σημαντικά. Ωστόσο, ο επαγγελματισμός απαιτεί διαφάνεια, υπευθυνότητα και λογοδοσία. Επιπλέον, η ‘ακεραιότητα’, η ανιδιοτέλεια, η αντικειμενικότητα, η ευθύτητα, η εκπαίδευση, και ο έλεγχος, πρέπει να είναι οι λέξεις-κλειδιά για ολόκληρη τη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας, για να εξασφαλίσει, την αυτοεκτίμησή της, να καταπολεμήσει τη διαφθορά και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αλλά ακόμη κι αυτές οι προτάσεις δεν θα είναι τίποτα περισσότερο παρά μία προσπάθεια μείωσης των συνεπειών του προβλήματος, εάν δεν υπάρξουν κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο μιας καλής διακυβέρνησης οι οποίες να ανατρέψουν τις ισορροπίες ‘διεφθαρμένων πρακτικών’ (π.χ. δίκαιο φορολογικό σύστημα, ισότητα ως προς την εφαρμογή του νόμου κ.ά.). Ούτε όμως κι αυτά είναι σίγουρο ότι θα λειτουργήσουν, διότι υπάρχουν αξιόπιστες έρευνες που τα αμφισβητούν.
Προτάσεις υπάρχουν πολλές, τόσο για την πολιτική και τη δημόσια διοίκηση, όσο και για τη δικαιοσύνη, την αστυνομία, τα ΜΜΕ, τις ΜΚΟ, την οικονομία και τις επιχειρήσεις, μόνον που στην πράξη κρίνεται η αποτελεσματικότητα τους.
Η Ελλάδα από το 1999 βελτιώνει συνεχώς τη νομοθεσία της και τον ελεγκτικό της μηχανισμό, και αυτό που βλέπουμε είναι να κατρακυλά στους δείκτες διαφθοράς. Δεν προβληματίζει το γεγονός;
9) Ποια η θέση σας για τη σχέση ανάμεσα στην εγκληματολογία και την κοινωνιολογία του δικαίου;
Η κοινωνιολογία του δικαίου ως εμπειρική επιστήμη που μελετά την αλληλεπίδραση της δικαιϊκής και κοινωνικής πραγματικότητας, περιλαμβάνει και το ποινικό δίκαιο. Χωρίς βέβαια να της στερούμε αυτό το τμήμα, η κοινωνιολογία ειδικά του ποινικού δικαίου δίνει στην εγκληματολογία μεγάλη δυναμική και ισορροπία ανάμεσα στο ποινικό δίκαιο και την κοινωνιολογία. Ταυτόχρονα της δίνει την απόσταση ασφάλειας από την αστυνομική, αφενός, και τη διαχειριστική εγκληματολογία αφετέρου.
Ο Sutherland έγραφε το 1947 ότι η εγκληματολογία αποτελείται από τρία τμήματα: την κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου, την κοινωνιολογία του εγκλήματος και την κοινωνιολογία της τιμωρίας. Ήδη το 1924 στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του Criminology, τόνιζε ότι “μια πλήρης ερμηνεία της καταγωγής και της επιβολής των νόμων, θα μπορούσε να είναι επίσης και μια ερμηνεία της παραβίασης των νόμων”. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1939, στο Principles of Criminology υπογράμμιζε ότι η εγκληματολογία διερευνά το έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο και η διερεύνηση αυτή περιλαμβάνει τη μελέτη των διαδικασιών για τη δημιουργία των νόμων, τη μελέτη της παραβίασης των νόμων και της αντίδρασης στην παραβίασή τους. H άποψή του, ότι η κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου ανήκει στην εγκληματολογία, δεν έτυχε αποδοχής ούτε από τους κοινωνιολόγους ούτε από τους εγκληματολόγους, παρά πολύ αργότερα και μάλλον απρόθυμα.
10) Σε ποια ερευνητικά πεδία είναι αναγκαίο να στραφεί ο εγκληματολογικός προβολέας στο μέλλον;
Αν αναφέρεσθε στoν ελληνικό προβολέα, ενώ έχουμε μεγάλο αριθμό και ποικιλία μικρών ερευνών, με αξιοσημείωτη τη συμβολή των διδακτορικών εργασιών, δεν έχουμε έρευνες κλίμακας και με ενισχυμένη αξιοπιστία σε βασικά θέματα, κάτι που δεν ισχύει για πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ανεξάρτητα του εάν στα πανεπιστήμιά τους λειτουργούν ή δεν λειτουργούν τομείς εγκληματολογίας ή μεταπτυχιακά εγκληματολογίας για να πραγματοποιούν κάποιες έρευνες, υπάρχει ατζέντα εγκληματολογικών ερευνών. Αυτές διεξάγονται συστηματικά και προγραμματισμένα σε συνεργασία των πανεπιστημίων με δημόσια ερευνητικά κέντρα, ή από ερευνητικά κέντρα, ή/και από ερευνητικές μονάδες σε κάποια υπουργεία. Εκεί παρακολουθούνται και αξιολογούνται οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στους τομείς της δικαιοσύνης και της ασφάλειας (π.χ. WODC/Ολλανδία). Επομένως, στην Ελλάδα, όπου και να στραφεί ο προβολέας θα είναι χρήσιμο.
Γενικά πιστεύω ότι αξίζει να μελετηθεί η εφαρμογή των νόμων, η κοινωνική βία, η βία σε αθλητικούς χώρους, η σύγχρονη τρομοκρατία, και θέματα σχετικά με την οικονομική και επιχειρηματική εγκληματικότητα και τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα.
Μετά το 2007 υπάρχει μια τάση στην εγκληματολογία για τη μελέτη των διεθνών εγκλημάτων (υπερεθνική εγκληματολογία). Αυτή η τάση, όπως η ίδια τονίζει, κινείται πέρα από τη νομική αντίληψη του εγκλήματος και επικεντρώνεται στις επιβλαβείς πράξεις του κράτους και των ισχυρών (π.χ. πολιτική βία, ένοπλες συγκρούσεις, γενοκτονίες). Αφορμή αποτέλεσε η σύσταση των διεθνών ad hoc ποινικών δικαστηρίων της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντας και η δημιουργία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου το 2002.
Αν και πιστεύω ότι ένα μέρος της θεματικής τής εν λόγω τάσης, π.χ. «εγκληματικότητα των ισχυρών», είναι ενδιαφέρον αντικείμενο έρευνας (και δεν είναι και τόσο νέο αφού ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80), έχω την αίσθηση ότι ασχολούμενη με διεθνή εγκλήματα και εμπόλεμες συρράξεις, και χρησιμοποιώντας γενικούς-πλαστικούς ορισμούς, μπορεί να αποτελέσει αυτή, και όχι η κλασική/παραδοσιακή εγκληματολογία την οποία μέμφεται, εργαλείο νομιμοποίησης και εξυπηρέτησης υπερεθνικών συμφερόντων και μηχανισμών έλεγχου, όπου δεν θα είναι ένα άτομο πλέον ο εγκληματίας και ο παραβάτης, αλλά ολόκληρες χώρες. Τουλάχιστον, μέχρι τώρα η εγκληματολογία απέφυγε να χαθεί σε σκοτεινές ατραπούς, εφόσον είχε κατευθυντήριο άξονα τον νομικό ορισμό του εγκλήματος, το κράτος δικαίου και την ασφάλεια δικαίου που αυτό παρέχει. Πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια θα δούμε περισσότερες τέτοιες αναλύσεις.
11) Πώς κατά τη γνώμη σας θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι εγκληματολόγοι στο πεδίο του «συστήματος» απονομής της ποινικής δικαιοσύνης;
Οι εγκληματολόγοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την απορρόφησή τους από το δημόσιο, ενώ στον ιδιωτικό τομέα υποαπασχολούνται, και ούτε έχουν δυνατότητα αυτοαπασχόλησης. Από το υπουργείο Δικαιοσύνης υπάρχει χρόνια απροθυμία να προσλάβει εγκληματολόγους στα καταστήματα κράτησης, σε αντίθεση με φυλακτικό προσωπικό. Βεβαίως είναι αδικαιολόγητο και θα επιμένουμε να αλλάξει. Η άρνηση ή η αδιαφορία των υπουργείων είναι πολιτικές επιλογές και απόψεις της γραφειοκρατίας και δεν έχουν σχέση με τις ανάγκες. Εν πάση περιπτώσει, οι εγκληματολόγοι μπορούν να απασχοληθούν στο ίδιο το υπουργείο της δικαιοσύνης, στη διεύθυνση σωφρονιστικής πολιτικής, τη διοίκηση της δικαιοσύνης, τον έλεγχο των καταστημάτων κράτησης, στις διεθνείς νομικές σχέσεις, ως επιμελητές κοινωνικής αρωγής, καθώς επίσης στις περιφερειακές διευθύνσεις της αστυνομίας για την οργάνωση και παρακολούθηση των βάσεων δεδομένων εγκληματικότητας, σε μεγάλους δήμους με οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες, στα δικαστήρια και στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. Μπορούν να εργαστούν σε εταιρείες δημοσκοπήσεων, σε λίγα κοινωφελή ιδρύματα τα οποία ασκούν κάποιο σχετικό κοινωνικό και υποτυπώδες ερευνητικό έργο, στο ΕΚΚΕ, τον ΟΚΑΝΑ και σε διάφορες ΜΚΟ, στις οποίες μάλιστα εργάζονται ήδη αρκετοί, αμειβόμενοι ελάχιστα ή εργαζόμενοι εθελοντικά. Ας μη γελιόμαστε, δεν είναι πολλές οι δυνατότητες σε χώρες με το δικό μας δικαιϊκό σύστημα, χώρες μικρές, που δεν πειραματίζονται κιόλας με το καινούργιο. Δεν είναι σωστό να καλλιεργούμε φρούδες ελπίδες στους φοιτητές και τις φοιτήτριες. Μόνο ως ειδίκευση, ως επιπλέον γνώσεις που θα βασίζονται σε άλλες βασικές σπουδές, π.χ. νομική, ψυχολογία, κοινωνιολογία, και θα τους διασφαλίζουν ένα επάγγελμα είναι σκόπιμο να δουν την εγκληματολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι στα καταστήματα κράτησης πιο εύκολα προσλαμβάνονται κοινωνιολόγοι από τους εγκληματολόγους, και από όλους περισσότερο κοινωνικοί λειτουργοί.
Τα τελευταία χρόνια η εγκληματολογία συγχέεται με την αστυνομική εγκληματολογία, δηλ. τους διάφορους τρόπους εξιχνίασης εγκλημάτων, εξού και το ενδιαφέρον των νέων. Αυτή η σύγχυση οφείλεται στις σειρές της τηλεόρασης CSI, BONES κ.λπ. Οι παρουσιαζόμενες μέθοδοι ούτε καν στις ίδιες τις ΗΠΑ δεν χρησιμοποιούνται, εάν υφίστανται κιόλας όλες, παρά μόνον με μεγάλη φειδώ (FBI, CIA), επειδή είναι πολύ ακριβές και ασύμφορες. Στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ εργάζονται απόφοιτοι θετικών επιστημών, χημικοί, βιολόγοι, μηχανικοί, απόφοιτοι πληροφορικής, εντασσόμενοι στο σώμα και μετεκπαιδευόμενοι, και όχι απόφοιτοι κοινωνικών επιστημών.
12) Από την εμπειρία σας στο εξωτερικό, ποιες ‘καλές πρακτικές’ θεωρείτε ότι θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και στην Ελλάδα στον χώρο της εγκληματολογίας;
Η έμφαση κατά τη διάρκεια των σπουδών στις μεθόδους των κοινωνικών ερευνών, η δυνατότητα εργασίας σε φορείς απονομής δικαιοσύνης και εκτέλεσης ποινών, η χρηματοδότηση ερευνών για τη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας και των αναγκών της στα θέματα που συζητάμε.
13) Ποια είναι η άποψή σας για τον νέο νόμο στα ΑΕΙ;
Ο νόμος έχει θετικά στοιχεία αλλά και αρνητικά. Το βασικότερο αρνητικό κατά τη γνώμη μου είναι το πνεύμα επαρχιωτισμού που τον διέπει με τη συμμετοχή εξωτερικών κριτών/μελών εγνωσμένου κύρους, όπως προβλέπει. Αυτό δεν το κάνουν χώρες που σέβονται τον εαυτό τους, με νόμο κιόλας. Το δεύτερο, είναι η δειλία για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και η πελατειακή λογική, αφού δεν θίγει το εξεταστικό σύστημα, ή, τελευταία, βάζοντας συνεχώς αστεράκια εξαιρέσεων, και το τρίτο, η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, ειδικά για τα οικονομικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν οι θεωρητικές σχολές, οι οποίες δεν έχουν πολλές εναλλακτικές πηγές εσόδων.
14) Υπάρχει σχέση μεταξύ κρίσης-εγκλήματος-εγκληματολογίας;
Φαντάζομαι ότι στην ερώτησή σας εννοείτε κυρίως οικονομικής κρίσης και ένταση της κοινωνικής, γιατί, όπως τουλάχιστον διαβάζαμε, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κρίση από τα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Εν πάση περιπτώσει, σχέση μεταξύ κρίσης και εγκληματικότητας υπάρχει, και αφορά την οικονομική εγκληματικότητα, όπως δείχνουν σχετικές έρευνες σε άλλες χώρες. Τα εγκλήματα βίας δεν οφείλονται στην οικονομική κρίση, αλλά κυρίως στο ότι έχουμε ένα αδύναμο κράτος με φοβίες και καιροσκοπισμούς, το οποίο τελευταία χαρακτηρίζεται και «αποτυχημένο». Αυτή την κατάσταση, που εξελίσσεται γοργά τα τελευταία χρόνια, την εκμεταλλεύτηκαν διάφορες κοινωνικές, πολιτικές και επαγγελματικές ομάδες και οργανωμένα συμφέροντα, και τώρα την εκμεταλλεύονται παράλληλα, οι δράστες και τα δίκτυά τους.
H εγκληματολογία στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει πολλή δουλειά, είναι όμως παροπλισμένη τόσο στα θέματα της έρευνας όσο και των σχετικών πολιτικών.
15) Ποιο το μέλλον της εγκληματολογίας στην Ελλάδα;
Δεν μπορώ να σας πω με ασφάλεια. Η εγκληματολογία που θα στρεφόταν στα forensics, δηλαδή σε ό,τι έχει σχέση με την εξιχνίαση εγκλημάτων, και θα τη θεράπευαν μόνο άτομα από τις κοινωνικές επιστήμες, θα ήταν ανάπηρη. Από την άλλη πλευρά, εάν η εγκληματολογία θέλει να παραμείνει κοινωνική επιστήμη και όχι τεχνική, τότε επιβάλλεται να στραφεί στην έρευνα, στις σύγχρονες μορφές παράνομης δράσης, την ποινική νομοθέτηση, την αντιμετώπιση και διαχείριση κοινωνικών προβλημάτων. Το να στραφεί και στα δύο μού φαντάζει δύσκολο.
16) Ποιες ευχάριστες στιγμές έχετε να θυμάστε από την πορεία σας;
Εκτός από εκείνες τις περιπτώσεις δύσκολων παρουσιάσεων σε δύσκολο κοινό και η προσωπική ικανοποίηση όταν τα κατάφερνα, δεν είναι πολλές. Οι πιο ευχάριστες τα ορθάνοικτα μάτια κάποιες φορές των φοιτητών/τριών κατά τη διάρκεια των παραδόσεων, η ικανοποίηση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους κάποιες άλλες, ή οι ειλικρινείς ευχαριστίες τους. Και βέβαια, η ευχαρίστηση και αγάπη των γονιών μου για σχετικές επιτυχίες.