της Αγγελικής Η. Ημέλλου,
ασκούμενης δικηγόρου
Η σεξουαλική παρενόχληση συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και παράλληλα παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Αποτελεί δε, ιδιαίτερα στο χώρο της εργασίας, μία σχετικά συχνή, προσβολή εις βάρος των εργαζομένων και κυρίως των γυναικών.
Η σεξουαλική παρενόχληση συνιστούσε για δεκαετίες - και εν μέρει συνεχίζει να συνιστά - μία υπαρκτή αλλά αθέατη κατάσταση, την οποία η κοινωνία τη θεωρούσε και την αντιμετώπιζε ως ένα ταμπού, όταν φρόντιζε να αποκρύπτει επιμελώς την ύπαρξή της. Στους χώρους της εργασίας το φαινόμενο αυτό είχε ως συνέπεια τη θυματοποίηση των εργαζόμενων και κυρίως των γυναικών, οι οποίες αφενός υφίσταντο μία άνιση μεταχείριση και αφετέρου αποσιωπούσαν το γεγονός, φοβούμενες κυρίως το διασυρμό και την κοινωνική κατακραυγή, αλλά και την επιδείνωση των εργασιακών τους συνθηκών.
Το φεμινιστικό κίνημα επέδρασε καταλυτικά στην ανατροπή αυτής της κατάστασης. Μέσα από τους αγώνες και τις πιέσεις που άσκησε, επέτυχε να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή σε θέματα όπως η ισότητα, η κακοποίηση, ο βιασμός και η σεξουαλική παρενόχληση. Το φεμινιστικό κίνημα, ως κοινωνικό κίνημα, συνέδεσε άμεσα την ισότητα της μεταχείρισης και των όρων εργασίας με τα προβλήματα της ανάπτυξης και της δομής της κοινωνίας, προσδίδοντας στον καταγγελτικό λόγο των γυναικών τα στοιχεία της διεκδίκησης συγκεκριμένων δικαιωμάτων, νομοθετικά κατοχυρωμένων.
Μολονότι, η ιστορική αναδρομή της σεξουαλικής παρενόχλησης, είναι πολύ βαθιά χαραγμένη στο χρόνο, το ίδιο το φαινόμενο, είναι σχετικά σύγχρονο σε νομοθετικό επίπεδο. Το φαινόμενο εμφανίζεται να ανθεί κατά κανόνα στο χώρο εργασίας, και γίνεται γνωστό στην Αμερική μόλις στις απαρχές της δεκαετίας του 1970, διότι το μεγάλο πρόβλημα, εμφανίστηκε κυρίως στις μεγάλες Αμερικάνικες επιχειρήσεις. Στις ΗΠΑ για πρώτη φορά, χρήζει ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης η εν λόγω συμπεριφορά, αφού διαπιστώθηκε ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένα φαινόμενο, το οποίο, μέσω της μείωσης της παραγωγικότητας των εργαζομένων, επιφέρει δυσμενείς συνέπειες για την ίδια την επιχείρηση. Ως εκ τούτου, μέσω της Αμερικανικής Νομοθεσίας καθιερώθηκε ως μέτρο προστασίας από τη σεξουαλική παρενόχληση, η αντικειμενική ευθύνη της επιχείρησης, στην περίπτωση εμφάνισης της εν λόγω συμπεριφοράς, από προϊσταμένους της επιχείρησης, εις βάρος των εργαζομένων, ανεξαρτήτως γνώσης ή αγνοίας, του εργοδότη, για την εκδήλωσή της, ωστόσο δε, άρχισαν να επιδικάζονται οι πρώτες αποζημιώσεις στα πρόσωπα που υπέστησαν αυτή τη συμπεριφορά.
Στη συνέχεια, η ανάγκη ρύθμισης του προβληματικού φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης, απασχόλησε και την Ευρώπη. Έτσι, μέσω της θέσπισης μιας σειράς Οδηγιών της Ε.Κ. και κυρίως μέσω της θέσπισης της πρόσφατης Οδηγίας 2002/73, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα άρχισε να δεσμεύει τα Κράτη – μέλη της, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα, στην οποία τα τελευταία χρόνια η εμφάνιση του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας, βάσει προσφάτων στατιστικών ερευνών, πήρε ανησυχητικά μεγάλες διαστάσεις.
Η Οδηγία 2002/73, αποτελεί το μοναδικό νομοθετικό κείμενο για την αυτοτελή ρύθμιση του φαινομένου, στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, αφού μέχρι την επικύρωσή της από την ελληνική έννομη τάξη, υπήρξε νομοθετική ανεπάρκεια, σε σχέση με την προστασία των θυμάτων της σεξουαλικής παρενόχλησης. Η ελληνική Νομοθεσία, δανειζόταν διατάξεις του Συντάγματος, του Αστικού, του Ποινικού και του Εργατικού Κώδικα, για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, μέσω του νομοθετικού πλαισίου των οποίων, η οριοθέτηση και κατ’ επέκτασιν η προστασία της σεξουαλικής παρενόχλησης καθίστατο εμφανώς αμφίβολη, ως μη αυτοτελώς κατοχυρωμένη. Πρόσφατα όμως, ενόψει της υποχρέωσης προσαρμογής της ελληνικής έννομης τάξης, στην κοινοτική Οδηγία 2002/73, ο Έλληνας Νομοθέτης θέσπισε τον Ν. 3304/2005 και τέλος τον Ν. 3488/06, η παραβίαση των διατάξεων του τελευταίου, θεμελιώνει, στους παραβάτες – δράστες της σεξουαλικής παρενόχλησης, για πρώτη φορά σε εθνικό επίπεδο ποινικές κυρώσεις.
Η μορφή της σεξουαλικής παρενόχλησης, ξεκίνησε ως έμφυλη, αφού η εν λόγω συμπεριφορά εμφανιζόταν με αποκλειστικό δράστη, τον άνδρα εργοδότη ή προϊστάμενο και με αποκλειστικό θύμα την εργαζόμενη γυναίκα σε μια επιχείρηση. Το αρχικά έμφυλο στοιχείο της σεξουαλικής παρενόχλησης, δικαιολογείται από την εισροή των γυναικών, στον ανδροκρατούμενο χώρο εργασίας, στα τέλη του περασμένου αιώνα.
Σιγά – σιγά, όμως, με τη σταδιακή κατάκτηση ολοένα περισσότερων δικαιωμάτων, οι γυναίκες, κατόρθωσαν να καταλάβουν αξιώματα και θέσεις- κλειδιά στις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα, να εκδηλώνουν σε μικρότερο αλλά σεβαστό ποσοστό, αυτές οι ίδιες την εν λόγω συμπεριφορά, μέσω της εκμετάλλευσης της ισχύος τους, ως ιεραρχικά ανώτερες στον χώρο εργασίας. Έτσι, η μεταστροφή του ρόλου ορισμένων γυναικών, ως διευθυντικών στελεχών μιας επιχείρησης, από θύματα σε δράστες, οδήγησε στη μετατροπή του έμφυλου στοιχείου της εν λόγω συμπεριφοράς σε άφυλο, αφού άνδρες και γυναίκες, πλέον, ανεξαρτήτως φύλου, μπορούν να γίνουν θύματα ή δράστες σεξουαλικής παρενόχλησης, ανάλογα με την ιεραρχικά κατώτερη ή υψηλόβαθμη θέση τους μέσα σε μια επιχείρηση. Συνεπώς, η σεξουαλική παρενόχληση εμφανίζεται συνήθως σε πρόσωπο, άνδρα ή γυναίκα, που βρίσκεται σε ιεραρχικά ανώτερη θέση στο χώρο εργασίας, μέσω της οποίας, το πρόσωπο που την εκδηλώνει, επιβάλλεται στον ιεραρχικά κατώτερο και υφιστάμενο εργαζόμενο.
Στην πράξη βέβαια, η σεξουαλική παρενόχληση, μολονότι έχει αποκτήσει άφυλη μορφή, ακόμα και στη σημερινή εποχή, κατά κανόνα, εξακολουθεί να εκδηλώνεται στις γυναίκες.
Οι συνθήκες εργασίας, είναι αυτές που αποτυπώνουν το χαρακτηριστικό προφίλ των ατόμων εκείνων, που υφίστανται το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στις σχέσεις εργασίας. Πρόκειται συνήθως για εργαζομένους/ες, που έχουν προσληφθεί πρόσφατα στην εργασία, νεαρής σχετικά ηλικίας, επιφορτισμένοι ενδεχομένως και με άλλα κοινωνικά προβλήματα, τις περισσότερες φορές ανειδίκευτοι, χωρίς υψηλές προδιαγραφές και ιδιαίτερα προσόντα.
Η εν λόγω συμπεριφορά, εμφανίζεται ως ιδιαιτέρως πολύτροπη, αφού μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλλους εμφανείς ή αφανείς τρόπους. Η πολύτροπη εμφάνιση αυτής της συμπεριφοράς, οφείλεται, μεταξύ άλλων και στη διαφορετική εννοιολογική προέλευση του όρου «σεξουαλική παρενόχληση», για κάθε έννομη τάξη. Δεν υφίσταται γενικά παραδεδεγμένος ορισμός, που να χαρακτηρίζει μία συμπεριφορά ως σεξουαλική παρενόχληση. Ο ορισμός ποικίλλει ανάλογα με τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κάθε έννομης τάξης.
Ωστόσο, από μελέτες, που έχουν διεξαχθεί, για την έρευνα του φαινομένου, έχουν παρατηρηθεί κοινά κρούσματα - συμπτώματα, στα θύματα της σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως νευρικότητα, κατάθλιψη, αϋπνία, πονοκέφαλοι, παραμέληση των εργασιακών τους καθηκόντων, και άλλα παρεμφερή, που οδηγούν το θύμα, εξαιτίας όλων των ως άνω συμπτωμάτων, κατά κανόνα, στην εγκατάλειψη εργασίας, και στην απόλυση.
Αρκετά συχνά εμφανίζεται και το φαινόμενο της ανοχής, στη συμπεριφορά του δράστη, από το θύμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, για όσο διάστημα διαρκεί η εις βάρος αυτού συμπεριφορά. Η ανοχή αυτή οφείλεται πολύ συχνά στο γεγονός, ότι η καταγγελία του εργαζομένου για σεξουαλική παρενόχληση εκ μέρους του εργοδότη του, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της εργασιακής του σχέσης, πράγμα το οποίο έχει μεγάλες επιπτώσεις για τον ίδιο τον εργαζόμενο. Επιπροσθέτως, είναι πάρα πολύ δύσκολο σε επίπεδο απόδειξης να αποδείξει ο εργαζόμενος, ο οποίος έχει υποστεί την σεξουαλική παρενόχληση, και τελικά υφίσταται τις συνέπειες αυτής της πράξης, ότι ο πραγματικός λόγος καταγγελίας της σύμβασής του ήταν η σεξουαλική παρενόχληση.
Σήμερα, μολονότι υπάρχουν κοινοτικές διατάξεις, που κατοχυρώνουν αυτοτελώς, το δικαίωμα επιδίκασης αποζημίωσης, στα θύματα που υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση, στους χώρους εργασίας, η εν λόγω κατοχύρωση, τουλάχιστον στην Ελληνική έννομη τάξη, δεν είναι στο βαθμό που θα έπρεπε, αποτελεσματική για τη μείωση της εμφάνισης του φαινόμενου. Η πρόταση, που προσφάτως υπεβλήθη, για την ποινικοποίησή της σεξουαλικής παρενόχλησης, η οποία οδήγησε στη θέσπιση του Ν. 3488/06, μολονότι απετέλεσε ένα σημαντικό βήμα για την καταστολή του φαινομένου στους χώρους εργασίας, ωστόσο παρουσιάζει αρκετές ασάφειες και αοριστίες, με αποτέλεσμα ο στόχος της ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, να μην είναι εφικτό να επιτευχθεί.
Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό, ότι η σεξουαλική παρενόχληση μας αφορά όλους, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη, ότι η συνήθης πορεία των πραγμάτων σε μια τέτοια υπόθεση στο χώρο εργασίας, είναι η απόλυση του ή της εργαζομένης. Συνεπώς, είναι προφανής για κάθε ευσυνείδητο πολίτη και κοινωνό, η σοβαρότητα του φαινομένου στη σύγχρονη κοινωνία και η ως εκ τούτου, επιτακτική ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισής του.