του Κώστα Σκαρμέα,
Μεταπτυχιακού Φοιτητή Ποινικού Δικαίου-Εγκληματολογίας
της Κυριακής Μητσάκου,
Φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών
της Γεωργίας Τζίφα,
Φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών
Τη Δευτέρα 18 και την Τρίτη 19 Μαΐου διεξήχθη στο Μέγαρο Θεοχαράκη στην Αθήνα επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Η Εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις», με αφορμή την 30η επέτειο ίδρυσης της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας.
Στο πλαίσιο της απογευματινής συνεδρίας της Δευτέρας, πρώτος πήρε τον λόγο ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης και εκπρόσωπος της Διεθνούς Εταιρείας Εγκληματολογίας, G. Kellens. Ο κύριος Kellens επεχείρησε μία σύγκριση της κατάστασης της εγκληματολογίας ανάμεσα στο σήμερα και στην εποχή της ίδρυσης της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας πριν 30 χρόνια. Γι’ αυτό αναφέρθηκε στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Εγκληματολογίας στη Λισσαβόνα το 1978, υπενθυμίζοντας πως εκεί τα κύρια θέματα ήταν η η εγκληματογένεση, η μεταχείριση του εγκληματία και η απονομή της δικαιοσύνης –επικεντρωνόταν δηλαδή η Εγκληματολογία μόνο στα γεγονότα και τους ενόχους και προσομοίαζε περισσότερο προς μία θετικιστική εγκληματολογία. Με το πέρασμα του χρόνου μελετήθηκαν και άλλες πτυχές, όπως η κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα και το θύμα, μέχρι που φτάσαμε στο 15ο Διεθνές Συνέδριο της Βαρκελώνης το 2008, το οποίο ήταν επικεντρωμένο στην εγκληματολογία ως επιστήμη και στη σύγχρονη διδασκαλία της, αλλά και σε σύγχρονα θέματα που απασχολούν την Εγκληματολογία: η εγκληματικότητα των πόλεων, τα ναρκωτικά, η τρομοκρατία, η οικονομική εγκληματικότητα κλπ. Κλείνοντας, ο κύριος Kellens τόνισε την προσπάθεια που κάνουν όλοι οι επιστήμονες-ερευνητές ανά τον κόσμο να μην παρασυρθούν από τη «μόδα» και τις κατευθύνσεις που θέτουν οι επιχορηγήσεις, αλλά να εστιάσουν τις έρευνές τους σε έναν κόσμο με περισσότερη ανθρωπιά και δικαιοσύνη.
Τον λόγο πήρε στη συνέχεια η κυρία Κ. Δ. Σπινέλλη, Ομότιμη καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας. Το θέμα της κυρίας Σπινέλλη ήταν η φαινομενολογία του σύγχρονου εγκληματικού φαινομένου και τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο σύγχρονος εγκληματολόγος για να εντοπίσει τον όγκο και το είδος των εγκλημάτων σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο. Όσον αφορά τον ελληνικό χώρο, τα μέσα αυτά είναι: α) οι αστυνομικές στατιστικές, έστω και επισφαλείς ορισμένες φορές, β) οι έρευνες στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών και γ) οι έρευνες στον Τύπο. Σύμφωνα με τις αστυνομικές στατιστικές το διάστημα 2000-2007 τα δύο πρώτα αδικήματα στον ελληνικό χώρο ήταν οι κλοπές και οι παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, ενώ κάθε χρόνο καταγράφονται περίπου 400.000 αδικήματα. Αντίστοιχα από τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών προέκυψαν το 2007 724.040 μηνύσεις (αφαιρούμε στη συνέχεια από αυτές τις 36.791 που μπαίνουν στο αρχείο). Προκύπτει έτσι το παράδοξο να έχουμε μια πλειάδα περίπου 200.000 υποθέσεων τον χρόνο που δεν υπάρχουν στις στατιστικές της αστυνομίας! Όσον αφορά τον ευρωπαϊκό χώρο, η φαινομενολογική έρευνα γίνεται είτε μέσα από τα εγκληματολογικά περιοδικά της Ε.Ε (με σημαντικότερο το “European Journal of Criminology”) είτε μέσα από τις στατιστικές που δίνει η Ε.Ε. Στις στατιστικές αυτές αναφέρονται ως σημαντικότερα αδικήματα στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο τα ναρκωτικά, τα οικονομικά εγκλήματα εναντίον της Ε.Ε, το περιβάλλον, η λαθρομετανάστευση, τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας αλλά και εγκλήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Επίσης, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά στοιχεία για την περίοδο 1995-2006, η Ελλάδα έχει αύξηση της εγκληματικότητάς της σε ποσοστό 3%, με την Πορτογαλία να έχει αύξηση της τάξης του 1%, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν χώρες που έχουν μείωση της εγκληματικότητας, όπως η Φινλανδία με -1% αλλά και η Αγγλία με -3%. Κλείνοντας, η κυρία Σπινέλλη σημείωσε πόσο σημαντικές είναι για τον σύγχρονο εγκληματολόγο οι παγκοσμιοποιημένες και ταχείες κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικές εξελίξεις αλλά και οι εξελίξεις στον τομέα της ανθρώπινης βιολογίας, ενώ τόνισε ως αναγκαίες λύσεις της διεπιστημονικές/ πολιτικές συμπράξεις των αρμοδίων για θέματα εγκληματικότητας, την κατάρτιση στατιστικών αλλά και την αξιολόγηση όλων των προγραμμάτων και των μεταρρυθμίσεων που γίνονται.
Εν συνεχεία η κυρία Φ. Τσαλίκογλου, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μίλησε για την ψυχολογία απέναντι στο φαινόμενο της βίας. Ξεκίνησε με μία παραδοχή της ψυχολογίας που ίσως ξενίσει κάποιους: ότι δηλαδή είναι απολύτως φυσιολογικές οι διαδικασίες που χρησιμοποιούν τη βία προς την κατεύθυνση της δημιουργικότητας. Ανέφερε ως παράδειγμα πόσο απαραίτητη είναι η λεγόμενη «οργανωτική-ορθολογική» βία στην ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη ενός παιδιού σε σχέση με τη γένεση του λόγου και της σκέψης, αλλά και στη διαφοροποίησή του από τη μητέρα και τον πατέρα. Όπως επίσης πόσο εγγενής είναι η βία στην διαδικασία της «ταύτισης» του ατόμου, χωρίς την οποία το άτομο δεν μπορεί να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα, αλλά και εν γένει στη δημιουργία του πολιτισμού μας, ο οποίος κατά τον Φρόιντ, για να μπορέσει να υπάρξει απαιτεί από τους ανθρώπους τη βίαιη απώθηση πολλών πρωτόγονων ενστίκτων τους. Στον αντίποδα της φυσιολογικής βίας, έρχεται η παθολογική βία, η οποία δεν εντάσσεται σε κάποιο «πρόταγμα ζωής» και στοχεύει μόνο στην καταστροφικότητα. Η κυρία Τσαλίκογλου παρουσίασε επίσης κάποιες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες έρευνες, οι οποίες δείχνουν πως και ο πιο φιλήσυχος πολίτης μπορεί να καταφύγει στην πιο ακραία μορφή βίας. Ανέφερε επίσης και περιπτώσεις αμερικάνικων ερευνών σε σχέση με πολίτες οι οποίοι τυγχάνουν μάρτυρες ενός βιασμού και κανείς από αυτούς δεν ειδοποιεί την αστυνομία. Αυτό δε γίνεται επειδή έχουν μία «εγκληματική προσωπικότητα», αλλά λόγω εξωγενών παραγόντων (θεωρούν ότι κάποιος άλλος θα έχει ήδη καλέσει την αστυνομία, αδιαφορία κλπ). Το πιο σημαντικό όμως που είπε η κ. Τσαλίκογλου είναι ότι δεν πρέπει να θεωρούμε καμία βία ως αναίτια: στη ρίζα κάθε επιθετικότητας εδρεύει η διάψευση μιας ζωτικής ανάγκης του ατόμου ή του συνόλου και αυτές τις ζωτικές ανάγκες έχει αποστολή να βρει η ψυχολογία.
Σε παρόμοιο κλίμα κινήθηκε και ο κύριος Ν. Κουράκης, καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών, ο οποίος μίλησε για τη σχολική βία και τις δυνατότητες αντιμετώπισής της. Ο κ. Κουράκης αναφέρθηκε αρχικά στη σημαντική βοήθεια της Ειδικής Επιτροπής για τη Σχολική Βία, η οποία λειτουργεί στα πλαίσια της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Στη συνέχεια επεσήμανε ότι η βία σε ένα σχολείο δεν είναι απαραίτητα αρνητική, εφόσον εντάσσεται στην προσπάθεια απόκτησης ταυτότητας από μέρους του παιδιού ή του εφήβου και εφόσον γίνεται περιστασιακά και χωρίς μοχθηρία. Αυτό που είναι αρνητικό είναι το λεγόμενο “bullying”, ελληνιστί «σχολικός εκφοβισμός ή ψευτοπαλικαρισμός/ τραμπουκισμός», το οποίο γίνεται με στοιχεία επαναληπτικότητας, κακοβουλίας και στοχοποίησης συγκεκριμένων παιδιών, συνήθως αδύναμων. Στη θυματοποίηση αυτών των αδύναμων παιδιών,καθοριστικό ρόλο παίζουν οι γονείς, οι οποίοι συχνά είναι υπερπροσταυτικοί, αυταρχικοί ή αδιάφοροι και δεν αφήνουν την προσωπικότητα του παιδιού να αναπτυχθεί σύμμετρα. Από την άλλη μεριά, και ο “bully” έχει προβλήματα επικοινωνίας με τους γονείς και συχνά έχει υποστεί ψυχική, λεκτική ή και σωματική κακοποίηση. Γι’ αυτό προσπαθεί μέσω της βίας αυτής να αποκτήσει μία ταυτότητα, έστω και αρνητική. Σε αυτά τα δεδομένα έρχονται να προστεθούν και πρόσφατες έρευνες του 2008, που δείχνουν ότι τα επιθετικά αυτά παιδιά παρουσιάζουν μειωμένη έκκριση κορτιζόλης, μιας ουσίας που βοηθάει στη συγκράτηση των παρορμήσεων. Πολύ σημαντικό είναι ότι το 35-40% των “bullies” έχουν μέχρι τα 24 τους χρόνια παραβατική συμπεριφορά, ενώ τα θύματα πέρα από χαμηλή αυτοπεποίηθηση και αδυναμίες προσαρμογής στην πορεία της ζωής του, ενίοτε ξεσπούν και με εκρήξεις οργής, όπως οι πολύνεκρες περιπτώσεις του Columbine στις ΗΠΑ, της Φινλανδίας και πρόσφατα και σε μας με τον 19χρονο σπουδαστή του ΟΑΕΔ. Στην Ελλάδα το καταγεγραμμένο ποσοστό του “bullying” στα σχολεία φτάνει στο 6-8%. Ο κ. Κουράκης έκανε στο τέλος της εισήγησής του προτάσεις αντιμετώπισης του προβλήματος. Μεταξύ άλλων ανέφερε την αντικατάσταση των αποβολών ως ποινών με μέτρα πιο δημιουργικά για το παιδί, την εκπαίδευση των καθηγητών για τη «διαχείριση κρίσεων», την ενίσχυση των σχολείων δεύτερης ευκαιρίας τα οποία επιτελούν πολύ σημαντικό έργο, όπως το σχολείο στις Φυλακές του Αυλώνα και, βέβαια, την έμφαση σε χώρους παιχνιδιού και άθλησης για τα παιδιά, στα οποία λείπει σήμερα όσο ποτέ ο ελεύθερος χρόνος και χώρος.
Τη συνεδρία έκλεισε σε διαφορετικό ύφος η καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κυρία Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, η οποία μίλησε για τις πρόσφατες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την τρομοκρατία. Η κυρία Συμεωνίδου-Καστανίδου επεσήμανε την πορεία του ποινικού μας δικαίου προς ένα προληπτικό ποινικό δίκαιο, το οποίο μεταχειρίζεται τους υπόπτους ως οιονεί κατηγορουμένους και ανέλυσε τις πρόσφατες διατάξεις για την τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα αλλά και θεσμούς όπως η Europol, το νεοπαγές άρθρο 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλα.
Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ των θεατών και των ομιλητών.

Την Τρίτη 19 Μαίου 2009 έλαβε χώρα η δεύτερη μέρα του συνεδρίου που οργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Εγκληματολογίας για την 30η επέτειο της με θέμα: “Η Εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις”.
Η έναρξη της τρίτης συνεδρίας έγινε στις 10 το πρωί και της συζητήσεως προέδρευε ο Α. Μαγγανάς, Καθηγητής Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πρώτη ομιλούσα η κ. Χ.Ζαραφωνίτου, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου ανέπτυξε το θέμα της σχέσεως της ανταποδοτικής και αποκαταστικής δικαιοσύνης, αναφέροντας επίσης κάποιες πολύ σημαντικές αναμορφωτικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας.
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Β. Παπαθεοδώρου, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, μιλώντας για την (αν)ασφάλεια και τα δικαιώματα υπό επιτήρηση, αναφέροντας στην ομιλία του και το θέμα της ποινικοποίησης της κουκούλας. Επιπροσθέτως ο κ. Παπαθεοδώρου δεν παρέλειψε να αναφέρει και την πρόταση της κ. Μαραγκοπούλου για την τιμωρία ως ιδιώνυμου εγκλήματος την προσέλευση των κουκουλοφόρων σε διαμαρτυρίες, κάτι στο οποίο αναφέρθηκε και η ίδια η κ. Μαραγκοπούλου στο τέλος της τρίτης συνεδρίας.
Εν συνεχεία, ο Ι. Φαρσεδάκης,ομότιμος καθηγητής Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, προχώρησε στην ανάλυση ενός θέματος σύγχρονου και ανησυχητικού στις μέρες μας: “Το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και η αντιμετώπιση του”. Γι΄ αυτό το φλέγον θέμα έγινε παρουσίαση με διαφάνειες, στις οποίες περιέχονταν πάμπολλες σχετικές αναλύσεις και στατιστικές.
Τέλος, στη λήξη της τρίτης συνεδρίας ακούστηκαν οι προβληματισμοί για τα θέματα που αναπτύχθηκαν. Ειδικώτερα, το λόγο πήρε η κ. Μαραγκοπούλου θέλοντας να εξηγήσει τη θέση της για την ποινικοποίηση της “κουκούλας” και την πρόταση της για την επιβολή κοινωνικής εργασίας για τους κουκουλοφόρους με βεβαρημένο ποινικό μητρώο και όχι φυλάκισης. Βέβαια πολλοί εξέφρασαν τις αντιρρήσεις και τις ανησυχίες τους για το εύρος εφαρμογής της τιμωρίας και ακολούθησε ολιγόλεπτη συζήτηση.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα ξεκούρασης, ξεκίνησε η τέταρτη συνεδρία της εκδήλωσης. Προεδρέυων της συζητήσεως ορίστηκε ο κ. Ν. Κουράκης, Καθηγητής Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, λόγω απουσίας του ήδη ορισμένου προέδρου κ Δ.Καλογερόπουλου.
Πρώτη ομιλούσα, η κ. Μ.Κρανιδιώτη ανέλυσε το θέμα των μετασχηματισμών της πρόληψης στις εγκληματολογικές θεωρίες.
Ακολούθησε η κ. Α.Πιτσελά, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η οποία παράθεσε πρακτικές πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας, θέμα που μας απασχολεί αρκετά τη σημερινή εποχή. Επίσης, η κ. Πιτσελά έφερε ως παράδειγμα το θέμα του "σκασιαρχείου"και τα μέτρα αντιμετώπισης του.
Έπειτα το λόγο πήρε η κ. Τ. Τζαννετάκη, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπτύσσοντας τα πρότυπα ποινικής καταστολής και εκφράζοντας τις θέσεις και τις αντιθέσεις που κυριαρχούν.
Τελευταία ομιλούσα της τέταρτης συνεδρίας η κ. Α. Τσήτσουρα, ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών και Προιστάμενη Τομέα Εγκληματολογικών Προβλημάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης ανέπτυξε περιεκτικότατα την αντεγκληματολογική πολιτική του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Στο κλείσιμο της τέταρτης συεδρίας ακολούθησαν απορίες και ερωτήσεις των ακροατών πάνω στα άκρως ενδιαφέροντα θέματα που ανέπτυξαν οι ομιλητές με έμφαση στα θέματα της νεανικής παραβατικότητας και της κατά ένα τρόπο εξέγερσης των νέων.

Η πέμπτη συνεδρία, με τίτλο «Καίρια προβλήματα της ποινικής δικαιοσύνης και των υποστηρικτικών της θεσμών» ξεκίνησε με εισήγηση του κ. Σ. Μπάγια, αντιεισαγγελέα εφετών και προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας. Ο κ. Μπάγιας προσέγγισε το ζήτημα της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας από τη Δικαιοσύνη από τη «δικαστική οπτική γωνία», τονίζοντας πως η μακροπρόθεσμη στόχευση και ο ορθός προγραμματισμός αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις τόσο για τη λειτουργικότητα ενός νόμου όσο και για την επιτυχή αναμόρφωση του χώρου της Δικαιοσύνης. Ερωτηθείς για τη χρησιμότητα των εναλλακτικών τρόπων έκτισης της ποινής (πχ με παροχή κοινωφελούς εργασίας), δήλωσε πως τις θεωρεί χρήσιμες μεν, δύσκολα εφικτές δε, και όχι, όπως ενδεχομένως θα φανταζόταν κανείς, λόγω αντίδρασης του κοινωνικού συνόλου αλλά κυρίως εξ’ αιτίας του ελλιπούς σχετικού προγραμματισμού εκ μέρους της Πολιτείας.
Στο σημείο αυτό παρενέβη η πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας και του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κα. Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, η οποία, αφού υπογράμμισε τον παιδευτικό χαρακτήρα της παροχής κοινωφελούς εργασίας ως εναλλακτικού τρόπου έκτισης της ποινής, επεσήμανε την αναγκαιότητα οριστικής ρύθμισης του ζητήματος.
Η προγραμματισμένη εισήγηση του δικηγόρου και προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων κ. Χρ. Αργυρόπουλου, ο οποίος θα εξέθετε τη «δικηγορική άποψη» για το ίδιο θέμα δεν πραγματοποιήθηκε. Το λόγο έλαβε, στη συνέχεια, ο λέκτωρ Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Θράκης και εγκληματολόγος στην ανδρική δικαστική φυλακή Κορυδαλλού κ. Ν. Κουλούρης, ο οποίος παρουσίασε με ενάργεια τα προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος: από την ανεπάρκεια του προσωπικού και την ελλιπέστατη εκπαίδευση και επιμόρφωση των σωφρονιστικών υπαλλήλων ως τη γραφειοκρατική αδράνεια και την έλλειψη δημόσιου διαλόγου για το ρόλο που καλείται να επιτελέσει το σωφρονιστικό σύστημα σήμερα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την πραγματική επιδείνωση της κοινωνικής θέσης του ατόμου που συνεπάγεται ο εγκλεισμός, συντελούν ώστε, κατά την προσφυέστατη παρατήρηση του κ. Κουλούρη, η κατάσταση στις φυλακές να προετοιμάζει τους κρατούμενους για την επιστροφή τους σε αυτές μετά την αποφυλάκισή τους.
Ακολούθησε παρέμβαση του διευθυντή των σχολείων του ειδικού καταστήματος κράτησης νέων Αυλώνα, κ. Π. Δαμιανού, ο οποίος εξέφρασε την ελπίδα να εισφέρει ένα μήνυμα αισιοδοξίας στη συζήτηση. Ο κ. Δαμιανός παρουσίασε σύντομα τη λειτουργία του σχολείου που λειτουργεί από το 2003 στον Αυλώνα, ως Γυμνάσιο και Λύκειο και με πρόγραμμα ίδιο με εκείνο των δημόσιων σχολείων της χώρας. Εντόπισε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα τέτοιο εγχείρημα, μεταξύ άλλων, στη στελέχωση των σχολείων αλλά και των σωφρονιστικών ιδρυμάτων με επαρκές και κατάλληλο προσωπικό, στο ζήτημα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κρατουμένων και, τέλος, στην ύπαρξη του ποινικού μητρώου, το οποίο στιγματίζει τον καταδικασθέντα, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την επανένταξή του στην κοινωνία.
Η συνεδρία συνεχίστηκε με την εξέταση του ρόλου και των προβλημάτων της ελληνικής αστυνομίας. Πρώτος έλαβε το λόγο ο λέκτωρ Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Teesside κ. Γ. Παπανικολάου, με θέμα της εισήγησής του τα προβλήματα και τις προοπτικές της έρευνας στην ελληνική αστυνομία. Αφού αναφέρθηκε σύντομα στη ραγδαία ανάπτυξη του επιστημονικού κλάδου της κοινωνιολογίας της αστυνομίας στο εξωτερικό, και κυρίως, στον αγγλοσαξονικό χώρο, σημείωσε πως ο εν λόγω κλάδος γνωρίζει ανάπτυξη και στη χώρα μας, όπως αποδεικνύεται και από την ολοένα αυξανόμενο αριθμό των σχετικών μονογραφιών, επιστημονικών άρθρων και διδακτορικών διατριβών. Ωστόσο, οι ερευνητές της ελληνικής αστυνομίας εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρότατες δυσχέρειες, όπως κενά και καθυστερήσεις στη ροή στατιστικών δεδομένων καθώς και δυσκολίες στη συλλογή βασικών στοιχείων για έρευνα. Καταλήγοντας, ο κ. Παπανικολάου επεσήμανε πως είναι απαραίτητο να τεθεί ως στόχος προς επίτευξη η ανεμπόδιστη εγκληματολογική και κοινωνιολογική έρευνα στην αστυνομία.
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια της Σχολής Κοινωνικής Διοίκησης του Πανεπιστημίου Θράκης κα. Σ. Βιδάλη ανέλυσε, ακολούθως, την έννοια της «αποτελεσματικότητας» της αστυνομίας. Η έννοια αυτή, όπως εξήγησε, δεν περιορίζεται στον τομέα της καταστολής, δεν έχει, δηλαδή, να κάνει μόνο με την επιτυχή αντιμετώπιση του εγκλήματος. Αντίθετα, αφορά, μεταξύ άλλων, στην καλή σχέση αστυνομίας και πολίτη καθώς και στην τόνωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών. Συνεπώς, υπογράμμισε η κα. Βιδάλη, πρέπει να δοθεί έμφαση στην εκπαίδευση των αστυνομικών, ενώ είναι καιρός να προβούμε σε ανοιχτό και ειλικρινή διάλογο για τον προσδιορισμό των στόχων που καλείται να επιδιώξει η αστυνομία σε μία εποχή με διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Η οπτική γωνία της αστυνομίας παρουσιάστηκε από τον Υποστράτηγο Ε.Α. κ. Α. Σταματάκη, ο οποίος, με μία αναλυτική εισήγηση, εξέθεσε τα νέα δεδομένα που επαναπροσδιορίζουν το ρόλο αλλά και τον τρόπο δράσης της αστυνομίας: η διεθνοποίηση του εγκλήματος, η αποδυνάμωση του άτυπου κοινωνικού ελέγχου, η παγκοσμιοποίηση και η ύπαρξη πολυπολιτισμικών κοινωνιών, η νέα θεώρηση της ασφάλειας ως ιδιωτικού εννόμου αγαθού, η θυματολογική προσέγγιση του εγκλήματος. Ο κ. Σταματάκης παρουσίασε επίσης τις βασικές προτεραιότητες της ελληνικής αστυνομίας (καταπολέμηση ναρκωτικών, οργανωμένου εγκλήματος, τρομοκρατίας, εμπορίας ανθρώπων) καθώς και ορισμένα μέτρα που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν στο μέλλον για ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της.
Η έκτη και τελευταία συνεδρία με θέμα «Η Εγκληματολογία πλοηγός στη χάραξη και εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής» ξεκίνησε με μία συντομότατη εισαγωγή του προεδρεύοντος κ. Γ. Σταυρόπουλου, Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας και Προέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες και ολοκληρώθηκε με κάποιες συμπερασματικές σκέψεις της κας. Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου. Ειδικότερα, η κα. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου υποστήριξε με έμφαση την ύπαρξη ενός ευρύτερου και βαθύτερου κοινωνικού προβλήματος: Θέτουμε ως στόχο την «επανένταξη» των αποφυλακισθέντων στην κοινωνία, όμως για τι είδους κοινωνία πρόκειται; Ποια πρότυπα ζωής προβάλλονται σε αυτή; Πώς είναι δυνατόν να μας εκπλήσσει η εγκληματικότητα, όταν η διαφθορά και η βία αποτελούν ενδημικά κοινωνικά φαινόμενα, όταν θεμελιώδεις αξίες όπως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν παραμερισθεί χάριν της με κάθε μέσο επίτευξης του πλούτου και της «επιτυχίας»; Όλα αυτά είναι ερωτήματα τα οποία έχουμε υποχρέωση να απαντήσουμε εάν πράγματι επιδιώκουμε τη χάραξη και τη εφαρμογή αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής.