Η υπόθεση της μετάβασης
από την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά
στην εγκληματική πράξη
του Ανδρέα Αλμπάνη
κοινωνιολόγου - Δρ Εγκληματολογίας
(Το κείμενο που ακολουθεί αποτέλεσε την εισήγησή του συγγραφέα στο Συμπόσιο με θέμα "Εγκληματολογία: Διδασκαλία και Έρευνα στην Ελλάδα" που πραγματοποιήθηκε στο Μεσολόγγι στις 28 και 29 Μαίου 2009).
Αυτό που επέλεξα να καταθέσω στο συμπόσιο είναι η ερευνητική ιδέα που χαρακτήρισε την εν λόγω προσπάθεια. Επικεντρώνω στο θεωρητικό και βιωματικό περιβάλλον της έρευνας, περιγράφω το ταξίδι προς τον προορισμό και όχι την απόδειξη της ύπαρξης του προορισμού. Αν κριθεί αναγκαίο, στη συζήτηση που θα ακολουθήσει, θα επεκταθώ πιο αυστηρά στο ζήτημα της τεκμηρίωσης.
Από το Νοέμβριο του 2002 που ξεκίνησε η έρευνα με το συγκεκριμένο θέμα μέχρι σήμερα, πρέπει να ξεκινώ την παρουσίασή της με μια βασική διευκρίνιση σε σχέση με το ερευνητικό της αντικείμενο. Η παρούσα έρευνα, δεν αφορά μια εγκληματολογική μελέτη της ελληνικής ροκ υποκουλτούρας αλλά μια διερεύνηση της συνέχειας μεταξύ παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και εγκληματικής πράξης, που χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την ελληνική ροκ υποκουλτούρα της δεκαετίας του 1990. Είναι θεμελιώδες να γίνει εξαρχής αντιληπτό ότι δεν εξετάζεται η παρέκκλιση και το έγκλημα στην ελληνική ροκ υποκουλτούρα, αλλά η αμφίβολη συνέχεια μεταξύ παρέκκλισης και εγκλήματος μέσω της ελληνικής ροκ υποκουλτούρας. Υπ’ αυτή την έννοια το αποτέλεσμα δεν συνιστά μια Εγκληματολογία για το ροκ, αλλά περισσότερο - όσο αδόκιμο κι αν ακούγεται - μια ροκ Εγκληματολογία.
Η νεοκλασικιστική αντίληψη περί συνέχειας μεταξύ παρέκκλισης και εγκλήματος εμφανίζεται ως βασική στις προσπάθειες χάραξης πολιτικών πρόληψης. Με τον τρόπο που χρησιμοποιείται γενικά η έννοια της πρόληψης, θεωρούμε συνήθως ότι πριν τη διάπραξη του εγκλήματος υπάρχει ένα σύνολο παραγόντων στο οποίο εάν επέμβουμε κατάλληλα μπορεί να αποτραπεί η παραβίαση του νόμου και να μειωθεί η ενδεχόμενη κοινωνική βλάβη. Επικεντρώνουμε συνήθως στα κοινωνικά πεδία που χαρακτηρίζονται ως προεγκληματικά ή εγκληματογόνα. Αυτή η τάση έχει σαν αποτέλεσμα, αντί να ερευνάται η αμφίβολη πραγματικότητα της συνέχειας μεταξύ παρέκκλισης και εγκλήματος, να ενισχύεται ως βεβαιότητα, και μάλιστα καθαγιασμένη και πιστοποιημένη από τον επιστημονικό εγκληματολογικό λόγο.
Απέναντι σε αυτή την τάση, η Πολιτισμική Εγκληματολογία μπορεί να αποτελέσει ένα συνεπές αντίβαρο. Σύμφωνα με την επίκουρο καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου κυρία Αφροδίτη Κουκουτσάκη (2005), ‘βασικό αντικείμενο μελέτης της πολιτισμικής εγκληματολογίας είναι το έγκλημα ως υποπολιτισμική δραστηριότητα ήη υποπολιτισμική δραστηριότητα ως έγκλημα. Το κοινό έδαφος, κατά συνέπεια, μεταξύ κουλτούρας και εγκληματικών πρακτικών ή, με άλλα λόγια, η εγκληματοποίηση συλλογικών συμπεριφορών και οι συνακόλουθες, κατασταλτικές πολιτικές και «ηθικές εκστρατείες» που ενεργοποιούνται απέναντι σε αυτές τις συμπεριφορές […]. Το ενδιαφέρον, δηλαδή, μετατίθεται από την «πραγματικότητα» της υποπολιτισμικής δραστηριότητας και τους παράγοντες που την προκαλούν, στους ίδιους τους «ορισμούς της κατάστασης» που διαμορφώνονται τόσο στο πλαίσιο αυτού του ίδιου του εναλλακτικού κέντρου ενσωμάτωσης (υποκουλτούρες), όσο και στο πλαίσιο της συμβατικής κοινωνίας’. Με πιο απλά λόγια, ο ερευνητικός στόχος της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας είναι ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η σύννομη, η παρεκκλίνουσα και η εγκληματική συμπεριφορά σε συγκεκριμένες πολιτισμικές συνθήκες. Αμέσως γίνεται κατανοητό ότι, όταν ο στόχος της Εγκληματολογίας είναι η όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη περιγραφή και ερμηνεία του εγκλήματος, ώστε οι παραγόμενες έννοιες να αποτελέσουν εργαλεία για την άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής, η Πολιτισμική Εγκληματολογία εμφανίζεται να δρα αντίθετα. Εκεί που πάει να δημιουργηθεί μια βεβαιότητα η Πολιτισμική Εγκληματολογία την αμφισβητεί, και όταν το κάνει συστηματικά και τεκμηριωμένα δίνει την εντύπωση ότι στερεί από την Εγκληματολογία τη δυνατότητα να παράξει τα εργαλεία της. Για να δώσω ένα παράδειγμα, είναι σαν να θέλω να σας προσκαλέσω αύριο το μεσημέρι για γεύμα στο σπίτι μου, και αντί για «ναι» ή «όχι» να εισπράττω ερωτήσεις του τύπου: «τι εννοείς με τη λέξη γεύμα», «τι εννοείς με τη λέξη μεσημέρι», «θα μαγειρέψεις το φαγητό που μου αρέσει», «έχεις σκεφτεί ότι επειδή δεν τρώω το βράδυ, το μεσημέρι κάθομαι στο τραπέζι πιο αργά από τους άλλους και χρειάζομαι μεγάλη ποσότητα» κλπ. Χάος; Ναι, χάος! Και ενώ για μια απλή πρόσκληση σε ένα γεύμα μπορούμε να φανούμε ευγενικοί και να δεχτούμε ότι μπορεί να μην καθίσουμε στο τραπέζι την ώρα που επιθυμούμε ή να μην γευτούμε το αγαπημένο μας φαγητό, στο επίπεδο της αντεγκληματικής πολιτικής δεν νοείται αυτή η πολυτέλεια. Διότι απέναντί μας έχουμε μια κοινωνική κατάσταση, όπου έννοιες όπως η «κοινωνική αδικία», ο «φόβος του εγκλήματος», η «αύξηση της βίας και της εγκληματικότητας» και κατά συνέπεια η προετοιμασία του κοινού για ενίσχυση του ελέγχου, έχουν γίνει καραμέλα και χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν. Αυτό που εισηγούμαι, ωστόσο, είναι ότι η φράση ‘let the chaos begin’ η οποία κλείνει το μανιφέστο των Ferrell, Hayward, Morrison και Presdee (2004) για την Πολιτισμική Εγκληματολογία, δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως εμπόδιο στους στόχους της Εγκληματολογίας, αλλά ως εμπόδιο σε εκείνες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που σκοπεύουν να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα της εγκληματολογικής μελέτης, έρευνας και διδασκαλίας για να ενισχύσουν την επιλεκτική, άδικη και πολιτικά και οικονομικά ωφέλιμη - μόνο για τους προνομιούχους - λειτουργία του ποινικού συστήματος.
Αυτή η σύντομη εισαγωγή ήταν απαραίτητη προκειμένου να περιγραφεί η ερευνητική μου στάση απέναντι στο αντικείμενο που επέλεξα. Όταν ξεκίνησα το 2002 τη διερεύνηση της συνέχειας μεταξύ παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και εγκληματικής πράξης στο πολιτισμικό πεδίο της ελληνικής ροκ σκηνής, βρέθηκα μπροστά σε δυο σχέσεις που παρουσιάζονταν περίπου ως βεβαιότητες. Η πρώτη αφορούσε τη σχέση
ροκ και παρέκκλιση και η δεύτερη τη σχέση
παρέκκλιση και έγκλημα. Ως μέλος ροκ συγκροτημάτων από το 1992, ήμουν σε θέση να γνωρίζω σε βάθος τις διαστάσεις της πρώτης σχέσης. Με λίγα λόγια, η σχέση ροκ-παρέκκλιση αποτελεί συστατικό της ροκ πολιτισμικής ταυτότητας και επιβεβαιώνεται από τους φορείς της. Δεν μου φαινόταν όμως πειστική,
στην πραγματικότητα της καθημερινής μου ζωής, η σύνδεσή της με το έγκλημα, παρόλο που ως φοιτητής κοινωνιολογίας και αργότερα εγκληματολογίας, έβλεπα αυτή τη συνέχεια να εμφανίζεται με επιμονή και διάρκεια τόσο στη σύγχρονη βιβλιογραφία και έρευνα όσο και στα θέματα των ΜΜΕ. Παρόλο που δεν μπορούσα να την αντιληφθώ ως πραγματική, εμφανιζόταν και στις καθημερινές μου διαντιδράσεις με τους γονείς, τους καθηγητές, τους συμφοιτητές, τους εργοδότες μου, αλλά και με τους ομοίους μου – όσους ήταν επίσης μέλη της ελληνικής ροκ σκηνής της δεκαετίας του 1990. Δηλαδή, η σχέση ροκ-παρέκκλιση-έγκλημα εμφανιζόταν σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές μου διαντιδράσεις. Σκέφτηκα τότε ότι αυτή η σχέση εμφανίζεται ως μια κοινωνική και πολιτισμική βεβαιότητα που δεν περιγράφει δίκαια την καθημερινότητα, τουλάχιστον τη δική μου και των ομοίων μου. Και ότι το βασικό πρόβλημα δεν βρισκόταν στη σχέση ροκ-παρέκκλιση, αλλά στη θεωρούμενη συνέχεια μεταξύ παρέκκλισης και εγκλήματος. Τι θα σήμαινε λοιπόν, στο επίπεδο των βεβαιοτήτων μας η διερεύνηση μιας διαφορετικής σχέσης; Ακόμα περισσότερο, πόσο χάος θα συνεπαγόταν η ρωγμή στις βεβαιωμένες συσχετίσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά, λόγω της τεκμηρίωσης μιας διαφορετικής σχέσης:
ροκ-παρέκκλιση-συμμόρφωση; Έτσι, ο ερευνητικός μου στόχος για τα επόμενα πέντε χρόνια ήταν να τεκμηριώσω την ύπαρξη της πορείας από τη ροκ παρέκκλιση στη συμμόρφωση στους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες. Αξιοποιώντας με αυστηρό και συστηματικό τρόπο τα μεθοδολογικά εργαλεία της Κοινωνιολογίας, της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και της Εγκληματολογίας, σήμερα είμαι σε θέση να υποστηρίξω την ανατροπή των συμβατικών συσχετισμών.
Το πρώτο εμπόδιο που πρέπει να υπερβεί ένας κοινωνικός ερευνητής είναι η εγγενής ασάφεια των εννοιών που χρησιμοποιεί. Στην έρευνά μου ήταν ανάγκη να οριστούν συγκεκριμένα οι έννοιες: ροκ, παρέκκλιση, έγκλημα και συμμόρφωση, για να ακολουθήσουν αναγκαστικά άλλες, όπως ο κοινωνικός έλεγχος, η υποκουλτούρα, η κυρίαρχη κουλτούρα κλπ.
Το ροκ είναι ίσως το ευρύτερα διαδεδομένο μουσικό είδος τα τελευταία 50 χρόνια. Παρόλα αυτά είναι αδύνατον να οριστεί, όχι μόνο κοινωνιολογικά αλλά και μουσικολογικά. Όπως ισχυρίζεται ο Robert Pattison (1994), ‘δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να αντιληφθεί ότι σε κάθε αντικειμενική παρατήρηση του ροκ, μπορεί να παραχθεί ακριβώς μέσα από την ίδια φιλολογία ένα εντελώς αντιθετικό συμπέρασμα. Το ροκ είναι συνθηκολόγηση με τον καπιταλισμό. Το ροκ είναι εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό. Το ροκ είναι πολιτικό. Το ροκ είναι απολιτικό. Το ροκ υποδαυλίζει την επιθετικότητα, το ροκ εξουδετερώνει την επιθετικότητα’. Παρόμοιες ασυμφωνίες όμως συναντούμε και σε κεντρικές έννοιες που χρησιμοποιεί η Εγκληματολογία. Άλλοτε η παρέκκλιση εμφανίζεται ως απόκλιση από κάποιον κοινωνικό μέσο όρο και άλλοτε ως αποτέλεσμα επιτυχημένου χαρακτηρισμού· άλλοτε το έγκλημα αποτελεί εργαλείο στα χέρια των ισχυρών και άλλοτε το αποκορύφωμα της ηθικής δράσης πρωτοπόρων και ηρωικών επαναστατικών κοινωνικών ομάδων· άλλοτε ο κοινωνικός έλεγχος είναι δομή απάνθρωπα καταπιεστική και άλλοτε εχέγγυο της δημοκρατικής συναινετικής ολοκλήρωσης· άλλοτε η υποκουλτούρα συγκρούεται με τους όρους της κυρίαρχης κουλτούρας και άλλοτε αντλεί από αυτούς την ίδια της την ύπαρξη. Και το πιο ωραίο είναι, ότι στην καθημερινή ζωή δεν απαιτείται να επιλέξουμε τη μια ή την άλλη εκδοχή, αλλά τις βλέπουμε να συνθέτουν από κοινού τις διάφορες πραγματικότητες που βιώνουν οι κοινωνικές ομάδες. Τις βλέπουμε να συνθέτουν από κοινού τους διαφορετικούς ορισμούς της κατάστασης που αναπαριστούν το «πραγματικό» και, με αυτό τον τρόπο, το καθιστούν πραγματικό ως προς τα αποτελέσματά του στην ατομική και κοινωνική εμπειρία.
Κατά την προσπάθεια ορισμού εκείνων των εννοιών που θα ήταν απαραίτητες για να κατασκευάσω το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο θα βασιζόταν η ερμηνεία του ερευνητικού μου υλικού, θεώρησα ότι θα ήταν πιο σωστό να δημιουργήσω ένα σύστημα που θα επιτρέπει να γίνονται αντιληπτές αυτές οι έννοιες στην πολυπλοκότητά τους ώστε να μην υποχρεώνομαι να επιλέγω απρόθυμα μεταξύ συγκρουόμενων και αντιθετικών θεωρητικών προτάσεων, που όπως έχει πει ακόμα και ο Niklas Luhmann (1995) μειώνουν αφύσικα και βίαια την πολυπλοκότητα του καθημερινού κόσμου.
Κατάφυγα στη χρήση των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Η κοινωνική αναπαράσταση είναι η αντίληψη που έχει κάποιος (
άτομο, ομάδα, θεσμός) για κάτι
(πρόσωπο, πράγμα, γεγονός, ιδέα, θεωρία κλπ.). Δηλαδή, έχει υποκείμενο και αντικείμενο, και περιλαμβάνει γνωστικά, συναισθηματικά και συμπεριφορικά στοιχεία. Η ασυμφωνία που παρατηρείται τόσο στον καθημερινό κόσμο όσο και στους επιστημονικούς ορισμούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οφείλεται στη χρήση διαφορετικών κοινωνικών αναπαραστάσεων. Ένα παράδειγμα σε σχέση μ’ αυτό είναι η θεμελιώδης θεωρητική πρόταση του
Howard Becker στους
Περιθωριοποιημένους (2000), όπου η ύπαρξη του κανόνα διαχωρίζει τους συμβατικούς από τους περιθωριοποιημένους, αλλά οι περιθωριοποιημένοι μπορεί να κρίνουν ότι αυτοί που επικαλούνται τον κανόνα είναι οι ίδιοι περιθωριακοί σε σχέση με τον κόσμο τους. Ο
Becker δηλαδή περιέγραψε δυο κοινωνικές αναπαραστάσεις του ίδιου αντικειμένου (κανόνας), από δυο διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα. Δυο κοινωνικές αναπαραστάσεις των οποίων η σύγκρουση παράγει και επιβεβαιώνει την έννοια της παρέκκλισης ως χαρακτηρισμό. Και ήταν για τον ίδιο τόσο σημαντική η λειτουργία της σύγκρουσης, που έφτασε στο σημείο να ανάγει σε θεμελιώδες το ερώτημα: «με ποιους είμαστε».
Διάλεξα να προσπαθήσω να απαντήσω πρώτα στο ερώτημα: «ποιος είναι ποιος». Έβαλα σε παρένθεση την έννοια της σύγκρουσης και έδωσα περισσότερο χώρο στην έννοια της συνύπαρξης, ακολουθώντας την συμβουλή του Giddens [«μην ψάχνεις για λειτουργίες, να ψάχνεις για αντιφάσεις» (Craib 1998)]. Με τη σχετική υποτίμηση της σύγκρουσης δεν εννοώ ότι δεν γίνονται αντιληπτές ως τέτοιες οι αντίθετες κοινωνικές δυνάμεις που ενυπάρχουν στην καθημερινή ζωή, ούτε ότι προκρίνω την έννοια της συναίνεσης. Υπάρχει αντίθεση, αλλά στα πλαίσια μιας ενιαίας συγκρουσιακής δυναμικής, κι έτσι μετονομάζεται η κοινωνική σύγκρουση σε κοινωνική ένταση. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό που προτείνω θα δώσω ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα παπούτσι που δένεται με κορδόνι περασμένο χιαστί. Για να σφίξουμε το κορδόνι και να δέσουμε κόμπο ασκούμε αντίθετες δυνάμεις στα δυο άκρα του κορδονιού. Αν επικεντρώσουμε την παρατήρησή μας στα άκρα του κορδονιού τότε αυτή θα αφορά δυο αντίθετες δυνάμεις σε ισορροπία. Αγνοούμε όμως έτσι, ότι το κορδόνι είναι ένα κομμάτι το οποίο διαπερνιέται από μια ενιαία δύναμη. Και ότι αυτή η δύναμη που τεντώνει το κορδόνι από άκρη εις άκρη μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιοδήποτε σημείο του και όχι μόνο στα σημεία φθοράς του κορδονιού, δηλαδή στα σημεία τριβής του.
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι τόσο το ενδιαφέρον του κοινού, όσο και το εγκληματολογικό ενδιαφέρον, και κατ’ επέκταση η εγκληματολογική έρευνα, επικεντρώνονται συνήθως μόνο σε αυτά τα σημεία. Στα σημεία τριβής. Έτσι, πολλές φορές εξαναγκαζόμαστε σε βιαστικά και επιφανειακά συμπεράσματα, λόγω του ότι υπάρχει ένας συγκεκριμένος χρόνος παρατήρησης των εμφανών συμπτωμάτων της τριβής που απαιτεί άμεση ανταπόκριση – τόσο επιστημονική όσο και πολιτική. Το θέμα όμως είναι ότι με αυτό τον τρόπο ασχολούμαστε μόνο με τις εμφανείς συνέπειες της κοινωνικής έντασης – και μάλιστα ίσως μόνο αυτές που μπορούν να λάβουν το χαρακτηριστικό των κοινωνικών κρίσεων – τη στιγμή που όλες οι άλλες συνέπειες της κοινωνικής έντασης θεωρούνται φυσιολογικές (ή ακόμα και επιθυμητές) και οι αιτίες της έντασης αγνοούνται ή αναλύονται σχεδόν φιλολογικά στο επίπεδο μιας μάκρο-θεώρησης. Από αυτή την παρατήρηση θα μου επιτρέψετε να αρθρώσω μια πρόταση για τη βασική εγκληματολογική έρευνα. Η εγκληματολογική έρευνα δεν χρειάζεται να αντλεί επιλεκτικά στοιχεία μόνο από τις καθιερωμένες εγκληματολογικές κοινωνικές κατηγορίες (έγκλειστους, καταδικασμένους, υπόδικους, μέλη ευπαθών κοινωνικών ομάδων, στελέχη του ποινικού συστήματος κλπ) αλλά από όλο το εύρος του κοινωνικού. Πιστεύω ότι εφόσον ο νόμος, το έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του επηρεάζουν τις ζωές όλων μας, θα ήταν πιο δίκαιο να αντλούμε στοιχεία τόσο από έναν ληστή τραπεζών όσο και από έναν ορκωτό λογιστή.
Ακολουθώντας μια τέτοια ερευνητική στάση, το ροκ δεν αποτελεί μόνο αντικείμενο συγκρουόμενων κοινωνικών αναπαραστάσεων, αλλά επίσης υποκείμενο αναπαράστασης του κοινωνικού. Δηλαδή, ως στυλ, ως τρόπος παρουσίασης του εαυτού και ως στάση ζωής μετατρέπεται σε σχετικά σταθερό τρόπο αποκωδικοποίησης της τυχαιότητας του κοινωνικού κόσμου, σε ταξινομητικό σύστημα, σε δομή διαμεσολάβησης και νοηματοδότησης των καθημερινών κοινωνικών προκλήσεων. Ως τέτοιο, το ροκ μπορεί να συμπεριλάβει τις αντιφάσεις του κοινωνικού χωρίς να αυτό-ακυρώνεται κατά τη διαδικασία της ανάλυσης. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον ορισμό της έννοιας του κοινωνικού ελέγχου, που μπορεί να λάβει το χαρακτήρα μιας δομής ταυτόχρονα αποτρεπτικής και επιτρεπτικής της κοινωνικής δράσης. Δηλαδή το χαρακτήρα μιας τεχνικής που συγκεκριμενοποιεί τον τρόπο επιλογής των εναλλακτικών δυνατοτήτων στα πλαίσια διαντιδραστικών καταστάσεων. Υπ’ αυτή την έννοια, η παρέκκλιση και το έγκλημα δεν μπορούν να οριστούν εν τη απουσία του κοινωνικού ελέγχου, αλλά μόνον ως παράγωγα και παραγωγοί του ταυτόχρονα. Με τα λόγια του Bourdieu (1999), η παρέκκλιση και το έγκλημα μπορούν να οριστούν ως εκπρόσωποι του κοινωνικού ελέγχου.
Ακολούθως, η ροκ υποκουλτούρα είναι αδόκιμο να ορίζεται ως μια αντιπειθαρχική δομή που συγκρούεται με τις πειθαρχίες της κυρίαρχης κουλτούρας. Αξιοποιώντας το θεωρητικό πλαίσιο που μόλις παρουσιάστηκε, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι η ροκ υποκουλτούρα μιλάει την ίδια γλώσσα με την κυρίαρχη κουλτούρα, ακόμα και τις φορές που θέλει να πει κάτι διαφορετικό. Χρησιμοποιεί τις πειθαρχίες και βασίζει τη συγκρότησή της στον κοινωνικό έλεγχο. Είναι ένα υποδειγματικό πειθαρχικό σύστημα, εφαρμόζει ένα αυστηρό και πολύπλοκο σύστημα ανταμοιβών και κυρώσεων. Με τα λόγια του Foucault (2004), η ροκ υποκουλτούρα αποτελεί ένα «ποινικό σύστημα του κανόνα». Βέβαια, αυτή η θεωρητική υπόθεση - και μετέπειτα ερευνητική διαπίστωση - δεν αρκεί για να τεκμηριώσει την πορεία από τη ροκ παρέκκλιση στη συμμόρφωση στους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες. Κάποιος που πειθαρχεί σε μια εγκληματική συμμορία συμμετέχοντας πλήρως στις προσχεδιασμένες της δράσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμμορφος με τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες. Το θέμα όμως που υπάρχει στο πεδίο της ροκ υποκουλτούρας και της αυτό-αντίληψης των μελών της με τους όρους μιας παρεκκλίνουσας πολιτισμικής ταυτότητας, δεν έχει να κάνει με τη συμμόρφωση ως σύννομη συμπεριφορά, αλλά με τη συμμόρφωση στο κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα ανταμοιβών και κυρώσεων. Με τα λόγια του Max Weber: ‘το γεγονός του προσανατολισμού της πράξης σε μια τάξη αποφασίζει για την ισχύ της τάξης και όχι η τήρησή της’ (Luhmann 1995, σ. 123). Ή όπως το έθεσε μεταγενέστερα ο Baudrillard (2005) η εκγύμναση στους κανόνες του παιχνιδιού είναι που συμμορφώνει κοινωνικά τα άτομα και τις ομάδες και όχι η υπακοή στουςκανόνες. Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, η ελληνική ροκ υποκουλτούρα της δεκαετίας του 1990 είναι μια παρεκκλίνουσα υποκουλτούρα που, εάν ωθεί προς τα κάπου τα μέλη της, τότε τα ωθεί προς τη συμμόρφωση στους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που θα ζήλευε ακόμα και ο πιο σκληρός νομοθέτης.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
BAUDRILLARD Jean, Η Καταναλωτική Κοινωνία, μτφ. Βασίλης Τομανάς, Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2005.
BECKER Howard, Οι Περιθωριοποιημένοι, Μελέτες στην Κοινωνιολογία της Παρέκκλισης, μτφ. Αθηνά Κουτζόγλου, Βασίλειος Μπουρλιάσκος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2000.
BOURDIEU Pierre, Γλώσσα και Συμβολική Εξουσία, μτφ. Κική Καψαμπέλη, εισαγ. Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1999.
CRAIB Ian, Η Θεωρία της Δομοποίησης, στο: Πετμεζίδου Μαρία (επιμ), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τομ. Β’, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998, σ. 225-268.
FERRELL Jeff, HAYWARD Keith, MORISSON Wayne, PRESDEE Mike (eds), Cultural Criminology Unleash, Glasshouse Press, London-Sydney-Oregon, 2004.
FOUCAULT Michel, Επιτήρηση και Τιμωρία, Η Γέννηση της Φυλακής, μτφ. Καίτη Χατζηδήμου-Ιουλιέττα Ράλλη, Εκδόσεις Ράππα, 2004.
LUHMANN Niklas, Δομή και Αποκλίνουσα Συμπεριφορά, μτφ. Έφη Λαμπροπούλου, στο: Luhmann Niklas, Θεωρία των Κοινωνικών Συστημάτων, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 109-134.
PATTISON Robert, Το Ροκ στον Καθρέφτη του Ρομαντισμού, μτφ. Στέφανος Ροζάνης, Εκδόσεις Πρίσμα, Αθήνα, 1992.
ΚΟΥΚΟΥΤΣΑΚΗ Αφροδίτη, Κοινωνικές Αναπαραστάσεις του Εγκλήματος και Εγκληματολογία - Εισαγωγή στο μάθημα της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας (διδακτικές σημειώσεις), Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2005.