Ξέρω... Ο Ρομπέν των Δασών έζησε το μύθο του στην Αγγλία του Μεσαίωνα. Εξαιρετικά δημοφιλής, ιδιαίτερα ικανός με τα όπλα και ειδικά με το θρυλικό τόξο του. Ζούσε στο δάσος του Σέργουντ, είχε δική του συμμορία, έκλεβε από τους πλούσιους κι έδινε στους φτωχούς. Να μην ξεχάσω ότι είχε συνδεθεί ερωτικά με την όμορφη Μάριον. Ξέρω... Τα έβαζε με το κατεστημένο, με την εξουσία της εποχής και συνήθως νικούσε. Και κάθε νίκη του, κάθε μέρα που ζούσε ελεύθερος και παράνομος, φούντωνε τη φωτιά που άναβε ο μύθος του. Ο λαός έγραφε ποιήματα και τραγούδια για αυτόν, αργότερα γυρίστηκαν κινηματογραφικές ταινίες με τα κατορθώματά του και δεν έπαψε να θεωρείται λαϊκός ήρωας. Όμως, ξέρω και κάτι άλλο. Μια παρόμοια περίπτωση με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά παρουσιάστηκε πάνω από μισό αιώνα αργότερα στην Ελλάδα.
Το όνομά του Χρήστος Νάτσιος.
Ο Χρήστος Νάτσιος έζησε το έζησε το μύθο του στην Αττική, τη Βοιωτία και την Εύβοια. Εξαιρετικά δημοφιλής τόσο στους παράνομους, όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, ιδιαίτερα ικανός με τα όπλα και ειδικά με το σπαθί του. Ζούσε κυρίως στα χωριά του Παρνασσού, είχε συστήσει μια εξαιρετικά αποτελεσματική συμμορία, λήστευε τους πλούσιους και ενίοτε βοηθούσε τους φτωχούς. Να μην ξεχάσω το θρυλικό έρωτά του με τη Δούκισσα της Πλακεντίας. Τα έβαζε με το κατεστημένο, με την εξουσία της εποχής και συνήθως νικούσε. Και κάθε νίκη του, κάθε μέρα που ζούσε ελεύθερος και παράνομος, φούντωνε τη φωτιά που άναβε ο μύθος του. Γράφονταν τραγούδια για αυτόν, για την ακρίβεια γράφονται ακόμα και σήμερα. Κι αν το όνομά του σας είναι άγνωστο και απορείτε με τα παραπάνω, τότε το παρωνύμιό του αποκλείεται να το αγνοείτε:
Λήσταρχος Νταβέλης, αν έχετε ακουστά!
Γεννήθηκε στα Στύρα της Εύβοιας το 1832 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν προϊδέαζαν κανέναν για το τί επρόκειτο να ακολουθήσει. Τα προβλήματά του άρχισαν όταν νέος έκανε τον γαλατά στη Μονή Πετράκη και κάλυπτε τον έρωτα ενός καλόγερου, του Σαμουήλ με μια χήρα και μαζί με το γάλα μοίραζε και τα κλειστά ραβασάκια του ενός προς την άλλη και τούμπαλιν. Όμως, όταν από περιέργεια έμαθε το περιεχόμενό τους δεν έχασε καιρό και όντας νέος και αρρενωπός πλειοδότησε στην καρδιά της χήρας. Ο δε απατηθείς καλόγερος, εφαρμόζοντας μια παραλλαγή του κλασικού δόγματος αν-όχι-εγώ-τότε-κανείς, τον κατονόμασε ως κλέφτη στις Αρχές και τον ανάγκασε να εξαφανιστεί και να επιστρέψει στο χωριό του για να αποφύγει τη σύλληψη.
Επέστρεψε, λοιπόν, στα Στύρα και δεν έχασε καιρό. Σύντομα ερωτεύτηκε την κόρη του ενός πλούσιου τσέλιγκα, ο οποίος δεν ενέκρινε για γαμπρό του τον Νταβέλη κι επειδή δεν έβρισκε φωτεινό τρόπο για να τον απομακρύνει από τη θυγατέρα του, προτίμησε έναν σκοτεινό. Εκμεταλλεύτηκε τη γραμματική ομοιότητα του ονόματός του με εκείνη ενός καταζητούμενου και τον υπέδειξε στις Αρχές ως τον διωκόμενο, με αποτέλεσμα κατά την επιχείρηση της σύλληψης ο Νταβέλης να σκοτώσει εν μέσω γενικότερης αιματοχυσίας έναν από τους χωροφύλακες. Η απάντηση των αρχών επιβολής της Τάξης θεωρείτο δεδομένη και ήταν πλέον θέμα χρόνου η άφιξη στο χωριό ισχυρών δυνάμεων της Χωροφυλακής. Ύστερα από την τροπή των γεγονότων, η επιλογή φάνταζε στα μάτια του μονόδρομος και δεν ήταν άλλη από τη διαφυγή του στο βουνό. Εκείνη την εποχή άλλωστε τα βουνά είχαν πολλή κίνηση και ήταν μεγάλος ο αριθμός των «βασιλέων των ορέων» που ζούσαν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς παρανομίας στο βουνό, διαπράττοντας κατά κύριο λόγο ληστείες, κλοπές, απαγωγές, αλλά και αρκετές ανθρωποκτονίες. Η δε στυγερότητα των βίαιων πρακτικών που μετέρχονταν οι ληστές ήταν φημισμένη και ορισμένες φορές η παρέκκλιση της συμπεριφοράς τους άγγιζε τα όρια της βαρβαρότητας. Οι ληστοσυμμορίες ήταν κυρίως κατάλοιπα της Επανάστασης κατά της τουρκοκρατίας, που είχε ξεσπάσει μόλις μερικά χρόνια νωρίτερα και είχε επιτύχει την απελευθέρωση ενός τμήματος της Ελλάδας. Πολλοί ληστές, μάλιστα, είχαν αμνηστευτεί για να περάσουν τα -στενά ακόμα- σύνορα και να πολεμήσουν πλάι στους επαναστατημένους Θεσσαλούς και Ηπειρώτες. Οι ληστρικές συμμορίες αποτελούνταν συνήθως από δυσαρεστημένους καπεταναίους, που η βαυαροκρατία δεν αναγνώρισε τον αγώνα τους εναντίον της Τουρκοκρατίας και κατά μία άποψη ληστές συνέχισαν να υπάρχουν στα ελληνικά βουνά μέχρι και τους πρώτους χρόνους της γερμανική Kατοχής.
Ο Νταβέλης, λοιπόν, βρέθηκε στο βουνό, έγινε αμέσως μέλος συμμορίας και η φήμη του δεν άργησε να εξαπλωθεί στο χώρο των ληστών, αλλά και στα κοντινά χωριά που οι συμμορίες των ληστών δραστηριοποιούνταν. Τα ηγετικά του χαρίσματα, η τόλμη και η δύναμή του, καθώς και η ιδιαίτερη εγκληματική αποτελεσματικότητά του τον κατέστησαν από νωρίς εξέχον μέλος της ληστοσυμμορίας και μάλιστα δεν άργησε καθόλου να λάβει τον - ιδιαίτερα τιμητικό στο χώρο της παρανομίας εκείνης της εποχής - τίτλο του «Λήσταρχου» σε πολύ νεαρή ηλικία, πιθανότατα λίγο μετά τα 20 χρόνια του. Οι σύντροφοί του, ο Κακαράπης, ο Καλαμπαλίκης, ο Τσιμπουκλάρας, ο Φουντούκης, ο Ντελής, ο Ζαφείρης και άλλοι 60 περίπου παρέμειναν σχεδόν όλοι πιστοί στον αρχηγό μέχρι τέλους και συνέθεσαν μια εγκληματική ομάδα πολύ ισχυρή, που έμελλε να μείνει στην Ιστορία των παρανόμων.
Η εγκληματική δραστηριότητα του Νταβέλη αποδείχθηκε πολυποίκιλη και με πλούσιο ρεπερτόριο, καθώς διέπραττε είτε μόνος του είτε με ορισμένα ή όλα τα μέλη τής συμμορίας του πληθώρα εγκλημάτων, με ξακουστή «ειδίκευση» στις ληστείες και τις απαγωγές.
Έμεινε δε στην Ιστορία των εγκληματικών χρονικών το «μεγάλο» του έργο: η απαγωγή του Γάλλου στρατιωτικού αξιωματούχου Μπρετώ. Ιστορικά βρισκόμαστε στην περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου (1854 - 1856), όπου η Αθήνα και ο Πειραιάς βρίσκονται υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς αγγλογαλλικής κατοχής και ο λαός είναι και πάλι φανερά δυσαρεστημένος. Στην Αθήνα η κυβέρνηση τηρούσε την περίφημη «άψογον στάσιν» και δεν αποτολμούσε να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία στο πλευρό των Ρώσων. Η πολιτικά ανώμαλη κατάσταση, την οποία ο λαός βίωνε ως νέα κατοχή με όσα αρνητικά αυτή συνεπάγεται, για το Λήσταρχο Νταβέλη αποτελούσε το τέλειο ντεκόρ για την κορύφωση της εξάπλωσης της φήμης του και για το μεγαλύτερο σε δημοφιλία έγκλημά του.
Οργάνωσε, λοιπόν, και εκτέλεσε άψογα με τη συνδρομή της εγκληματικής ομάδας, της οποίας ηγείτο, σχέδιο απαγωγής ενός Γάλλου αξιωματούχου που είχε αφιχθεί στον Πειραιά, του Μπρετώ, τον μετέφερε σε κατάσταση ομηρίας στο βουνό και ζήτησε από την κυβέρνηση λύτρα 30.000 χρυσά νομίσματα για να τον παραδώσει, τα οποία και τελικά έλαβε. Ο απλός κόσμος της εποχής και της περιοχής που έμαθε για την απαγωγή, τη θεώρησε αντιστασιακή πράξη και κατά τη διαδρομή από στόμα σε στόμα, σταδιακά την αποσυνέδεσε από το αίτημα καταβολής λύτρων και την επανασυνέδεσε με ένα νέο, ανύπαρκτο, αλλά απείρως ελκυστικότερο κι επαναστατικό αίτημα. «Να αποσυρθούν οι δυνάμεις κατοχής από την Αθήνα και τον Πειραιά, αν θέλετε να ξαναδείτε τον Μπρετώ ζωντανό». Ο λαός στην Αθήνα ζητωκραύγαζε υπέρ του Νταβέλη κι ο ίδιος – έστω κι εν αγνοία του - κατάφερε να πάρει και τα λύτρα και τη δόξα και να τα κάνει σκαλοπάτια στο δρόμο για την υστεροφημία του.
Ο ίδιος είχε φροντίσει, βεβαίως, από νωρίς να καλλιεργήσει το έδαφος της δόξας του, απονέμοντας «δικαιοσύνη» κατά το δοκούν σε διάφορα χωριά της Αττικοβοιωτίας και σκορπίζοντας με χαρακτηριστική ευκολία λίγα από τα (έτσι κι αλλιώς πανεύκολα αποκτηθέντα) χρήματα που του είχε αποφέρει η εγκληματική του δραστηριότητα μοιράζοντάς τα -πάλι κατά το δοκούν- σε φτωχούς ανθρώπους. Επιπλέον, ο μύθος λέει ότι όταν ο Νταβέλης μάθαινε ότι έγινε κάποια αδικία σε χωριό της περιοχής δράσης του, επιλαμβανόταν ο ίδιος της απόδοσης δικαιοσύνης (μήπως καλύπτοντας έτσι το κενό του αδρανούς συστήματος ποινικής ή άλλης δικαιοσύνης;).
Κάπου εκεί ακούστηκαν και τα πρώτα λαϊκά παραδοσιακά τραγούδια για τον Νταβέλη, κάπου τότε γεννήθηκε και μια άλλη ιστορία, ροζ αυτή τη φορά, για τον έρωτά του με μια Κόμισσα, την ιταλίδα Μπανκόλι. την οποία είχε απαγάγει για λογαριασμό ενός φίλου του (κατά μία εκδοχή του Ιωάννη Μέγα), αλλά τελικά κατέστη ο ίδιος «όμηρός» της. Για το αν ήταν αλήθεια ή ψέμματα δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά, αλλά φαίνεται ότι, επειδή η Κόμισσα εκείνη δεν είχε τη φήμη και τη λάμψη της ξακουστής Δούκισσας της Πλακεντίας, ο λαϊκός μύθος δεν άργησε να αντικαταστήσει χωρίς δυσκολία τη μία κυρία της εποχής με την άλλη κι όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο στολιζόταν η ιστορία με επιπρόσθετες πιπεράτες λεπτομέρειες που έφτασαν μέχρι του σημείου να θεωρείται λίγο πολύ δεδομένο ότι ο Νταβέλης είχε βαθιά γνώση της "λιακοπουλικής" θεωρίας της κοίλης γης και χρησιμοποιούσε υπόγειες άγνωστες στοές της Αττικής, ώστε όχι μόνο να ξεφεύγει από τους διώκτες του, αλλά και για να επισκέπτεται την καλή του δίχως να τον παίρνει χαμπάρι κανείς. Οι λαϊκές δοξασίες διατυμπανίζουν ότι ο Λήσταρχος από το κρυσφήγετό του στην Πεντέλη (ένα από τα κρυσφήγετά του για την ακρίβεια) μπορούσε υπογείως να κινηθεί προς διάφορες κατευθύνσεις και συχνά έφτανε στο Μέγαρο όπου κατοικούσε η Δούκισσα, η οποία βιώνοντας τέτοια ερωτική ζωή, δεν είχε λόγο να επιστρέψει στην Πλακεντία…
Βέβαια, οι ειδικοί βασιζόμενοι στα λίγα ιστορικά δεδομένα της εποχής διαφωνούν και με έναν απλό συλλογισμό φυσάνε τον ερωτικό μύθο κι αυτός διαλύεται στα εξ ων συνετέθη τραπουλόχαρτα. «Η θρυλούμενη σχέση της με τον λήσταρχο Νταβέλη είναι ανακριβής», σημειώνει η κυρία Ελένη Μάργαρη, επιμελήτρια της έκθεσης για τη Δούκισσα της Πλακεντίας, Σοφί Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2010 στο Βυζαντινό Μουσείο, καθώς μεταξύ των γεννήσεών τους μεσολάβησε μια πεντηκονταετία. Αντίθετα, η Δούκισσα φέρεται να αιχμαλωτίστηκε από έναν άλλο μεγάλο ληστή της εποχής της, τον Μπίμπιση, από τον οποίο την ελευθέρωσαν οι κάτοικοι του Αμαρουσίου και του Χαλανδρίου. Αλλά, όπως λένε, μην αφήνεις ποτέ τις λεπτομέρειες να χαλάνε μια ωραία ιστορία…
Το επόμενο σχέδιο απαγωγής του Νταβέλη φημολογείται ότι είχε στόχο τον ίδιο τον Υπουργό των Στρατιωτικών της κυβέρνησης Σμολένσκι, που τον καταδίωκε και ο όχι και τόσο απώτερος στόχος του ήταν να ζητήσει αμνηστία, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους συντρόφους του. Η επιχείρηση της απαγωγής τέθηκε σε εφαρμογή στην οδό Ερμού (που τότε φιλοξενούσε αχυρώνες αντί για βιτρίνες) και οι ληστές αιφνιδιάζοντας τη συνοδεία του Υπουργού κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν αρκετούς, όχι όμως και τον Υπουργό, που, πιθανόν γνωρίζοντας τον κίνδυνο που ελλόχευε, δεν είχε μετακινηθεί με τη συνοδεία του.
Αργότερα, τον Οκτώβριο του 1845 η συμμορία του Νταβέλη με εκείνον επικεφαλής εισβάλλει σαν δύναμη κατοχής στη Λιβαδειά, και προβαίνει σε λεηλασίες, φόνους, βιασμούς, εμπρησμούς και άλλες αγαθοεργίες, σκορπώντας τον τρόμο και τον πανικό. Ο αρχηγός φροντίζει και βρίσκει το γραμματέα του τοπικού Ειρηνοδικείου, ονόματι Μπουγιουκλή, τον προσάγει βίαια στο Μέγαρο του Ειρηνοδικείου, τον αναγκάζει να βρει όλες τις δικογραφίες που περιείχαν το όνομά του και τις καίει επί τόπου σε σωρό!
Όμως, επειδή δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την αμνηστεία που τόσο ήθελε, ζήτησε από την τότε εξουσία γενική αμνηστία για όλη τη συμμορία του υπό την απειλή της εισβολής του στην Αθήνα, όπως είχε ήδη πράξει στη Λιβαδειά με καταστροφικά αποτελέσματα και με εκτεταμένες απώλειες σε ανθρώπους και υλικά αγαθά.
Όπως είναι λογικό, αφού συνέβησαν τα παραπάνω, οι κρατικοί αξιωματούχοι ένιωθαν πλέον να απειλούνται προσωπικά κι έτσι, όπως συμβαίνει άλλωστε σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι κρατικοί διωκτικοί μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν άμεσα, ενισχύθηκαν άμεσα και έδρασαν άμεσα. Επικεφαλής του αποσπάσματος της Χωροφυλακής που ανέλαβε την καταδίωξη του Νταβέλη ήταν ο Γιάννης Μέγας, που ο λαϊκός θρύλος τον θέλει αδερφικό φίλο του Νταβέλη, πρώην παράνομο και δη ληστή, που κατάφερε να αμνηστευθούν οι πράξεις του και πέρασε στην άλλη όχθη του ποταμού, εκπροσωπώντας τον νόμο που μέχρι εκείνη τη στιγμή αψηφούσε παραδειγματικά, σαν τους σερίφηδες της άγριας Δύσης που κατά κανόνα ήταν πρώην παράνομοι! Κι αν αληθεύει ότι η φιλία τους πέθανε κι η κόντρα τους γεννήθηκε για τα μάτια μιας πανέμορφης ομήρου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τότε η ιστορία τους μοιάζει χολιγουντιανή…
Σ’ ένα ύψωμα κοντά στο Δίστομο, στο Ζεμενό στις 12 Ιουλίου 1856 παίχτηκε το τελευταίο επεισόδιο του δράματος της ζωής του Νταβέλη. Ύστερα από καταδίωξη που οργάνωσε και πραγματοποίησε εναντίον της συμμορίας του πολυάριθμο απόσπασμα της χωροφυλακής με επικεφαλής τον Γιάννη Μέγα, έφτασε η κορύφωση του δράματος, όπως η Μοίρα ως μεγάλη σκηνοθέτις είχε σχεδιάσει. Σε μάχη σώμα με σώμα, κι αφού οι περισσότεροι συμμορίτες του είχαν ήδη εξοντωθεί, ο Νταβέλης τραυματίστηκε σοβαρά κι έπεσε στο έδαφος προσποιούμενος ότι πέθανε. Ο Μέγας πλησίασε για να τον αποτελειώσει, ο Νταβέλης του επιτέθηκε αρειμανίως φωνάζοντας «ούτε ο Νταβέλης στα βουνά, ούτε ο Μέγας στα παλάτια» κι οι δυο πρώην φίλοι αλληλομαχαιρώθηκαν κι έπεσαν αμφότεροι νεκροί.
Από τη συμμορία του σκοτώθηκαν 18 άτομα, μεταξύ αυτών όλα του τα πρωτοπαλίκαρα, ενώ συνελήφθησαν 5 ζώντες. Όπως συνηθιζόταν ευρέως εκείνη την εποχή το κομμένο κεφάλι του Νταβέλη εκτέθηκε σε δημόσια θέα για μέρες στη Λιβαδειά και λίγο αργότερα στην Πλατεία Συντάγματος. Όχι μόνο για παραδειγματισμό, αλλά και για επίδειξη δύναμης των μηχανισμών της κρατικής επιβολής της τάξης προς τους «βασιλείς των ορέων».
Κάπως έτσι γράφτηκε το τέλος του Λήσταρχου Νταβέλη. Κι αν δεν παραβάλατε τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου του, κάντε το αμέσως τώρα. Δεν είναι λάθος οι αριθμοί. Ο θρυλικός κακοποιός Νταβέλης, ο αρχιληστής, ο φόβος κι ο τρόμος της Αττικοβοιωτίας και όχι μόνο, ο πιο παράνομος από τους παράνομους, που ακόμα και σήμερα γράφονται τραγούδια για τη ζωή του, πρόλαβε κι έγινε μύθος απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη εντός 24 ετών. Μόλις.
Για την περίπτωση του Λήσταρχου Νταβέλη ενδιαφέρθηκαν πολλές μορφές τέχνης διαμέσου των εκφραστών τους κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, αφού υποδηλώνει ότι πρόκειται για φιγούρα της λαϊκής παράδοσης, που μάλιστα δεν έσβησε προϊόντος του χρόνου. Τραγούδια παραδοσιακά και έντεχνα, παλιά και σύγχρονα, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα ή και παραστάσεις θεάτρου σκιών είχαν θέμα το θρυλικό Λήσταρχο, ενώ ακόμα και πίνακας ζωγραφικής φιλοτεχνήθηκε για χάρη του και μάλιστα από τον μεγάλο Θεόφιλο, ο οποίος ζωγράφισε τον Νταβέλη φουστανελά, με όπλα και σπαθιά, με σγουρά μαύρα μαλλιά, με μουστάκι και μούσι, με μαύρο μαντίλι στο κεφάλι. Προφανώς, λόγω της διαφορετικής χρονικής περιόδου που έζησε ο καθένας τους, αφού ο Θεόφιλος είχε γεννηθεί το 1873 και ο Νταβέλης άφησε τα εγκόσμια αρκετά χρόνια νωρίτερα, ο καλλιτέχνης αποτύπωσε στο έργο την εικόνα του ληστή, όπως την περιέγραφε η λαϊκή παράδοση ή όπως τη φαντάστηκε.
Αργότερα, το 1936 δόθηκε στο θέατρο «Ερμής», στο Πασαλιμάνι, παράσταση θεάτρου σκιών από τον καραγκιοζοπαίχτη Χρήστο Χαρίδημο με τον τίτλο «Ο Λήσταρχος Κακαράπης», η οποία ως περιεχόμενο αναπαράγεται με διάφορες εκδοχές ακόμα και στις μέρες μας και φυσικά αναφέρεται και στο Νταβέλη.
Το έτος 1969 ο Λήσταρχος γίνεται ακόμα και κινηματογραφική ταινία με τίτλο (τι άλλο;) «Νταβέλης», σε σκηνοθεσία Γιώργου Πετρίδη και σενάριο Πέτρου Μακεδόνα, με πρωταγωνιστές τον Άλκη Γιαννακά, τον Ανέστη Βλάχο και άλλους.
Επιπλέον, το έτος 1981 ο Γιώργος Αρμένης έγραψε κι ο Γιώργος Λαζάνης σκηνοθέτησε στο Θέατρο Βεάκη την παράσταση «Νταβέλης» με θέμα – τι άλλο - τη ζωή του Λήσταρχου.
Επίσης, πολλά παραδοσιακά τραγούδια γράφτηκαν για τον περιβόητο Λήσταρχο με τα γνωστότερα εξ αυτών να αναφέρονται το ένα σε μια τυπική καθημερινή ημέρα της συμμορίας:
Μας πήρ΄ η μέρα κι η αυγή, γεια σου Νταβέλη αρχιληστή, γιε μ΄ ,
το δόλιο μεσημέρι, Κακαράπη και Νταβέλη. Και πού θα λημεριάσουμε, Νταβέλη θα μας πιάσουνε, πού θα κάνουμε λημέρι, Κακαρέπη και Νταβέλη; Σε κείν΄ τη ράχη την ψηλή, γεια σου Νταβέλη αρχιληστή, γιε μ΄ , μπροστά στο Κρυφονέρι, κει θα κάνουμε λημέρι.
και το άλλο στην ημέρα που γράφτηκε ο επίλογος της ληστρικής δράσης της:
Κατακαημένη Αράχοβα, Νταβέλη, Νταβέλη Και Δίστομο και Δαύλεια, αχ μωρέ Χρήστο Νταβέλη Τους κλέφτες τι τους κάματε και τους Κακαραπαίους Αχ στο Ζεμενό τους έχουμε, τους πολεμάει ο Μέγας ο Μέγας απ΄ τη Ράχοβα και ο Δούκας απ΄ τη Δαύλεια Εις τα ταμπούρια πήδηξε με το σπαθί στο χέρι Και τον Φουντούκην έκοψε και τον Χρήστο Νταβέλη.
Σε άλλο δε πασίγνωστο παραδοσιακό τραγούδι, αναφέρεται η συνάντηση μιας κοπέλας με το Χρήστο το λεβέντη (!):
Μην μην είδατε τη Χρυσαυγή, τη Χρύσω μ΄ τη μικρούλα και τη σταυραδερφούλα.
Ναι εψές, προψές την είδαμε, σε μια ψηλή ραχούλα, Χρυσούλα μ΄ κι αδερφούλα.
Και και γλυκοκουβεντιάζανε μαζί με τον Νταβέλη, τον Χρήστο το λεβέντη.
Παρόλο που από τη γέννησή του έχουν περάσει σχεδόν 180 χρόνια, το Μάη του 2009 στο δίσκο του τραγουδοποιού κι ερμηνευτή Διονύση Τσακνή «Οι φίλοι μου κι εγώ» συμπεριλήφθηκε το τραγούδι «Λησταρχος Νταβέλης» σε στίχους και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη, που περιγράφει - πολύ πετυχημένα είναι η αλήθεια - το βίο και την πολιτεία του Αρχιληστή σε κάτι λιγότερο από πέντε λεπτά:
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι για τον Νταβέλη, σαν λαϊκό ανάγνωσμα έγραψαν μεταξύ άλλων και οι Δημ. Χανός «Η λαϊκή λογοτεχνία, το λαϊκό μυθιστόρημα» (τομ. Β΄ Αθήνα 1987) και Κυριάκος Δ. Κάσσης «Το ελληνικό λαϊκό μυθιστόρημα 1840-1949» (Αθήνα 1983), ενώ μόλις το 2007 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Δημήτρη Κωστόπουλου, o οποίος είναι προϊστάμενος στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, «Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το Γουέστερν της Ανάπτυξης», που σημειώνει στον πρόλογό του: "Στην ερώτηση «με ποιόν είσαι; Με το έγκλημα ή με τις αρχές και την θεσμοθετημένη κοινωνία;» θα απαντούσα με τις αρχές χωρίς κανένα δισταγμό, αν μέσα μου κάτι όπως σε όλους σας φαντάζομαι που μεταλλάσσεται σε νοσταλγία για την χαμένη περιπέτεια, μας κάνει που και που να είμαστε με τους κυνηγημένους".
Με όρους ποινικού δικαίου θα λέγαμε ότι ο Χρήστος Νάτσιος είχε συστήσει εγκληματική οργάνωση, είχε τελέσει κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση ανθρωποκτονίες από πρόθεση, αρπαγές, απαγωγές, βιασμούς, ληστείες, κλοπές, εμπρησμούς, απλές, βαριές, επικίνδυνες και θανατηφόρες σωματικές βλάβες, συμπλοκές, ζωοκλοπές και πλείστες άλλες εγκληματικές πράξεις, ων ουκ έστιν αριθμός. Στις παραπάνω πράξεις εμπλεκόταν είτε ως (συν)αυτουργός, είτε ως ηθικός αυτουργός είτε ως απλός ή άμεσος συνεργός. Στις πράξεις του δε προέβαινε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ως δράστης ιδιαιτέρως επικίνδυνος, επειδή με τα επανειλημμένα εγκλήματά του είχε σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, είχε σταθερή ροπή προς τη διάπραξη συγκεκριμένου τύπου εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενώ από τη βαρύτητα των πράξεών του και τις συνθήκες τέλεσής τους, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του μαρτυρείται αντικοινωνικότητά του και σταθερή ροπή προς τη διάπραξη νέων εγκλημάτων. Με απλά λόγια, αν ο Νταβέλης σήμερα πιανόταν στα γρανάζια του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης κι αποδεικνυόταν η ενοχή του, είναι βέβαιο ότι θα καταδικαζόταν σε ισόβια κάθειρξη.
Η περίπτωση «Λήσταρχος Νταβέλης» έχει ενδιαφέρον, επειδή, παρόλο που η δράση του παρουσιάζει ομοειδή χαρακτηριστικά με τη δράση κι άλλων γνωστών Ληστών διαφόρων εποχών, (μην ξεχνάμε ότι το φαινόμενο της ληστείας για πολλές δεκαετίες εθεωρείτο λίγο πολύ δεδομένο) μετατράπηκε σε λαϊκό ήρωα και μάλιστα ενόσω ζούσε κι όχι μετά το θάνατό του, κάτι που δεν ήταν ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση της εξαίρεσης. Προσέξτε, δεν ήταν απλός ληστής. Ήταν Λήσταρχος. Και μόνο ο -ας πούμε- τίτλος παρέχει μια σαφή ένδειξη παράνομης δραστηριότητας και μάλιστα εκτεταμένης και βαριάς που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχους προγενέστερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους Λήσταρχους. Όμως, ακριβώς επειδή το κέντρο του ενδιαφέροντος στο οποίο έστρεφε την παράνομη δράση του ήταν το χρήμα, εκ των πραγμάτων αποκλείονταν από το πεδίο της θυματοποίησης οι κατώτερες και κατώτατες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις του ελληνικού λαού της εποχής, στις οποίες και ανήκε η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την φιλολαϊκή δράση που συχνά ανέπτυσε, να ταυτιστεί ο απλός λαός με τα κατορθώματά του τόσο κατά των πλουτοκρατών και των αριστοκρατών όσο και κατά των Αρχών.
Μην ξεχνάτε ότι ο ιστορικός μας χρόνος είναι τα τέλη του 18ου αιώνα και ο τόπος μας είναι η Ελλάδα που αποτίναξε από πάνω της τον ανατολίτικο ζυγό που είχε γίνει ασήκωτος έχοντας πολλαπλασιαστεί το βάρος του επί τριακόσια και πλέον χρόνια. Άραγε ήταν τέτοια η ιστορική συγκυρία που ο απλός κοσμάκης της Αττικοβοιωτίας είχε ανάγκη από έναν νέο ήρωα, μετά από τους πολλούς της Επανάστασης, ώστε εφηύρε έναν εκεί που δεν υπήρχε, γιγαντώνοντας και εξιδανικεύοντας μερικές λιγότερο απάνθρωπες εγκληματικές του πράξεις, όπως η απαγωγή του Γάλλου Μπρετώ ή μήπως εκτίμησε τον - έστω και διαφορετικό από τα καθιερωμένα - κώδικα αξιών του, που θρυλείται ότι αφενός δεν του επέτρεπε να στρέφεται κατά αδυνάμων θυμάτων και αφετέρου τον έστρεφε αποκλειστικά κατά των πλούσιων και της εξουσίας;
Σίγουρα είναι εντυπωσιακό ότι ο Νταβέλης κατάφερε το όνομά του να θεωρείται ακόμα και σήμερα συνώνυμο του Λήσταρχου και αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που πυροδότησε ατέρμονες συζητήσεις – λαϊκές, επιστημονικές ή παραφιλολογικές – που καλά κρατούν εν έτει 2011, έχοντας ο ίδιος διανύσει μόλις 24 χρόνια ζωής.
Αν ο Νταβέλης ζούσε στην εποχή μας, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι θα είχε βγει στην παρανομία από νωρίς, θα είχε συστήσει τη δική του ομάδα, στελεχωμένη με άτομα της απόλυτης εμπιστοσύνης του -σαν αδέλφια του, μάλλον δεν θα λήστευε πλούσιους, αλλά κυρίως Τράπεζες για μεγαλύτερα και αμεσότερα κέρδη και αν αποφάσιζε να ασχοληθεί με τις απαγωγές, πιθανότατα δεν θα απήγαγε κάποιο Γάλλο στρατιωτικό αξιωματούχο, αλλά κάποιον Έλληνα ηλικιωμένο πάμπλουτο εφοπλιστή και θα έπαιρνε χιλιάδες ευρώ λύτρα για να τον απελευθερώσει σώο και αβλαβή. Σίγουρα θα δημιουργούνταν και θα διαδίδονταν μύθοι γύρω από το όνομά του, όπως ότι κάποτε σε ένα μικρό χωριό της Αττικοβοιωτίας, όπου θα του άρεσε να έχει τα λημέρια του, άφησε μια τσάντα με μερικές χιλιάδες ευρώ στην εξώπορτα μιας φτωχής οικογένειας με σοβαρά άρρωστο παιδί.
Κι αν καμιά φορά έπεφτε έστω και από ατύχημα στα δίχτυα της Αστυνομίας και η Δικαιοσύνη τον καταδίκαζε σε κάθειρξη, τότε δεν αποκλείεται να δραπέτευε με ελικόπτερο από το προαύλιο της φυλακής του.
Αλλά τι λέω… Αυτά δεν γίνονται ούτε στα παραμύθια του Χόλιγουντ!
ΠΗΓΕΣ:
Δημ. Χανός, «Η λαϊκή λογοτεχνία, το λαϊκό μυθιστόρημα», τομ. Β΄ Αθήνα 1987 Κυριάκος Δ. Κάσσης, «Το ελληνικό λαϊκό μυθιστόρημα 1840-1949», Αθήνα 1983
Δημήτρης Κωστόπουλος, «Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το Γουέστερν της Ανάπτυξης», Αθήνα, 2007
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 5/1/2007, Θοδωρής Ρουμπάνης, «Oι λήσταρχοι που «βασίλευσαν» στα βουνά της Eλλάδας» Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 4/2/2010, Θοδωρής Ρουμπάνης, «Από τον Γιαγκούλα και τον Νταβέλη στον Παλαιοκώστα» Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 1/8/2005, Βασίλης Πλάτανος, «Ο Λήσταρχος Νταβέλης του Θεόφιλου» Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 6/10/2010, Μαρία Θερμού, «Δούκισσα της Πλακεντίας - Η κυρία, ο λήσταρχος και η επανάσταση» ΕΚΠΟΜΠΗ ΝΕΤ «Η μηχανή του χρόνου», 4/2/2011, Τίτλος: «Λήσταρχος Νταβέλης»
Emeritus Professor Calliope Spinellis
"Today, there are several well-qualified criminologists in Greece".
... by Nestor E. Courakis Professor of Criminology & Penology
Faculty of Law, University of Athens (GR)
"This editorial is dedicated to prisons and the Greek penal system since we believe it is the duty of any society to give priority to correctional topics and have as its main objective to improve prison conditions. How might this improvement be achieved, however?
...
With this issue we celebrate the English-language edition of the Greek electronic journal “The Art of Crime”. It would be trite to discuss here emotions such as elation and hope that of course are called for at a time like this. The overwhelming emotion, at least to me, is gratitude to the main protagonists of this first criminological electronic magazine in our country, i.e. to Fotios Spyropoulos and Dionysis Chionis ..."
Constantine Gardikas, the son of George Gardikas, Professor of Philosophy at the University of Athens, was born in the city of Patras in 1896. Constantine Gardikas developed into a prolific scientist with a solid classical education.
He studied law in Athens, and he continued his studies in Zurich and Geneva specializing in criminal law and criminology. He received his doctorate degree at the age of 22 and then started lecturing at the University of Geneva, Switzerland. ...
Conclusions of the follow-up research of the Center for Penal and Criminological Research (University of Athens)
by Nestor E. Courakis Professor of Criminology University of Athens (GR)
This research was characterized as a follow-up because its main purpose was to discover first, what happened to Greek juvenile detainees with whom we had run interviews in the previous stage of the research (1993) ...
“Asking people…” Interesting questions and even more interesting responses
The events that took place in late 2008, in Greece, in the state correctional facilities, the hunger strike of prisoners and the widespread violent protests concerning prison conditions didn’t leave us unaffected. So we found the opportunity to ask people’s opinion on this important issue. We take the recorder into the street ... and ask YOUR opinion:
"Do you believe there must be changes in the conditions of imprisonment in our country and if so, what should they be?”
The profile of a famous greek criminal through the eye of a camera, the lyrics of a song and his autobiography
A book, a song, and a movie with the same protagonist…
Nikos Koemtzis, a famous Greek criminal who killed three people and stabbed seven more, all because he wanted to dance to a song he had "ordered" from the musicians in a music hall. He transferred the story of his life to a book. Dionysis Savvopoulos (a famous Greek singer-songwriter) read the book and turned it into a song. Pavlos Tassios (a well known Greek director) heard the song and made a film. And now we present a criminologist’s scientific analysis of this artistic triptych.
This is the interesting story of a recidivist criminal (Elias) who is incarcerated in a Greek prison. We managed to interview him, unattended, in late May 1999 in a special area in the guardhouse yard. The main topic of our conversation was his life story, the life of a young man through the prison bars…