ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ
Συνέντευξη του Διονύση Χιόνη
με τον Νικόλαο Κ. Κουλούρη,
Δ.Ν., Εγκληματολόγο Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού
Πόσοι εγκληματολόγοι εργάζονται στις ελληνικές φυλακές; Μόνο ένας (1!), τις απόψεις του οποίου έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στο ένατο τεύχος μας. Ο Νικόλαος Κουλούρης, πρωτότυπος και οξύνους, ομιλεί περί εγκληματολογίας και πολλών άλλων:
ΕΡ. Ποιες σπουδές έχετε κάνει και ποια είναι η σημερινή σας θέση;
ΑΠ. Είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1986). Οι μεταπτυχιακές σπουδές μου έγιναν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στον Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών (1988). Από το 2005 είμαι διδάκτορας Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Τα τελευταία οκτώμισι έτη εργάζομαι ως εγκληματολόγος στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού.
ΕΡ. Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με την εγκληματολογία;
ΑΠ. Το απονενοημένο διάβημα της να ωθήσει τη γνώση στα όρια της φύσης του
ανθρώπου, στα άκρα της διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων ανισότητας και στον σκληρό πυρήνα της δημιουργίας των θεσμών και των μηχανισμών που παράγουν συναίνεση.
ΕΡ. Τι θυμάστε πιο έντονα από τη συνεργασία σας με το Εργαστήριο Ποινικών κι Εγκληματολογικών Ερευνών;
ΑΠ. Οι μνήμες ξεκινούν πριν από τη γέννηση του Εργαστηρίου, από την προσπάθεια που έγινε για να αποκτήσει οντότητα η επιστημονική δυναμική που είχε αναπτυχθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στον Τομέα Ποινικών Επιστημών μεταξύ των μελών Δ.Ε.Π. και μιας ομάδας μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων. Η αναζήτηση στέγης που θα φιλοξενούσε τις ερευνητικές ανησυχίες μας ήταν τότε ζητούμενο. Μετά την ίδρυση του Εργαστηρίου το πιο βαθιά χαραγμένο προσωπικό βίωμα είναι η πίεση που δέχτηκα και η αγωνία που πέρασα το 1994 για να ετοιμάσω και να καταθέσω εμπρόθεσμα στην Επιτροπή Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών μια πρόταση με τέσσερα επιμέρους ερευνητικά προγράμματα που κάλυπταν σφαιρικά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Για να συνταχθεί η πρόταση είχαν κινητοποιηθεί όλοι οι συνεργάτες του Εργαστηρίου και έτυχε να είμαι ο αποδέκτης όλων των παρατηρήσεων και υποδείξεων για βελτιώσεις της τελευταίας στιγμής, καθώς είχα αναλάβει να επεξεργασθώ τα κείμενα και να τα προσαρμόσω στις προδιαγραφές της προκήρυξης που είχε γίνει από την Επιτροπή Ερευνών.
ΕΡ. Θεωρείτε ότι η Εγκληματολογία σήμερα είναι μία σαφώς οροθετημένη επιστήμη; Πώς θα ορίζατε το αντικείμενο της; Είναι ενιαίος επιστημονικός κλάδος ή στεγάζει διαφορετικά επιστημονικά παραδείγματα;
ΑΠ. Η Εγκληματολογία παρουσιάζει εκ γενετής προβλήματα μοριακής δομής και συνοχής. Αν ήταν υλικό σώμα θα παρέμενε μεν στην υγρή αλλά θα έτεινε προς την αέρια κατάσταση. Αν της αντιστοιχεί κάποιο γνωστικό αντικείμενο, αυτό δεν είναι το έγκλημα. Αναφερόμενοι σε «εγκλήματα» συζητούμε για τυπικούς, νομικούς χαρακτηρισμούς, όχι για τα γεγονότα που .αντιστοιχούν σ΄ αυτούς. Το έγκλημα είναι έννοια ασαφής λόγω της πολυσυλλεκτικότητάς της καθώς αναφέρεται σε πράξεις ή παραλείψεις χωρίς ευδιάκριτα κοινά στοιχεία και χαρακτηριστικά, εκτός ίσως από αυτά που αφορούν τις συνέπειες που έχει η διαπίστωση της τέλεσης τους. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί μια επιστημολογικά κεντρομόλος δύναμη που θα απενεργοποιήσει τις φυγόκεντρες, διασπαστικές δυνάμεις. Πιστεύω πως το πεδίο της εγκληματολογίας κυριαρχείται από την αλληλεξάρτηση πρώτον της ευταξίας (order) με την έννοια της επιβαλλόμενης κανονικότητας (θέσπιση και εφαρμογή των ποινικών κανόνων) και δεύτερον του ελέγχου (control) με την έννοια της επιβαλλόμενης κανονικοποίησης (συμμόρφωση με τους κανόνες αυτούς). Στη συγκρουσιακή και τη συναινετική οπτική προσέγγισης αυτών των δύο συνθηκών που μ.ά. διαμορφώνουν την επιβίωση και τη συμβίωση των ανθρώπων στο πλαίσιο διάφορων κοινωνιακών σχηματισμών, θεμελιώνεται η διάκριση τουλάχιστον δύο ασύμβατων κοσμοθεωρητικών συλλήψεων. Αν αυτές συγκροτούν επιστημολογικά παραδείγματα είναι ζητούμενο με σημασία για τους θεωρητικούς της επιστήμης όχι όμως για την παρούσα συνειδητά περιορισμένη κατάθεση σκέψεων. Εδώ είναι αρκετό να τονισθεί ότι η ταυτότητα του γνωστικού αντικειμένου είναι εκείνη που εγγυάται στοιχειωδώς το ενιαίο του κλάδου και όχι οι τυχόν διαφορετικοί τρόποι θεώρησης του κόσμου.
ΕΡ. Ποιος είναι ο ρόλος ενός εγκληματολόγου στην Ελλάδα στις μέρες μας; Τι μπορεί να προσφέρει η Εγκληματολογία στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, με ποιους τρόπους και υπό ποιους όρους;
ΑΠ. Το δηλωτικό περιεχόμενο του τίτλου «εγκληματολόγος» παραμένει αόριστο. Ο φορέας του τίτλου συνήθως έχει ακαδημαϊκή ταυτότητα που παραπέμπει σε ένα γνωστικό κλάδο που καλλιεργείται υπό αντίξοες συνθήκες σε μικρό (αλλά αυξανόμενο) αριθμό εκπαιδευτικών πλαισίων της χώρας και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις καλείται ή επιδιώκει να αρθρώσει παρεμβατικό κοινωνικό λόγο υπερβαίνοντας τα στενά όρια του. Ωστόσο αποτολμώ τη συμμετοχή μου σε ένα διάλογο μεταξύ εκείνων οι οποίοι φέρουν ή διεκδικούν τον τίτλο «εγκληματολόγος» αναζητώντας νομιμοποίηση στην επαγγελματική ιδιότητα μου και επειδή πιστεύω πως μπορώ να συμβάλω είτε στη συμπλήρωση του δελτίου ταυτότητας της Εγκληματολογίας είτε στην απόφαση ότι η αναζήτηση των απαραίτητων για κάτι τέτοιο στοιχείων είναι ματαιοπονία. Εκτίθεμαι βεβαίως στον κίνδυνο με συνοπτικές απαντήσεις να παγιδευτώ σε συνθηματολογία αντί να προβάλω επιχειρήματα. Τις διατυπώνω όμως με όλες τις επιφυλάξεις που επιβάλλονται από τον αχανή γνωσιοθεωρητικό ορίζοντα και τη δεκτική πολλών ακόμη βιωμάτων κοινωνική εμπειρία. Το σωκρατικό «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» και το νιτσεϊκό «θλίβομαι όταν κατανοώ ότι έχει μεγαλύτερη σημασία το να ξέρω το όνομα των πραγμάτων παρά να ξέρω το τι είναι» παρακαλώ να συνοδεύουν την με οποιοδήποτε τρόπο ανάγνωση των απαντήσεων μου.
Όσον αφορά την προσφορά της Εγκληματολογίας, νομίζω ότι πρέπει πρώτα να αποκτήσει παρεμβατική κοινωνική φωνή και στη συνέχεια να δοκιμάσει αν βοά εν τη ερήμω ή ενώπιον εχόντων ώτα. Επομένως, απαιτείται πρώτα, σε εύλογο χρόνο, ενδοσκόπηση και ακολούθως, χωρίς καθυστέρηση που θα οδηγήσει σε ματαίωση, εξωστρέφεια. Η ίδια η ζωή προκαλεί καθημερινά, ακόμη κι αν οι άρχοντες και οι αξιωματούχοι (ευλόγως) προτιμούν την αδιατάρακτη ησυχία τους. Η θετική ανταπόκριση στις συμβολικές και πραγματικές (ποτέ όμως προσωπικές και άμεσες) κλήσεις των απλών ανθρώπων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και η απελευθέρωση του αποθέματος συσσωρευμένων γνώσεων για την αντιμετώπιση και όχι τη διαχείριση των προβλημάτων τους εντάσσονται στην προοπτική προσφοράς του κλάδου. Οι αναγκαίοι όροι (επείγουσες κοινωνικές ανάγκες, προβληματικές περιοχές, υποβαθμισμένες συνθήκες, επίταση των ανισοτήτων, ανασφάλεια) έχουν ήδη διαμορφωθεί. Το θέμα είναι με την πλευρά τίνος είμαστε και πού αναζητούμε συμμάχους...
ΕΡ. Η Εγκληματολογία ως επιστήμη που γεννήθηκε από τον θετικισμό του 19ου αιώνα είναι ακόμη παρούσα ή έχει εκθεμελιωθεί; Οι θεωρίες που έχουν προταθεί έως τώρα για την ερμηνεία του εγκληματικού φαινομένου είναι επαρκείς;
ΑΠ. Ως προς την παρουσία του προπλάσματος Εγκληματολογίας που αναγνωρίστηκε από τους σημερινούς της κηδεμόνες στο θετικισμό του 19ου αι. νομίζω ότι «τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά, μένει όμως ακόμα ένα πείσμα, δεν είναι συνήθεια μοναχά». Η ερμηνευτική επάρκεια των θεωριών της Εγκληματολογίας μάλλον αποτελεί αποκύημα επιστημονικής φαντασίας. Προτιμώ την αγνωστικιστική εντιμότητα και θεωρώ θεμελιώδη προϋπόθεση για ουσιαστική συζήτηση την καταρχήν συμφωνία περί του υπό μελέτη αντικειμένου. Όσο εμμένουμε ότι αυτό είναι το έγκλημα φοβούμαι ότι περιπλανιόμαστε μεταξύ μηδενός και απείρου.
ΕΡ. Δηλαδή είναι βάσιμες οι απόψεις ορισμένων επικριτών της Εγκληματολογίας οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το «έγκλημα» είναι μια κατασκευή ή αξιολόγηση που δεν ανταποκρίνεται στην υλική πραγματικότητα και ότι πρόκειται για αυθαίρετο χαρακτηρισμό που επικολλάται σε ορισμένες επιλεγμένες ανθρώπινες πράξεις και καταστάσεις; Η επιστήμη πρέπει να υπερβεί την ορολογία που παράγεται από την έννοια «έγκλημα»;
ΑΠ. Νομίζω ότι μπορείτε να βρείτε τις απαντήσεις σε όσα έχουν ήδη αναφερθεί.
WHO IS WHO |
|
Ονομα: Νικόλαος
Επώνυμο : Κουλούρης
Επάγγελμα–ιδιότητα:
Εγκληματολόγος Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού
Αγαπημένο βιβλίο:
Paul Brickhill, Η μεγάλη απόδραση
Αγαπημένος εκδρομικός προορισμός:
Όπου υπάρχουν άνθρωποι
Είδος μουσικής που προτιμά:
Εξαρτάται από τη διάθεση. Πάντως ξεχωρίζω την ανεξάρτητη βρετανική μουσική σκηνή της περιόδου 1977-1983 και τους συνεχιστές της.
Αγαπημένη κινηματογραφική ταινία:
Ο κύκλος των χαμένων ποιητών
Αγαπημένες ασχολίες:
Ταξίδια, μικρές έξοδοι με φίλους, πεζοπορίες στη φύση, αναζητήσεις σε δισκοπωλεία και βιβλιοπωλεία, ποδηλασία (σχεδόν όλες σε αναστολή τα τελευταία χρόνια, χάριν της ανατροφής παιδιών)
|
ΕΡ. Οι επικρίσεις που διατυπώνονται με στόχο την Εγκληματολογία έχουν μόνο αρνητικό χαρακτήρα ή είναι και εποικοδομητικές και συντελούν στη συνεχή ανανέωση της;
ΑΠ. Οι επικρίσεις είναι εποικοδομητικές όταν διατηρούν σε εγρήγορση τη σκέψη των προσώπων που τις διατυπώνουν και των προσώπων που τις δέχονται και αυτό δεν ισχύει μόνο για την περίπτωση της Εγκληματολογίας. Ωστόσο οι προϋποθέσεις για την ανανέωση της βρίσκονται στην συνειδητοποίηση ότι η συγκροτημένη αντίθετη άποψη δεν είναι ούτε προσωπική εμπάθεια ούτε αυθάδεια, είναι αγωνία για αναζήτηση πειστικών απαντήσεων, για κάλυψη κενών και για περιορισμό αντιφάσεων, επομένως είναι πρόσκληση για διάλογο και (γιατί όχι;) ανάδειξη διαφωνιών, εν πάση περιπτώσει για το τέλος της σιωπής και των μονολόγων.
ΕΡ. Υπάρχουν εκδηλώσεις της ανθρώπινης-κοινωνικής ζωής που δεν ενδιαφέρουν την Εγκληματολογία;
ΑΠ. Η ίδια η «κατεστημένη» Εγκληματολογία δεν επιτρέπει στον εαυτό της να παραιτηθεί από την ανάμειξη σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, προσωπικής και κοινωνικής. Κι αυτό γιατί, εξαρτημένη από το Ποινικό Δίκαιο που απομονώνει τελείως ανομοιογενή στιγμιότυπα της ανθρώπινης δραστηριότητας, παραλαμβάνει τα εγκεκριμένα από αυτό αποσπάσματα, τα μεταποιεί σε ειδικά αντικείμενα μελέτης και, επιχειρώντας να κατασκευάσει ερμηνευτικά πλαίσια και πρότυπα, επαν-ανάγεται σε συνολικά κοινωνικά και ατομικά περιστατικά από τα οποία δανείζεται ή υπεξαιρεί το «αντικείμενο» της. Η «αντιπολιτευόμενη» Εγκληματολογία συνήθως καταγγέλλει, σπανίως αναγγέλλει (την απομάκρυνση της από το τυπικό, νομικό έγκλημα, τα κριτήριο προσδιορισμού και τα παράγωγα του) και, όταν το επιχειρεί απορροφάται ανώδυνα από το κυρίαρχο, συναινετικό πρότυπο.
ΕΡ. Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις της Εγκληματολογίας με άλλους επιστημονικούς κλάδους; Πιστεύετε ότι εντάσσεται σε κάποιον ή κάποιους από αυτούς;
ΑΠ. Η Εγκληματολογία παραμένει άστεγη. Αν ζητήσει στέγη νομίζω ότι πρέπει νο απευθυνθεί κυρίως στην Κοινωνιολογία, την Κοινωνική Πολιτική και την Πολιτική Επιστήμη για να συγκατοικήσει με συγγενείς εξ αίματος ή αγχιστείας και να αποφύγει τους άσπονδους φίλους τους οποίους κυρίως εναγκαλίζεται χωρίς να διαφυλάσσει το νώτα της.
ΕΡ. Είναι σκόπιμο ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος να προτρέπει τους φοιτητές του νο ασχοληθούν με την Εγκληματολογία και να προσβλέπει στην παραγωγή επαγγελματιών εγκληματολόγων; Το νέο επιστημονικό δυναμικό που συνεχώς αυξάνεται έχει παρόν και μέλλον;
ΑΠ. Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος είναι αμφίδρομος αγωγός γνώσεων και πρέπει νο ενθαρρύνει τους φοιτητές του προς κάθε δραστηριότητα που μπορεί να τους κάνει φορείς ανθρώπινης συνείδησης, συμμέτοχους της ζωής με πάθος και φαντασία, όχι επαγγελματίες κυνηγούς σταδιοδρομιών. Η καταξίωση, για όποιον την επιθυμεί με επιμονή, έρχεται με τον απολογισμό της προσφοράς, όχι με την καταμέτρηση των εισπράξεων. Πάντως, αφήνοντας το κυνήγι των εντυπώσεων και μιλώντας με πρακτικούς όρους για την αγορά εργασίας, η απάντηση μου είναι με βεβαιότητα απαισιόδοξη.
ΕΡ. Πώς αντιμετωπίζετε την Εγκληματολογία ως ακαδημαϊκή δραστηριότητα; Πώς βλέπετε τη θέση της σε ένα πρόγραμμα σπουδών; Πώς αντιλαμβάνεσθε το επαγγελματικό πλαίσιο για τους απόφοιτους;
ΑΠ. Οι εγκληματολογικές σπουδές κατά την άποψη μου πρέπει να πλαισιωθούν και να πλαισιώσουν προγράμματα κοινωνιολογικής κατεύθυνσης και μελέτης της κοινωνική πολιτικής και των πολιτικών αντιλήψεων. Οι σχετικοί κλάδοι είναι τόσο πολλοί ώστε μπορούν να συναποτελέσουν αυτοτελές πρόγραμμα σπουδών σε επίπεδο πανεπιστημιακού Τμήματος ή και Σχολής με έμφαση είτε στις εγκληματολογικές επιστήμες είτε σε άλλους κλάδους (ανάλογα με τις επιλογές ειδικών μαθημάτων). Η άσκηση, περαιτέρω ειδίκευση και απορρόφηση των πτυχιούχων που προσβλέπουν είτε σε επαγγελματική αποκατάσταση είτε σε κοινωνική προσφορά με όποιο τρόπο κι αν τη εννοούν θα έπρεπε να γίνεται σε ακαδημαϊκές μονάδες και ερευνητικά κέντρα, σε κρατικές υπηρεσίες (υπηρεσίες επιμελητών σε δικαστήρια και φυλακές, υπηρεσίες υγεία και πρόνοιας, αστυνομικές αρχές, κ.λπ.) σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σε διάφορους κοινωνικούς φορείς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς, όχι όμως στο κινούμενο με κερδοσκοπικά κριτήρια ιδιωτικό τομέα που θα τους μετέτρεπε σε «εμπόρους ασφάλειας».
ΕΡ. Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις ενός εγκληματολόγου με την εξουσία; Ποια είναι θέση του μέσα στους θεσμούς πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος και στον σχεδιασμό τη αντεγκληματικής πολιτικής;
ΑΠ. Η ίδια η Εγκληματολογία ως προϊόν της δραστηριότητας των εγκληματολόγων είναι άλλοτε φιλική και άλλοτε εχθρική προς την εξουσία. Στην Ελλάδα η εξουσία είναι κατά κανόνα αδιάφορη για την Εγκληματολογία σε θεσμικό επίπεδο, ίσως γιατί δεν έχει κατανοήσει ότι μπορεί να αντλήσει από αυτήν μεγάλες ποσότητες νομιμοποίησης ορισμένων επιλογών ή γιατί θεωρεί ότι αυτές οι επιλογές δεν χρειάζονται καν νομιμοποίηση. Στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων και επαφών όμως υπάρχουν δεσμοί και συνεργασίες εγκληματολόγων με τις αρχές που, όσο μπορώ να γνωρίζω, δεν υπερβαίνουν τα όρια της συμβουλευτικής ή της υποστήριξης ορισμένων δραστηριοτήτων διδακτικού και ερευνητικού χαρακτήρα. Αλλά και αυτό συμβαίνει περιστασιακά, οι σχέσεις δεν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα και μονιμότητα καθώς δεν υπάρχει κανένα θεσμικό όργανο που θα μπορούσε να μεταβάλει τα δεδομένα. Τέλος, επειδή η πολιτική στην Ελλάδα συνήθως είναι είτε παρορμητική, είτε άλλοθι, είτε δεν υπάρχει, μάλλον δεν τίθεται ζήτημα ουσιαστικής συμβολής του εγκληματολόγου στον αντεγκληματικό σχεδιασμό. Αυτό θα προϋπέθετε ειλικρινές ενδιαφέρον και βούληση, και από την πλευρά της πολιτικής και από την πλευρά της επιστήμης. Από την πλευρά της επιστήμης γνωρίζω ότι υπάρχουν.
ΕΡ. Σε ποια περιοχή του εγκληματολογικού φάσματος θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας;
ΑΠ. Όταν κάποιος ασκεί κριτική στην κατεστημένη Εγκληματολογία στηρίζοντας την (την κριτική) εν μέρει στις στιγματιστικές λειτουργίες των αυθαίρετων κατασκευών και της απόδοσης χαρακτηρισμών, δεν είναι συνεπές να αυτοχαρακτηριστεί, ενδεχομένως στιγματιζόμενος!
ΕΡ. Φέροντας το «βάρος» του μοναδικού εγκληματολόγου που εργάζεται με αυτήν την ειδικότητα στις ελληνικές φυλακές, ποια θεωρείτε ότι είναι η συμβολή σας στη λειτουργία της υπηρεσίας σας;
ΑΠ. Η απουσία άλλων εγκληματολόγων είναι περισσότερο από αισθητή. Προσωπικά απογοητεύομαι βλέποντας ότι οι οργανικές θέσεις για εγκληματολόγους αυξάνονται αλλά παραμένουν κενές εκτός από μία. Πρέπει όμως να γνωρίζετε ότι υπάρχουν έστω λίγοι αλλά εκλεκτοί συνάδελφοι, άλλων ειδικοτήτων (κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι) με τους οποίους μοιραζόμαστε το βαρύ φορτίο που με γενναιοδωρία μας εμπιστεύεται ο χώρος εργασίας μας. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω συμβάλλει σε κάποια μείζονα λειτουργική αλλαγή, δεδομένου ότι ο χώρος της φυλακής αντιστέκεται σθεναρά στις καινοτομίες. Ελπίζω όμως ότι μερικά δειλά βήματα έχουν γίνει στον τομέα της διαπροσωπικής επικοινωνίας με τους κρατουμένους σε κλίμα εμπιστοσύνης και της υποστήριξης τους για να αντιμετωπίσουν σοβαρά προσωπικά προβλήματα και να χειριστούν αποτελεσματικά ορισμένα νομικά θέματα. Επίσης θετικά μπορεί να αποτιμηθούν η συμβολή στην ανάπτυξη ορισμένων οργανωμένων δραστηριοτήτων εκπαιδευτικού και θεραπευτικού χαρακτήρα που έχουν εμπλουτίσει το πρόγραμμα της φυλακής και έχουν αναδείξει ένα περισσότερο κοινωνικό πρόσωπο της ποινικής καταστολής και η συμμετοχή στη λήψη αιτιολογημένων αποφάσεων για μια σειρά θεμάτων μεταχείρισης των κρατουμένων. Ένας κρατούμενος υποστήριξε ότι ο εγκληματολόγος είναι ο συνταγματολόγος της κοινωνίας των φυλακών. Αν ο παραλληλισμός είναι εύστοχος, ο εγκληματολόγος επωμίζεται μεγάλος μέρος της ευθύνης για τη νομιμότητα της μεταχείρισης των κρατουμένων και το βάρος που καλείται να άρει γίνεται δυσβάστακτο αν δεν το μοιραστεί με άλλους.
ΕΡ. Ποιες είναι οι πιο σημαντικές αλλαγές που έχουν γίνει στις ελληνικές φυλακές από τότε που ξεκινήσατε να εργάζεστε μέχρι σήμερα;
ΑΠ. Η πρώτη και σοβαρότερη είναι η τεράστια επιβάρυνση του πληθυσμού των κρατουμένων λόγω της ποινικής αυστηρότητας που στοχεύει κυρίως στους “διακινητές” ναρκωτικών και τους μετανάστες υποκαθιστώντας τους καθ΄ ύλην αρμόδιους κοινωνικοπρονοιακούς μηχανισμούς. Η δεύτερη είναι η διαμόρφωση του ειδικού καθεστώτος κράτησης για τους υποδίκους των οργανώσεων «17 Νοέμβρη» και «Ε.Λ.Α.» που επηρέασε και την επεξεργασία των εσωτερικών κανονισμών των φυλακών υπαγορεύοντας ρυθμίσεις για τον περιορισμό των θεσμών επικοινωνίας των κρατουμένων με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η τρίτη είναι η λειτουργία προγραμμάτων εκπαίδευσης (ιδίως των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας) και θεραπευτικών προγραμμάτων που, όμως, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί στο βαθμό που επιβάλλουν οι ανάγκες των κρατουμένων. Η τέταρτη αναμένεται με τις ρυθμίσεις που έχουν εξαγγελθεί από τον υπουργό Δικαιοσύνης μετά τις πρόσφατες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των κρατουμένων αλλά είναι άκαιρο να τις σχολιάσουμε πριν δούμε πώς θα διατυπωθούν σε νόμο.
ΕΡ. Έχετε να προτείνετε μέτρα που θα βελτιώσουν την κατάσταση του σωφρονιστικού μας συστήματος;
ΑΠ. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι φυλακές δεν προσφέρονται για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και δεν μπορούν να γίνουν χώροι ουσιαστικής κοινωνικής παρέμβασης. Είναι βεβαίως δυνατό να προωθηθούν ορισμένες αλλαγές που θα περιορίζουν τις επαχθείς συνέπειες και τα δεινά του εγκλεισμού και θα αναβαθμίζουν το περιβάλλον κράτησης για τους φυλακισμένους και εργασίας για το προσωπικό, άρα και γενικότερα θα βελτιώνουν το κλίμα του μικρόκοσμου της φυλακής. Τα μέτρα που μπορούν να συμβάλουν στην υπό σαφείς προϋποθέσεις μείωση του πληθυσμού των κρατουμένων (και όχι στην αύξηση των θέσεων κράτησης) είναι θετικά αλλά πρέπει να αφορούν το σύνολο των κρατουμένων, όχι μόνον ορισμένους από αυτούς, και να διαφοροποιούνται ανάλογα με την κάθε κατηγορία κρατουμένων τους οποίους αφορούν. Επίσης δεν αρκεί να υπάρξει πρόνοια για την άμεση ή βραχυπρόθεσμη αποφυλάκιση χιλιάδων κρατουμένων χωρίς υποστήριξη για την ομαλή ενσωμάτωση τους στο κοινωνικό περιβάλλον, γιατί αργά ή γρήγορα θα εμφανιστεί το φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας και των μαζικών επαναφυλακίσεων.
ΕΡ. Αν σας ξαναδινόταν η ευκαιρία επιλογής, θα προτιμούσατε να ασχοληθείτε με άλλο κλάδο της νομικής επιστήμης κι αν ναι, με ποιον;
ΑΠ. Από το 1983-84 που έπρεπε να αποφασίσω ποιον από τους έξι κύκλους μαθημάτων επιλογής που υπήρχαν στο πρόγραμμα σπουδών θα επέλεγα, οι εργασιακές σχέσεις και η κοινωνική ασφάλιση ασκούσαν ισχυρή έλξη στις προτιμήσεις μου. Γενικότερα ο τομέας της κοινωνικής πρόνοιας, νοούμενης ως μιας διαδικασίας που αναζητεί και χαράζει δρόμους δικαιοσύνης, ισότητας και ευημερίας αποτελούσε μια από τις προτεραιότητες μου. Ωστόσο, παραμένω πιστός στην αρχική μου επιλογή, ίσως γιατί μου επιτρέπει να διαθέτω τις δυνάμεις μου αντιδρώντας στην αντικοινωνική πλευρά της κοινωνικής πολιτικής.