ΒΟΥ Α: Μία ταινία του John Crowly, βασισμένη στη νουβέλα του Βρετανού συγγραφέα Jonathan Trigell.
του Κωνσταντίνου Λεϊμονή,
πτυχιούχου Νομικής Σχολής Αθηνών
Η ταινία πραγματεύεται την ιστορία ενός ενήλικα νεαρού, ο οποίος ύστερα από πολύχρονη φυλάκιση, ελευθερώνεται και δίνει τη δική του μάχη για την αρμονική επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο. Προσπαθώντας να δούμε πίσω από τις ρεαλιστικές σκηνές του προσωπικού ψυχολογικού δράματος του ήρωα της ταινίας, θα αναφερθούμε εξελικτικά στο σχήμα: παιδική εγκληματικότητα, αναφορά σε κάποια από τα σημαντικά αίτια – σωφρονισμός – κοινωνική προσαρμογή και επανένταξη.
Βλέποντας τη ταινία, πολλά ερωτήματα μου ήρθαν στο μυαλό σχετικά με το ποιος φταίει, όταν διαπράττεται ένα έγκλημα, ιδιαίτερα δε μια ανθρωποκτονία. Η αυθόρμητη απάντηση που μας έρχεται στο νου είναι: «Μα, φυσικά ο δολοφόνος, ποιος άλλος;» Είναι, όμως, πάντα έτσι τα πράγματα; Η κοινωνιολογία του εγκλήματος και η εγκληματογένεση, ασφαλώς και δεν αποτελούν τα κύρια ζητήματα προς ανάλυση στο παρόν άρθρο. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να αψηφήσει κανείς ότι το ένα παιδί (από τα δύο) με χαμηλή ψυχολογική άμυνα και μειωμένες διανοητικές ικανότητες, που «δυστυχώς» για κείνο, δεν είναι τόσο έντονες, ώστε να του παραχωρήσουν «το προνόμιο του ακαταλόγιστου», μεγάλωσε σε μία οικογένεια με μία μητέρα ετοιμοθάνατη και έναν αδιάφορο και αλκοολικό πατέρα από τη μία και από την άλλη, ότι ο φίλος του έπεφτε θύμα βιασμού από το μεγαλύτερό του αδερφό, παράλληλα δε και οι δυο τους δέχονταν επιθέσεις σχολικού τραμπουκισμού.
Πώς είναι δυνατόν σε αυτές τις περιπτώσεις να μιλάμε για εν γενέσει εγκληματίες; Πώς είναι, μάλλον, δυνατόν να μιλάμε για εγκληματίες ή για «παιδιά – εγκληματίες»; Βλέποντας τα πράγματα από την εγκληματολογική τους θεώρηση, από τη μία έχουμε τη θετική σχολή, με εκπροσώπους της τους Comte, Darwin, Lombroso, Feri και Garofalo, κατά την «κοινή γραμμή» των οποίων η αιτιολογία του εγκλήματος συναρτάται κυρίως με παράγοντες βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς. Βασική δε παραδοχή της σχολής αυτής είναι ότι το άτομο δεν έχει ελεύθερη βούληση. Γεννιέται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, «προγραμματισμένο» να εγκληματίσει. Επομένως, για τους θετικιστές οι βιολογικοί παράγοντες παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην εγκληματογένεση ενός προσώπου. Τα κληρονομικά γονίδια και οι σωματικοί τύποι αποτελούν ενδείξεις προς επίρρωση της θετικιστικής θεωρίας.
Ακόμη και ο ψυχολογικός θετικισμός στηρίζεται στην θετικιστική αντίληψη, ξεκινώντας όμως από τη μη αποδεκτή σήμερα παραδοχή ότι η «φυσιολογική» κατάσταση είναι η σύννομη συμπεριφορά και η εγκληματική είναι η «μη φυσιολογική» κι συνεπώς αυτή η «μη φυσιολογική» συμπεριφορά εδράζεται σε ψυχικές ή σωματικές ανωμαλίες ή μειονεξίες.
Οι λέξεις είναι και ακούγονται βαρύγδουπες μόνο και μόνο προφέροντάς τες. Ασφαλώς μεν, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το ότι τα δύο παιδιά σκότωσαν και για αυτό θα έπρεπε να τιμωρηθούν, αλλά τελικά υπήρχε και ένα «τρίτο χέρι» που συνεισέφερε στην άδικη πράξη τους και αυτό το «τρίτο χέρι» δεν ήταν άλλο από το περιβάλλον, οικογενειακό και σχολικό. Τα δύο μικρά αυτά κύτταρα της κοινωνίας ώθησαν τα δύο αυτά παιδιά στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας και συγκεκριμένα, της δολοφονίας της μικρής – κακομαθημένης – συμμαθήτριάς τους, της οποίας τα υπεροπτικά λόγια στάθηκαν απλώς η αφορμή, για να μετατρέψουν τον εν δυνάμει σε εν ενεργεία εγκληματικό εαυτό των συμμαθητών της.
Δεν γεννήθηκαν με εγκληματικό DNA, αλλά ακόμη κι αν συνέβαινε αυτό και δεχθούμε πράγματι ότι σε όλους μας ενυπάρχει ο «σπόρος» του εγκληματία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για να αναπτυχθεί, χρειάζεται να εμποτιστεί από διάφορους άλλους εξωατομικούς παράγοντες που το ενδυναμώνουν και το φέρνουν στην επιφάνεια του ανθρώπινου νου.
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί η τεράστια συμβολή των κοινωνιολογικών θεωριών. Θα αναρωτιόταν κανείς σήμερα τι θα έλεγαν αυτοί οι μεγάλοι εγκληματολόγοι, όπως oι Durkheim, Merton, Miller, Sutherland, χωρίς ασφαλώς να παραγνωρίζεται η συνεισφορά των εγκληματολόγων της θετικιστικής σχολής. Πώς θα υπερασπίζονταν αυτά τα δύο μικρά παιδιά στο δικαστήριο, ποια θα ήταν τα επιχειρήματά τους σχετικά με τα ελαφρυντικά των ανηλίκων; Δεν θα ήταν καθόλου παράλογο το «μπαλάκι της ευθύνης» να έκλινε προς την οικογένεια και εν γένει το κοινωνικό περιβάλλον. Η παραμέληση φροντίδας εκ μέρους των γονέων, ο βιασμός σε πολύ μικρή ηλικία και ο κοινωνικός αποκλεισμός δρουν καταστροφικά στην ψυχοσύνθεση ενός ατόμου, πόσο μάλλον όταν το περί ου ο λόγος άτομο είναι ένα παιδί, με μειωμένη την ικανότητα σκέψης και περιορισμένη και ανολοκλήρωτη την πνευματική και ψυχολογική του συνείδηση. Τα ρεύματα, λοιπόν, των κοινωνιολογικών θεωριών επικεντρώνονται στο κοινωνικό στοιχείο.
Μέσα από την ταινία φαίνεται καθαρά ότι η δολοφονία του άτυχου μικρού κοριτσιού δεν ήταν σε καμία περίπτωση προμελετημένη, αλλά αποτέλεσε τον βίαιο τρόπο αντίδρασης των αγοριών στο άκουσμα κάποιων ανούσιων απειλών, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, στάθηκαν απλά η αφορμή της αποτρόπαιας πράξης τους. Δεν θα πρέπει να παραληφθεί εξάλλου και το γεγονός ότι στο σχολείο των παιδιών υπήρχαν «παραβατικές υποπολιτισμικές ομάδες» (Cohen, Miller, αλλά και Cloward και Ohlin), οι οποίες συχνά – πυκνά προκαλούσαν τους δύο συμμαθητές τους και δημιουργούσαν επεισόδια τραμπουκισμού. Σχολείο και οικογένεια, λοιπόν, μπορούν να παίξουν και παίζουν εν τέλει, καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και ιδιαιτέρως της παιδικής.
Περαιτέρω, θα σταθούμε για λίγο στο θέμα της ηθικοκοινωνικής ανάπτυξης ενός παιδιού κατά τη σχολική ηλικία, καθώς είναι ένα από τα βασικά θέματα που καταπιάνεται η ταινία. Το παιδί κατά τη σχολική ηλικία αρχίζει να συμμορφώνεται στα πρότυπα και τις προσδοκίες του άμεσου περιβάλλοντός του όχι τόσο, πλέον, από το φόβο της τιμωρίας, όσο, κυρίως, για να αποφύγει την απόρριψη αυτού του περιβάλλοντος, που άλλωστε περιλαμβάνει εφεξής όχι μόνο την οικογένεια, αλλά επίσης το σχολείο και τους συμμαθητές ή τους συνομιλήκους του γενικότερα (Piaget, Kohlberg).
Η ηθική του παιδιού αποκτά έτσι έναν ευρύτερο χαρακτήρα, πέρα από το ετερόνομο και ατομοκεντρικό πλαίσιο της νηπιακής ηλικίας: Το παιδί λαμβάνει υπόψη του, έως ένα βαθμό, και το κατά πόσο οι πράξεις του δημιουργούν ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα στους άλλους. Τούτο σχετίζεται και με τη νοητική ανάπτυξη του παιδιού σε αυτή την ηλικία, οπότε απελευθερώνεται από τον εγωκεντρικό τρόπο σκέψης του. Πάντως, η στάση του παιδιού απέναντι σε θέματα ηθικής, ενόψει και του ευρύτερου περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο κινείται το παιδί, αρχίζει να εμφανίζει περισσότερες αποχρώσεις. Τα πρότυπα που το τελευταίο ασπάζεται παίζουν έναν από τους πρωτεύοντες ρόλους στην ομαλή κοινωνική του ανάπτυξη. Όταν υπάρχει μία προβληματική οικογένεια, ένα ομοφοβικό κλίμα τρόμου από συμμαθητές του και ενδεχόμενα ψυχολογικά προβλήματα που δεν είναι σπάνια σε τέτοιες περιπτώσεις, η πιθανότητα εμφάνισης αποκλίνουσας συμπεριφοράς του δεν είναι ασήμαντη.
Μέσα από τα διάφορα flashback της ταινίας βλέπουμε πώς ήταν διαμορφωμένο το περιβάλλον, το υπόβαθρο κάθε παιδιού πριν προβεί στη διάπραξη του εγκλήματος. Φτάνουμε έπειτα στο στάδιο του σωφρονισμού. Τόνοι από μελάνι έχουν χυθεί για το πώς πρέπει να λειτουργούν τα σωφρονιστικά συστήματα ανά τον κόσμο, για το ότι ακόμη και ο χειρότερος εγκληματίας αποτελεί μέρος του παγκόσμιου συνόλου και της ανθρώπινης αξίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε έγκλειστους να αυτοκτονούν λόγω υπερβολικής ψυχολογικής καταπίεσης, λόγω απαράδεκτων συνθηκών διαβίωσης που εξευτελίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Σε αυτό το σημείο, δεν θα ήταν άσκοπο να παραπέμψουμε σε μία εξαιρετική ταινία που έχει γυριστεί με αυτό το θέμα ή τουλάχιστον, το θίγει άμεσα: Το αριστουργηματικό γερμανικό έργο «Το Πείραμα» προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όσους ενδιαφέρονται μέσα από το μάτι της έβδομης τέχνης να ταξιδέψουν στα άδυτα του ανεξέλεγκτου σωφρονισμού και να δουν μέχρι πού μπορεί ο τελευταίος να οδηγήσει, έχοντας συνάμα υπόψη τους ότι οι κατάδικοι είναι άνθρωποι με βούληση και οι φύλακες απλοί αλλά σημαντικοί υπηρέτες της πολιτειακής διαταγής της φυλάκισης.
Επανερχόμενοι στην ταινία, το Boy A εκτίει την ποινή του και βγαίνει πάλι στην κοινωνία. Το Boy B, όμως, δεν τα καταφέρνει. Ο σκηνοθέτης στο συγκεκριμένο σημείο καταφέρνει μέσα από μία αριστοτεχνική ματιά να βάλει αμφιβολίες στο θεατή για το πώς το Boy B πέθανε μέσα στη φυλακή. Αυτοκτονία ήταν η επίσημη δικαιολογία, αλλά πράγματι αυτοκτόνησε;
Ο φίλος του, το Boy A, που ύστερα απέκτησε δικό του όνομα παράλληλα με την ελπίδα μιας καινούριας ζωής, διαλέγοντας το «Jack Burridge», ο Τζακ, λοιπόν, πίστευε ότι ο φίλος του σκοτώθηκε από κάποιους που ήθελαν το κακό του και προφανώς αυτοί «οι κάποιοι» ενδεχομένως ήταν οι συγγενείς, φίλοι ή άγνωστοι (φύλακες φερ’ ειπείν ύστερα από συνεννόηση με γνωστούς του θύματος), οι οποίοι ήθελαν να εκδικηθούν για το θάνατο του αθώου κοριτσιού.
Συχνά ο Τζακ βλέπει στο όνειρό του ότι κάποιοι μαυροφορεμένοι άντρες έχουν μπει κρυφά στη φυλακή και έχουν σκοτώσει τον φίλο του, κάνοντάς το να φανεί σαν αυτοκτονία. Οι υποψίες του Τζακ κορυφώνονται, όταν μαθαίνει ότι έχουν βάλει επικήρυξη για τον ίδιο και συγκεκριμένα, όποιος τον βρει και τον παραδώσει στους συγγενείς του θύματος, θα εισπράξει 20.000 δολάρια. Για αυτό δεν φανερώνει την ταυτότητά του σε κανέναν, κρύβει τον παλιό του εαυτό από τους άλλους, αλλά κυρίως από τον ίδιο. Δεν θέλει να κοιτάξει στο παρελθόν, μα μόνο στο μέλλον. Από μία άλλη οπτική, μπορεί ο φίλος του στα αλήθεια να σκοτώθηκε και οι μαυροφορεμένοι άντρες να μην ήταν τίποτε άλλο παρά οι βασανιστικές τύψεις της άμυαλης παιδικής του πράξης, Το σώμα του κρεμασμένου νεκρού αγοριού μάλιστα είναι περίπου στις ίδιες διαστάσεις με αυτό του Τζακ, πράγμα που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο θάνατος επήλθε λίγο καιρό πριν την αποφυλάκισή τους. Τυχαίο;
Ύστερα, περνάμε στο βασικότερο σημείο του έργου: την κοινωνική επανένταξη και προσαρμογή. Δεν θα ήταν διόλου άστοχο αν παρομοιάζαμε την κατάσταση του Τζακ σαν ένα πρόσωπο χωρίς έκφραση τοποθετημένο σε ένα ολοκαίνουριο αλλά ξένο προς αυτόν σώμα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο στις μέρες μας για έναν αποφυλακισμένο να μπει πάλι στον τροχό της ζωής, ειδικά όταν η τελευταία «γυρίζει» με ξέφρενους ρυθμούς και απαιτήσεις.
Ο Τζακ είναι αντιμέτωπος με ένα προκλητικό δίλημμα: Να προχωρήσει μπροστά απ’ την αρχή ή να κυλίσει πάλι πίσω. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ενδίδουν ξανά στον πειρασμό του εγκλήματος μη έχοντας όρεξη για ζωή, ή βλέποντας το κοινωνικό στίγμα να τους κατατρέχει ή μην μπορώντας να ακολουθήσουν τις ανάγκες της κοινωνίας, ειδικότερα αν είναι απαίδευτοι ή χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Παρ’ όλα τα παραπάνω, ο Τζακ, ίσως «φταίει» και το ότι είναι ακόμη νέος, με τη βοήθεια ενός επιμελητή που έχει αναλάβει την επανένταξή του στην κοινωνία, είναι έτοιμος να αρχίσει ξανά. Πιάνει δουλειά, κάνει φίλους και δημιουργεί ερωτικό δεσμό και όλα αυτά με τη νέα του ταυτότητα. Το Boy A δεν υπάρχει πια. Είναι ο Jack Burridge.
Όμως, το κοινωνικό στίγμα καραδοκεί. Η ετικέτα δεν εξαφανίζεται, απλώς ξεθωριάζει. Όταν ο Τζακ σώζει τη ζωή ενός άλλου μικρού κοριτσιού – και εδώ διαφαίνεται η τραγικότητα του πρωταγωνιστή, ο οποίος παίρνοντας τη ζωή ενός μικρού κοριτσιού πριν πολλά χρόνια, τώρα σώζει ένα άλλο εκπληρώνοντας κατά κάποιο τρόπο το ηθικό του χρέος – μαθαίνεται άθελά του η πραγματική του ταυτότητα. Τα Μ.Μ.Ε., που πριν μια μέρα τον αποθέωναν, τώρα τον κατακεραυνώνουν. Η σύντροφός του τον εγκαταλείπει, οι φίλοι του απομακρύνονται, ο εργοδότης του τον απολύει. Όλα γκρεμίζονται, η ελπίδα φεύγει. Το παλιό φαίνεσθαι υπερνικά το νέο είναι.
Στο έργο φαίνεται ολοκάθαρα ότι η κοινωνία διέκρινε την «ξεθωριασμένη ετικέτα». Θυμήθηκε το παλιό έγκλημα και όχι τον πρόσφατο σωφρονισμό. Δεν θέλησε να δώσει τη δεύτερη ευκαιρία. Απεκδύθηκε για ακόμη μία φορά τον στοργικό της ρόλο και θέλησε να τιμωρήσει με τον τρόπο της δεύτερη φορά για το ίδιο έγκλημα τον Τζακ, ο οποίος δεν θέλει να γίνει ξανά Boy A στα μάτια του κόσμου. Ίσως δεν θέλει να αποκτήσει το ίδιο όνομα, ίσως δεν θέλει να αποδείξει για μια ακόμη φορά ότι κατάλαβε το λάθος του.
Σύμφωνα δε με τις παρεμφερείς θεωρίες της διάδρασης, ετικετοποίησης και κοινωνικής αντίδρασης, κάθε άνθρωπος δημιουργεί μια εικόνα ή μια αντίληψη για τον εαυτό του με την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους ή ορθότερα με τη διάδραση με τους άλλους. Έτσι, αναπτύσσει εξ αντανακλάσεως συνείδηση του πώς τον βλέπουν οι άλλοι. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω των συμβόλων (όπως οι λέξεις) που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. Ο χαρακτηρισμός, το στίγμα του κόσμου με άλλα λόγια, είναι μία διαδικασία που τελικά παράγει την ταυτοποίηση με μία αποκλίνουσα εικόνα και έναν υποπολιτισμό και εντέλει οδηγεί στον «αποκλεισμό του αποκλειόμενου».
Η ταινία πλησιάζει στο τέλος της με τον Τζακ να φτάνει στο σπίτι του και εκεί να βρίσκει ένα γράμμα που έχει παραλήπτη το όνομά του. Η αμέσως επόμενη σκηνή τον δείχνει να το ανοίγει και να το διαβάζει, ενώ κάθεται σε ένα παγκάκι στην αποβάθρα του λιμανιού. Το γράμμα ήταν από το κοριτσάκι που έσωσε. Τον αποκαλούσε «σωτήρα της, άγγελό της.» Ο Τζακ προσπαθεί να βάλει στο μυαλό του τα λόγια της μικρής κοπέλας, πριν δακρύσει, πριν ανέβει στα κάγκελα της αποβάθρας, πριν γίνει πάλι το Boy A.