του Διονύση Χιόνη,
δικηγόρου - εγκληματολόγου
Βρισκόμαστε στο 1974 στην πόλη Γουιτσιτά του Κάνσας των ΗΠΑ, όταν αποκαλύπτεται ένα έγκλημα ιδιαζόντως ειδεχθές, που φέρνει σε αμηχανία τις τοπικές διωκτικές αρχές και πανικοβάλλει τους κατοίκους. Στο σπίτι της οικογένειας Οτέρο, που μόλις είχε μετακομίσει στην περιοχή, εντοπίζονται νεκροί οι γονείς στο πάτωμα του καθιστικού, με πλαστικές σακούλες στα κεφάλια τους που τους προκάλεσαν ασφυξία. Σε διπλανή κρεβατοκάμαρα ο 9χρονος γιος Τζο είναι κι αυτός νεκρός, έχει στραγγαλιστεί. Η κόρη της οικογένειας, που εκείνη την ημέρα βρισκόταν στο σπίτι (σε αντίθεση με τα άλλα δύο ανήλικα, που έλειπαν), δεν είναι σε κανένα από τα δωμάτια και οι αστυνομικοί κατεβαίνουν στο μικρό υπόγειο. Το θέαμα είναι αποτρόπαιο: Το σώμα της 11χρονης Ζοζεφίν αιωρείται απαγχονισμένο με σχοινί που είναι περασμένο στους σωλήνες της οροφής του υπογείου. Ο επικεφαλής αστυνομικός που έφτασε επί τόπου και διεξήγαγε την έρευνα, καταθέτει ότι βρέθηκαν ίχνη σπέρματος στο πάτωμα και υποθέτει (βάσιμα, όπως προέκυψε αργότερα) ότι ο δράστης αυνανιζόταν, ενώ έβλεπε το κορίτσι να πεθαίνει. Τα εξωτερικά καλώδια του τηλεφώνου είχαν κοπεί πριν την εισβολή του δολοφόνου στο σπίτι και όλα τα στοιχεία μαρτυρούσαν ότι ήξερε καλά τι έκανε κι ότι είχε σχεδιάσει την πράξη του με κάθε λεπτομέρεια. Αυτό που δεν προέκυπτε αναμφισβήτητα ήταν το κίνητρό του.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κι ενώ οι αστυνομικές έρευνες είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο ελλείψει στοιχείων, τρεις άνδρες παρουσιάζονται αυθόρμητα στο αρχηγείο της Αστυνομίας και ομολογούν την ενοχή τους για τις ανθρωποκτονίες στο σπίτι των Οτέρο. Όμως, λένε όλοι ψέματα, καθώς αγνοούν βασικές λεπτομέρειες του τόπου, του χρόνου και του τρόπου του συμβάντος.
Μόλις γίνεται γνωστό από τον τύπο ότι κάποιοι ομολόγησαν, στο αρχηγείο της Αστυνομίας φτάνει μια επιστολή, στην οποία περιγράφονται με κάθε ακρίβεια οι ανθρωποκτονίες και παρέχονται λεπτομέρειες που μόνο ο δράστης θα μπορούσε να γνωρίζει, όπως ότι τα χέρια όλων των θυμάτων ήταν δεμένα με καλώδια, ότι το κορίτσι βρισκόταν κρεμασμένο στη βορειοδυτική πλευρά του υπογείου, αναφέρθηκε ακόμη κι ένα ζευγάρι γυαλιά που είχε πέσει στο πάτωμα του σπιτιού. Η επιστολή έκλεινε με την αυτοπαρουσίαση του αποστολέα - δράστη, ο οποίος ζητούσε να αποκαλείται εφ’ εξής ΒΤΚ (αρχικά των λέξεων Bind, Torture, Kill = Δέσε, Βασάνισε, Σκότωσε).
Πέμπτο θύμα του, τρία χρόνια αργότερα, ήταν η Σίρλει Βιάν, μητέρα με τρία παιδιά, στο σπίτι της οποίας εισέβαλε ο δράστης, κι αφού με την απειλή όπλου κλείδωσε τα παιδιά στο μπάνιο, την έσυρε στην κρεβατοκάμαρα, τη στραγγάλισε, όμως καθώς επέστρεφε στο μπάνιο, απροσδόκητα χτύπησε το τηλέφωνο, που αυτή τη φορά δεν είχε φροντίσει να το νεκρώσει κόβοντας τα καλώδια και αυτό το γεγονός τον οδήγησε σε φυγή. Και πάλι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός και δεν άφησε κανένα ίχνος που να μπορεί να οδηγήσει τις διωκτικές αρχές στα ίχνη του. Η αστυνομία πίστευε ότι κι αυτή τη φορά απώτερος στόχος ήταν η ανθρωποκτονία των παιδιών της οικογένειας, όπως είχε συμβεί και με τους Οτέρο, όμως, παρά τις προσπάθειες και τις έρευνες, ο κύκλος των υπόπτων παρέμενε ιδιαίτερα μεγάλος.
Έκτο θύμα του ΒΤΚ ήταν η 25χρονη Νάνσι Φοξ, που ζούσε μόνη. Εισέβαλε στο σπίτι της τον Δεκέμβριο του 1977, της επιτέθηκε κι αφού εξουδετέρωσε την αντίστασή της, της είπε ότι αντιμετωπίζει σεξουαλικά προβλήματα κι ότι θα κάνει σεξ μαζί της. Όμως, αντί για αυτό, έβγαλε τη ζώνη του και τη στραγγάλιζε, την άφηνε λίγο πριν εκπνεύσει και επαναλάμβανε την ίδια πράξη ιεροτελεστικά και βασανιστικά μέχρι που τελικά τη σκότωσε. Το νέο στοιχείο που προστέθηκε αυτή τη φορά ήταν ότι ενημέρωσε ο ίδιος τηλεφωνικά την Αστυνομία για το περιστατικό λίγη ώρα αργότερα και μάλιστα υπερηφανεύτηκε ότι εκείνος ήταν ο δράστης. Η φωνή, κατά τους αναλυτές του FBI, έδειχνε έναν άντρα μέσης ηλικίας, λευκό, δεν μπορούσαν όμως να συλλέξουν περισσότερες πληροφορίες από μια τηλεφωνική επικοινωνία λίγων δευτερολέπτων.
Δυο μήνες αργότερα ένα περίεργο δέμα έφτασε σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό, στο οποίο υπήρχε ένα ποίημα, που διατύπωνε εν ολίγοις ένα ανατριχιαστικό ερώτημα: «πόσους πρέπει να σκοτώσω για να δω το όνομά μου στις εφημερίδες;». Αν ο στόχος του ΒΤΚ ήταν να προκαλέσει την απόγνωση της αστυνομίας, τότε αυτός επετεύχθη, γιατί από τη μία υπήρχε μια ξεκάθαρη απειλή συνέχειας των ανθρωποκτονιών στη Γουιτσιτά κι από την άλλη δεν υπήρχε κανένα στοιχείο ικανό να οδηγήσει στη σύλληψη του δράστη. Ακόμα και την επιστολή που είχε στείλει, την είχε συντάξει σε γραφομηχανή και την είχε φωτοτυπήσει σε μηχάνημα δημόσιας χρήσης που βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Αυτό ανακάλυψαν οι αστυνομικοί που προσπάθησαν να εντοπίσουν την πηγή φωτοτυπίας της επιστολής, δεδομένου ότι κάθε φωτοτυπικό χρησιμοποιούσε συγκεκριμένο τύπο χαρτιού και μελάνης και υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να εξακριβωθεί πού ακριβώς φωτοτυπήθηκε η συγκεκριμένη επιστολή.
Οι αρχές είχαν βρεθεί ενώπιον ενός κρίσιμου διλήμματος: να ενημερώσουν το κοινό για τα εγκλήματα του ΒΤΚ, όπως απαιτούσε ο ίδιος, ή να αποκρύψουν τα γεγονότα και να ρισκάρουν με το ενδεχόμενο να τον εξοργίσουν και να τον οδηγήσουν – ανυπαίτια – να διαπράξει κι άλλες ανθρωποκτονίες, προκειμένου να δει το όνομά του (ή καλύτερα το παρατσούκλι του) στις εφημερίδες; Τελικά, μετά από ώρες συσκέψεων επέλεξαν το πρώτο, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός κι εγκληματοφοβία στη Γουιτσιτά, με μόνους ευνοημένους τους κλειδαράδες της πόλης, που δεν προλάβαιναν να τοποθετούν πρόσθετες κλειδαριές στις πόρτες των κατοικιών.
Ο αναλυτής του F.B.I. Ρέιζελγουντ σκιαγράφησε ένα αχνό προφίλ του δράστη κι υποστήριξε ότι πρόκειται περί προσώπου που πάσχει από κακοήθη ναρκισσισμό, κάτι που σημαίνει ότι ένιωθε ανώτερος όχι μόνο από τους υπόλοιπους ανθρώπους αλλά κι από τους αστυνομικούς που τον καταζητούσαν, ενώ πίστευε ότι ήταν αλάνθαστος κι ήθελε απεγνωσμένα να τραβήξει την προσοχή του κοινού και της αστυνομίας. Το πιο επικίνδυνο από όλα, όμως, ήταν, κατά τον αναλυτή του F.B.I. ότι ο ΒΤΚ διαχώριζε τον εαυτό του από την πράξη κι αυτό τον καθιστούσε ιδιαίτερα επικίνδυνο. Ο τρόπος που αφαίρεσε τη ζωή της Νάνσι Φοξ φανέρωνε άτομο που ήθελε να νιώσει ότι κατέχει εξουσία ζωής και θανάτου, ήθελε να νιώσει Θεός, ότι η ισορροπία του θύματος σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα σε ζωή και θάνατο εξαρτάται αποκλειστικά από τον ίδιο κι ένιωθε ηδονή βλέποντας τα θύματά του να χάνουν κάθε ίχνος ζωής.
Όσον αφορά στο modus operandi, ο δράστης επέλεγε τον στραγγαλισμό, ενίοτε προκαλούσε ασφυξία με την τοποθέτηση πλαστικής σακούλας στο κεφάλι των θυμάτων του, ενώ μια φορά επέλεξε τον απαγχονισμό. Δρούσε εντός των κατοικιών των θυμάτων του, ώστε να εξασφαλίζει μειωμένη θεατότητα των πράξεών του, παρατηρούσε για καιρό πριν την πράξη τα υποψήφια θύματά του, μάθαινε τα ωράριά τους, παρατηρούσε αν είχαν επισκέψεις στο σπίτι και δεν ερχόταν σε σεξουαλική επαφή με τα θύματα, αν και είναι δεδομένο ότι ηδονιζόταν από το θέαμα του θανάτου τους, ειδικά των γυναικών που ήταν και η μεγάλη πλειονότητα των θυμάτων. Επιπλέον, οι πράξεις του κατά κανόνα διέφεραν χρονικά μεταξύ τους κατά 3 ή 4 χρόνια, κάτι που σήμαινε πως οι πιθανότητες εντοπισμού και σύλληψής του μειώνονταν δραματικά.
Τα επόμενα χρόνια ο ΒΤΚ εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, δεν επικοινώνησε ξανά με την αστυνομία, ενώ δεν θεωρήθηκε ύποπτος για κάποια από τις ανθρωποκτονίες που συνέβησαν τα επόμενα χρόνια. Όλοι πίστευαν ότι για κάποιο απροσδιόριστο λόγο ο δολοφόνος είχε σταματήσει τη δράση του.
Το 2004 η αστυνομία έκανε χρήση των νέων τεχνολογιών κι επανεξετάζοντας τα ίχνη σπέρματος που είχαν βρεθεί στην οικία των Οτέρο κι ανήκαν στο δράστη, κατάφερε να χαρτογραφήσει το DNA του! Τριάντα ολόκληρα χρόνια αργότερα από την πρώτη του ανθρωποκτονία!
Στις 19 Μαρτίου 2004 ο ΒΤΚ με ένα γράμμα αναλαμβάνει την ευθύνη για μια ανεξιχνίαστη δολοφονία που συνέβη το 1986 με θύμα τη Λίντα Γουέσερλι και με αυτή την αφορμή η αστυνομία ξανανοίγει το φάκελο, προσπαθώντας εκ νέου να τον συλλάβει. Το FBΙ προτείνει να εμφανιστεί δημόσια εκπρόσωπος της Αστυνομίας και να επιδιώξει ανοιχτή επικοινωνία με το δράστη, παραχωρώντας του τη δημοσιότητα που τόσο αναζητούσε και αναγνωρίζοντας ως πιθανό το ενδεχόμενο να στραφεί πλέον κατά του επικεφαλής. Όμως, ήταν ο μόνος τρόπος να τον κάνουν να εκτεθεί και να συλλέξουν περισσότερες λεπτομέρειες για το άτομό του.
Πράγματι, ο Υπαστυνόμος Λάντγουερ εμφανίσθηκε στο τηλεοπτικό δίκτυο και τον κάλεσε ευθέως να επικοινωνήσει μαζί του! Και ο ΒΤΚ ανταποκρίθηκε με μια σειρά σημειωμάτων, τα οποία άφηνε σε διάφορα δημόσια σημεία, τις περισσότερες φορές μέσα σε σημαδεμένα κουτιά δημητριακών, ενώ μια φορά τοποθέτησε στο ίδιο πακέτο ένα σιφόνι και μια κούκλα, ευθεία αναφορά στο θάνατο της μικρής Ζοζεφίν Οτέρο. Επιπλέον, λιτά και ωμά φανέρωσε την πρόθεσή του να συνεχίσει τη δράση του, αποκαλύπτοντας ότι έχει ήδη εντοπίσει το επόμενό θύμα του, μια γυναίκα που ζει μόνη!
Η επικοινωνία δράστη κι αστυνομίας διήρκησε πάνω από 10 μήνες και τελικά το λάθος που περίμεναν οι διωκτικές αρχές έγινε και μάλιστα εις διπλούν με μια μόνο πράξη…Ο δράστης επέλεξε να αφήσει ένα από τα πακέτα στην καρότσα ενός φορτηγού, το οποίο ήταν σταθμευμένο σε χώρο που υπήρχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Από την επεξεργασία του οπτικού υλικού φάνηκε καθαρά ότι ο δράστης σταμάτησε το αυτοκίνητό του δίπλα στο φορτηγάκι, πέταξε το πακέτο στην καρότσα κι εξαφανίστηκε. Μπορεί ο ΒΤΚ να μη φάνηκε καθόλου στην κάμερα, όμως, το αυτοκίνητό του έγινε ορατό έστω κι από αρκετά μακριά, χωρίς να φανούν οι πινακίδες κυκλοφορίας, οπότε ειδικοί αναλυτές της Αστυνομίας με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών κατέληξαν ύστερα από ώρες έρευνας κι υπολογισμών ότι πρόκειται για ένα μαύρο τζιπ Τσερόκι.
Στο γράμμα που βρισκόταν στο τελευταίο αυτό πακέτο ο ΒΤΚ ρωτούσε αν είναι δυνατόν από μια δισκέτα να φανερώνεται η ταυτότητα του υπολογιστή, στον οποίο αυτή υπέστη επεξεργασία. Το ερώτημα ήταν κρίσιμο για εκείνον, επειδή σκόπευε να υιοθετήσει αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας με την αστυνομία. Όμως, η αστυνομία του είπε ψέματα, διαβεβαιώνοντάς τον ότι κάτι τέτοιο είναι τεχνικά αδύνατο κι αυτός παραπλανήθηκε αφελώς κι απέστειλε μετά από λίγο καιρό μια δισκέτα! Πίστευε τόσο πολύ ότι η Αστυνομία έχει ανάγκη την επικοινωνία τους κι είχε έτσι κι αλλιώς την ιδέα ότι είναι εξυπνότερος, που απέκλεισε το ενδεχόμενο να τολμήσουν να τον εξαπατήσουν.
Αμέσως, οι αστυνομικοί εξέτασαν τη δισκέτα και διαπίστωσαν ότι είχε επεξεργαστεί από κάποιον χρήστη με το όνομα «Ντένις» σε υπολογιστή που βρισκόταν στη Λουθηριανή Εκκλησία του Χριστού, λίγο έξω από τη Γουιτσιτά! Στον επίσημο κατάλογο της Εκκλησίας αναφέρονται όλα τα ονόματα που σχετίζονται με αυτήν κι ένας μόνο άνθρωπος είχε αυτό το μικρό όνομα: ο Ντένις Ρέηντερ, Πρόεδρος του Εκκλησιάσματος! Οικογενειάρχης με δύο παιδιά, μεσήλικας, με επαγγελματική δραστηριότητα την τοποθέτηση συστημάτων ασφαλείας και κλειδαριών στα σπίτια της Γουιτσιτά. Ειρωνεία…
Η αστυνομία έσπευσε στο σπίτι του προκειμένου να διασταυρώσει το μαύρο τζιπ και με ιδιαίτερη έξαψη το βρήκαν σταθμευμένο ακριβώς έξω από σπίτι! Βρίσκονταν έπειτα από πολλά χρόνια, περισσότερα από τριάντα, έξω από την πόρτα του δολοφόνου, όμως ο επικεφαλής ζήτησε να μην κάνουν άλλες ενέργειες, επειδή πίστευε ότι τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους δεν ήταν αδιάσειστα κι ήθελε να αποκτήσει βεβαιότητα για την ταυτότητα του δράστη. Και βέβαια, στην τεχνολογικά εξελιγμένη εποχή μας ο ορθότερος τρόπος είναι η ταυτοποίηση του γενετικού υλικού, δηλαδή του DNA. Οι αρχές κατάφεραν να εισχωρήσουν σε ιατρικές βάσεις και να αποκτήσουν πρόσβαση σε γενετικό υλικό της κόρης του πιθανού δολοφόνου Ντένις Ρέηντερ και διενέργησαν τεστ πατρότητας, χρησιμοποιώντας το γενετικό υλικό του δράστη της δολοφονία της μικρής Ζοζεφίν Οτέρο, προκειμένου να διαπιστώσουν αν ο Ρέηντερ κι ο BTK ήταν ένα πρόσωπο και μόνο. Και πράγματι είχαν δίκιο…
Στις 25 Φεβρουαρίου 2005 ο ΒΤΚ συνελήφθη κι όταν το γεγονός ανακοινώθηκε επίσημα σε συνέντευξη τύπου, όλοι στην αίθουσα ξέσπασαν αυθόρμητα σε χειροκροτήματα. Αστυνομία και πολίτες της Γουιτσιτά ένιωσαν ανακούφιση, που ο σειριακός δολοφόνος δεν περιφερόταν πια ελεύθερος, επιλέγοντας το επόμενο θύμα του, όπως είχε δηλώσει.
Κατά τον Ρίτσαρντ Λαμινιόν, αρχηγό της Αστυνομίας της Γουιτσιτά, ο Ρέηντερ άφησε τόσα πολλά στοιχεία κατά την πολύμηνη ιδιόρρυθμη επικοινωνία τους, «που ήταν φανερό ότι ήθελε οπωσδήποτε να πει την ιστορία του».
Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1945 στο Κάνσας. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους τέσσερεις γιους της οικογένειας, μεγάλωσε στη Γουιτσιτά, υπηρέτησε στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, νυμφεύθηκε την Πώλα το1971 κι απέκτησε δύο παιδιά, ένα γιο το 1975 και μια κόρη το 1978. Εργαζόταν για μια σημαντική εταιρεία συστημάτων ασφαλείας, την ADT, ενώ παράλληλα ήταν ενεργό μέλος της Λουθηριανής Εκκλησίας και αρχηγός στους πρόσκοπους!
Στις 27 Ιουνίου 2005 οδηγήθηκε στο ακροατήριο, όπου απολογήθηκε για όλες τις πράξεις του. Εκεί με απόλυτη φυσικότητα και κρύο αίμα περιέγραψε αναλυτικά κάθε μία από τις δέκα ανθρωποκτονίες αγοριών, κοριτσιών, γυναικών κι ενός άντρα. Η Αστυνομία είχε συνδέσει το όνομά του με επτά από αυτές, αλλά ο Ρέηντερ ομολόγησε κι άλλες τρεις. Μάλιστα ανέλυσε και τον τρόπο σκέψης και δράσης των σειριακών δολοφόνων, εξηγώντας τι είναι το στάδιο ψαρέματος, πόσο μπορεί να διαρκέσει, ενώ ανέφερε ότι σε κάθε χτύπημά του φορούσε να ίδια ρούχα, «ρούχα εκτέλεσης» τα αποκαλούσε, ενώ είχε μαζί του ένα βαλιτσάκι με όπλα, μαχαίρι και σχοινί, το «βαλιτσάκι εκτέλεσης». Δεν δίστασε επίσης να δηλώσει ευθαρσώς ότι την περισσότερη απόλαυση από όλες τις πράξεις του, του την παρέσχε ο στραγγαλισμός της Νάνσι Φοξ. Εξήγησε ακόμα και τα μεγάλα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούσαν ανάμεσα από τις δολοφονίες του παρέχοντας ως αιτιολογία ότι μεγάλωνε τα παιδιά του και δεν μπορούσε να λείπει από το σπίτι πολλές ώρες. Χαρακτηριστικά δήλωσε: «Ελπίζω κάποια μέρα να με δεχθεί ο Θεός. Ήμουν στη σκοτεινή πλευρά, αλλά τώρα νομίζω ότι αρχίζει να λάμπει το φως. Ο κόσμος θα πει ότι δεν είμαι χριστιανός, αλλά πιστεύω ότι είμαι. Ξέρω ότι οι οικογένειες των θυμάτων δεν θα μπορέσουν να με συγχωρήσουν, αλλά ελπίζω κάποτε να συμβεί».
Κατά τους αναλυτές του FBI αυτή η κανονικότητα που υπήρχε κατ’ επίφαση στη ζωή του υποδείκνυε ακριβώς τη δύναμή του και την ικανότητά του να δείχνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Ο ψυχολόγος Τόνι Ρούαρκ που είχε συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές στα πρώτα χρόνια των ερευνών για τον εντοπισμό του ΒΚΤ εξήγησε ότι ο δράστης ήθελε να ακουστεί η ιστορία του, αυτός ήταν εξ αρχής ο σκοπός της επικοινωνίας του με την Αστυνομία, που συνέβη μάλιστα τόσα χρόνια αργότερα από τις πράξεις του.
Τελικά, επειδή τα εγκλήματά του είχαν διαπραχθεί πριν η πολιτεία του Κάνσας επαναφέρει τη θανατική ποινή, ο Ρέηντερ δεν εκτελέστηκε και του επιβλήθηκε ποινή 10 φορές ισόβια κάθειρξη, ενώ κατά συγχώνευση η ποινή του μετατράπηκε σε 174 χρόνια κάθειρξης.
Την ποινή του εκτίει σήμερα στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Ελ Ντοράντο στο Κάνσας.
ΠΗΓΕΣ: