της Χριστίνας Ζαραφωνίτου,
Καθηγήτριας Εγκληματολογίας,
Διευθύντριας ΠΜΣ Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
Η Αθήνα έφθασε να χαρακτηρίζεται από τη σημερινή υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και τη μεγάλη ετερογένεια μέσα από διαδικασίες σταδιακής αστικοποίησής της, η οποία συναρτάται θετικά με ρεύματα εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης καθοριστικά για την ιστορία και την εξέλιξή της. Τα κυριότερα από αυτά είναι:
Ανακήρυξή της ως πρωτεύουσας του σύγχρονου ελληνικού κράτους (1834)
Επαναπατρισμός των προσφύγων της Μ.Ασίας (1922)
Εσωτερική μετανάστευση 1950-1980 (με έμφαση τη δεκαετία 1960-70)
1ο μαζικό ρεύμα εισόδου μεταναστών (δεκαετία του 1990)
2ο μαζικό ρεύμα εισόδου μεταναστών και προσφύγων (2005-σήμερα)
Η ανάπτυξή της Αθήνας δεν βασίστηκε, ωστόσο, σε κάποιο οργανωμένο πολεοδομικό σχεδιασμό (πλην του αρχικού πολεοδομικού σχεδίου Κλεάνθη επί της αντιβασιλείας του Όθωνα, το οποίο προέβλεπε μια ανάπτυξη που θα έφθανε έως το πολύ 400.000 κατοίκους και ορισμένων μεταγενέστερων μη ολοκληρωμένων προσπαθειών). Τη φυσιογνωμία της προσδιόρισαν, ως εκ τούτου, συγκυριακές πολιτικές νομιμοποίησης αυθαιρέτων, κοινωνικές πιέσεις και εσωτερικοί ανταγωνισμοί στο επίπεδο στέγασης και οι επιγενόμενες κοινωνικο-δημογραφικές αλλαγές.
Η φυσιογνωμία της μεγάλης αυτής Αθήνας, διατήρησε πράγματι αρκετά στοιχεία γειτονιάς στη δομή της καθημερινής ζωής των κατοίκων της μέχρι και τον β΄παγκόσμιο πόλεμο, λόγω της μορφής προέλευσης των πληθυσμών της που λόγω της εσωτερικής κυρίως μετανάστευσης είχαν αρκετή ομοιογένεια. Η ραγδαία αστικοποίηση που χαρακτήρισε τόσο τη δεκαετία ‘60-‘70 όσο και την τελευταία 20ετία συνοδεύτηκε και από μεγάλη ετερογένεια. Οι παραπάνω παράγοντες λειτούργησαν εις βάρος της κοινωνικής συνοχής και όξυναν τις ανασφάλειες ακόμα και όταν οι λόγοι που τις συνέδεαν με τις εγκληματικές απειλές δεν ήταν αρκετά ισχυροί.
Μετά το 1990, η πρωτεύουσα, και κυρίως οι κεντρικές περιοχές της, επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από το πρώτο σύγχρονο μεταναστευτικό ρεύμα που προερχόταν από βαλκανικές χώρες. Παρά τη μαζικότητα της εισόδου, οι τοπικές κοινωνίες (συνεπικουρούμενες και από ευνοϊκότερες οικονομικές συγκυρίες) ανέπτυξαν άτυπους μηχανισμούς ένταξης με εν γένει θετικά αποτελέσματα.
Από το 2005 περίπου και μετά, ένα νέο ίσως ακόμα μεγαλύτερο αλλά σίγουρα πολύ πιο ετερογενές ρεύμα εξωτερικής μετανάστευσης από χώρες της Ασίας και της Αφρικής επηρέασε τη φυσιογνωμία της κοινωνικής ζωής της πρωτεύουσας και κυρίως των κεντρικών περιοχών της. Το νέο αυτό ρεύμα συνέπεσε με την εμφάνιση μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της οποίας οι συνέπειες έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς στη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτό των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτισμικών αλλαγών, μια σειρά κοινωνικά προβλήματα οξύνθηκαν (όπως η ανεργία), ενώ εμφανίσθηκαν νεότερα και σοβαρότερα (όπως η αύξηση αστέγων) τα οποία συγκεντρώθηκαν επί το πλείστον στο κέντρο της πόλης. Μεταξύ αυτών των προβλημάτων συγκαταλέγεται και η εγκληματικότητα, η ποσοτική και ποιοτική μετεξέλιξη της οποίας είναι ενδεικτική μιας γενικότερης επιδείνωσής της. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ1, ο δείκτης εγκληματικότητας (αναλογία στους 100 000 κατοίκους) το διάστημα 2000-2009, αυξήθηκε ιδιαίτερα στις παρακάτω κατηγορίες εγκλημάτων:
Απάτες (από 7,00 σε 12,41 )
Επαιτεία (από 4,66 σε 11,43)
Κλοπές-Διαρρήξεις (από 421,68 σε 662,69)2
Ληστείες (από 14,42 σε 42,94 )
Ναρκωτικά (από 70,34 σε 112,61)
Ν. περί όπλων (από 16,69 σε 31,94)
Πλαστογραφία (από 16,29 σε 69,48)
Σεξουαλική εκμετάλλευση (από 2,48 σε 5,90)
Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης εγκληματικότητας στη χώρα μας αποτελεί η συνεχώς αυξανόμενη χρήση βίας που συνοδεύει τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας. Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί η σύνδεση μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος με τη λεγόμενη εγκληματικότητα του «δρόμου» (πορνεία, ναρκωτικά, επαιτεία κλπ).
Είναι προφανές ότι, στο πλαίσιο αυτό, η μεγάλη ανασφάλεια των κατοίκων της Αθήνας –και ιδιαίτερα των κεντρικών περιοχών της- συναρτάται με μια σειρά παραμέτρους της υποβάθμισης της ποιότητας ζωής σε καθημερινό επίπεδο, όπως:
Η περιβαλλοντική υποβάθμιση (εγκαταλελειμμένα κτίρια, απορρίμματα στους δρόμους, κακός φωτισμός κ.ά.)
Οι μεγάλες διαστάσεις των σχετικών με τα ναρκωτικά προβλημάτων
Η ανεξέλεγκτη παράνομη πορνεία και το trafficking
Ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός μεταναστών –κυρίως παράνομων
Οι εκτεταμένες διαστάσεις του παρεμπορίου
Η κάμψη της εμπορικής δραστηριότητας (κλείσιμο καταστημάτων)
Η εγκληματικότητα του «δρόμου» (επιθέσεις, κλοπές προσωπικών αντικειμένων και τσαντών, τραυματισμοί, απειλές και εκφοβισμοί)
Τα παραπάνω προβλήματα εντείνονται μέσα από τη διάχυτη εντύπωση των κατοίκων περί:
Απουσίας ενδιαφέροντος της Πολιτείας (κρατικών υπηρεσιών καθώς και υπηρεσιών τοπικής αυτοδιοίκησης) για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους
Αναποτελεσματικής αστυνόμευσης
Απουσίας κοινωνικών δικτύων αλληλοβοήθειας
Μη λήψης μέτρων πρόληψης (ατομικών ή και κρατικών)
«Χαρτογραφώντας»3 τα παραπάνω προβλήματα, παρατηρούμε ότι:
Είναι εγκατεστημένα σε θύλακες του κέντρου της Αθήνας,
Εκδηλώνονται σωρευτικά
Συνοδεύονται από εγκατάλειψη των περιοχών από τους παραδοσιακούς κατοίκους τους
Συνοδεύονται από εγκατάσταση πολύ χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού στάτους νεοεισερχόμενου μεταναστευτικού πληθυσμού
Κατοικούνται από ετερογενή και μη μόνιμο πληθυσμό
Χαρακτηρίζονται από μονολειτουργικού χαρακτήρα κοινωνικές δραστηριότητες (εμπόριο, διασκέδαση, υπηρεσίες)
Ασκείται επιλεκτικά ο επίσημος κοινωνικός έλεγχος (εγκλήματος, παρεμπορίου, παράνομης πορνείας, παράνομης μετανάστευσης, παράνομων εκμισθώσεων κλπ)
Επικρατούν μη νόμιμες μορφές ελέγχου της περιοχής
Έχουν έντονα τα σημάδια της φτώχειας και της υποβάθμισης
Εκδηλώνονται συγκρούσεις μεταξύ των εγκατεστημένων ομάδων
Αντανακλούν στοιχεία κοινωνικής αποδιοργάνωσης
Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται έντονα στο τρίγωνο μεταξύ των πλατειών Κοτζιά, Θεάτρου και Αγ.Κωνσταντίνου, με έντονη τάση επέκτασης μέσω του άξονα που προσδιορίζει η Πατησίων και η Γ΄Σεπτεμβρίου προς τις μέχρι πρόσφατα μεσοαστικές συνοικίες της Πλ.Βικτωρίας, Πλ.Αμερικής και ευρύτερα την Κυψέλη.
Το γεγονός ότι τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονται γύρω από κεντρικές πλατείες θα μπορούσε να εξηγηθεί ως εκ της ιδιαιτερότητας του δημόσιου χώρου στην ελληνική πραγματικότητα, ο οποίος ταυτίζεται συνήθως σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό και ως εκ τούτου προσλαμβάνεται ως περιοχή «μη ελέγχου» και «μη ενδιαφέροντος» και άρα, όχι «ως περιοχή που ανήκει σε όλους» αλλά «ως περιοχή που δεν ανήκει σε κανέναν» (δημόσιο = μη ιδιωτικό). Για το λόγο αυτό γίνεται εύκολα αντικείμενο «κατάληψης» από διαφορετικές, ανάλογα με την περίπτωση, ομάδες.
Επίσης, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα προβλήματα υπήρχαν ήδη τα εξής βασικά χαρακτηριστικά (άλλοτε εναλλακτικά και άλλοτε αθροιστικά):
Είτε επρόκειτο για περιοχές που είχαν ήδη προσλάβει χαρακτήρα κοινωνικο-οικονομικής υποβάθμισης
Είτε για περιοχές που είχαν προσλάβει χαρακτήρα «κεντρικής αστεακής ζώνης» (περιορισμός της κατοικίας προς όφελος εμπορικών, οικονομικών, επιχειρηματικών δραστηριοτήτων).
Επιπρόσθετα, στις εν λόγω περιοχές με χαρακτηριστικά «κέντρου», τα τελευταία χρόνια αποδυναμώθηκαν δραστηριότητες πολιτιστικού χαρακτήρα (ενδεικτικό το παράδειγμα του ιστορικο-αρχαιολογικού Μουσείου) ενώ, αντίθετα, ενισχύθηκαν δημόσιου χαρακτήρα δραστηριότητες που απευθύνονται σε «στοχευμένα» κοινωνικά προβλήματα (π.χ ξενώνες, κέντρα απεξάρτησης, κέντρα χορήγησης μεθαδόνης κ.λπ.).
Η αλλαγή αυτή των δραστηριοτήτων επέφερε και αλλαγή του πληθυσμού που κατοικεί και επισκέπτεται τις εν λόγω περιοχές. Στο πλαίσιο αυτό, οι περιοχές του κέντρου της Αθήνας –ακολουθώντας μια διαδικασία που παραπέμπει σε μεγάλο βαθμό στην οικολογική Σχολή του Σικάγου- έγιναν πιο ελκυστικές για την εγκατάσταση πληθυσμών με οικονομικά και λοιπά κοινωνικά προβλήματα, λόγω της μείωσης των τιμών εκμίσθωσης κατοικιών, παράμετρος που λειτουργεί όχι μόνο ως αιτία αλλά και ως αποτέλεσμα αυτής της εγκατάστασης.
Σε κάθε περίπτωση, η υποβάθμισή του Κέντρου της Αθήνας έχει εν τοις πράγμασι συντελεστεί και τα ερωτήματα που τίθενται είναι: αν γίνεται να μη συνεχιστεί/επεκταθεί η υποβάθμιση αυτή και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να αντιστραφεί η σημερινή κατάσταση.
Πολιτικές πρόληψης της εγκληματικότητας και της ανασφάλειας4
Δεδομένου ότι οι κάτοικοι προσλαμβάνουν την υποβάθμιση της καθημερινής ζωής τους ως αποτέλεσμα της αλληλόδρασης μια σειράς διαφορετικής προέλευσης παραγόντων, όπως το περιβάλλον της περιοχής κατοικίας τους, η εμπιστοσύνη τους στο ποινικό σύστημα αναφορικά με τον έλεγχο της εγκληματικότητας αλλά και οι ευρύτερες κοινωνικο-ιδεολογικές τους αντιλήψεις, και δεδομένου, επίσης, του κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο κράτος και την πολιτεία ευρύτερα, άρα, και οι πολιτικές που θα πρέπει να αναληφθούν για την αντιστροφή αυτού του κλίματος θα πρέπει να είναι εξίσου σύνθετες και πολυδιάστατες.
Τα προτεινόμενα μέτρα αφορούν, τόσο στο μακρο-επίπεδο, ώστε να αντιμετωπισθούν τα ζητήματα ‘τροφοδότησης’ των ευάλωτων περιοχών με αντίξοες συνθήκες αντιμετώπισης των ήδη έντονων προβλημάτων τους, όσο και στο μικρο-επίπεδο των συγκεκριμένων περιοχών.
Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικό ρόλο καλείται να διαδραματίσει η «μεταναστευτική πολιτική» με άμεσο στόχο να αντιμετωπισθεί η παράνομη είσοδος μεταναστών και να ρυθμιστεί το καθεστώς παραμονής όσων έχουν τις προϋποθέσεις νομιμοποίησης.
Βασική στόχευση της αντιμετώπισης της κρίσης του Κέντρου της Αθήνας, θα πρέπει να αποτελέσει η ρύθμιση των εμπορικών δραστηριοτήτων της περιοχής. Ένα σκέλος αποτελεί το εκτεταμένο παρεμπόριο, ενώ το δεύτερο θα έπρεπε να εστιάσει στα κίνητρα διατήρησης των νόμιμα εγκατεστημένων εμπορικών δραστηριοτήτων ώστε να ανακοπεί το φαινόμενο μαζικής διακοπής λειτουργίας των καταστημάτων του Κέντρου της Αθήνας (βάσει ορθολογικών και ισότιμων κριτηρίων). Επειδή, όμως, πολλοί αλλοδαποί ζουν από το παρεμπόριο, τα μέτρα δεν πρέπει να είναι κατασταλτικά αλλά ρυθμιστικά, προσφέροντας τις δυνατότητες μετατροπής της μη νόμιμης αυτής δραστηριότητας σε εναλλακτική δυνατότητα άσκησης οργανωμένου «μικρεμπορίου». Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει εάν ελεγχθεί η νόμιμη εισαγωγή εμπορευμάτων, παραχωρηθούν από το Δήμο της Αθήνας κατάλληλοι χώροι εν είδει υπαίθριας ή ημι-υπαίθριας αγοράς στην οποία θα ασκούν με νόμιμη άδεια τη δραστηριότητα αυτή.
Σημαντικός είναι και ο έλεγχος στέγασης των αλλοδαπών, μέσα από την παράνομη μαζική ενοικίαση ή υπενοικίαση ακατάλληλων χώρων και την εκμετάλλευσή της μεγάλης ανάγκης τους. Εν προκειμένω, η Πολιτεία οφείλει να ελέγξει τις άδειες εκμίσθωσης-υπεκμίσθωσης τόσο νομικά όσο και μέσω επιτόπιων ελέγχων.
Για να επιτευχθεί η αναβάθμιση του Κέντρου θα πρέπει να ανακοπεί η τάση εγκατάλειψής του από τους κατοίκους του. Η αντιστροφή της εξέλιξης αυτής προϋποθέτει μέτρα βελτίωσης της ποιότητας ζωής όπως τα προαναφερθέντα καθώς και κίνητρα παραμονής τους (μείωση της φορολογίας ή άλλες ελαφρύνσεις)
Επίσης, χρήσιμες έχουν αποδειχθεί πολιτικές εγκατάστασης δημιουργικών δραστηριοτήτων (πολιτιστικού χαρακτήρα) ή και διοικητικών υπηρεσιών που δεν απευθύνονται σε στοχοθεσίες κοινωνικών προβλημάτων και έχουν ως αποτέλεσμα να λειτουργούν ως τόποι και τρόποι προσέλκυσης θετικών και δημιουργικών δράσεων. Συνδυαζόμενες, μάλιστα, με χωροταξική ισοκατανομή των κέντρων ή υπηρεσιών που απευθύνονται σε κοινωνικά αποκλεισμένα άτομα (π.χ. ουσιοεξαρτημένους) μπορεί να λειτουργήσουν ενθαρρυντικά για την αναβάθμιση της περιοχής.
Τέλος, η αντεγκληματική πολιτική οφείλει να είναι ορθολογική και να βασίζεται στο σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτό, καλείται να αντιμετωπίσει αλληλένδετες μορφές οργανωμένου εγκλήματος (όπως είναι το trafficking) με μορφές καθημερινής εγκληματικότητας ή εγκληματικότητας του δρόμου (street-crime), μέσα από συνδυασμένες πολιτικές πρόληψης και καταστολής ώστε να διασφαλισθεί το δικαίωμα των κατοίκων να κυκλοφορούν στους δρόμους της γειτονιάς τους όλες τις ώρες της ημέρας και να αποφευχθούν συγκρούσεις και ξενοφοβικές συμπεριφορές.
Στο πλαίσιο αυτό, απαραίτητη είναι η προσαρμογή της αστυνόμευσης στις ανάγκες αντιμετώπισης των νέων μορφών εγκληματικότητας που εγκαταστάθηκαν στο Κέντρο της Αθήνας καθώς και στις ανάγκες πρόληψης της ανασφάλειας των κατοίκων και καταστηματαρχών της περιοχής5.
Σημαντικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Εγκληματικότητας/Παραβατικότητας6 των Δήμων.
Από το 1990 και μετά υιοθετήθηκε σε ευρωπαϊκό πλαίσιο η «πολιτική της ποιότητας ζωής». Βάσει της πολιτικής αυτής, τα προτεινόμενα μέτρα εστιάζουν στο άμεσο τοπικό περιβάλλον, στη γειτονιά, στην κοινότητα ή στην τοπική κοινωνία, ανάλογα με το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο εφαρμογής παρόμοιων πολιτικών. Η στροφή προς την ‘κοινότητα’, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1960, είναι ιδιαίτερα εμφανής πλέον και μέσα από τη λεγόμενη «περιβαλλοντική εγκληματολογία» η οποία έχει συστηματοποιήσει μια σειρά μεθόδους και τεχνικές πρόληψης εγκληματικότητας μέσω κυρίως περιβαλλοντικού σχεδιασμού. Βασισμένη στο θεωρητικό πλαίσιο της Σχολής του Σικάγου, επιχειρεί την αναβάθμιση των περιβαλλοντικών (φυσικών και κοινωνικών) παραμέτρων, έτσι ώστε να μην αποτύχει η κοινότητα στον κοινωνικοποιητικό της ρόλο.
Στις μέρες μας, η «υπευθυνοποίηση» της κοινότητας μαζί με την ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής. Η τάση αυτή διεταιρικότητας μεταξύ κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης ή λοιπών φορέων της τοπικής κοινωνίας εκφράζεται από τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Εγκληματικότητας, τα οποία θα πρέπει να ενεργοποιηθούν και να συντονισθούν εκ νέου, λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες. Πρόκειται για μια σύγχρονη και οργανωμένη μορφή κοινωνικο-περιβαλλοντικής πρόληψης, στη βάση της οποίας μπορεί να δομηθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων και των επισκεπτών του κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας.
Υποσημειώσεις
2. Δεν συμπεριλαμβάνονται κλοπές τροχοφόρων
3. Σύμφωνα με την υπό δημοσίευση μελέτη: Χ.Ζαραφωνίτου (Επιστ.Υπεύθ.) και Γεωργαλλής Α., Γεωργόπουλος Α., Μουσχή Δ., Τάτση Χ., Χρυσοχόου Ε., «Σχηματισμός ’ghettos’, εγκληματικότητα και ανασφάλεια», Πάντειο Πανεπιστήμιο, ΠΜΣ «Η σύγχρονη εγκληματικότητα και η αντιμετώπισή της».
4. Τμήμα του παρόντος παρουσιάσθηκε στο πλαίσιο του Καινοτόμου Εργαστηρίου «Αθήνα: Πόλη σε κρίση;» που διοργανώθηκε από το Ε.Κ.Δ.Δ.Α, την Τρίτη 21 Ιουνίου 2011, στο οποίο συμμετείχε η γράφουσα.
5. Ενδεικτικά τα πορίσματα της πρόσφατης έρευνας: Χ. Ζαραφωνίτου (Επιστ.υπεύθ.), Λέκκα Β., Πατελάκη Α. (Συνεργ.), «Νέες μορφές αστυνόμευσης και η επίδρασή τους στο αίσθημα (αν)ασφάλειας των καταστηματαρχών Αθήνας και Πειραιά» (υπό δημοσίευση).
6. Όπως διεξοδικά αναφέρεται στο Πλαίσιο Βασικών Αρχών Λειτουργίας για τα ΤοΣΠΕ, το οποίο συντάχθηκε από την Ομάδα Διοίκησης Έργου (ΑΥ ΕσΔημΔιοικΑποκΔημΤαξ 3002/4/1κδ (ΦΕΚ Β’ 521/29-4-2002) βλ. και σχετική ανακοίνωση στην Ποινική Δικαιοσύνη, 6/2002, σ.σ.587-590.
Επίσης, Ν.Κουράκης (επιμ.), Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας, Α.Σάκκουλας, ΕΠΕΕ 8, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007 και Ch.Zarafonitou, “Local crime prevention councils and the partnership model in Greece”, στο Community Safety Journal, Vol.3, Ιανουάριος 2004, σ.σ.23-28.