(1922-2011)
της Μαριαλένας Καμήλου,
φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, ένας από τους σπουδαιότερους ποινικολόγους της χώρας, ήταν μέλος πολιτικών οικογενειών καθότι γιος του Βουλευτή Κυκλάδων Αντωνίου Μαγκάκη και σύζυγος της Αγγελικής, θυγατέρας του πρώην Πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών την περίοδο 1940-1946. Η γερμανική κατοχή τον βρίσκει μόλις μιας εβδομάδας φοιτητή στη Νομική Σχολή Αθηνών και αμέσως οργανώνεται στον αντιστασιακό αγώνα συμμετέχοντας στην Π.Ε.Α.Ν. Εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις υπηρετώντας στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 1950 και κατόπιν τούτου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου το 1953, αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Ποινικού Δικαίου. Το 1955, ανακηρύχθηκε υφηγητής του Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1959 έγινε εντεταλμένος. Μιλούσε αγγλικά και γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος κεντρικής συνοικίας της Αθήνας.
Παράλληλα με την πανεπιστημιακή καριέρα ασκούσε το δικηγορικό επάγγελμα ιδιαίτερα την περίοδο του «Ανένδοτου Αγώνα» υπερασπιζόμενος σε ποινικές δίκες φοιτητές, εργάτες και άλλους διωκόμενους για πολιτικούς λόγους. Το χρονικό διάστημα 1962-1963, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Freiburg της Γερμανίας ως επισκέπτης καθηγητής και το 1968 εξελέγη παμψηφεί έκτακτος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών. Τα πολιτικά γεγονότα όμως της εποχής επηρέασαν την ακαδημαϊκή του καριέρα, καθώς η δικτατορία όχι μόνο δεν ενέκρινε το διορισμό του αλλά το Φεβρουάριο του 1969 απομακρύνθηκε οριστικά με την παρέμβασή της και από τη θέση του υφηγητή την οποία κατείχε ήδη από το 1955. Το 1974 και ενώ ήταν έγκλειστος στις φυλακές για πολιτικούς λόγους το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης τον εξέλεξε τακτικό καθηγητή του Ποινικού Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου.
Απεβίωσε σε ηλικία 89 ετών στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» από πνευμονική ανεπάρκεια, καθώς νοσηλευόταν ήδη στην 3η Παθολογική Κλινική του νοσοκομείου με χρόνιο πρόβλημα υγείας που σχετιζόταν με τη λειτουργία των πνευμόνων. Με πρωτοβουλία του Υπουργού Χάρη Καστανίδη η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και με τιμές Υπουργού εν ενεργεία κάτω από ομοβροντία πυροβόλων όπλων τιμητικού αγήματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Γερμανός Πρέσβης πριν αποτίσει φόρο τιμής στον εκλιπόντα αναφέρθηκε στη συμβολή του Γεώργιου Μαγκάκη στη σύσφιγξη σχέσεων Ελλάδας και Γερμανίας παρόλο που είχε πολεμήσει σκληρά τους Γερμανούς εισβολείς, πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα πως είχε την κριτική ικανότητα να διακρίνει το δικαιολογημένο μίσος εξαιτίας της γερμανικής εισβολής από την γερμανική διανόηση στο νομικό και φιλοσοφικό χώρο.
Το τελευταίο χειρόγραφο σημείωμά του, το οποίο έγραψε ενόσω νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, περιείχε τα εξής λόγια:
«Προτιμώ τα δύσκολα, όχι τα λαμπερά. Η ζωή πάνω στο νήμα η πιο δύσκολη στιγμή, γι’ αυτό και η πιο άξια. Πώς αρχίζεις; Δύσκολο. Πώς τελειώνεις; Ακόμα πιο δύσκολο. Σαλπάρω ήρεμος για τον άλλο κόσμο. Αυτόν που αφήνω πίσω μου σίγουρα δεν είναι η Ελλάδα μου. Αυτός είναι άλλος τόπος με ανθρώπους άλλης φυλής. Δεν με αφορούν, τι θέλω ανάμεσά τους; Να ‘στε όλοι καλά».
Στον τάφο του ζήτησε να γραφτούν τα εξής λόγια:
«Αντιστάθηκε. Το 41-44 στη ναζιστική κατοχή. Το 67-74 στη στρατιωτική χούντα. Το 86-96 στην ηθική σήψη. Στην πλημμύρα της ανόου δεν υπάρχει αντίσταση. Και το μετά τη λιποθυμία αυτή, δεν υπήρχε πια…»
Γ.Α.ΜΑΓΚΑΚΗΣ
Τα τελευταία χειρόγραφα του Γ. Α. Μαγκάκη, αντίγραφο των οποίων παραχώρησε ευγενικά στο theartofcrime η Ομότιμη Καθηγήτρια κα Καλλιόπη Δ. Σπινέλλη, την οποία ευχαριστούμε θερμά.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΗ
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών ο Γεώργιος Μαγκάκης συνέχιζε τις παραδόσεις του στη Νομική Σχολή Αθηνών και πιο συγκεκριμένα η αποχαιρετιστήρια παράδοσή του πριν την απομάκρυνση του και από τη θέση του υφηγητή αποτέλεσε δημόσια αντιδικτατορική εκδήλωση που είχε ως αποτέλεσμα την προσαγωγή του στην Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας, ενώ τον Ιούλιο του 1969 συνελήφθη για αντιδικτατορική δράση. Χαρακτηριστικά όπως ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του τόνισε στους φοιτητές του πως: «Αν ο νομικός δεν θεωρεί ότι πρωταρχικό του έργο είναι μέσα στην επιστήμη του η προστασία της ελευθερίας, τότε διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει ταπεινός υπηρέτης του ισχυρού». Μετά τη φυλάκιση του υπέστη βασανισμούς και έμεινε περίπου πέντε μήνες στην απομόνωση ενώ τον Απρίλιο του 1970, στη δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας» καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο της Αθήνας σε κάθειρξη 18 ετών. Στη Δημοκρατική Άμυνα συμμετείχε μαζί με τον Αντώνη Μυτιληναίο,τον Τάσο Παναγιωτόπουλο, το Σάκη Καράγιωργα και τον Κώστα Καζολέα με τους οποίους ήταν συναγωνιστής ήδη από την ΠΕΑΝ. Εκείνος είχε αναλάβει να παραλαμβάνει και να μεταβιβάζει στον Κώστα Σημίτη που επίσης συμμετείχε στην αντικαθεστωτική δράση διάφορα προϊόντα. Για τρία περίπου χρόνια μεταφερόταν σε διάφορες φυλακές, όπως Αβέρωφ, Επταπύργιο, Κορυδαλλός και Τρίκαλα ενώ παράλληλα συνέγραφε αντιστασιακά κείμενα καταγγέλλοντας το δικτατορικό καθεστώς. Το κείμενό του «Γράμμα από τη φυλακή» δημοσιεύτηκε εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού και το κείμενο «Η Ελλάδα μου» συμπεριλήφθηκε στην αντιστασιακή έκδοση «Νέα Κείμενα» κυκλοφορηθείσας στην Αθήνα το 1971.
Πιο συγκεκριμένα το κείμενό του «Γράμμα από τη φυλακή», δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Αμερική , στο Atlantic Monthly Review και ύστερα στους Times της Νέας Υόρκης, στους Times του Λονδίνου και στην γερμανική Zeit. Το δημοσίευσαν εφημερίδες και περιοδικά στην Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική και στην Ιαπωνία. Επίσης η Διεθνής Αμνηστία το τύπωσε σε πολλές γλώσσες και διαθέτει τις εισπράξεις από την πώλησή του για τους πολιτικούς κρατούμενους όλου του κόσμου. Τέλος, απόσπασμα από το κείμενο αυτό διαβάστηκε από το Σερ Λώρενς Ολίβιε στην τελετή που έγινε για την ένταξη της Αγγλίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στα ελληνικά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1971 από τον ελληνικό αντιστασιακό εκδοτικό οίκο στη Δυτική Γερμανία «Attica-Press Verlag” με πρόλογο του Γιάγκου Πεσμαζόγλου. Στην Ελλάδα εκδόθηκε αργότερα.
Δύο πολύ σημαντικά και άξια προβληματισμού αποσπάσματα είναι τα εξής:
• «Νιώθουμε πολύ Ευρωπαίοι. Αυτή η συναίσθηση δεν πηγάζει πρωταρχικά από πολιτικές σκέψεις, όσο κι αν καταλήγει βέβαια να γίνεται βασική πολιτική θέση. Πηγάζει από την αμεσότητα που αποκτήσανε πάλι πολύ έντονα με τη δικτατορία τα πολιτιστικά μας βιώματα. Αυτά τα νοήματα που ζούμε και που μας κάνουν ν’ αντέχουμε τούτες τις μέρες και τις νύχτες μας δεν είναι ευτυχώς μονάχα δικά μας. Τα μοιραζόμαστε με το λαό της Ευρώπης. Ναι, τον έναν λαό της Ευρώπης. Εμείς μέσα από τη φυλακή μας μπορούμε να το πούμε αυτό με αληθινή σοβαρότητα. Η οδύνη μάς κάνει να βλέπουμε την ουσία και να τη λέμε απλά. Βλέπουμε μόνο το νόημα και όχι τα ανόητα σύνορα, τους μικρόψυχους ανταγωνισμούς και τις αβάσιμες πια επιφυλάξεις. Εμείς βλέπουμε απλά σαν λαός τον έναν εαυτό μας. Μοιάζει παράδοξο, αλλά βέβαια μόνο στην πρώτη ματιά, πόσο έντονα ένιωσε ο Έλληνας πως είναι Ευρωπαίος από την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας. Η ταπείνωση κάνει πιο συνειδητές αυτές τις αξίες της ζωής μας που προσβάλλονται. Οι δικές μας είναι οι αξίες της Ευρώπης. Όλοι μαζί τις φτιάξαμε. Νιώσαμε αυθόρμητα πως κανένας άλλος δεν θα καταλάβαινε με το δικό μας ακριβώς τρόπο το δράμα που άρχιζε στον τόπο μας όσο ο Ευρωπαίος. Κι έτσι ήτανε. Το βλέμμα της απόγνωσης μας γύρισε στην Ευρώπη κι ο λαός της δεν μας άφησε ανθρώπινα μόνους. Τώρα όλοι εμείς που έτυχε να διανύουμε αυτόν το μαρτυρικό δρόμο της αιχμαλωσίας στις φυλακές της δικτατορίας λέμε Ευρώπη και εννοούμε Πατρίδα. Εννοούμε ακριβώς αυτήν τη βαθιά σύνθεση από ιστορικά βιώματα, πολιτιστικά νοήματα και ανθρώπινη αλληλεγγύη που ονομάζομε «πατρίδα». Πιάνομε τα κάγκελα στο μικρό μας παράθυρο, κοιτάμε έξω και σκεπτόμαστε τους άλλους ανθρώπους, αυτούς τους μυριάδες ανθρώπους που περπατάνε στους δρόμους και που αν μας έβλεπαν, θα μας έγνεφαν. Τότε το βλέμμα της σκέψης μας αγκαλιάζει ολόκληρη την Ευρώπη. Γιατί σ’ αυτήν είναι οι δικοί μας, αυτοί που θα μας γνέφανε. Μας κλείσανε οι κυνηγοί κεφαλών σ’ αυτόν τον τόσο στενό χώρο για να στεγνώσουμε και να σμικρύνουμε σαν εκείνα τα ανατριχιαστικά ανθρώπινα κεφάλια που είναι τα τρόπαιά τους. Μα η χώρα μας πλάτυνε, έγινε μια ολάκερη ήπειρος. Μας έχουνε απομονωμένους για να καταντήσουμε μόνοι κι έρημοι, χαμένοι μέσα σε μια ολότελα ατομική μοίρα. Μα εμείς ζούμε μέσα στην τεράστια ανθρώπινη αγκαλιά της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η βία τους είναι ανίσχυρη μπροστά στο νόημά μας».
•
«Είμαστε ένας ένας κλεισμένοι στα κελιά μας. Από μια άποψη τα πιο αδύναμα πλάσματα. Μπορούν να μας κάνουν ότι θέλουν. Εκεί που κάθεσαι έρχονται, σε παίρνουν και σε πάνε, χωρίς να ξέρεις που, σε άλλη φυλακή, στην άλλη άκρη. Αν δεν μας φοβόντουσαν τόσο, θα ‘λεγα ότι είμαστε γι’ αυτούς πράγματα. Ο φόβος όμως που μας έχουνε διατηρεί την ανθρώπινή μας υπόσταση και στα μάτια τους. Αυτά λοιπόν τα πιο αδύναμα πλάσματα άλλο δεν σκέπτονται παρά τη μοίρα του κόσμου. Όταν μας βγάζουνε από τα κελιά και βλεπόμαστε, γι’ αυτήν μιλάμε. Αυτή η έγνοια μας. Ξέρουμε κι εμείς μαζί με τόσους τι είναι η λαχτάρα της λευτεριάς που σπαρταράει στον κόσμο. Και βλέπουμε πια καθαρά τους εχθρούς της. Τρέμουμε για την τύχη της χώρας μας, που τη λέμε Ευρώπη. Γιατί ξέρουμε πως σ’ αυτήν κρατιέται η ελπίδα και πως γι’ αυτόν το λόγο απειλείται. Είναι πολύ επικίνδυνο να συντηρείς την ελπίδα του ανθρώπου. Της Ελλάδας η υποδούλωση τι άλλο νόημα έχει; Φτιάξανε προγεφύρωμα. Άλλο ένα δίπλα σ’ εκείνα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Φοβούνται την Ευρώπη. Αυτήν την βασανισμένη νερομάνα ιδεών. Στα παμπάλαια χώματά της υπάρχουνε πάντα οι σπόροι τους. Οι απλοί της άνθρωποι τους συντηρούνε μέσα στον κόρφο τους μ’ αυτήν την τόσο αυτονόητη εδώ ανησυχία του πνεύματος. Σωστά την φοβούνται οι δήθεν πάμπλουτοι και πάνοπλοι. Εδώ, όταν λέμε για άνθρωπο, καταλαβαίνουμε νόημα. Αυτό που τον κάνει να είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα. Αυτή η πιο παλιά, η πιο σοφή και η πιο εκρηκτική μας σκέψη. Γι’ αυτήν τη σκέψη φοβούνται την Ευρώπη. Ξέρουνε πως κάποτε αναπόφευκτα θα παίξει το ρόλο της. Έτσι κι εμείς φοβόμαστε σήμερα γι’ αυτήν. Αυτήν έχουμε έγνοια. Εμείς τα πιο αδύναμα πλάσματα. Κι όμως αυτό δεν είναι καθόλου αστείο.»
Ενώ ήταν έγκλειστος και είχε εκλεγεί τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, το 1972, αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας κατόπιν παραινέσεως του Γερμανού Καγκελάριου Willy Brandt και διέφυγε στη Γερμανία όπου δίδασκε στο προαναφερθέν Πανεπιστήμιο Ποινικό Δίκαιο συνεχίζοντας τον αντιδικτατορικό αγώνα. Συγκεκριμένα προκειμένου να δεχθεί την εκλογή του ως τακτικού καθηγητή έθεσε ως όρους, οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί , τη διατήρηση της ελληνικής του υπηκοότητας αλλά και την ανάπτυξη πολιτικής δραστηριότητας για την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα. Η παρέμβαση του Willy Brandt έγινες μετά από δημόσια καταγγελία της συζύγου του Γεώργιου Μαγκάκη στον ίδιο τον Καγκελάριο όσο και στον Πατριάρχη αλλά και στον Πάπα. Η ίδια συνελήφθη επίσης μετά από αυτήν την πράξη για διασπορά ψευδών ειδήσεων αλλά αφέθηκε ελεύθερη έπειτα από διεθνείς πιέσεις.
Η πτώση της δικτατορίας οδήγησε στην επιστροφή του στην Ελλάδα όπου συνέχισε την ακαδημαϊκή του δραστηριότητα, τις παραδόσεις του στο Πανεπιστήμιο ενώ παράλληλα συμμετείχε στην πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, ως Υπουργός Δημοσίων Έργων. Η πανηγυρική επιστροφή του στα αμφιθέατρα της Νομικής Σχολής Αθηνών συνοδεύτηκε από ένα λόγο προς τους φοιτητές του που περιλάμβανε την εξής ιστορική φράση: «Κύριοι και τώρα συνεχίζουμε από εκεί που μας σταμάτησαν». Η φράση αυτή προκάλεσε ξέφρενο ενθουσιασμό και συγκίνηση στους ακροατές του που τον χειροκροτούσαν όρθιοι για δεκαπέντε λεπτά της ώρας, καθιστώντας αδύνατο ακόμη και στον ίδιο να κρύψει τη συγκίνησή του.
Την ίδια χρονιά εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στη Β’ Αθηνών με το ψηφοδέλτιο της Ένωσης Κέντρου- Νέες Δυνάμεις. Το Σεπτέμβριο του 1976 συμμετείχε στην ίδρυση της «Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας» η οποία με εισήγησή του το 1978 τερμάτισε τη δράση της και συσπειρώθηκε με τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ. Το 1980 εντάχθηκε και ο ίδιος στο ΠΑΣΟΚ ενώ το 1981 ανέλαβε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία παρέμεινε για ένα χρόνο μέχρι το 1982, όπου ανέλαβε χρέη Υπουργού Δικαιοσύνης. Λόγω της άρνησής του να συμμετάσχει στην ψηφοφορία της πρότασης δυσπιστίας που υπέβαλε η ΝΔ κατά του ΠΑΣΟΚ στις 13 Μαρτίου 1989, ο τότε Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου και τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου εισηγήθηκαν τη διαγραφή του, η οποία επικυρώθηκε την επόμενη μέρα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Στις 5 Οκτωβρίου 1989, επανεντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, συμμετέχοντας στη σύνθεση του νέου οργάνου που συγκροτήθηκε με τίτλο «Πολιτικό Συμβούλιο», με στόχο την δημοκρατική συμπαράταξη ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Το 1990, ίδρυσε μαζί με άλλους νομικούς την οργάνωση «Δημοκρατική Ευθύνη Νομικών» για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και των δημοκρατικών θεσμών και εξελέγη πρόεδρός της. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1990, στο 2ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Στις 5 Απριλίου 1992, εξελέγη βουλευτής στη Β’ Αθηνών καταλαμβάνοντας την έδρα η οποία είχε εκκενωθεί μετά την έκπτωση του Δ. Τσοβόλα από το βουλευτικό αξίωμα. Τέλος, στις 17 Απριλίου 1994, στο 3ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, επανεξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.
Υπήρξε αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, ενώ το 1996, ανέλαβε πρόεδρος της «Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης», που είχε ιδρυθεί ήδη από το 1974, από όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του θητείας ανέλαβε τα εξής Υπουργεία: Υπουργείο Δικαιοσύνης (1982-1986), Υγείας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1987) και τέλος αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών (1995). Παράλληλα με τα ακαδημαϊκά και πολιτικά του καθήκοντα, υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ποινικού Δικαίου, της Διεθνούς Αμνηστίας και της Διεθνούς Ένωσης Νομικών. Έχει επίσης συμμετάσχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και σε πολλά διεθνή σοσιαλιστικά και επιστημονικά συνέδρια.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Η συμβολή του στο ποινικό δίκαιο που ήταν και ο κατεξοχήν χώρος της δραστηριότητάς του ήταν πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα στο μέχρι και σήμερα άλυτο ζήτημα της σύγκρουσης καθηκόντων. Θαυμαστής και συνοδοιπόρος στη μακρόχρονη πορεία του στη νομική επιστήμη υπήρξε ο Νικόλαος Ανδρουλάκης, ο οποίος υποστηρίζει πως η μεγαλύτερη Αρετή του Γεωργίου Μαγκάκη ήταν η αδιάκοπη προσπάθειά του να δώσει λύση σε διάφορα ζητήματα.
Συμμετείχε επίσης σε διάφορες νομοθετικές τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ενώ παράλληλα επίλυσε οριστικά το θέμα της κατασκευής του Πρωτοδικείου Αθηνών στο χώρο της τέως Σχολής Ευελπίδων, παρά τις έντονες αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου που συνοδεύτηκε από την παγκόσμιας πρωτοτυπίας απόφαση να μην αναρτηθεί στο προαύλιο των δικαστηρίων η αναμνηστική πλάκα που θα μνημόνευε τη χρονολογία και το όνομα του αρμόδιου Υπουργού στη θητεία του οποίου πραγματοποιήθηκε το έργο.
Σχετικά με το ζήτημα της σύγκρουσης καθηκόντων για το οποίο αφιέρωσε σημαντικό μέρος της βιβλιογραφίας του έχει αναπτύξει διάφορες απόψεις. Οι περιπτώσεις των συγκρούσεων καθηκόντων δεν έχουν σχέση με εκείνες της λεγόμενης «σύγκρουσης νόμων». Τέτοια υπάρχει ήδη in abstracto, ενώ κάθε αληθινή σύγκρουση καθηκόντων είναι πάντοτε δημιούργημα των πραγματικών συνθηκών. Οι περιπτώσεις της σύγκρουσης καθηκόντων δεν υπάγονται στο άρθρο 20 ΠΚ, γιατί η πράξη δεν αποτελεί καθεαυτήν εκπλήρωση καθήκοντος, αλλά γίνεται για να εκπληρωθεί ένα καθήκον.
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΨΕΙΣ
Όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του, λένε στην πολιτική επιστήμη πως αν ένας λαός κάνει έναν ξεσηκωμό και για τον άλφα ή βήτα λόγο αυτός αποτύχει, ξανά στην ίδια κοινωνίας ο ξεσηκωμός γίνεται από την τρίτη γενιά του λαού αυτού. Ο ελληνικός λαός έχει διαψεύσει παταγωδώς αυτή τη διαπίστωση καθώς στη δική του γενιά είχαν πραγματοποιηθεί τουλάχιστον τρεις ξεσηκωμοί, της Αλβανίας, της Κατοχής και την τραγωδία του Εμφυλίου.
Σχετικά με το χουντικό Σύνταγμα του είχε σχολιάσει και στις παραδόσεις του στη Νομική Σχολή ότι αυτό εμφάνιζε ορισμένα σημεία εμφανώς αντιδημοκρατικά, καθώς αντιδημοκρατικός ήταν και ο τρόπος νομιμοποίησής του. Όσο για το Σύνταγμα του 1973, το οποίο συντάχθηκε ενώ εκείνος ήδη είχε φυγαδευθεί στη Γερμανία, θεωρούσε πως ήταν άχρηστο και αποτελούσε ένα πρόσχημα για να θεωρηθεί ότι γίνονται προσπάθειες εκδημοκρατισμού.
Ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης διέθετε αδιαμφισβήτητα έντονη προσωπικότητα και ανήσυχο πνεύμα. Σε πείσμα όλων εκείνων που προσπάθησαν να φιμώσουν τις ελεύθερες και δημοκρατικές φωνές της εποχής του, εκείνος αντιστάθηκε σθενάρα και αψηφώντας τις συνέπειες πρόταξε τις ιδέες και τις ηθικές αρχές του χαράσσοντας το όνομά του με χρυσά γράμματα στις σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η νομική και πολιτική κοινότητα θρηνεί για την απώλεια ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου, όμως πάντοτε θα μνημονεύεται είτε μέσω του πλούσιου συγγραφικού έργου που άφησε ως πολύτιμη κληρονομιά στους νομικούς αυτής της χώρας είτε μέσω των χειρόγραφών του από τη σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας που θα μας θυμίζουν πάντα πόσα οφείλουμε σε εκείνον και σε όσους θυσίασαν και τον εαυτό τους ακόμα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου.
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Σημαντικότερα των έργων του είναι:
• «Σύγκρουση καθηκόντων στο Ποινικό Δίκαιο» (1955)
• «Ο Καταλογισμός» (1962)
• «Δίκαιο και Ελευθερία» (1964)
• «Τα εγκλήματα κατά των ηθών» (1967)
• «Λόγος Πράξη» (1977)
ΠΗΓΕΣ
• http://tvxs.gr/news
• http://el.wikipedia.org/wiki/
• http://www.ert.gr/index.php/ert-archives/2011-07-22-13-18-34/20657-2011-09-06-08-47-06.html
• http://www.rwf.gr
• http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=418013
• Ποινική Δικαιοσύνη, τ. 8-9, σελ. 926