1. Θα πρέπει να ομολογηθεί ότι, έως ένα βαθμό, η άσκηση βίας, δηλ. η άσκηση σωματικής ή άλλης δύναμης ή η χρήση απειλών για να επιβάλει κάποιος έτσι τη θέλησή του, είναι ένα φαινόμενο ιδιαίτερα συνηθισμένο στον κόσμο των εφήβων. Όλοι περάσαμε από το στάδιο της εφηβείας και γνωρίζουμε καλά πόση εκρηκτική μαχητικότητα, πόση αναζήτηση ισχυρών συγκινήσεων, πόση αμφισβήτηση σε ξένες αυθεντίες (ιδίως απέναντι σε γονείς, καθηγητές και αστυνομικούς) και πόση ακραία ανταγωνιστικότητα χαρακτηρίζει αυτούς τους νεαρούς ανθρώπους, ιδίως κατά τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν μία ταυτότητα, κόντρα στις αντιστάσεις των άλλων. Τα παρατσούκλια, οι κοροϊδίες, η διάδοση φημών για τους άλλους, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τα σκασιαρχεία, τα graffiti, οι ζημιές στα σχολεία, ακόμη και οι ξυλοδαρμοί, εφόσον συμβαίνουν περιστασιακά και με διάθεση παιχνιδιού, είναι κατά τη γνώμη μου εκδηλώσεις που εντάσσονται σ’ αυτό το φυσιολογικό στάδιο της εφηβείας, έστω και αν με εγκληματολογικά κριτήρια χαρακτηρίζονται ως αποκλίνουσα συμπεριφορά. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να εκπλήσσουν οι μέχρις υπερβολής θετικές απαντήσεις των εφήβων σε ερωτήματα όπως: "Εχεις χτυπήσει ποτέ κάποιον στο σχολείο; " ή: "Σε έχει χτυπήσει κανείς ποτέ στο σχολείο;", αφού τέτοια χτυπήματα (που μπορεί να είναι και ελαφρά) έχουμε δεχθεί αλλά και έχουμε δώσει όλοι μας σε κάποια στιγμή της σχολικής μας διαδρομής. Άλλωστε, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν έχει ποτέ συμβεί, θα νιώθαμε ίσως ντροπή να το παραδεχθούμε, σαν να ομολογούσαμε ότι δεν μπορέσαμε να βιώσουμε μια φυσιολογική εφηβεία. Επομένως, τα ευρήματα τέτοιων ερευνών δεν πρέπει να υπερτιμώνται, ούτε και να διογκώνονται, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού το σχολείο έχει καταντήσει να είναι πλέον περίπου ο μοναδικός χώρος για παιχνίδι και δυνατές συγκινήσεις, καθώς οι αλάνες και ο πετροπόλεμος μεταξύ εφήβων στις γειτονιές ανήκουν πλέον οριστικά στο παρελθόν
2. Βέβαια, όλα αυτά τα περί φυσιολογικού φαινομένου ισχύουν όταν η άσκηση σχολικής βίας σε συμμαθητές γίνεται περιστασιακά και με διάθεση παιχνιδιού, οπότε επιβάλλεται στην αντιμετώπισή της κατανόηση και επιείκεια. Όμως τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες φαινομένων βίας λεκτικής, ψυχολογικής, φυσικής και, πιο πρόσφατα, σεξουαλικής και διαδικτυακής που, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από επαναληπτικότητα, χρονική διάρκεια, διάθεση κακότητας για τον άλλον και τάση για επίδειξη εξουσίας και κυριαρχίας απέναντι σε άλλα, ασθενέστερα άτομα, συνήθως συνομηλίκους. Πρόκειται για μια συμπεριφορά που ασφαλώς εκφεύγει από το πλαίσιο της «φυσιολογικής» σχολικής βίας και που αποκαλύπτει ένα βαθύτερο πυρήνα προσωπικότητας, με έντονο το στοιχείο της οργής και της προσπάθειας για εκτόνωση ενός μίσους κατά των άλλων ή, πολλές φορές, και κατά ίδιας της κοινωνίας. Η προβληματική αυτή συμπεριφορά, απότοκο των μεταλλάξεων που υπέστησαν η κοινωνία μας και ιδίως η λειτουργία της οικογένειας κατά τα τελευταία 40 χρόνια, άρχισε να αποτελεί αντικείμενο επισταμένης μελέτης ιδίως κατά τη δεκαετία του ΄80, με πρωτεργάτη τον Σουηδό Dan Olweus (προφ. Ολβέγιους), που αργότερα έγινε καθηγητής στη Νορβηγία (Παν/μιο Bergen) . Στα αγγλικά, το ενλόγω φαινόμενο της "ασύμμετρης" σχολικής βίας αποδίδεται με τον όρο bullying (bully είναι ο νταής, ο ψευτοπαλληκαράς, ο τραμπούκος), ενώ στα ελληνικά χρησιμοποιείται ο μάλλον ανεπιτυχής όρος "εκφοβισμός". Ίσως η μορφή αυτής της βίας να γίνεται περισσότερο κατανοητή με τον όρο "σχολικός τραμπουκισμός", αφού αυτό που τη χαρακτηρίζει περισσότερο δεν είναι το αποτέλεσμα (του εκφοβισμού), αλλά ο τρόπος με τον οποίο διαπράττεται, δηλ. η συμπεριφορά του "τραμπούκου" , το "νταηλίκι".
3. Ήδη μέσα από την εννοιολογική αυτή προσέγγιση προκύπτει έως ένα βαθμό και το "προφίλ" των δύο πρωταγωνιστών μιας τέτοιας βίαιης συμπλοκής, δηλαδή του δράστη και του θύματος. Ειδικότερα, ο δράστης, όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες, και με την επιφύλαξη, πάντοτε, ότι μπορεί να υπάρχουν ειδικότερες διαφορές από τη μία περίπτωση στην άλλη, εμφανίζεται εν γένει ως άτομο με σωματική δύναμη και αθλητικές επιδόσεις, υψηλή αυτοεκτίμηση, διάθεση προκλητικής εναντίωσης και κυριαρχίας απέναντι στους άλλους, ανυπακοή στους σχολικούς κανόνες, τάση για χρήση βίας στην επίλυση των διαφορών του και άντληση ψυχικής ικανοποίησης από μια τέτοια χρήση βίας, αδιαφορία για τα προβλήματα των άλλων (δηλ. έλλειψη σε «ενσυναίσθηση» [empathy] και «νοιάξιμο»), αποποίηση κάθε ευθύνης για τις πράξεις του διότι τάχα τον προκαλούν οι άλλοι, και γενικότερη έλλειψη άγχους. Αντίστροφα, το θύμα υπολείπεται κατά κανόνα σε σωματική δύναμη και ταυτόχρονα εμφανίζει κάποιο στοιχείο διαφορετικότητας ή απόκλισης από τον μέσο όρο (π.χ. πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα ή, αντίθετα, δυσλεξία και δυσχέρεια στην παρακολούθηση των μαθημάτων, σεξουαλική ιδιαιτερότητα, διαφορετική εθνοτική ή θρησκευτική προέλευση, ενδεχόμενη αναπηρία ή σωματικό ελάττωμα, π.χ. παχυσαρκία ή μεγάλη μυωπία), πράγμα το οποίο του προκαλεί άγχος, ανασφάλεια, μειωμένη αυτοεκτίμηση, εσωστρέφεια και αποθάρρυνση να υπερασπίζεται τον εαυτό του ή να ζητεί βοήθεια από τους άλλους. Οι περιπτώσεις του νεαρού Άλεξ στη Βέρροια και της μαθήτριας στην Αμάρυνθο Ευβοίας, είναι ίσως χαρακτηριστικές του είδους των θυμάτων ενός σχολικού τραμπουκισμού.
4. Εάν θελήσει κανείς να εμβαθύνει στους παράγοντες που διαμορφώνουν την προσωπικότητα του δράστη, θα διαπιστώσει ότι συνήθως πρόκειται για παιδιά που από μικρή ηλικία έγιναν αντικείμενο λεκτικής ή άλλης κακοποίησης από τους γονείς τους ή/και για παιδιά που τους έλειψε η γονεϊκή στοργή και η επικοινωνία . Μάλιστα, από πειράματα των βρετανών επιστημόνων Graeme Fairchild και Ian Goodyer, προέκυψε ότι στους δράστες αυτούς παρατηρείται χαμηλό επίπεδο της κορτιζόλης, δηλ. μιας στεροειδούς ορμόνης, της οποίας η αυξημένη παρουσία στον οργανισμό συντελεί στον έλεγχο των συναισθημάτων και καταστέλλει την εκδήλωση βίαιων παρορμήσεων. Ίσως δηλ., η μειωμένη παρουσία αυτής της "αγχολυτικής" ορμόνης στους δράστες του σχολικού τραμπουκισμού να τους προκαλεί ένα είδος νοητικής διαταραχής, με αποτέλεσμα να γίνονται "συναισθηματικά ψυχροί" και περισσότερο ευεπίφοροι σε πράξεις βίας.
Από την άλλη πλευρά, ως προς την προσωπικότητα του θύματος μπορεί να λεχθεί ότι πρόκειται κυρίως για νεαρούς που ζουν σε οικογένειες με γονείς υπερπροστατευτικούς ή και αυταρχικούς, γονείς που πιέζουν για υψηλές σχολικές επιδόσεις, ενίοτε, δε, και γονείς κατά βάση αδιάφορους.
Φαίνεται, επομένως, ότι τόσο για τον δράστη όσο και για το θύμα του σχολικού τραμπουκισμού η οικογένεια διαδραματίζει ένα πρωτεύοντα ρόλο στην περαιτέρω διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους, καθώς οι ελλειμματικές σχέσεις ουσιαστικής επικοινωνίας και επαφής που βιώνουν αυτά τα παιδιά με τους γονείς τους, τα εξωθούν, αντίστοιχα, σε προβληματικές σχέσεις με τους συμμαθητές τους και το σχολείο τους.
5. Και σ’ ένα γενικότερο επίπεδο, όμως, από τις καταστάσεις αυτές υπονομεύεται το ίδιο το μέλλον αυτών των παιδιών. Ειδικότερα, οι δράστες επιδίδονται βαθμιαία σε έντονα παραβατική συμπεριφορά με χρήση ουσιών (προφανώς και λόγω της αυξημένης αυτοπεποίθησής τους ότι οι ουσίες δε θα τους γονατίσουν, δε θα τους κάνουν να εθισθούν), κλοπές καταστημάτων, βανδαλισμούς κ.λπ., αλλά αργότερα –μετά την ενηλικίωσή τους- και σε άλλες σοβαρότερες αξιόποινες πράξεις. Μάλιστα, κατά μία έρευνα, σε ποσοστό 35-40%, οι δράστες αυτοί είχαν 3 ή περισσότερες ποινικές καταδίκες έως την ηλικία των 24 ετών. Τα δε θύματα, προσπαθώντας να ξεφύγουν απεγνωσμένα από την αφόρητη (κατα)πίεση της οικογένειας και του σχολείου, εξωθούνται ενίοτε να αντιδράσουν και αυτά με "ασύμμετρο" τρόπο, σκοτώνοντας, σε κατάσταση αμόκ και σε έκρηξη απόλυτης οργής, όσους μπορούν περισσότερους συμμαθητές αλλά και καθηγητές, ενίοτε και τους γονείς τους, προτού σκοτωθούν τελικά και οι ίδιοι με αυτοκτονία ή από τα πυρά των αστυνομικών . Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί εδώ ότι πολλοί από τους νεαρούς αυτούς που φθάνουν σ’ ένα τέτοιο λουτρό αίματος (συχνά και υπό την επίδραση video games με παρόμοιο περιεχόμενο σκοτωμών), επιλέγουν ως πρώτα τους θύματα τους αθλητικούς σωματώδεις συμμαθητές τους και όσες από τις συμμαθήτριες τους αρνήθηκαν να κάνουν σχέση μαζί τους (χαρακτηριστική εδώ η κινηματογραφική ταινία "The elephant" του Gus Van Sant, που βασίσθηκε στη συγκλονιστική σφαγή 12 μαθητών και ενός καθηγητή από δύο έφηβους μαθητές στο προαστιακό Γυμνάσιο Columbine του Colorado τον Απρίλιο 1999) . Και ανεξάρτητα, όμως, από μια τέτοια τραγική κατάληξη, τα θύματα του σχολικού τραμπουκισμού παρουσιάζουν βαθμιαία τάσεις απομόνωσης, αφιλίας, μετατραυματικής διαταραχής, άγχους και κατάθλιψης, ανάπτυξη συναισθημάτων ντροπής, προσφυγή στη χρήση ουσιών, μαθησιακές δυσκολίες, κακές επιδόσεις στο σχολείο και φοβία για το σχολείο που φθάνει έως και την εγκατάλειψή του, ενώ σε σπανιότερες περιπτώσεις παρουσιάζονται συμπτώματα δια βίου κοινωνικής περιθωριοποίησης, κατάθλιψης και αυτοκτονικού ιδεασμού (bullycide).