της Χριστίνας Κάκαρη,
ασκουμένης δικηγόρου
Συναντήσαμε την Αντιγόνη στο εργαστήρι κοσμήματος στον 11ο μήνα κράτησής της, αν και βρίσκεται μόλις στα 20 της χρόνια.
Παιδί χωρισμένων γονιών, με μια μητέρα για πολλά χρόνια αλκοολική, που μετά την νυχτερινή της εργασία έδερνε πολλές φορές τον αδερφό της και την ίδια.Αν και «δεν ήξερε αν έπρεπε να την αγαπήσει ή να την μισήσει», αργότερα παραδέχτηκε ότι την αγαπάει παρόλο που εκείνη δεν της δείχνει ενδιαφέρον. Μικρότερη από το σύζυγό της κατά 24 ολόκληρα χρόνια, τον έδιωξε γιατί ήταν εξαρτημένος από το τζόγο κι εκείνος έφυγε από τη Θεσσαλονίκη για τη Χαλκιδική, όπου και ξεκίνησε δική του οικογένεια. Η μητέρα της, έχοντας εδώ και δυο χρόνια απεξαρτηθεί από το αλκοόλ, εργάστηκε περιστασιακά σε περίπτερο και στη συνέχεια ως καθαρίστρια στο Δήμο, λαμβάνοντας σήμερα ψυχοθεραπευτική αγωγή στο πρόγραμμα «ΙΘΑΚΗ». Ο αδερφός της, μη χρήστης, αν και είχαν στενές σχέσεις, απομακρύνθηκε απ’ αυτήν όταν ο ίδιος συνήψε σχέση με κάποια κοπέλα και της μίλησε για τη χρήση της αδερφής του.
Σαν «φάρμακο» στο οικογενειακό αυτό πλαίσιο, απ’ το οποίο και αναζητούσε τρόπους διαφυγής, αλλά και στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει την περιέργειά της για το άγνωστο και το απαγορευμένο, όπως επίσης και λόγω της επιθυμίας της να γίνει αρεστή και αποδεκτή στους κύκλους που συναναστρεφόταν, στους οποίους και χαρακτηριστικά δήλωνε ψευδώς ότι ήταν ήδη χρήστρια, οδηγήθηκε στη χρήση ήδη από τα 14 της χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσει στο στάδιο της εξάρτησης πριν την ενηλικίωσή της, λαμβάνοντας σε καθημερινή βάση ναρκωτικές ουσίες κάθε είδους, χωρίς αυτές να της αρκούν, ώστε να αισθανθεί έστω παροδικά «καλά».
Προκειμένου να εξασφαλίσει τη δόση της εργάσθηκε περιστασιακά σε καντίνα και ακολούθως σε νυχτερινό κέντρο, σε χώρους που μόνο ευνοούσαν την επιδείνωση της εξάρτησής της, ακόμη κι αν είχε την ψευδαίσθηση ότι είχε τον έλεγχο. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι όσα κέρδιζε δεν επαρκούσαν για τις ολοένα και αυξανόμενες δόσεις που λάμβανε, στράφηκε αναγκαστικά στην εμπορία και στη διακίνηση ναρκωτικών, κερδίζοντας 1.000 Ευρώ σε μόλις 3 ώρες, συναναστρεφόμενη «κυριλάτους ντήλερ που ευκολότερα εμπιστεύονταν τις γυναίκες», με το όνομά της να φαίνεται σε πληθώρα τραπεζικών συναλλαγών. Χαρακτηριστικά ανακαλεί πως κάποια στιγμή έβαλε στοίχημα με το μαγαζάτορα του νυχτερινού κέντρου και τον πορτιέρη για το ποιος θα πωλούσε περισσότερα «κουμπιά». Όποιος κέρδιζε θα έπαιρνε «αέρα», δηλαδή ποσότητα χωρίς χρήματα, όπως μας εξήγησε. Η συμφωνία όμως χάλασε. Ένα εξάμηνο αργότερα, γνώρισε την προδοσία όταν ένας «φίλος» της, αφού της ζήτησε 800 χάπια για 4.000 Ευρώ, από τα οποία κι εκείνη θα έπαιρνε τα μισά, την κατέδωσε στην αστυνομία, με αποτέλεσμα να πιαστεί επ’ αυτοφώρω κατά την ανταλλαγή κι έτσι ξεκίνησε η εμπλοκή της με το νόμο και η πρώτη εγγραφή στο ποινικό της μητρώο.
Η Αντιγόνη φαίνεται να είναι ένας άνθρωπος πολύ ανοιχτός, με πολλές φιλίες εντός της φυλακής κι ευαίσθητος, που ακόμη κι αν προδόθηκε με πολύ βαρύ τίμημα, την ίδια της την ελευθερία, παραδέχεται ότι συνεχίζει να ξεγελιέται. Παρά τις καθημερινές μικρές μάχες που έχει κερδίσει και την πορεία που έχει διανύσει για να φτάσει στον 9ο μήνα απεξάρτησης, δηλώνει μ’ ένα τόνο νοσταλγίας «ερωτευμένη» με τα ναρκωτικά, ακόμη κι αν δεν έχει ως τώρα υποκύψει, μολονότι της έχουν προσφερθεί ουσίες εντός της φυλακής (2 φορές μέσα σε 10 μήνες) και αναγνωρίζει ότι «ο κίνδυνος θα υπάρχει πάντα», ότι «η χρήση είναι κουσούρι που κουβαλάει κανείς σ’ όλη του τη ζωή», ότι «είναι πολύ εύκολο να ξαναγυρίσεις στα νταραβέρια», κι ότι ίσως «λόγω της ηλικίας της δεν έχει φάει τόσα χαστούκια» ώστε να είναι περισσότερο συνειδητοποιημένη ως προς την απεξάρτηση, τη μη επανεμπλοκή με το νόμο κλπ.
Η συνέντευξη αυτή μας άφησε ανάμεικτα συναισθήματα, μια γλυκόπικρη εντύπωση όταν προσπαθήσαμε να προβλέψουμε τη μελλοντική πορεία της Αντιγόνης, καθώς είχαμε εντυπωμένο στο μυαλό μας το εξής ερώτημα, στο οποίο δυστυχώς δεν μπορούμε ν’ απαντήσουμε: Άραγε η τόσο εμφατικά εκπεφρασμένη νοσταλγία της για τα ναρκωτικά σε συνδυασμό με τη μικρή της ηλικία προδικάζουν την επιστροφή της στην αποφευκταία πορεία; Ή μήπως η ομολογία του φόβου της υποτροπής και η επίγνωση των κινδύνων υποκρύπτουν μία, έστω όχι ακόμη ώριμη, συνειδητοποίηση; Ας ελπίσουμε να συνεχίσει να βαδίζει με σταθερά βήματα στον τωρινό της δρόμο.